Το Βέλγιο παράτησε τους ηλικιωμένους στη μοίρα τους


Οι ηλικιωμένοι στους οίκους ευγηρίας του Βελγίου πλήρωσαν το πιο ακριβό τίμημα στο πρώτο κύμα της πανδημίας του κοροναϊού. Η «προδοσία» των αρχών που δεν έφερε αποτέλεσμα

Οι ηλικιωμένοι σε όλον τον κόσμο δέχονται το πιο βαρύ πλήγμα από την πανδημία του κοροναϊού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε όσες χώρες ο κοροναϊός μπόρεσε να «παρεισφρήσει» στα γηροκομεία έχουν καταγραφεί μεγάλοι αριθμοί θανάτων και γι’ αυτό πρώτο μέλημα των περισσότερων κρατών ήταν από την πρώτη στιγμή να προφυλάξουν τους οίκους ευγηρίας. Όχι όμως και στο Βέλγιο.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας, οι συνθήκες στα γηροκομεία του Βελγίου τουλάχιστον κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν τραγικές. Το Βέλγιο είναι μια από τις χώρες που έχει χτυπηθεί περισσότερο στην Ευρώπη από τον κοροναϊό καταγράφοντας μέχρι τώρα πάνω από 545.000 κρούσματα και περισσότερους από 15.000 θανάτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στο πρώτο τουλάχιστον κύμα της πανδημίας του κοροναϊού την περασμένη άνοιξη πάνω απ’ το 60% αυτών των θανάτων αφορούσε ηλικιωμένους που ζούσαν σε γηροκομεία.

Τώρα που το δεύτερο κύμα του κοροναϊού ξεκινά ακόμα πιο σφοδρό από το πρώτο, η "θυσία" αυτή των ηλικιωμένων μοιάζει μαλλον ανούσια.

Παρατημένοι μέχρι να πεθάνουν

Σύμφωνα με την μελέτη που παρουσίασε η Διεθνής Αμνηστία και εστιάζει στα όσα έγιναν στον πρώτο κύμα της πανδημίας, ένας από τους λόγους που τα γηροκομεία του Βελγίου έχουν χτυπηθεί τόσο πολύ είναι γιατί οι ηλικιωμένοι που νοσούσαν από κοροναϊό δεν μεταφέρονταν σε νοσοκομεία ώστε να λάβουν την κατάλληλη φροντίδα. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι σε αυτά δεν έλαβαν ποτέ την κατάλληλη εκπαίδευση γύρω από τον κοροναϊό, ούτε είχαν πρόσβαση σε προστατευτικά μέσα.

«Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας μάς επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε ότι οι οίκοι ευγηρίας και οι ένοικοί τους είχαν εγκαταλειφθεί πλήρως από τις αρχές μέχρι που αυτή τη τραγωδία αποδοκιμάστηκε δημόσια και το χειρότερο μέρος από το πρώτο κύμα της πανδημίας πέρασε», ανέφερε ο επικεφαλής της Διεθνούς Αμνηστίας στο Βέλγιο, Φιλίπ Χενμάν.

Όταν ο κοροναϊός χτύπησε τη Ευρώπη τον Μάρτιο, το Βέλγιο πιάστηκε παντελώς απροετοίμαστο και αντιμετώπισε πολύ μεγάλα προβλήματα με την έλλειψη υγειονομικού προσωπικού. Καθώς η πανδημία επεκτεινόταν σε όλη τη χώρα, τα γηροκομεία έγιναν σύντομα εστίες μόλυνσης και οι τοπικές αρχές ζήτησαν βοήθεια ακόμα και από τις ένοπλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Το Βέλγιο είχε σημειώσει κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά θανάτων αναλογικά του πληθυσμού του παγκοσμίως. Κι ενώ τα γηροκομεία ήταν γεμάτα με ασθενείς με κοροναϊό που πάλευαν για την ζωή τους, τα νοσοκομεία ανταπεξήλθαν στην κρίση καθώς οι μονάδες εντατικής θεραπείας που φτάνουν τις 2.000 σε όλη τη χώρα δεν γέμισαν ποτέ.

Η έκθεση έχει έκταση περίπου 62 σελίδες και συντάχθηκε με βάση μαρτυρίες ενοίκων και προσωπικού των οίκων ευγηρίας καθώς και διευθυντών τους αλλά και μελών ανθρωπιστικών ΜΚΟ. Η Διεθνής Αμνηστία μίλησε επίσης και με συγγενείς ηλικιωμένων που ζουν ακόμα σε οίκους ευγηρίας ή που πέθαναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όπως σημειώνει η ΜΚΟ, οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους μίλησαν ήθελαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ώστε να μιλήσουν ελεύθερα.

Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Οίκων Ευγηρίας Femarbel της χώρας, Βίνσεντ Φρέντρικ, ανέφερε στην Διεθνή Αμνηστία ότι πάρα πολλοί ηλικιωμένοι που χρειάζονταν ιατρική φροντίδα δεν την έλαβαν ποτέ.

«Όλοι είχαν συγκλονιστεί με τις εικόνες από τα γεμάτα νοσοκομεία της Ιταλίας και της Ισπανίας. Αυτές επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις των αρχών, οι οποίες τόνισαν από την αρχή ότι πρώτιστος στόχος ήταν να αποφύγουμε την υπερφόρτωση των μονάδων εντατικής θεραπείας. Οι οίκοι ευγηρίας πέρασαν σε δεύτερη μοίρα και οι ένοικοί τους και οι εργαζόμενοι σε αυτούς ήταν τα θύματα», τονίζει.

«Ως αποτέλεσμα κάποιοι ηλικιωμένοι άνθρωποι πέθαναν πριν της ώρας τους», αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία. «Χρειάστηκαν πολλοί μήνες πριν υπάρξει μια επίσημη απόφαση των αρχών που δήλωνε ότι η μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο ήταν πλέον δυνατή, αν συμφωνούσε με αυτή ο ασθενής ανεξάρτητα από την ηλικία του», τονίζεται.

Την ίδια στιγμή περισσότεροι από τους μισούς οίκους ευγηρίας δήλωσαν στους ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν έλαβαν ποτέ εκπαίδευση για το πώς να χρησιμοποιούν προστατευτικό εξοπλισμό και δεν ενημερώθηκαν ποτέ πλήρως για τον κοροναϊό. Η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε ότι ο συστηματικός έλεγχος για κρούσματα κοροναϊού στους οίκους ευγηρίας του Βελγίου δεν ξεκίνησε παρά μόνο τον Αύγουστο κι αυτό με ένα μόνο τεστ τον μήνα.

Η Χάριετ, μια ηλικιωμένη ένοικος ενός οίκου ευγηρίας, δήλωσε στην Διεθνή Αμνηστία ότι έτρεμε κάθε φορά που συναντούσε έναν υπάλληλο καθώς φοβόταν ότι φέρνει μαζί του τον κοροναϊό.

Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας σημειώνει από την άλλη ότι η αναστολή των εξωτερικών επισκέψεων (οικογενειών, φιλανθρωπικών οργανώσεων...) στέρησε τα ιδρύματα από τη συνήθη «ανεπίσημη βοήθεια». Αυτό σε συνδυασμό με τις αυξημένες πλέον υποχρεώσεις των εργαζομένων στους οίκους ευγηρίας οδήγησε στην παραμέληση πολλών ηλικιωμένων. Τα δωμάτιά τους δεν καθαρίζονταν τακτικά, ακόμα και οι ίδιοι ηλικιωμένοι δεν είχαν πρόσβαση σε καθημερινή φροντίδα υγιεινής, ενώ υπήρχαν μέχρι και περιπτώσεις ηλικιωμένων  που στερούνταν ακόμη και το νερό ή την τροφή.

Η έκθεση παραθέτει τη μαρτυρία της συζύγου ενός συνταξιούχου που είχε δυσκολίες να τραφεί μόνος του και αδυνάτιζε συνεχώς όσο περνούσαν οι εβδομάδες. «Μας είναι αδύνατο να δώσουμε φαγητό σε όλους κάθε μέρα», της απάντησε μια νοσηλεύτρια όταν της εξέφρασε την ανησυχία της.

Επίσης, το προσωπικό έπρεπε συχνά να λαμβάνει ιατρικές αποφάσεις για τις οποίες δεν ήταν εκπαιδευμένο.

«Ο γιατρός δεν ερχόταν πια, έπρεπε λοιπόν να αποφασίσουμε οι ίδιοι αν κάποιος έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο ή όχι», δηλώνει ο Γκερτ Ουτερσάουτ, επικεφαλής ενός δικτύου ιδιωτικών ιδρυμάτων στη Φλάνδρα.

Η πρώην υπουργός  Υγείας του Βελγίου, Μάγκι ντι Μπλοκ, (η οποία απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση την 1η Οκτωβρίου ύστερα από έξι χρόνια), αρνήθηκε τις κατηγορίες ότι δεν επιτρεπόταν η μετάβαση των ηλικιωμένων ενοίκων των οίκων ευγηρίας στα νοσοκομεία.

«Δεν υπήρξε ποτέ εντολή ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τους τοπικούς κυβερνήτες που να λέει ότι δεν θα πρέπει να φροντίσουμε στα νοσοκομεία μας αυτούς που έχουν ανάγκη ή ότι θα πρέπει να αρνηθούμε την νοσηλεία στους ηλικιωμένους ή στους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες», ανέφερε στο δίκτυο RTBF.

Το πρωθυπουργικό γραφείο αρνήθηκε να σχολιάσει προς το παρόν τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας σε ερώτηση του Associated Press.

Η έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιες εκτιμήσεις είχαν κάνει οι Γιατροί χωρίς Σύνορα (MSF) του Βελγίου σε δική τους μελέτη το καλοκαίρι σχετικά με την κατάσταση στους οίκους ευγηρίας του Βελγίου.

Τότε ανέφεραν ότι μέχρι το τέλος του Ιουνίου είχαν χάσει τη ζωή τους από την COVID-19, 6.200 ένοικοι οίκων ευγηρίας, δηλαδή το 64% όλων των θανάτων από κοροναϊό στο Βέλγιο.

«Μέχρι τη στιγμή των υπολογισμών μας μόλις το 54% των ενοίκων στους οίκους ευγηρίας είχαν επαρκή προσωπικό προστατευτικό εξοπλισμό», αναφέρει η Στεφανί Γκουμπλομέ των ΓΧΣ. «Διαπιστώσαμε ότι το 64% είχαν έλλειψη σε μάσκες προστασίας και μόλις το 42% του προσωπικού που καθαρίζουν τους χώρους είχαν τον κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό», συμπλήρωσε.

Οι Γιατροί χωρίς Σύνορα τόνισαν ότι πριν την πανδημία το 86% των ηλικιωμένων στους οίκους ευγηρίας που αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα μεταφέρονταν στο νοσοκομείο, ωστόσο το ποσοστό αυτό εν μέσω πανδημίας έπεσε στο 57%.

«Σχεδόν το 30% των οίκων ευγηρίας που επισκεφτήκαμε μας είπαν ότι οι επείγουσες κλήσεις που κάνουν για βοήθεια δεν λαμβάνουν όλες ικανοποιητική απάντηση. Ο αριθμός των επισκέψεων από γενικούς ιατρούς στους οίκους ευγηρίας έπεσε επίσης κατά 50%. Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό καθώς έχει ξεκάθαρες επιπτώσεις στην ποιότητα της φροντίδας των ηλικιωμένων», αναφέρει η Γκουμπλομέ.

«Το προσωπικό των οίκων ευγηρίας βρισκόταν επίσης σε οριακή κατάσταση καθώς έπρεπε να δουλεύει υπό ακραίες συνθήκες. Αυτό οδήγησε σε μια σειρά ψυχολογικών προβλημάτων και συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες. Τα σημάδια αυτά παρατηρήθηκαν τόσο στους  ηλικιωμένους ενοίκους όσο και στο προσωπικό», αναφέρουν οι Γιατροί χωρίς Σύνορα.

Η κατάσταση σήμερα

Με το δεύτερο κύμα της πανδημίας να βρίσκεται πλέον σε εξέλιξη δεν φαίνεται παντως να έχουν αλλάξει τόσα πολλά. Οι αρχές προσπαθούν και πάλι να μην γεμίσουν τα νοσοκομεία αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τους οίκους ευγηρίας.

«Όπως και στο πρώτο κύμα, οι αρχές δεν παίρνουν σοβαρά τους οίκους ευγηρίας και δεν αποτελούν γι’ αυτές προτεραιότητα», αναφέρει τώρα ο Μιτ Φίλιπς των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.

Το Βέλγιο παραμένει μια από τις χώρες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο από τον κοροναϊό. Μόλις την περασμένη εβδομάδα κατέγραφε 17,4 θανάτους καθημερινά για κάθε ένα εκατομμύριο κατοίκων, την στιγμή που στις ΗΠΑ ο αντίστοιχος αριθμός ήταν στο 3,5.

Πλέον, οι οίκοι ευγηρίας δεν χρειάζεται να καταφεύγουν στα καταστήματα με εξοπλισμό κατάδυσης για να βρουν οξυγόνο για τους ηλικιωμένους. Πλεον, απομονώνουν πιο γρήγορα όσους εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ το ποσοστό θανάτων ηλικιωμένων από οίκους ευγηρίας πλέον βρίσκεται στο 43% των συνολικών θανάτων κοροναϊού.

Ωστόσο κάποιοι ειδικοί λένε ότι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν μείνει πλέον τόσοι πολλοί για να πεθάνουν.

«Μάθαμε από το πρώτο κύμα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού προετοιμάσαμε το υλικό, όλα τα πρωτόκολλα, όλες τις διαδικασίες, αλλά δεν είναι αρκετό.», αναφέρει ο Ντομινίκ Λαμί, ο συντονιστής γιατρός τριών οίκων ευγηρίας στην Μονς του νοτιοδυτικού Βελγίου.

Ο ίδιος λέει ότι η κυβέρνηση έχει υποεκτιμήσει το πόσο εύκολα ο κοροναϊός που τώρα χτυπά περισσότερο τους νέους μπορεί να φτάσει ξανά στους οίκους ευγηρίας. Μια από τις πρακτικές της κυβέρνησης που κατακρίθηκε έντονα είναι ότι σταμάτησε τα τεστ κοροναϊού στους ασυμπτωματικούς μέχρι και τα μέσα Οκτωβρίου. Η μόνη εξαίρεση ήταν στους εργαζόμενους των νοσοκομείων. Και πάλι οι εργαζόμενοι στους οίκους ευγηρίας έμειναν εκτός από την εξαίρεση κι έτσι μπορούσαν εύκολα να μεταδώσουν τον ιό στους ευάλωτους ηλικιωμένους ακόμα κι αν δεν είχαν συμπτώματα.

Τελικα, η κυβέρνηση επέκτεινε τα τεστ και στους ασυμπτωματικούς καθώς  η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει ξανά.