Οδοιπορικό στον Δρόμο των Οστών


Μαγκαντάν, Κολιμά, Άτκα. Από το παρελθόν των γκουλάγκ στο παρόν της λήθης και της νοσταλγίας

H Κολιμά βρίσκεται στη λεγόμενη Ρωσική Άπω Ανατολή. Τα χρόνια της παντοκρατορίας του Στάλιν η περιοχή έγινε συνώνυμο των γκουλάγκ, της καταναγκαστικής εργασίας και του θανάτου. Από το 1930 έως και τα μέσα του 1950 εκατοντάδες χιλιάδες κρατούμενοι, κυρίως πολιτικοί αλλά και ποινικοί, μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα της εργασίας Κολιμά. Η Εποχή του Τρόμου στη σταλινική Ρωσία τροφοδοτούσε την περιοχή με χιλιάδες εργάτες για τα ορυχεία, τους δρόμους και κάθε είδους εργασία. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 250.000 άτομα πέθαναν στα γκουλάγκ της Κολιμά. Κάποιοι εκτελέστηκαν αλλά οι περισσότεροι έχασαν την μάχη με τις απάνθρωπες συνθήκες οι οποίες έχουν καταγραφεί λεπτομερώς σε βιβλία όπως το «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Το 1956 ο Νικίτα Χρουτσόφ έδωσε γενική αμνηστία και σταδιακά μπήκε τέλος στην καταναγκαστική εργασία για τους πολιτικούς κρατούμενους. Μέσα σε λίγα χρόνια τα στρατόπεδα έκλεισαν.

Ο δημοσιογράφος Άντριου Χίγκινς και o φωτογράφος Εμίλ Ντούκε έκαναν ένα οδοιπορικό στην Κολιμά του παρόντος. Οδήγησαν στον «Δρόμο των Οστών», όπως είναι γνωστή η κεντρική αρτηρία της περιοχής καθώς όσοι κατάδικοι πέθαιναν κατά την κατασκευή της θάβονταν επί τόπου κάτω από το χωμάτινο οδόστρωμα. Μίλησαν με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους της πόλης Άτκα και κατέγραψαν την απροθυμία της σύγχρονης Ρωσίας να έρθει αντιμέτωπη με φαντάσματα του παρελθόντος αλλά και μια τάση ωραιοποίησης του παρελθόντος, κυρίως απ' όσους δεν το έζησαν. 

Το κείμενο όπως δημοσιεύθηκε στη New York Times:

«Ο αυτοκινητόδρομος της Κολιμά στη Ρωσική Άπω Ανατολή κάποτε παρέδιδε δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους στα στρατόπεδα εργασία των γκουλάγκ του Στάλιν. Τα απομεινάρια αυτής της φρικτής περιόδου είναι ακόμα ορατά σήμερα.

Οι φυλακισμένοι άνοιξαν τον δρόμο μέσα από βάλτους γεμάτους έντομα το καλοκαίρι και παγωμένο χώμα το χειμώνα και στη συνέχεια οι δρόμοι έφεραν ακόμα περισσότερους φυλακισμένους. Έναν χείμαρρο εργατών σκλάβων προς τα ορυχεία και τα στρατόπεδα φυλάκισης της Κολιμά, του πιο παγωμένου και θανάσιμου φυλακίου των γκουλάγκ του Στάλιν. 

Το μονοπάτι τους έγινε γνωστός ως ο Δρόμος των Οστών. Χαλίκι, λάσπη και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου πάγος που απλώνεται για 1.260 μίλια, από τη ρωσική πόλη-λιμάνι του Μαγκαντάν, στον νησί του Ειρηνικού Ωκεανού Γιακούτσκ, την πρωτεύουσα της περιοχής Γιακούτια, στην ανατολική Σιβηρία.

Ελίσσεται μέσα στην ερημιά της Ρωσικής Άπω Ανατολής, γλιστράει μέσα από τοπία σκληρής εκπληκτικής ομορφιάς στιγματισμένα από ανώνυμους τάφους και τα ίχνη των στρατοπέδων εργασίας που εξαφανίζονται γρήγορα. 

Η κίνηση ήταν λίγη όταν εγώ και ο φωτογράφος μου οδηγήσαμε σε αυτό που τώρα ονομάζεται R504 αυτοκινητόδρομος Κολιμά, μια βελτιωμένη έκδοση του δρόμου που έφτιαξαν οι φυλακισμένοι. Λίγα φορτηγά μεγάλων διαδρομών, μερικά αυτοκίνητα περνούν αργά από το άγονο τοπίο, αγνοώντας τα απομεινάρια της μιζέριας του παρελθόντος που είναι θαμμένα στο χιόνι. Ξύλινα φυλάκια τυλιγμένα με σκουριασμένο αγκαθωτό σύρμα, εγκαταλειμμένα φρεάτια ορυχείων και σπασμένα τούβλα από τα κελιά απομόνωσης.

Ζοφερές πόλεις στιγματίζουν ένα κατά τα άλλα εκπληκτικό τοπίο στο δρόμο γι' αυτό που κάποτε ήταν το πιο παγωμένο και θανάσιμο φυλάκιο των γκουλάγκ του Στάλιν.

Απόγονοι των θυμάτων προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη τους. Για πολλούς Ρώσους όμως η νοσταλγία και η άγνοια έχουν θολώσει τον τρόμο του παρελθόντος.

Καθώς οι αποδείξεις ύπαρξης των στρατοπέδων καταρρέουν με σταθερό ρυθμό, η λατρεία για τον Στάλιν- ακόμα και ανάμεσα στους πρώην φυλακισμένους- έχει ανέβει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. 

Πάνω από ένα εκατομμύριο κρατούμενοι ταξίδεψαν αυτό τον δρόμο, απλοί κατάδικοι και άνθρωποι που καταδικάστηκαν για πολιτικά εγκλήματα. Ανάμεσά τους και μερικά από τα κορυφαία μυαλά της Ρωσίας, θύματα της εποχής του Μεγάλου Τρόμου του Στάλιν. Όπως ο Σεργκέι Κορόλεφ, ένας επιστήμονας σχεδιασμού πυραύλων ο οποίος επέζησε και το 1961 βοήθησε ώστε να σταλεί ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα. Όπως ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, ένας ποιητής ο οποίος μετά από 15 χρόνια στα στρατόπεδα της Κολιμά συμπέρανε: «Υπάρχουν σκυλιά και αρκούδες που συμπεριφέρονται με μεγαλύτερη ευφυΐα και ηθική από ανθρώπινα όντα». Κατέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο «Ιστορίες της Κολιμά» πεπεισμένος ότι «ένας άνθρωπος γίνεται κτήνος μέσα σε τρεις εβδομάδες με σκληρή δουλειά, κρύο, πείνα και ξύλο».

Όμως για πολλούς Ρώσους, συμπεριλαμβανομένων και κάποιον πρώην κρατουμένων, ο τρόμος των γκουλάγκ του Στάλιν ξεθωριάζει, θαμπώνει από τη ροζ ομίχλη των νεανικών αναμνήσεων και μιας Ρωσίας που ήταν μια υπερδύναμη, που προκαλούσε φόβο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.


Η Αντονίνα Νοβοσάντ είναι μια 93χρονη που είχε συλληφθεί στην εφηβική της ηλικία στη δυτική Ουκρανία και είχε καταδικαστεί με 10 χρόνια στην Κολιμά με χαλκευμένες πολιτικές κατηγορίες. Εργαζόταν σε ένα ορυχείο κασσίτερου κοντά στον Δρόμο των Οστών.

Θυμάται ακόμα έντονα πώς μια συγκρατούμενη της πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από έναν φρουρό γιατί είχε βγει από το σύρμα για να βρει μούρα. Οι κρατούμενοι την έθαψαν αλλά το πτώμα το πήρε τελικά μια αρκούδα, λέει η Αντονίνα. «Έτσι δουλεύαμε, έτσι ζούσαμε. Ο Θεός να δώσει να μην ξανασυμβεί. Ένας στρατόπεδο εργασίας είναι πάντα ένα στρατόπεδο εργασίας» τονίζει.

Όπως δεν κρατάει καμία κακία στον Στάλιν. Θυμάται πως οι κρατούμενοι έκλαιγαν όταν συγκεντρώθηκαν τον Μάρτιο του 1953 για να ακούσουν την έκτακτη ανακοίνωση ότι ο Στάλιν είναι νεκρός.

«Ο Στάλιν ήταν θεός. Πώς να σας το πω; Δεν έφταιγε καθόλου ο Στάλιν. Ήταν το κόμμα και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τα έκαναν όλα αυτά. Ο Σταλιν απλά υπέγραφε».

Ένας σημαντικός παράγοντας που παρεμποδίζει να διατηρηθεί κάτι περισσότερο από σκόρπιες αναμνήσεις είναι η σταθερή εξαφάνιση των φυσικών αποδείξεων των στρατοπέδων της Κολιμά, λέει ο Ρόστισλαβ Κούντσεβιτς ένας ιστορικός που είναι υπεύθυνος για μια έκθεση στο τοπικό μουσείο του Μαγκαντάν με θέμα τα στρατόπεδα  «Η Φύση κάνει τη δουλειά της και σύντομα δεν θα έχει μείνει τίποτα», αναφέρει. Όταν το χιόνι λιώνει ή οι εργασίες εξόρυξης αναστατώνουν την παγωμένη γη, το θαμμένο παρελθόν έρχεται κάποιος φορές στο φως.


Ο Βλάντιμιρ Νάιμαν είναι ιδιοκτήτης ορυχείου χρυσού λίγο πιο έξω από τον αυτοκινητόδρομο της Κολιμά. Ο πατέρας του και ο παππούς του ήρθαν στην περιοχή ως κρατούμενoi. Προσπαθώντας να βρει χρυσό με τη μπουλντόζα του δίπλα στο δρόμο έπεσε πάνω σε ένα νεκροταφείο κρατουμένων.

Αργότερα τοποθέτησε οκτώ ξύλινους σταυρούς στην περιοχή «στη μνήμη εκείνων που θυσιάστηκαν. Όμως σήμερα λατρεύει τον Στάλιν καθώς πιστεύει με πάθος πως η Ρωσία δεν μπορεί να θριαμβεύσει χωρίς θυσίες. «Το ότι ο Στάλιν ήταν ένας μεγάλος άντρας είναι φανερό» λέει και μιλάει για τον ρόλο του ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης στη νίκη επί της Ναζιστικής Γερμανίας αλλά και το γεγονός ότι μετέτρεψε ένα έθνος αγροτών σε βιομηχανική δύναμη.

«Αν το συγκρίνουμε με τους αναρίθμητους ιθαγενείς που σκοτώθηκαν στην Αμερική τίποτα το τρομερό δεν συνέβη εδώ» τονίζει.

Υπό την ηγεσία του Βλάντιμιρ Πούτιν οι αναμνήσεις των διωγμών της εποχής του Στάλιν δεν έχουν διαγραφεί. Αποτελεί απόδειξη το Μουσείο Ιστορίας των Γκουλάγκ που άνοιξε στη Μόσχα το 2018, το οποίο ανεγέρθηκε με κρατικά κονδύλια.

Όμως έχουν επικρατήσει οι εορτασμοί άλλων αναμνήσεων όπως ο ρωσικός θρίαμβος, με τον Στάλιν στη ηγεσία, επί του Χίτλερ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χαρά για αυτή τη νίκη, τον ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής υπερηφάνειας, έχει καλύψει τη φρίκη των γκουλάγκ και έχει ανεβάσει τη δημοφιλία του Στάλιν στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και δεκαετίες.

Στην άλλη άκρη της χώρας, στην Καρέλια δίπλα στη Φινλανδία, ένας ερασιτέχνης ιστορικός, ο Γιούρι Ντμιτρίεφ, προκαλεί αυτό το αφήγημα σκάβοντας τους τάφους κρατουμένων που εκτελέστηκαν από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν και όχι όπως οι... πατριώτες ιστορικοί υποστηρίζουν από Φινλανδούς στρατιώτες, συμμάχους των Ναζί. Τον Σεπτέμβριο του 2020 καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση, χωρίς αποδείξεις και με χαλκευμένα στοιχεία υποστηρίζει, για σεξουαλική επίθεση στην υιοθετημένη κόρη του.

Μια δημοσκόπηση τον Μάρτιο του 2020 δείχνει ότι το 76% των Ρώσων έχει πλέον θετική άποψη για τη Σοβιετική Ένωση με τον Στάλιν να ξεπερνά κάθε άλλο Σοβιετικό ηγέτη στον λαϊκό σεβασμό.

Ενοχλημένος από μια άλλη έρευνα, που έδειξε ότι περίπου η μισή νεολαία της Ρωσίας δεν έχει ακούσει ποτέ για την εποχή των διώξεων του Στάλιν, ο Γιούρι Νταντ, ένας μπλόγκερ από τη Μόσχα, ταξίδεψε το 2018 σε ολόκληρο τον Δρόμο των Οστών. Ήθελε να εξερευνήσει αυτό που αποκάλεσε την «Πατρίδα του φόβου μας».

Μετά τη δημοσίευση στο διαδίκτυο ενός βίντεο που έφτιαξε ο Νταντ, ο σύντροφος του στο ταξίδι ο ιστορικός κ. Κούντσεβιτς δέχθηκε ένα κύμα επιθέσεων και απειλών από σκληροπυρηνικούς Σταλινικούς και εκείνους που μισούν να βγαίνουν τα άπλυτα του παρελθόντος στη φόρα.

Ο κ. Κούντσεβιτς λέει ότι αρχικά προσπάθησε να συζητήσει με αυτούς που του επιτέθηκαν, τους ανέφερε στατιστικές για μαζικές εκτελέσεις και πάνω από 100.000 θανάτους από πείνα και ασθένειες στα στρατόπεδα της Κολιμά. Γρήγορα τα παράτησε.

«Το καλύτερό είναι να μην διαφωνείς με ανθρώπους για τον Στάλιν. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει την άποψη τους» λέει ενώ στέκεται στο μουσείο του δίπλα σε ένα μικρό άγαλμα του Σαλάμοφ, του συγγραφέα του οποίου η καταγραφή της ζωής στο στρατόπεδο μόνιμα απορρίπτεται ως φαντασία από τους οπαδούς του Στάλιν.

Ακόμα και κάποιοι αξιωματούχοι τρομάζουν από τον σεβασμό που υπάρχει ακόμα για τον Στάλιν. Ο Αντρέι Κολιάντιν, ο οποίος στάλθηκε στην περιοχή ως βοηθός κυβερνήτη, θυμάται ότι ένιωσε τρόμο όταν ένας πολίτης ανέγειρε ένα άγαλμα του Στάλιν σε χώρο ιδιοκτησίας του. Έδωσε διαταγή στην αστυνομία να το κατεβάσει. «Τα πάντα εδώ είναι χτισμένα πάνω σε κόκαλα» λέει ο Κολιάντιν.

Η παραλιακή πόλη του Μαγκαντάν, η αφετηρία του Δρόμου των Οστών τιμά τη θλίψη του παρελθόντος με ένα μεγάλο τσιμεντένιο άγαλμα που ονομάζεται η Μάσκα της Θλίψης. Αναγέρθηκε τη δεκαετία του '90 από τον Μπόρις Γιέλτσιν. Όμως ακτιβιστές της περιοχής λένε ότι πλέον οι αρχές και πολλοί κάτοικοι τώρα θέλουν να γυρίσουν τη σελίδα στο σκοτεινό παρελθόν της Κολιμά.

«Κανείς δεν θέλει να αναγνωρίσει τις αμαρτίες του παρελθόντος» λέει ο τοπικός εκπρόσωπος της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Memorial.

Αρκετοί από αυτούς που ζουν στους οικισμούς που δημιούργησε ο τρόμος του παρελθόντος κοιτάζουν πίσω με συμπάθεια και μιλούν για καλύτερες ή τουλάχιστον πιο ασφαλείς εποχές.

Περίπου 125 μίλια έξω από το Μαγκαντάν ο δρόμος φτάνει στην περιοχή που στην αρχή της δεκαετίας του '30 δημιουργήθηκε η πόλη της Άτκα. Λίγα χρόνια πριν είχαν αρχίσει να καταφθάνουν από το λιμάνι του Μαγκαντάν, γεωλόγοι, μηχανικοί και κρατούμενοι. Στο Μαγκαντάν βρισκόταν το αρχηγείο του Far North Construction Trust, ενός βραχίονα της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας και κατασκευαστή του αυτοκινητοδρόμου της Κολιμά.

«Όλη μας η ζωή είναι συνδεδεμένη με αυτό τον δρόμο» λέει η 66χρονη Νατάλια Σέβτσιουκ, στην κουζίνα της στην Άτκα ενώ ο σοβαρά άρρωστος σύζυγος της, ένας πρώην μηχανικός οδοποιίας, βήχει ξαπλωμένος στο δίπλα δωμάτιο.

Ένας από τους τέσσερις γιούς της σκοτώθηκε σε δυστύχημα στον Δρόμο των Οστών και ανησυχεί μόνιμα για τον μικρότερο γιό της που πρόσφατα έπιασε δουλειά σαν οδηγός φορτηγού μεγάλων αποστάσεων.

Μια παράκαμψη του δρόμου οδηγεί στο Εμίκον, τον πιο παγωμένο μόνιμα κατοικημένο οικισμό στον κόσμο. Είναι γνωστός ως ο Πόλος του Κρύου και τον Ιανουάριο έχει μέσο όρο θερμοκρασίας -50 βαθμούς Κελσίου. Η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί εκεί είναι -71.2 βαθμοί. Ο καιρός είναι τόσο απαγορευτικός που ένα μηχανικό πρόβλημα ή ένα σκασμένο λάστιχο μπορεί να σημαίνει θάνατο από το κρύο. Μια μοίρα που οι αρχές έχουν προσπαθήσει να αποφύγουν έχοντας κάνει παράνομο το να δεις ακινητοποιημένος όχημα  στο δρόμο και να μην σταματήσεις να ρωτήσεις αν χρειάζονται βοήθεια.

Με εκατοντάδες μίλια να χωρίζουν τον ένα από τον άλλο οικισμό, κοντέινερ με θερμάστρες και εξοπλισμούς επικοινωνίας έχουν τοποθετηθεί στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του δρόμου ώστε οι οδηγοί που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα να βρουν ζεστασιά και να μπορέσουν να καλέσουν βοήθεια.

 

Παρότι στην Άτκα δεν υπήρξε ποτέ μεγάλο στρατόπεδο εργασίας η επί χρόνια άνθιση της ήταν αποτέλεσμα των γκουλάγκ. Λειτουργούσε ως σταθμός ανεφοδιασμού και μεταφοράς για τα κομβόι των φορτηγών που κουβαλούσαν εργάτες-σκλάβους και προμήθειες στα ορυχεία χρυσού, κασσίτερου και ουρανίου και στα στρατόπεδα των εργατών που κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν δρόμους και γέφυρες.

Όταν τα στρατόπεδα εργασίας έκλεισαν μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 η Άτκα συνέχισε να μεγαλώνει καθώς εργάτες έρχονταν στα ορυχεία της περιοχής με την υπόσχεση πολύ υψηλότερων μισθών από την υπόλοιπη Σοβιετική Ένωση.

Η πόλη έφτασε να έχει πάνω από 5.000 κατοίκους, ένα μεγάλο μοντέρνο σχολείο, ένα συνεργείο, δεξαμενές καυσίμων, μαγαζιά και έναν μεγάλο φούρνο. Σήμερα έχει μόνο έξι μόνιμους κατοίκους, όλοι τους συνταξιούχοι.

Το τελευταίο παιδί έφυγε με τη μητέρα του πριν από έναν χρόνο. Η γιαγιά του έμεινε πίσω και έχει το μοναδικό κατάστημα, ένα μικρό δωμάτιο με λαχανικά στο ισόγειο ενός άδειου τσιμεντένιου κτιρίου με διαμερίσματα.

Οι δυνάμεις της φύσεις που σαρώνουν τα φυσικά ίχνη των γκουλάγκ απειλούν να εξαφανίσουν και την Ατκα. Τα εγκαταλελειμμένα κτίρια σαπίζουν καθώς το χιόνι μπαίνει από τα σπασμένα παράθυρα, οι σκεπές έχουν ραγίζει και οι πόρτες έχουν διαλυθεί.

Μέχρι αυτό τον χρόνο ο μόνος εργοδότης στην Άτκα, εκτός από ένα καφέ-βενζινάδικο για οδηγούς φορτηγών στην άκρη της πόλης, ήταν ένα εργοστάσιο θέρμανσης. Έκλεισε στα τέλη του Σεπτέμβρη 2020 όταν η τοπική κυβέρνηση, που πίεζε τους κατοίκους να μετακομίσουν σε πιο βιώσιμους οικισμούς, του έκοψε την χρηματοδότηση.

Αυτό άφησε τα διαμερίσματα χωρίς θέρμανση αναγκάζοντας τους κατοίκους να βρουν τρόπους να ζεσταθούν και να μην πεθάνουν από το κρύο. Το νερό της βρύσης έχει επίσης κοπεί και οι κάτοικοι εξαρτώνται από το νερό ενός πηγαδιού το οποίο παίρνουν με δοχεία.

Το κτίριο της κυρίας Σέβτσιουκ έχει 30 διαμερίσματα αλλά κατοικούνται μόνο τρία. Εξαρτάται από την ξυλόσομπα που έχει βάλει στο μπάνιο για να ζεσταθεί.

Η Βαλεντίνα Ζακόρα, η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν η δήμαρχος της Άτκα, λέει ότι προσπαθεί εδώ και χρόνια να πείσει όσους κατοίκους έχουν απομείνει, να μετακομίσουν. Πήγε την Άτκα πριν από 25 χρόνια μαζί με τον σύζυγο της, έναν μηχανικό. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να αποδεχθούν την προσφορά της κυβέρνησης με χρήματα και δωρεάν διαμονή και να μετακομίσουν.

«Έκλαιγα κάθε μέρα για τρία χρόνια όταν είδα αυτό το μέρος» θυμάται. Αφού έκανε οικογένεια μετακόμισε την περασμένη άνοιξη σε μια πόλη πιο κοντά στο Μαγκαντάν. Θα ήθελε να δει την Άτκα να επιβιώσει αλλά «είναι ήδη πολύ αργά για μέρη σαν κι αυτό».