30 χρόνια από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα


Στις 8 Ιανουαρίου 1991 ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας έπεφτε νεκρός από χτύπημα με λοστό στο κεφάλι. Μια πολιτική δολοφονία που συγκλόνισε όλη την χώρα

Η σύμπραξη το 1989 του Συνασπισμού (εκλογική συμμαχία του ΚΚΕ με την Ελληνική Αριστερά και άλλα κόμματα) με τη Νέα Δημοκρατία θεωρήθηκε ορόσημο εθνικής συμφιλίωσης. Περίπου δύο χρόνια μετά όμως μια δολοφονία με πολιτικά κίνητρα θα ερχόταν να συγκλονίσει την χώρα. Στις 8 Ιανουαρίου 1991 ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας θα δεχόταν διπλό δολοφονικό χτύπημα με λοστό στο κεφάλι από τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας, Νίκο Καλαμπόκα. Λίγες ώρες αργότερα θα ξεψυχούσε. Η υπόθεση του Νίκου Τεμπονέρα ξύπνησε μνήμες από μια άλλη πολιτική δολοφονία, αυτή του Γρηγόρη Λαμπράκη (στις 22/5/63 δέχθηκε το χτύπημα στο κεφάλι). Παρότι είχαν περάσει τριάντα χρόνια και φαινομενικά πολλά είχαν αλλάξει από τη σκοτεινή εκείνη εποχή οι αντιδράσεις και η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης απέδειξαν το αντίθετο.

Το πλαίσιο

Στις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 η Νέα Δημοκρατία υπό την αρχηγία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αναδείχθηκε πρώτο κόμμα. Είχε συγκεντρώσει 150 έδρες και με την προσάρτηση του βουλευτή της ΔΗ.ΑΝΑ, Θεόδωρου Κατσίκη έγινε αυτοδύναμη Κυβέρνηση. Για τη θέση του υπουργού Παιδείας επιλέχθηκε ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος. Ο πολιτικός από την Αμαλιάδα κατέθεσε επίσημα στις 22 Νοεμβρίου 1990 ένα πολυνομοσχέδιο που προέβλεπε τεράστιες αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ξεχώρισαν ιδιαίτερα οι διατάξεις που αφορούσαν την κατάργηση της παροχής δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και περικοπές κοινωνικών παροχών, όπως η δωρεάν σίτιση και στέγαση. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση προβλεπόταν κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, κατάργηση των σχολικών περιπάτων και εκδρομών, θέσπιση γραπτών εισαγωγικών εξετάσεων από το γυμνάσιο στο λύκειο χωρίς τη δυνατότητα επανεξέτασης. Επιπλέον θέσπιζε το επονομαζόμενο «point system», επέκταση του πειθαρχικού ελέγχου ακόμα και στην καθημερινή εξωσχολική ζωή των μαθητών. Ο καθηγητής θα μπορούσε να καταγράφει την συμπεριφορά των μαθητών και να τους τιμωρεί ακόμα και για εξωσχολικές δραστηριότητες. 

Το πολυνομοσχέδιο προκάλεσε πρωτοφανείς και μαζικότατες αντιδράσεις. Από τα τέλη του Νοεμβρίου 1990 ξεκίνησαν διαδηλώσεις και καταλήψεις. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έφτασαν να τελούν υπό κατάληψη περισσότερα από το 70% των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. Η κυβέρνηση στήριξε τον υπουργό ο οποίος υπεραμυνόταν των επιλογών του και απειλούσε ότι θα μείνουν στην ίδια τάξη οι μαθητές που συμμετέχουν στις καταλήψεις. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος μίλησε για βία και  αναρχία και μαθητές που θέλουν μόνο να παίζουν τάβλι. Οι καταλήψεις και οι κινητοποιήσεις όμως συνεχίστηκαν. Τελικά καταλυτικό ρόλο για την τελική παραίτηση Κοντογιαννόπουλου έπαιξε η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα. Τον αντικατάστησε ο Γιώργος Σουφλιάς ο οποίος απέσυρε το πολυνομοσχέδιο και η κατάσταση εκτονώθηκε. Ο Κοντογιαννόπουλος διαγράφηκε το 1998 και στη συνέχεια προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (το οποίο επί προεδρίας Ανδρέα Παπανδρέου του ασκούσε δριμύτατη κριτική και τον είχε χαρακτηρίσει ηθικό αυτουργό της δολοφονίας Τεμπονέρα) εκλέχθηκε βουλευτής στη Β΄Αθηνών στις εκλογές του 2000. Τον Ιούλιο του 2003 έγινε υφυπουργός υγείας και πρόνοιας στην κυβέρνηση Σημίτη. Το 2008 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και υπήρξε συνιδρυτής του κόμματος Δράση από το οποίο έφυγε το 2009.

«Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η Αμαλιάδα»

Τον Ιανουάριο του 1990 η κατάσταση ήταν έκρυθμη και πολιτικά οξυμένη. Από τη μια σύσσωμη η αντιπολίτευση ζητούσε την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου και στήριζε τις κινητοποιήσεις και από την άλλη η Κυβέρνηση μιλούσε για οργανωμένο σχέδιο και προσπαθούσε να σπάσει το... τσουνάμι των αντιδράσεων. Έξω από αρκετά σχολεία είχαν σημειωθεί επεισόδια με γονείς και μέλη των τοπικών αυτοδιοικήσεων που ζητούσαν και σε πολλές περιπτώσεις επιχειρούσαν να επιβάλουν το τέλος των καταλήψεων. Μετά από περίπου έναν μήνα καταλήψεων η κυβερνητική γραμμή ήταν να ανοίξουν τα σχολεία με κάθε τρόπο. Ζήτησε από τους διευθυντές να λάβουν μέτρα και να κοπούν οι αλυσίδες και τα λουκέτα στις πόρτες των σχολείων. Να παρθούν απουσίες, έστω και στο πεζοδρόμιο του κάθε σχολείου και να γίνουν συστάσεις στους γονείς των καταληψιών μαθητών.

Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος χαιρέτιζε αυτές τις ενέργειες και χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο του Ελεύθερου Τύπου την 8η Ιανουαρίου 1990 με τίτλο «Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η Αμαλιάδα» Στην πόλη της Ηλείας γονείς και φιλοκυβερνητικά στελέχη είχαν καταλάβει το δημαρχείο διαμαρτυρόμενοι για τις μαθητικές καταλήψεις. Μάλιστα το κείμενο της εφημερίδας καταλήγει: Εμπρός λοιπόν στον δρόμο που χάραξε η Αμαλιάδα. Καταλάβατε ακόμα και τα σπίτια των...Μπαλωμένων». Ο Δημήτρης Μπαλωμένος ήταν ο τότε πρόεδρος της ΟΛΜΕ.

Η δολοφονία

Στην Αχαΐα, περιοχή καταγωγής του τότε υφυπουργού παιδείας Βασίλη Μπεκίρη γίνεται μια σύσκεψη στις 22 Δεκεμβρίου. Εκεί ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ, Γιάννης Καλαμπόκας (φωτο)  ζητά την ενεργή συμμετοχή της Οργάνωσης στο «σπάσιμο» των καταλήψεων. Τον Ιανουάριο έχει πάρει το «πράσινο φως».

Το απόγευμα της 8ης Ιανουαρίου 1991 η ΟΝΝΕΔ Πάτρας ξεκινάει ομαδική «αφισοκόλληση» από το κέντρο της πόλης με στόχο την ανακατάληψη όσων σχολείων γίνεται. Η εντολή είναι να εκδιωχθούν οι καταληψίες μαθητές και να παραδοθούν στους διευθυντές, ώστε να ανοίξουν την επόμενη μέρα.

Μια ομάδα με τριάντα στελέχη της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, με επικεφαλής τον Καλαμπόκα (μαζί του οι Μυλωνάς, Σπίνος, Γραμματίκας, Γραμματικόπουλος) βρίσκεται έξω από το Πολυκλαδικό Λύκειο και διαπληκτίζεται με μαθητές.

Λίγο αργότερα η ίδια ομάδα  πηγαίνει στο 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο και διώχνει τους ελάχιστους μαθητές που βρισκόταν στο χώρο τραυματίζοντας μάλιστα τον πρόεδρο του 15μελους. Έξω από το κτίριο συγκεντρώνονται μαθητές, καθηγητές, γονείς, δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης, ο δήμαρχος Πάτρας, Α. Καράβολας και ο βουλευτής Αχαΐας του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Φούρας.

Τα στελέχη της ΟΝΝΕΔ αρνούνται να αποχωρήσουν και δηλώνουν πως θα παραμείνουν στο Λύκειο μέχρι αυτό να λειτουργήσει ξανά κανονικά. Η κατάσταση εκτροχιάζεται και σημειώνονται συγκρούσεις με εκσφενδονίσεις αντικειμένων που προκαλούν τραυματισμούς. Οι αρχές έχουν ειδοποιηθεί αλλά δεν εμφανίζονται.

Περίπου στις 22:30 το βράδυ μια ομάδα καθηγητών και γονέων επιχειρεί να μπει στο κτίριο και να βάλει τέλος στην αντικατάληψη. Τα μέλη της ΟΝΝΕΔ τους επιτίθενται με σιδερολοστούς, καδρόνια και πέτρες. Ο καθηγητής μαθηματικών Νίκος Τεμπονέρας δέχεται χτύπημα στο κεφάλι από τον λοστό του Γιάννη Καλαμπόκα. Ενώ είναι πεσμένος στο έδαφος δέχεται και δεύτερο χτύπημα. Τον μεταφέρουν στο Νοσοκομείο «Αγ. Ανδρέας» και από εκεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου. Είναι κλινικά νεκρός και το πρωί της 9ης Ιανουαρίου 1991 παύουν όλες οι ζωτικές λειτουργίες του. Από την επίθεση μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο άλλα τέσσερα άτομα σε σοβαρή κατάσταση.

Ο ιατροδικαστής στην έκθεση του για τον θάνατο του Τεμπονέρα γράφει: «Κάταγμα κρανίου συντριπτικό παραοβελιαίο αριστερό στο επίπεδο των ακουστικών πόρων, μεγέθους4,5cm εγκαρσίως x 4cm οβελιαίως, σχήματος ακανόνιστου τετράπλευρου. Θανατηφόρα κρανιοεγκεφαλική κάκωση που προκλήθηκε πιθανώς δια οργάνου σιδηρού και βαρέος. Η φορά του οργάνου ήταν από την αριστερή βρεγματική χώρα προς το δεξιό οφθαλμικό κόγχο. Το όργανο διαπέρασε το τριχωτό της κεφαλής, το υποκείμενο κρανίο, τη σκληρά μήνυγγα του θόλου και τον υποκείμενο εγκέφαλο, φθάνοντας μέχρι τον δεξιό οφθαλμικό κόγχο όπου και προκάλεσε κάταγμα της οροφής του κόγχου και του οριζόντιου πετάλου του ηθμοειδούς. Ο τραυματισμός του εγκεφάλου προκάλεσε μεγάλη αιμορραγία, οίδημα εγκεφάλου και επακολούθησε έξοδος και απώλεια εγκεφαλικής ουσίας από το τραύμα της αριστερής βρεγματικής χώρας και από την μύτη, μέσω των ηθμοειδών κυψελών. Ο θάνατος ήταν κατευθείαν αποτέλεσμα και συνέπεια του τραυματισμού αυτού».

Η οργή και η τραγωδία

Από το πρωί της 9ης Ιανουαρίου οργανώνονται συγκεντρώσεις για τη δολοφονική επίθεση στον Τεμπονέρα και οι αντιδράσεις είναι σφοδρές. Στις 10 Ιανουαρίου 1991 πραγματοποιήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στο οποίο πήραν μέρος γύρω στα 100.000 άτομα. Ήταν επεισοδιακό και είχε τραγική κατάληξη. Από τις συγκρούσεις ΜΑΤ και διαδηλωτών έπιασε φωτιά το πολυκατάστημα «Κάπα-Μαρούσης» στην Πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο τέσσερις άνθρωποι. Η έρευνα έδειξε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από ένα καπνογόνο που ρίχτηκε από τους αστυνομικούς.

Επτά χρόνια φυλακή

Οι καταθέσεις και τα στοιχεία για τη δολοφονία Τεμπονέρα «δείχνουν» τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και δημοτικό σύμβουλο στον Δήμο Πάτρας με το συνδυασμό του Νίκου Νικολόπουλου, Γιάννη Καλαμπόκα και τα μέλη της τοπικής ΟΝΝΕΔ Αλέκο Μαραγκό και Σωκράτη Σπίνο. Ο λοστός που σκότωσε τον καθηγητή εξαφανίζεται και δεν θα βρεθεί ποτέ. Οι κατηγορούμενοι αρχικά κρύβονται και παραδίδονται στις αρχές μετά από έξι μέρες. Χαρακτηριστικά ο δικηγόρος τους δηλώνει κατά λέξη: «Οι κατηγορούμενοι δεν κρυβόσανται, οι κατηγορούμενοι δεν παρουσιάζονταν κατόπιν δικής μου συμβουλής και δικής μου ευθύνης».

Οι Καλαμπόκας και Μαραγκός προφυλακίστηκαν. Η δίκη της υπόθεσης διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο (22 Ιουνίου 1992 - 9 Μαρτίου 1993) και έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου. Πρόεδρος του δικαστηρίου είναι ο Αθανάσιος Κουτρομάνος.

Την υπεράσπιση του Καλαμπόκα αναλαμβάνουν πολύ γνωστές προσωπικότητες στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κώστας Κωνσταντινίδης (κατήγορος λίγα χρόνια νωρίτερα στη δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά), ο Απόστολος Ανδρεουλάκος και ο Επαμεινώνδας Ζαφειρόπουλος είναι μεταξύ αυτών. Επικεφαλής της πολιτικής αγωγής είναι ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΟΝΝΕΔ διοργανώνει εκδήλωση συμπαράστασης στον «αγωνιστή» όπως τον χαρακτηρίζει Γιάννη Καλαμπόκα με ομιλητή τον δικηγόρο Μιχάλη Αρβανίτη, μετέπειτα βουλευτή της Χρυσής Αυγής.


Η πρωτόδικη απόφαση καταδικάζει τον Καλαμπόκα σε ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό. Ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάχθηκε με βούλευμα ενώ δεν καταδικάστηκε ούτε ο Σπίνος.

Λίγους μήνες αργότερα έγινε η δίκη του σε δεύτερο βαθμό (7 Δεκεμβρίου 1993 - 19 Απριλίου 1994) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Οι δικαστές του αναγνώρισαν ελαφρυντικά και τον καταδίκασαν σε κάθειρξη 17 ετών και τριών μηνών. Το 1996 άσκησε αναίρεση, προκειμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του «βρασμού ψυχικής ορμής», αλλά το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας (1 Οκτωβρίου 1996 - 17 Οκτωβρίου 1996) δεν του αναγνώρισε και διατήρησε την ποινή, η οποία όμως αργότερα μειώθηκε κατόπιν νέας επιμέτρησης στα 16 χρόνια και 9 μήνες. Τελικά στις 2 Φεβρουαρίου 1998, μόλις επτά χρόνια μετά τη δολοφονία,  αφέθηκε ελεύθερος με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.

Μετακόμισε στον Βόλο όπου έκανε καριέρα τραπεζικού υπαλλήλου. Μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι αθώος και δράστης της δολοφονίας Τεμπονέρα ήταν το μέλος της ΟΝΝΕΔ, Αλέκος Μαραγκός.

«Ο Τεμπονέρας ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος που δεν φοβήθηκε να δώσει τη ζωή του για τις αξίες και τα ιδανικά του»

Στην 28η επέτειο της δολοφονίας του Νίκου Τεμπονέρα, ο γιος του Διονύσης είχε ανεβάσει ένα κείμενο. Μεταξύ άλλων έγραφε: «Ο Νίκος Τεμπονέρας δεν δίστασε ούτε στιγμή. Δεν σκέφτηκε λεπτό ότι θα αφήσει τη γνώση, την ελευθερία και τη δουλειά να μείνουν αφύλαχτες μπροστά στο μαύρο μέτωπο των δυνάμεων του φασισμού και του παρακράτους. Χαράσσει με το αίμα του το όριο ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Το φως και το σκοτάδι. Στοιχίζεται πίσω από το Σωτήρη Πέτρουλα και το Γρηγορη Λαμπράκη, γιατί δεν μπορεί να αφήσει το νήμα ορφανό... Με τη σειρά του το δίνει στον Αλέξανδρό Γρηγορόπουλο και αυτός στον Παύλο Φύσσα. Ξέρει ότι δεν γίνεται να υποχωρεί το δίκιο μπροστά στο άδικο. Δεν ήταν ήρωας ο Νίκος Τεμπονέρας. Δεν επεδίωξε να γίνει ποτέ ήρωας. Ήταν ένας αριστερός αγωνιστής δάσκαλος, απλός καθημερινός άνθρωπος του μόχθου, που δεν φοβήθηκε να δώσει τη ζωή του για τις αξίες και τα ιδανικά του.

Με το αίμα του δίνει την πιο πειστική απάντηση τότε αλλά και σήμερα και πάντοτε και νικά τους δολοφόνους του κάθε φορά με εμφατικό τρόπο. Η θυσία του Νίκου Τεμπονερα δεν εξαργυρώνεται και δεν εκχωρείται. Δικαιώνεται καθημερινά στους αγώνες όλης της νεολαίας, των εργαζομένων, στους αγώνες κάθε δημοκρατικού πολίτη για ελευθερία, δημοκρατία, γνώση και αξιοπρεπή ζωή. Δικαιώνεται στον αγώνα όλης της κοινωνίας κατά του φασισμού».

Ο Νίκος Τεμπονέρας δολοφονήθηκε στα 38 του χρόνια. Άφησε πίσω του τη σύζυγό του Αθηνά και τα δύο του παιδιά, την Εύα και τον Διονύση.