«Οι Ναζί μου έκλεψαν τη νιότη, ο κοροναϊός μου κλέβει τον λίγο χρόνο που μου απομένει»


Μια 87χρονη Εβραία που επέζησε από το Ολοκαύτωμα γράφει για την περίοδο της πανδημίας. Ο χρόνος που χάνεται και το μήνυμα ελπίδας που στέλνει

Η Τάμπι Λέβι έχασε τα νιάτα της μέσα στην παράνοια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Κρυμμένη, μαζί με την οικογένεια της, μέσα σε έναν αχυρώνα γλίτωσε από την Τελική Λύση των Ναζί. Όταν ο Πόλεμος τελείωσε η Λέβι, πίστεψε ότι δεν θα χρειαστεί πάλι να κλειστεί μέσα σε τέσσερις τοίχους, πίστεψε ότι δεν θα χάσει άλλο χρόνο. Η πανδημία του κοροναϊού όμως την ανάγκασε να «κρυφτεί» και πάλι.  Στα 87 της σήμερα η συνταξιούχος λογίστρια και εθελόντρια στο Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς της Νέας Υόρκης, έγραψε ένα κείμενο για το πώς βιώνει αυτή την κατάσταση. Μίλησε για το πώς χάνει ένα ακόμα κομμάτι της ζωής της και αυτή τη φορά δεν είναι νέα για να παρηγορηθεί.

Mμεταφρασμένο το κείμενο της Τόμπι Λέβι, το οποίο δημοσιεύθηκε στη New York Times:

Αυτές τις μέρες, βαριέμαι λίγο.

Ο περίπατος στην θάλασσα είναι η σωτηρία μου. Η θάλασσα είναι δύο τετράγωνα μακριά. Αν το θελήσω μπορώ να περπατήσω και στο Coney Island. Πηγαίνω μόνη. Έχω μερικούς φίλους εκεί. Παίζαμε κανάστα (σ.σ. παιχνίδι με τράπουλα) μία φορά την εβδομάδα. Αλλά όταν έφτασε ο Covid, η κόρη μου επέμεινε: «Δεν μπορείς να κάθεσαι με τόσο κόσμο σε ένα δωμάτιο!». Μιλάω λοιπόν στο τηλέφωνο. Διαβάζω. Τα εγγόνια μου με καλούν στο Zoom. Δίνω επίσης μερικές διαλέξεις μέσω Zoom για το Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς.

Παραμένω πολύ απασχολημένη και αυτό με βοηθάει πολύ. Προσπαθώ να μην τα παρατήσω. Αλλά αυτό που με ρίχνει ψυχολογικά είναι ότι χάνω έναν χρόνο. Και αυτό με ενοχλεί τρομερά. Είμαι 87 ετών και έχασα σχεδόν ένα ολόκληρο έτος.

Κάνω ό, τι μπορώ για να παραμείνω συνδεδεμένη, οι πράξεις μου να έχουν αντίκτυπο. Έτσι, ακόμα και τώρα, μέσα στον Covid, διηγούμαι την ιστορία μου μέσω Zoom στα σχολεία και στο κοινό, σε τηλεδιασκέψεις που διοργανώνει το μουσείο για μένα.

Ορίστε τι λέω: Γεννήθηκα το 1933 σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Τσοντόροφ, τώρα Χοντόριφ, περίπου 30 λεπτά με το αυτοκίνητο από την Λβοβ, πλέον Λβιβ. Σε εκείνη την εποχή ήταν κομμάτι της Πολωνίας και πλέον ανήκει στην Ουκρανία. Ζούσαμε στο κέντρο της πόλης στο σπίτι του παππού μου. Οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη από το 1939 έως το 1941, μετά οι Γερμανοί από το 1941 έως το 1944. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαπητός στην πόλη από Εβραίους και μη. Μια μέρα στις αρχές του 1942, ένα από τα παιδιά ήρθε σ 'αυτόν και είπε: Μοσέ πρόκειται να γίνει μια μεγάλη δολοφονία. Καλύτερα να βρεις ένα κρησφύγετο". Έτσι ο πατέρας μου έχτισε ένα μέρος στο κελάρι, για να κρυφτούμε. Ο παππούς μου δεν ήθελε να έρθει. Τον πυροβόλησαν στην κουζίνα, το ακούσαμε.

Δεν είχε περάσει πολύ καιρός από τότε όταν οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι επρόκειτο να μετεγκαταστήσουν τους υπόλοιπους Εβραίους στο γκέτο στο Λβοβ. Έτσι ο πατέρας μου και η θεία μου έψαχναν κάποιον για να τους κρύψει σε μόνιμη βάση. Βρήκαν τη Στέφανι που είχε ένα σπίτι στον κεντρικό δρόμο με κήπο και αχυρώνα. Ήξερε τους γονείς μου όλη τους τη ζωή. Ο πατέρας μου έχτισε έναν τοίχο μέσα στον αχυρώνα και δημιούργησε ένα κρησφύγετο για εννέα άτομα, Κοιμόμασταν εκεί σαν σαρδέλες. Ήταν μόλις 1,2 επί 1,5 μέτρα. Τα γουρούνια και τα κοτόπουλα ήταν από τη μία πλευρά και εμείς από την άλλη: οι γονείς μου, η θεία και ο θείος μου, η γιαγιά μου και τέσσερα παιδιά, ηλικίας 4, 6, 8 και 12.

Τελικά, με τη βοήθεια του 16χρονου γιου της Στέφανι, επέκτειναν λίγο το χώρο, και έφτιαξαν ένα μικρό άνοιγμα ώστε τα παιδιά να μπορούν να βλέπουν έξω. Εκεί πέρασα τα επόμενα δύο χρόνια. Όταν είμαι πεσμένη πάντα μου έρχεται στο μυαλό η ανάμνηση του γιου της Στέφανι, όταν αυτή φοβόταν να συνεχίζει να μας κρύβει, εκείνος επέμεινε να μείνουμε.

Είχαμε ψείρες. Είχαμε αρουραίους. Αλλά κάθε μέρα στον αχυρώνα ήταν ένα θαύμα. Δεν είμαι ένα κανονικό άτομο. Είμαι κατά κάποιο τρόπο ένα παιδί-θαύμα. Οι περισσότεροι από τους Εβραίους του Τσοντόροφ δεν επέστρεψαν ποτέ. Έτσι, όταν ήρθε ο κοροναϊός, σκέφτηκα: «Είμαι ένα θαύμα. Θα τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω».

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν ξέραμε αν θα «βγάζαμε» τη μέρα. Δεν είχα καμία ελευθερία. Δεν μπορούσα να μιλήσω δυνατά, δεν μπορούσα να γελάσω, δεν μπορούσα να κλάψω.

Αλλά τώρα μπορώ να νιώσω την ελευθερία. Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω έξω. Το πρώτο πράγμα που κάνω το πρωί είναι να κοιτάζω έξω και να βλέπω τον κόσμο. Είμαι ζωντανή. Έχω φαγητό, βγαίνω, πηγαίνω για περιπάτους, κάνω ψώνια. Και πάντα θυμάμαι ότι τώρα κανείς δεν θέλει να με σκοτώσει. Έτσι, συνεχίζω, λίγο διάβασμα, λίγο μαγείρεμα, λίγα ψώνια. Έμαθα και τον υπολογιστή. Φτιάχνω παζλ.

Όμως μερικές φορές αισθάνομαι ότι κάτι χάνω. Έφυγε ένας ολόκληρος χρόνος.. Έχασα την παιδική μου ηλικία, δεν είχα ποτέ τα εφηβικά μου χρόνια. Και τώρα, στα γηρατειά μου, αυτή η κατάσταση μείωσε τη ζωή μου κατά ένα χρόνο. Δεν μου έχουν μείνει πολλά χρόνια ακόμα. Ο τρόπος με τον οποίο ζήσαμε φέτος σημαίνει ότι έχω χάσει πολλές ευκαιρίες για διαλέξεις, για να πω σε περισσότερους ανθρώπους την ιστορία μου, να με δουν και να γνωρίζουν ότι το Ολοκαύτωμα συνέβη σε ένα πραγματικό άτομο, που στέκεται μπροστά τους σήμερα. Είναι σημαντικό.

Φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να είμαι στη φόρμα που ήμουν πριν από ένα χρόνο. Όταν ξεκίνησε αυτό τον Μάρτιο, ένα από τα εγγόνια μου, που ζει στο Νιου Τζέρσεϊ, πήγε στο Μέιν με τη σύζυγό του. Δεν επέστρεψαν έκτοτε. Έχουν ένα αγοράκι τώρα και τον έχω δει μόνο στο Zoom. Αυτό το παιδί ίσως δεν θα με γνωρίσει ποτέ. Αυτό είναι μια απώλεια.

Μερικά από αυτά που μου λείπουν είναι τόσο απλά. Έχω έναν φίλο που γνωρίζω από τη συναγωγή. Θα κάναμε ένα ταξίδι, αν μπορούσαμε, με αυτοκίνητο. Σε οποιοδήποτε μέρος! Θα πήγαινα στη Φλόριντα. Ίσως ακόμα και στο Ισραήλ για μερικές εβδομάδες. Αλλά τώρα δεν γίνεται. Με αυτό τον τρόπο μειώθηκε η ζωή μου. Αυτό είναι το μεγαλύτερο παράπονό μου. Κατανοώ τον φόβο που έχουν οι άνθρωποι και καταλαβαίνω ότι πρέπει να προσέχουμε.

Αλλά δεν υπάρχει σύγκριση του άγχους για τον κοροναϊού, με τον τρόμο που ένιωσα όταν ήμουν παιδί. Αυτός ήταν ένας φόβος χωρίς όριο. Ο κοροναϊός θα τελειώσει. Ήδη  σκέφτομαι και σχεδιάζω ποιο θα είναι το πρώτο μέρος που θα πάω και τι θα είναι το πρώτο που θα κάνω, όταν τελειώσει όλο αυτό».