«Οι ψυχές μας είναι πια νεκρές»: Πώς επέζησα από ένα κινεζικό «στρατόπεδο επανεκπαίδευσης» για Ουιγούρους

Μια γυναίκα επέζησε ύστερα από δύο χρόνια σε ένα "στρατόπεδο επανεκπαίδευσης" Ουιγούρων της κινεζικής κυβέρνησης αποκαλύπτοντας όλες τις φρικαλεότητες που έζησε εκεί

Η Κίνα τα τελευταία χρόνια διεξάγει μια ασταμάτητη δίωξη της εθνότητας των Ουιγούρων, της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Κίνας. Η επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου για την Κίνα (CECC) σε νέα της έρευνα αναφέρει ότι πιθανόν οι διώξεις των Ουιγούρων συνιστούν γενοκτονία.

«Πουθενά αυτό δεν είναι πιο προφανές από την αυτόνομη επαρχία των Ουιγούρων, Σιντζιάνγκ, όπου νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι συμβαίνουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας – και πιθανότατα γενοκτονία», αναφέρει η μελέτη ενώ τονίζεται ότι οι πράξεις της Κίνας συνιστούν πλήρη «καταπάτηση τόσο των κεφαλαίων όσο και του πνεύματος της Διεθνούς Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Η υπόθεση δεν είναι καινούργια.

Υπολογίζεται ότι μέχρι στιγμής πάνω από 1 εκατ. Ουιγούροι έχουν φυλακιστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία η Κίνα ονομάζει «σχολεία επανεκπαίδευσης», ώστε να εγκαταλείψουν τη μητρική γλώσσα και τη θρησκεία τους μέσα από βασανιστήρια και πλύση εγκεφάλου. Παράλληλα, σε όλη την περιοχή Σιντζιάνγκ οι διακρίσεις και τα εγκλήματα ενάντια στους Ουιγούρους είναι καθημερινότητα.  Η Κίνα δικαιολογεί την τακτική της υποστηρίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι Ουιγούροι είναι εν δυνάμει ως τρομοκράτες και τζιχανιστές και σκοπός αυτών των «κέντρων επανεκπαίδευσης» είναι να πατάξει τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό.

Η Γκιουλμπαχάρ Χαϊτιγουατζί υπήρξε ένας από τους «μαθητές» αυτών των «κέντρων επανεκπαίδευσης». Η ίδια έζησε τον παραλογισμό, τα βασανιστήρια, την πλύση εγκεφάλου και την φυσική και ψυχική εξόντωση που επιφυλάσσουν αυτά τα κέντρα για τους Ουιγούρους. Μαζί με αυτά και την εξαναγκαστική στείρωση στην οποία την επέβαλαν σε μια προσπάθεια αφανισμού της μειονότητας.

Η συγκλονιστική μαρτυρία της για όλα όσα έζησε περιλαμβάνεται  στο βιβλίο της Χαϊτιγουατζί και της Ροζέν Μοργκάτ, Rescapée du Goulag Chinois (Επιζήσασα από τα κινεζικά γκούλαγκ) που κυκλοφορεί στα γαλλικά από τις εκδόσεις Editions des Equateurs.

Η αρχή

Ο άνδρας που μου μιλούσε στο τηλέφωνο μου είπε ότι εργαζόταν στην πετρελαϊκή εταιρεία, «στο λογιστήριο, για την ακρίβεια». Η φωνή του μου ήταν άγνωστη. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο με καλούσε. Ήταν Νοέμβριος του 2016 και η εταιρεία με είχε θέσει σε άδεια άνευ αποδοχών από όταν εγκατέλειψα την Κίνα για να εγκατασταθώ στη Γαλλία 10 χρόνια νωρίτερα. Στη γραμμή ακούγονταν παράσιτα. Δυσκολευόμουν να τον ακούσω.

«Πρέπει να επιστρέψετε στο Καραμάι για να υπογράψετε έγγραφα που αφορούν την επερχόμενη σύνταξή σας, κυρία Χαϊτιγουάτζι», μου είπε. Το Καραμάι ήταν η πόλη στην επαρχία Σιντζιάνγκ της δυτικής Κίνας στην οποία εργαζόμουν ως υπάλληλος πετρελαϊκής για περισσότερα από 20 χρόνια.


«Σε αυτή την περίπτωση, θα ήθελα να εξουσιοδοτήσω έναν δικηγόρο», του είπα. «Ένας φίλος μου στο Καραμάι ασχολείται με τις διοικητικές μου υποθέσεις. Γιατί να επιστρέψω για μερικές υπογραφές; Να κάνω όλη αυτή τη διαδρομή γι’ αυτό το ασήμαντο θέμα; Γιατί τώρα;»

Ο άνδρας δεν είχε κάποια απάντηση. Απλώς μου είπε ότι θα με καλούσε ξανά εντός δύο ημερών, για να μου πει αν υπάρχει η δυνατότητα ο φίλος μου να υπογράψει εκ μέρους μου.

Ο σύζυγός μου, ο Κερίμ, είχε φύγει από την Σιντζιάνγκ το 2002 για να βρει δουλειά. Πρώτα προσπάθησε στο Καζακστάν, όμως επέστρεψε απογοητευμένος μετά από ένα χρόνο. Μετά στη Νορβηγία. Μετά στη Γαλλία, όπου υπέβαλε αίτηση ασύλου. Όταν εγκαταστάθηκε εκεί, εγώ και οι δύο κόρες μας πήγαμε να τον συναντήσουμε.

Ο Κερίμ ήξερε ανέκαθεν ότι θα εγκατέλειπε την Σιντζιάνγκ. Η ιδέα του είχε ριζωθεί πριν καν προσληφθούμε από την πετρελαϊκή. Είχαμε γνωριστεί όταν ήμασταν μαθητές στο Ουρούμτσι, την μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας Σιντζιάνγκ και όταν αποφοιτήσαμε το 1988αρχίσαμε να ψάχνουμε για δουλειά. Στις αγγελίες που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, συχνά υπήρχε μια διευκρίνιση γραμμένη με μικρά γράμματα: Όχι Ουιγούροι. Αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ. Αν και προσπαθούσα να αγνοήσω τις αποδείξεις διακρίσεων εις βάρος μας που μας ακολουθούσαν παντού, ο Κερίμ είχε πάθει εμμονή.

Μετά την αποφοίτησή μας, βρήκαμε δουλειά ως μηχανικοί στην πετρελαϊκή εταιρεία στο Καραμάι. Ήμασταν τυχεροί. Όμως μετά συνέβη το περιστατικό με τον κόκκινο φάκελο. Στη σεληνιακή πρωτοχρονιά της Κίνας, όταν το αφεντικό μοίραζε τα ετήσια μπόνους, οι κόκκινοι φάκελοι που προορίζονταν για τους Ουιγούρους περιείχαν λιγότερα χρήματα από εκείνα που δίνονταν σε συναδέλφους του κυρίαρχου κινεζικού φυλετικού γκρουπ, των Χαν. Λίγο αργότερα, όλοι οι Ουιγούροι απομακρύνθηκαν από το κεντρικό γραφείο και μεταφέρθηκαν στο παράρτημα που βρισκόταν στα περίχωρα της πόλης. Μια μικρή ομάδα διαμαρτυρήθηκε, αλλά εμένα δεν με ένοιαξε. Λίγους μήνες αργότερα, όταν άνοιξε μια θέση προϊσταμένου, ο Κερίμ υπέβαλε αίτηση. Είχε τα κατάλληλα προσόντα και εμπειρία. Δεν υπήρχε λόγος να μην πάρει τη δουλειά. Όμως η θέση πήγε σε έναν υπάλληλο της φυλής των Χαν που δεν είχε καν πτυχίο μηχανικού. Μια νύχτα του 2000, ο Κερίμ γύρισε σπίτι και μου ανακοίνωσε ότι παραιτήθηκε. «Δεν άντεξα άλλο», μου είπε.

Αυτό που έζησε ο σύζυγός μου είναι εξαιρετικά συνηθισμένο. Από το 1955, όταν η Κίνα προσάρτησε την Σιντζιάνγκ ως «αυτόνομη περιοχή» οι Ουιγούροι ξέραμε ότι ήμασταν ένα αγκάθι για το Μέσο Βασίλειο. Η Σιντζιάνγκ αποτελεί στρατηγικό πέρασμα και είναι υπερβολικά πολύτιμη για το κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα, για να ρισκάρει να τη χάσει. Το κόμμα έχει επενδύσει υπερβολικά πολλά στον «νέο δρόμο του μεταξιού», το πρόγραμμα υποδομών που έχει σχεδιαστεί για να ενώσει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω της κεντρικής Ασίας και η περιοχή μας αποτελεί σημαντικό άξονα. Η Σιντζιάνγκ είναι απαραίτητη για το μεγάλο σχέδιο του προέδρου Σι Τζινπίγνκ, δηλαδή μια ειρηνική Σιντζιάνγκ, που θα είναι ανοιχτή για τις επιχειρήσεις, αποκαθαρμένη από αποσχιστικές τάσεις και εθνικές εντάσεις. Με λίγα λόγια, μια Σιντζιάνγκ χωρίς τους Ουιγούρους.

Οι κόρες μου και εγώ φύγαμε στη Γαλλία για να συναντήσουμε τον σύζυγό μου το 2006, λίγο πριν η Σιντζιάνγκ μπει σε τροχιά πρωτόγνωρης καταπίεσης. Οι κόρες μου, που ήταν τότε 13 και 8 ετών, αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες, όπως και ο πατέρας του. Αιτούμενος άσυλο, ο σύζυγός μου έβαλε μια σαφή διαχωριστική γραμμή με το παρελθόν του. Απέκτησε γαλλικό διαβατήριο και έτσι έχασε την κινεζική υπηκοότητα. Για μένα, το ενδεχόμενο να παραδώσω το διαβατήριό μου θα είχε μια φρικτή συνέπεια: Δεν θα μπορούσα ποτέ να επιστρέψω στη Σιντζιάνγκ. Πώς θα μπορούσα να πω αντίο στις ρίζες μου, τους αγαπημένους που άφηνα πίσω-τους γονείς μου, τους αδερφούς μου και τις αδερφές μας; Φαντάστηκα τη μητέρα μου να γερνά και να πεθαίνει μόνη στο χωριό της στα βουνά. Εγκαταλείποντας την κινέζικη υπηκοότητά μου, θα εγκατέλειπα και εκείνη. Δεν μπορούσα να πειστώ να το κάνω. Έτσι, υπέβαλα αίτηση για άδεια παραμονής, την οποία ανανέωνα κάθε 10 χρόνια.

Μετά την κλήση, το κεφάλι μου βούιζε από ερωτήσεις καθώς κοιτούσα το ήρεμο σαλόνι μας στο διαμέρισμά μας στη Βουλώνη. Γιατί αυτός ο άνδρας ήθελε να γυρίσω στο Καραμάι; Ήταν κάποιου είδους τέχνασμα προκειμένου να με ανακρίνει η αστυνομία; Τίποτα παρόμοιο δεν είχε συμβεί σε κανέναν από τους υπόλοιπους Ουιγούρους που γνώριζα στη Γαλλία.

Ο άνδρας με κάλεσε ξανά δυο ημέρες αργότερα. «Η εξουσιοδότηση δικηγόρου δεν είναι εφικτή, κυρία Χαϊτιγουάτζι. Θα πρέπει να έρθετε αυτοπροσώπως στο Καραμάι». Παραδόθηκα. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν παρά μερικά έγγραφα.

«Εντάξει. Θα έρθω όσο πιο γρήγορα γίνεται», του απάντησα.

Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, ένιωσα ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Έτρεμα στην ιδέα της επιστροφής στη Σιντζιάνγκ. Ο Κερίμ έκανε ό,τι μπορούσε για να με ηρεμήσει επί δύο ημέρες, όμως εγώ είχα ένα κακό προαίσθημα. Αυτή την εποχή του χρόνου, ο χειμώνας στο Καραμάι ήταν άγριος. Ελάχιστοι θαρραλέοι άνθρωποι τολμούσαν να βγουν στον δρόμο, αλλά κατά βάση στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή. Όμως αυτό που φοβόμουν κυρίως ήταν τα πιο αυστηρά από ποτέ μέτρα που ίσχυαν για την Σιντζιάνγκ. Όποιος έβγαινε από το σπίτι του, κινδύνευε να συλληφθεί χωρίς κανένα λόγο.

Αυτό δεν ήταν καινούργιο, όμως το καθεστώς της απολυταρχίας είχε γίνει ακόμη χειρότερο μετά τις εξεγέρσεις του Ουρούμτσι του 2009 και την έκρηξη βίας μεταξύ Ουιγούρων και Χαν που κατέληξε σε 197 νεκρούς. Το γεγονός αποτέλεσε σημείο καμπής στην σύγχρονη ιστορία της περιοχής. Αργότερα, το κομμουνιστικό κόμμα θα κατηγορούσε ολόκληρη τη μειονότητα για αυτές τις φρικτές πράξεις, νομιμοποιώντας έτσι τις καταπιεστικές του πολιτικές και ισχυριζόμενο ότι τα σπίτια των Ουιγούρων ήταν εστίες ριζοσπαστικών Ισλαμιστών και αποσχιστικών τάσεων.

Το καλοκαίρι του 2016 ένας νέος σημαντικός παίκτης μπήκε στην μακρά μάχη μετά της εθνικής μας μειονότητας με το Κομμουνιστικό κόμμα. Ο Τσεν Κουανγκουό, ο οποίος είχε κάνει καριέρα επιβάλλοντας δρακόντεια μέτρα επιτήρησης στο Θιβέτ, έλαβε την θέση του του επικεφαλής της Σιντζιάνγκ. Με την άφιξή του η καταπίεση των Ουιγουίρων κλιμακώθηκε δραματικά. Χιλιάδες εστάλησαν σε «σχολεία» που χτίστηκαν μέσα σε μια νύχτα στη μέση της ερήμου. Αυτά ήταν γνωστά ως στρατόπεδα «μεταμόρφωσης μέσω της εκπαίδευσης». Οι κρατούμενοι που καταλήγουν εκεί υποβάλλονται σε πλύση εγκεφάλου –στην καλύτερη περίπτωση.

Το ταξίδι

Δεν ήθελα να γυρίσω, όμως αποφάσισα ότι ο Καρίμ είχε δίκιο: Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ. Το ταξίδι θα διαρκούσε μόνο μερικές εβδομάδες. «Είναι σίγουρο ότι θα σε ανακρίνουν, αλλά μην πανικοβάλλεσαι. Είναι απολύτως φυσιολογικό», με καθησύχασε.

Λίγες μέρες αφού προσγειώθηκα στην Κίνα, το πρωί της 30ης Νοεμβρίου του 2016, πήγα στα γραφεία της πετρελαϊκής εταιρείας για να υπογράψω τα περιβόητα έγγραφα για την συνταξιοδότησή μου. Στο γραφείο με τους ξεφλουδισμένους τοίχους βρισκόταν ένας λογιστής, ένας μάλλον ειρωνικός Χαν, και η γραμματέας του κρυμμένη πίσω από μια οθόνη.

Η επόμενη σκηνή διαδραματίζεται στο αστυνομικό τμήμα της Κουνλούν, 10 λεπτά με το αυτοκίνητο από τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας. Στη διαδρομή, προετοίμασα τις απαντήσεις μου για τις ερωτήσεις που περίμενα να μου κάνουν. Προσπάθησα να πάρω δύναμη. Αφού άφησα τα προσωπικά μου αντικείμενα στην είσοδο, με οδήγησαν σε ένα στενό, άψυχο δωμάτιο: Την αίθουσα ανακρίσεων. Ποτέ δεν είχα ξαναβρεθεί σε τέτοια αίθουσα. Ένα τραπέζι χώριζε τις καρέκλες των δυο αστυνομικών από τη δική μου. Το ελαφρύ βουητό του θερμαντικού σώματος, ο μισοκαθαρισμένος λευκοπίνακας και ο χλωμός φωτισμός ολοκλήρωναν το σκηνικό. Οι δυο αστυνομικοί με ρώτησαν για τους λόγους που πήγα στη Γαλλία, τις δουλειές μου σε έναν φούρνο και μια καφετέρια στο Παρίσι.

Μετά, ένας αστυνομικός έσπρωξε μια φωτογραφία μπροστά μου, που έκανε το αίμα μου να βράσει. Ήταν ένα πρόσωπο που ήξερα όσο καλά ξέρω και το δικό μου: Η κόρη μου η Γκιουλχουμάρ. Πόζαρε μπροστά από την πλατεία του Τροκαντερό στο Παρίσι φορώντας ένα μαύρο παλτό, αυτό που της είχα αγοράσει εγώ. Στη φωτογραφία γελούσε, κρατώντας μια μικροσκοπική σημαία του Ανατολικού Τουρκιστάν, την οποία η κινεζική κυβέρνηση έχει βγάλει εκτός νόμου. Για τους Ουιγούρους αυτή η σημαίνει συμβολίζει το αυτονομιστικό κίνημα της περιοχής. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στη διάρκεια διαδήλωσης που οργάνωσε το γαλλικό παράρτημα του Παγκόσμιου Κογκρέσου Ουιγούρων, το οποίο εκπροσωπεί τους εξόριστους Ουιγούρους και τοποθετείται δημόσια εναντίον της κινεζικής καταπίεσης στην Σιντζιάνγκ.

Είτε είσαι πολιτικοποιημένος είτε όχι, αυτές οι εκδηλώσεις στη Γαλλία είναι πάνω από όλα μια ευκαιρία να συναντηθείς με την υπόλοιπη κοινότητα, όπως στα πάρτι γενεθλίων και τις θρησκευτικές γιορτές. Μπορεί να πας για να διαμαρτυρηθείς ή, όπως έκανε η Γκιουλχουμάρ, για να δεις τους φίλους σου και να τα πεις με την κοινότητα των εξορίστων. Εκείνη την εποχή, ο Κερίμ πήγαινε συχνά. Τα κορίτσια είχαν πάει μία ή δύο φορές. Εγώ καμία. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα πολιτικά. Από τότε που έφυγα από τη Σιντζιάνγκ, αυτά τα ζητήματα με ενδιέφεραν ακόμη λιγότερο.

Ξαφνικά, ο αστυνομικός χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.

«Την ξέρεις, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, είναι κόρη μου»

«Η κόρη σου είναι τρομοκράτισσα»

«Όχι, δεν ξέρω γιατί βρέθηκε σε αυτή τη διαδήλωση».

Έλεγα ξανά και ξανά: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι έκανε εκεί, δεν έκανε τίποτα κακό, ορκίζομαι! Η κόρη μου δεν είναι τρομοκράτισσα! Ούτε και ο σύζυγός μου!»

Δεν μπορώ να θυμηθώ τη συνέχεια της ανάκρισης. Θυμάμαι μόνο εκείνη τη φωτογραφία, τις επιθετικές ερωτήσεις τους και τις μάταιες απαντήσεις μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα συνεχίστηκε. Θυμάμαι ότι όταν τελείωσε, του είπα εκνευρισμένη: «Μπορώ να πάω τώρα; Έχουμε τελειώσει εδώ;» Ένας από αυτούς μου είπε: «Όχι, Γκιουλμπαχάρ Χαϊτιγουάτζι, δεν έχουμε τελειώσει».

Πλύση εγκεφάλου και εξόντωση

«Δεξιά! Αριστερά! Ανάπαυση!». Ήμασταν περίπου 40 άτομα στο δωμάτιο, όλες γυναίκες, φορώντας μπλε πιτζάμες. Ήταν μια αδιάφορη τετράγωνη αίθουσα. Ένα μεγάλο μεταλλικό παντζούρι, με μικροσκοπικές τρύπες που άφηναν το φως να περνά, έκρυβε από εμάς τον έξω κόσμο. Επί έντεκα ώρες την ημέρα, όλος ο κόσμος μας ήταν αυτό το δωμάτιο. Οι παντόφλες μας έτριζαν στο δάπεδο. Δυο στρατιώτες Χαν κρατούσαν αδιάκοπα τον ρυθμό, καθώς κάναμε παρέλαση από τη μία άκρη του δωματίου στην άλλη. Αυτό το αποκαλούσαν «φυσική αγωγή». Στην πραγματικότητα ισοδυναμούσε με στρατιωτική εκπαίδευση.


Τα εξαντλημένα σώματά μας κινούνταν συγχρονισμένα στο χώρο, μπρος πίσω, από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια γωνία στην άλλη. Όταν ο στρατιώτης φώναζε «Ανάπαυση!» στα μανδαρινικά, παγώναμε στις θέσεις μας. Μας διέταζαν να μείνουμε ακίνητες. Αυτό μπορούσε να κρατήσει μισή ώρα, αλλά εξίσου συχνά διαρκούσε μια ώρα ή περισσότερο. Όταν συνέβαινε αυτό, τα πόδια μας μυρμήγκιαζαν σαν να τα τρυπούν με καρφίτσες. Τα σώματά μας, ακόμα ζεστά και κουρασμένα, πάλευαν να μην επηρεαστούν από την καυτή, υγρή ατμόσφαιρα. Λαχανιάζαμε σαν ζώα. Μερικές φορές, κάποια από εμάς λιποθυμούσε. Αν δεν συνερχόταν, ένας φρουρός την έστηνε στα πόδια της και τη χαστούκιζε για να ξυπνήσει. Αν κατέρρεε ξανά, την έσερνε έξω από το δωμάτιο και δεν την ξαναβλέπαμε ποτέ. Ποτέ. Στην αρχή, αυτό με σόκαρε, όμως πλέον το είχα συνηθίσει. Μπορείς να συνηθίσεις τα πάντα, ακόμη και τον τρόμο.

Πλέον είχαμε φτάσει στον Ιούνιο του 2017 και βρισκόμουν εκεί για τρεις μέρες. Μετά από σχεδόν πέντε μήνες στα κρατητήρια του Καραμάι, υποβαλλόμουν σε αδιάκοπες ανακρίσεις και τυχαίες πράξεις βίας. Κάποια στιγμή με έδεσαν στο κρεβάτι για 20 μέρες ως τιμωρία. Ακόμη δεν ξέρω για ποια πράξη. Και μετά μου είπαν ότι θα πήγαινα στο «σχολείο». Δεν είχα ξανακούσει για αυτά τα μυστηριώδη σχολεία ή τα μαθήματα που παρέδιδαν. Η κυβέρνηση τα είχε χτίσει για να «διορθώσει» τους Ουιγούρους, με ενημέρωσαν. Οι γυναίκες που έμεναν στο κελί μου μου είπαν ότι θα ήταν σαν κανονικό σχολείο, αλλά με δασκάλους Χαν. Από τη στιγμή που αποφοιτούσες, ήσουν ελεύθερος να γυρίσεις στο σπίτι σου.

Αυτό το «σχολείο» ήταν στο Μπαϊτζιαντάν, μια περιοχή στα προάστια του Καραμάι. Αφότου έφυγα από τα κρατητήρια, αυτές ήταν όλες οι πληροφορίες που μπόρεσα να καταλάβω από μια πινακίδα πεσμένη σε ένα βρόμικο χαντάκι με άδειες πλαστικές σακούλες. Η εκπαίδευση υποτίθεται ότι θα διαρκούσε δεκαπέντε ημέρες. Μετά από αυτό, θα ξεκινούσαν τα θεωρητικά μαθήματα. Δεν ήξερα πώς θα κατάφερνα να αντέξω. Πώς δεν είχα καταρρεύσει ακόμη; το Μπαϊτζιαντάν ήταν η μέση του τίποτα και εκεί δέσποζαν τρία κτίρια, σε μέγεθος μικρών αεροδρομίων. Πέρα από το συρματόπλεγμα της περίφραξης, το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν έρημος.

Στη διάρκεια της πρώτης μου ημέρας, οι γυναίκες φρουροί με οδήγησαν σε έναν κοιτώνα γεμάτο κρεβάτια, τα οποία ήταν σκέτες αριθμημένες σανίδες. Ήδη υπήρχε άλλη μια γυναίκα εκεί, η Νάντιρα, στην κουκέτα Νο 8. Εγώ είχα την κουκέτα Νο 9.

Η Νάντιρα μου έδειξε τον κοιτώνα που μύριζε φρέσκια μπογιά: τον κουβά που χρησίμευε ως τουαλέτα, το παράθυρο με το μεταλλικό παντζούρι που έμενε πάντα κλειστό και δυο κάμερες που κινούνταν αριστερά-δεξιά στις γωνίες του δωματίου. Αυτό ήταν όλο. Ούτε στρώμα. Ούτε έπιπλα. Ούτε χαρτί υγείας. Ούτε σεντόνια. Ούτε νιπτήρας. Μόνο οι δυο μας στο σκοτάδι και με τους ήχους από τις βαριές πόρτες των κελιών που έκλειναν με δύναμη.

Δεν ήταν σχολείο. Ήταν στρατόπεδο επανεκπαίδευσης, με στρατιωτικούς όρους και ε ξεκάθαρο στόχο να μας «σπάσουν». Μας επέβαλαν σιωπή, όμως η εξάντληση έτσι κι αλλιώς δεν μας άφηνε διάθεση για κουβέντα. Με την πάροδο του χρόνου, οι συζητήσεις μας μειώνονταν. Οι μέρες μας χαρακτηρίζονταν πια από τους στριγκούς ήχους των σφυρίχτρων στο  περπάτημα, στο γεύμα και την ώρα του ύπνου. Οι φρουροί είχαν πάντα τα μάτια τους πάνω μας. Δεν υπήρχε τρόπος να αποδράσεις από το βλέμμα τους, να ψιθυρίσεις, να σκουπίσεις το στόμα σου ή να χασμουρηθείς. Αν το έκανες, υπήρχε κίνδυνος να σε κατηγορήσουν ότι προσευχόσουν. Ήταν ενάντια στους κανόνες να αρνηθείς την τροφή σου: Υπήρχε κίνδυνος να χαρακτηριστείς «Ισλαμιστής τρομοκράτης». Οι φρουροί υποστήριζαν ότι τα γεύματά μας ήταν χαλάλ, δηλαδή επιτρεπτό από τον ισλαμικό νόμο.

Το βράδυ κατέρρευσα στην κουκέτα μου πέφτωντας σε λήθαργο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν υπήρχαν ρολόγια. Μάντευα την ώρα από το πόσο κρύωνα ή ζεσταινόμουν. Οι φρουροί με τρομοκρατούσαν. Δεν είχαμε δει το φως της ημέρας από την μέρα της άφιξής μας –όλα τα παράθυρα ήταν πάντα κλειστά με τα αναθεματισμένα μεταλλικά παντζούρια. Αν και ένας από τους αστυνομικούς μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου έδιναν ένα τηλέφωνο, αυτό δεν έγινε ποτέ. Ποιος ήξερε ότι βρισκόμουν εκεί; Είχαν ειδοποιήσει την αδερφή μου ή τον Κερίμ και την Γκιουλχουμάρ; Ήταν εφιαλτικό. Κάτω από τις κάμερες ασφαλείας, φοβόμουν να ανοιχτώ ακόμη και στις συγκρατούμενές μου. Ήμουν εξαντλημένη, τόσο εξαντλημένη. Δεν μπορούσα καν να σκεφτώ.

Το στρατόπεδο ήταν ένας τεράστιος λαβύρινθος και οι φρουροί μας καθοδηγούσαν σε ομάδες. Για να πάμε στα ντους, το μπάνιο, την αίθουσα διδασκαλίας ή την καντίνα, πάντα είχαμε συνοδεία στους ατελείωτους διαδρόμους που ήταν φωτισμένοι με λάμπες φθορίου. Ήταν αδύνατον να μείνεις μόνη σου έστω και για μια στιγμή. Σε κάθε άκρη του διαδρόμου, αυτόματες πόρτες ασφαλείας έκλειναν αεροστεγώς. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: Όλα εδώ ήταν καινούργια. Η μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς στους αλέκιαστους τοίχους λειτουργούσε ως διαρκής υπενθύμιση. Έμοιαζε με εγκαταστάσεις εργοστασίου (αργότερα θα μάθαινα ότι ήταν ένα αναδιαμορφωμένο κτιριακό συγκρότημα της αστυνομίας), όμως ακόμη δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο μεγάλο ήταν πραγματικά.

Ο μεγάλος αριθμός των φρουρών και των υπόλοιπων γυναικών κρατουμένων που συναντούσαμε καθώς μετακινούμασταν μου έδειχνε ότι το στρατόπεδο ήταν τεράστιο. Κάθε μέρα έβλεπα καινούργια πρόσωπα, με βλέμματα που θύμιζαν ζόμπι, με σακούλες κάτω από τα μάτια. Μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας, το κελί μου φιλοξενούσε επτά άτομα. Μετά από τρεις μέρες ήμασταν 12. Μερικοί σύντομοι υπολογισμοί: Έχω μετρήσει 16 κελιά, συμπεριλαμβανομένου του δικού μου, με 12 κρατούμενες το καθένα, δηλαδή σχεδόν 200 κρατούμενες μόνο στο Μπαϊτζιαντάν. Διακόσιες γυναίκες μακριά από την οικογένειά τους, κλειδωμένες μέχρι νεωτέρας. Και το στρατόπεδο δεν σταματούσε να γεμίζει.

Καταλάβαινες ποιες ήταν οι καινούργιες από τον τρόμο στα πρόσωπά τους. Προσπαθούσαν ακόμη να σε κοιτάξουν στα μάτια καθώς συναντιόσασταν στον διάδρομο. Εκείνες που βρίσκονταν εκεί περισσότερο καιρό κοιτούσαν τα πόδια τους. Κινούνταν σαν ρομπότ. Έστρεφαν την προσοχή τους χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα μάτια του, όταν άκουγαν μια εντολή. Θεέ μου, τι τους είχαν κάνει και έγιναν έτσι;

Πίστευα ότι τα θεωρητικά μαθήματα θα ήταν ανακουφιστικά σε σχέση με τη φυσική αγωγή, όμως ήταν ακόμη χειρότερα. Η καθηγήτρια μας επέβλεπε πάντα και μας χαστούκιζε με κάθε ευκαιρία. Μια μέρα μια συγκρατούμενή μου, μια 60χρονη γυναίκα, έκλεισε τα μάτια της, από εξάντληση ή φόβο. Η καθηγήτρια τη χαστούκισε με αγριότητα. «Νομίζεις ότι δεν βλέπω ότι προσεύχεσαι; Θα σε τιμωρήσω!» Οι φρουροί την έσυραν βίαια έξω από την αίθουσα. Αργότερα, γύρισε με κάτι που είχε γράψει: Την αυτοκριτική της. Η καθηγήτρια την ανάγκασε να μας το διαβάσει. Υπάκουσε, άσπρη σαν το πανί, και κάθισε κάτω. Το μόνο που είχε κάνει, ήταν να κλείσει τα μάτια της.

Μετά από λίγες μέρες κατάλαβα τι σημαίνει η φράση «πλύση εγκεφάλου». Κάθε πρωί, μια Ουιγούρος καθηγήτρια ερχόταν στην σιωπηλή αίθουσά μας. Μια γυναίκα της δικής μας εθνικότητας, μας μάθαινε πώς να γίνουμε Κινέζες. Μας αντιμετώπιζε σαν παρασυρμένους πολίτες που το κόμμα ήταν αναγκασμένο να επανεκπαιδεύσει. Αναρωτήθηκα τι να πίστευε η ίδια για όλα αυτά. Πίστευε κάτι; Από πού ήταν; Πώς κατέληξε εδώ; Είχε υποστεί και η ίδια επανεκπαίδευση πριν βρεθεί σε αυτή τη θέση;

Με ένα σήμα της, σηκωνόμασταν συγχρονισμένες και τη χαιρετούσαμε. Μετά ακολουθούσαν τα εντεκάωρα καθημερινά μαθήματα. Επαναλαμβάναμε ένα είδος όρκου προς την Κίνα: «Ευχαριστούμε την υπέροχη χώρα μας. Ευχαριστούμε το κόμμα μας. Ευχαριστούμε αγαπημένε μας Σι Τζινπίγνκ». Το βράδυ, το μάθημα ολοκληρωνόταν με κάτι παρόμοιο: «Εύχομαι η υπέροχη χώρα μου να αναπτυχθεί και να έχει ένα λαμπρό μέλλον. Εύχομαι όλες οι εθνικότητες να δημιουργήσουν ένα μοναδικό, υπέροχο έθνος. Εύχομαι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ να έχει καλή υγεία. Ζήτω ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ».

Κολλημένες στις θέσεις μας, επαναλαμβάναμε τα μαθήματά μας σαν παπαγάλοι. Μας μάθαιναν την λαμπρή ιστορία της Κίνας ή τουλάχιστον μια «απολυμασμένη» εκδοχή της, από την οποία είχαν αφαιρεθεί οι βαναυσότητες. Στο εξώφυλλο του βιβλίου μας έγραφε «πρόγραμμα επανεκπαίδευσης». Δεν περιείχε τίποτα άλλο εκτός από τις ιστορίες των ισχυρών δυναστειών, των εκπληκτικών τους κατακτήσεων και τις τεράστιες επιτυχίες του κομμουνιστικού κόμματος. Ήταν ακόμη πιο πολιτικοποιημένο και προπαγανδιστικό και από τη διδασκαλία των κινεζικών πανεπιστημίων. Τις πρώτες μέρες, με έκανε να γελάω. Πίστευαν πραγματικά ότι θα κατάφερναν να μας σπάσουν με μερικές σελίδες προπαγάνδας;

Όμως καθώς οι μέρες περνούσαν, η εξάντληση έκανε την εμφάνισή της σαν παλιός εχθρός. Ήμουν τόσο κουρασμένη που η απόφασή μου να αντισταθώ μπήκε μόνιμα στην άκρη. Προσπάθησα να μην παραδοθώ, όμως το σχολείο περνούσε από πάνω μου σαν οδοστρωτήρας. Περνούσε πάνω από τα πονεμένα σώματά μας. Λοιπόν, έτσι μοιάζει η πλύση εγκεφάλου: Ολόκληρες ημέρες που τις περνάς επαναλαμβάνοντας τις ίδιες ηλίθιες φράσεις. Και σαν αυτό να μην ήταν αρκετό, μας ανάγκαζαν να μελετήσουμε άλλη μια ώρα μετά το δείπνο, το βράδυ πριν κοιμηθούμε. Κάναμε άλλη μια επανάληψη των πραγμάτων που λέγαμε όλη τη μέρα ξανά και ξανά. Κάθε Παρασκευή, είχαμε γραπτές και προφορικές εξετάσεις. Μία-μία, υπό το άγρυπνο βλέμμα των επικεφαλής του στρατοπέδου, επαναλαμβάναμε την κομμουνιστική προπαγάνδα που μας είχαν ταΐσει.

Με αυτό τον τρόπο, η βραχυχρόνια μνήμη μας μετατράπηκε στον πιο σημαντικό σύμμαχο και στον χειρότερο εχθρό μας. Μας επέτρεπε να απορροφούμε και να θυμόμαστε τόνους ιστορίας και διακηρύξεις του πιστού πολίτη, προκειμένου να αποφύγουμε τον δημόσιο εξευτελισμό από την καθηγήτριά μας. Ταυτόχρονα όμως, αποδυνάμωνε τις κριτικές μας δεξιότητες. Μας έκλεψε τις αναμνήσεις και τις σκέψεις που μας συνέδεαν με τις ζωές μας. Μετά από λίγο καιρό δεν μπορούσα να θυμηθώ με λεπτομέρειες τα πρόσωπα του Κερίμ και των κορών μας. Μας επεξεργάστηκαν τόσο μέχρι που δεν ήμασταν τίποτα περισσότερο από ηλίθια ζώα. Κανείς δεν μας έλεγε πόσο καιρό θα διαρκούσε όλο αυτό.

Γυρνώντας από τις σκιές

Από πού να αρχίσω να διηγούμαι την ιστορία της παραμονής μου στην Σιντζιάνγκ; Πώς να πω στους αγαπημένους μου ότι έζησα στο έλεος της αστυνομικής βίας, για τους Ουιγούρους όπως εγώ, που με το κύρος που τους έδιναν οι στολές τους, μας έκαναν ό,τι ήθελαν, στο σώμα και στις ψυχές μας; Για τους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν μετατραπεί σε άβουλα ρομπότ, απεκδυμένοι από κάθε ίχνος ανθρωπιάς, που μας ανάγκαζαν με ζήλο να ακολουθούμε τις εντολές τους, για τους μικροπρεπείς γραφειοκράτες που εργάζονταν για ένα σύστημα που αποκηρύσσει όσους αρνούνται να αποκηρύξουν τους άλλους και τιμωρεί εκείνους που δεν τιμωρούν τους άλλους. Πεπεισμένοι ότι ήμασταν οι εχθροί που έπρεπε να τσακίσουν, προδότες και τρομοκράτες, έκλεψαν την ελευθερία μας. Μας κλείδωσαν σαν ζώα κάπου μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, έξω από τον ίδιο τον χρόνο. Στα στρατόπεδα.

Στα στρατόπεδα «μεταμόρφωσης μέσω της εκπαίδευσης», η ζωή και ο θάνατος δεν έχουν την ίδια σημασία όπως στον υπόλοιπο κόσμο. Σκέφτηκα εκατοντάδες φορές, όταν τα βήματα των φρουρών μας ξυπνούσαν τη νύχτα, ότι είχε έρθει η στιγμή που θα μας εκτελούσαν. Όταν ένα χέρι έφερε με δύναμη ένα ψαλίδι κοντά στο κρανίο μου και άλλα χέρια έπιαναν τις τούφες των μαλλιών που έπεφταν στους ώμους μου, έκλεισα τα μάτια μου που είχαν γεμίσει με δάκρυα και σκέφτηκα ότι το τέλος μου ήταν κοντά, ότι με ετοίμαζαν για την κρεμάλα, την ηλεκτρική καρέκλα, τον πνιγμό. Ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε γωνιά. Όταν οι νοσοκόμες έπιαναν το χέρι μου για να μου κάνουν «εμβόλιο», πίστευα ότι με δηλητηρίαζαν. Στην πραγματικότητα, μας στείρωναν. Τότε κατάλαβα τη μέθοδο των στρατοπέδων, την στρατηγική που ακολουθούσαν: Δεν θα μας εκτελούσαν εν ψυχρώ, θα μας εξαφάνιζαν. Τόσο αργά, που κανείς δεν θα το παρατηρούσε.

Μας διέταξαν να απαρνηθούμε τις ταυτότητές μας. Να φτύσουμε τις ίδιες μας τις παραδόσεις, τις πεποιθήσεις μας. Να επικρίνουμε τη γλώσσα μας. Να προσβάλουμε τον λαό μας. Γυναίκες όπως εγώ, που βγήκαν από τα στρατόπεδα, δεν είναι πια αυτές που ήταν. Είμαστε σκιές. Οι ψυχές μας είναι νεκρές. Με έκαναν να πιστέψω ότι οι αγαπημένοι μου, οι κόρες μου και ο άνδρας μου, ήταν τρομοκράτες. Ήμουν τόσο μακριά, τόσο μόνη, τόσο εξαντλημένη που σχεδόν το πίστεψα όντως. Κερίμ και κόρες μου,  Γκιουλχουμάρ και  Γκμιουλνιγκάρ: αποδοκίμασα τα «εγκλήματά» σας. Ικέτευσα για τη συγχώρεση του κομμουνιστικού κόμματος για φρικαλεότητες που δεν είχατε διαπράξει, ούτε κι εγώ. Μετανιώνω για κάθε τι που είπα και σας υποτίμησα. Σήμερα είμαι ζωντανή και θέλω να φωνάξω την αλήθεια. Δεν ξέρω αν θα με αποδεχτείτε, δεν ξέρω αν θα με συγχωρήσετε.

Από πού να αρχίσω να σας λέω τι έζησα εκεί;

Κρατήθηκα στο στρατόπεδο για δύο χρόνια. Σε αυτό το διάστημα όλοι γύρω μου, οι αστυνομικοί που με ανέκριναν, οι κρατούμενες, οι φρουροί, οι δασκάλες και οι καθηγήτριες προσπάθησαν να με πείσουν για το τεράστιο ψέμα, χωρίς το οποίο η Κίνα δεν μπορεί να νομιμοποιήσει το πρόγραμμα επανεκπαίδευσης: Ότι οι Ουιγούροι είναι τρομοκράτες και επομένως εγώ, η Γκιουλμπαχάρ, που ζούσα ήδη 10 χρόνια εξόριστη στη Γαλλία, ήμουν επίσης τρομοκράτισσα. Το ένα κύμα προπαγάνδας μετά το άλλο έσκαγε επάνω μου και καθώς οι μήνες περνούσαν έχανα μέρος της διαύγειάς μου. Η ψυχή μου ράγισε και τα κομμάτια άρχισαν να σπάνε. Ποτέ δεν θα το ξεπεράσω.

Στη διάρκεια των βίαιων ανακρίσεων γινόμουν όλο και πιο πειθήνια από τα χτυπήματα που δεχόμουν. Τόσο που ομολόγησα πράξεις που δεν είχα κάνει. Κατάφεραν να με πείσουν ότι όσο πιο γρήγορα παραδεχόμουν τα εγκλήματά μου, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούσα να φύγω. Εξαντλημένη, τελικά παραδόθηκα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Κανείς δεν μπορεί να πολεμάει τον εαυτό του για πάντα. Όσο ακούραστα και αν αντισταθείς στην πλύση εγκεφάλου, αυτή καταφέρνει να κάνει την ύπουλη δουλειά της. Όλο το πάθος και οι επιθυμίες σου σε εγκαταλείπουν. Τι επιλογές σου έχουν μείνει; Η αργή, επώδυνη παράδοση στον θάνατο ή η υποταγή. Αν επιλέξεις την υποταγή, αν προσποιηθείς ότι έχεις χάσει την ψυχολογική μάχη ισχύος με την αστυνομία, τότε τουλάχιστον, παρά τα χτυπήματα, θα διατηρήσεις ένα ψήγμα διαύγειας που θα σου θυμίζει ποια υπήρξες.

Δεν πίστευα ούτε μια λέξη που τους είπα. Απλώς έκανα ότι καλύτερο μπορούσα για να είμαι μια καλή ηθοποιός.

Στις 2 Αυγούστου του 2019, μετά από μια σύντομη δίκη ενώπιον ελάχιστων ανθρώπων, ένας δικαστής από το Καραμάι με ανακήρυξε αθώα. Σχεδόν δεν άκουγα τι έλεγε. Άκουγα την απόφαση σα να μην αφορούσε εμένα. Σκεφτόμουν όλες εκείνες τις φορές που είχα διακηρύξει την αθωότητά μου, όλες εκείνες τις νύχτες που στριφογύριζα στην κουκέτα μου, εξοργισμένη που δεν με πίστευε κανείς. Και σκεφτόμουν όλες εκείνες τις άλλες φορές, που είχα παραδεχτεί όλα εκείνα για τα οποία με κατηγορούσαν, όλες τις ψευδείς ομολογίες, όλα τα ψέματα.

Με είχαν καταδικάσει σε επτά χρόνια επανεκπαίδευσης. Είχαν βασανίσει το σώμα μου και είχαν φέρει το μυαλό μου στα όρια της τρέλας. Και τώρα, έχοντας εξετάσει την υπόθεσή μου, ένας δικαστής έκρινε ότι όχι, τελικά στην πραγματικότητα ήμουν αθώα. Ήμουν ελεύθερη να φύγω.