Τα 999 κορίτσια του Άουσβιτς

Οι πρώτοι άνθρωποι που έφτασαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς ήταν 999 κορίτσια. Απο αυτά λιγότερα από 100 επέζησαν. Αυτή είναι η ιστορία τους.


Η δημοσιογράφος του TIME, Σουγιούν Χάινες, σε ένα άρθρο της μιλά για την ιστορία των 999 κοριτσιών, τα οποία ήταν οι πρώτοι κρατούμενοι Εβραίοι που κατέφτασαν στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς. Κάποια από αυτά κατάφεραν να επιζήσουν και τα τρία χρόνια της φρίκης. Αυτή είναι η ιστορία τους. (Με πρόσθετα στοιχεία από το National Geographic).

Στο τέλος του Φεβρουαρίου 1942 μια φήμη άρχισε να κυκλοφορεί στην πόλη της Ουμενέ στην ανατολική Σλοβακία. Ο τελάλης της πόλης θα μετέτρεπε λίγο μετά την φήμη σε πραγματικότητα ανακοινώνοντας ότι όλα τα ανύπαντρα κορίτσια των εβραϊκών οικογενειών έπρεπε να πάνε στην υπηρεσία εγγράφων της πόλης, για λόγους που θα γίνονταν γνωστοί «εν καιρώ». Οι έφηβες αδερφές, η 17χρονη Έντιθ και η 19χρονη Λία Φρίντμαν ανησύχησαν, αλλά υπάκουσαν και εγγράφηκαν στους καταλόγους. Θεωρούσαν ότι επρόκειτο για κάποια ευκαιρία εργασίας και πίστευαν ότι έτσι θα κάνουν το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα τους. Η Έντιθ ονειρευόταν να γίνει γιατρος και η Λία ονειρευόταν να γίνει δικηγόρος. Άλλα κορίτσια νόμιζαν ότι θα πάνε σε κάποια μεγάλη περιπέτεια με τους φίλους τους. Ωστόσο πολλά στοιχεία ακόμα από αυτήν την διαταγή παρέμεναν άγνωστα, όπως πού θα πάνε τα κορίτσια, τι δουλειά θα κάνουν και για πόσο θα λείπουν.

Η Λία (αριστερά) και η Έντιθ (δεξιά) το 1938

Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο ζοφερή απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Η Έντιθ, η Λία και πάνω από 200 έφηβα κορίτσια από την πόλη τους οδηγήθηκαν στον σταθμό του τρένου, όπου οι παραστρατιωτικοί της μονάδας Χλίνκα τους χώρισαν από τους γονείς τους χωρίς να προλάβουν να πουν αντίο και τους ανάγκασαν να μπουν σε ένα τρένο που πήγαινε στο Πόπραν της βόρειας Σλοβακίας. Εκεί, συνάντησαν εκατοντάδες νεαρά ανύπαντρα κορίτσια Εβραίων από άλλα μικρές πόλεις και χωριά της Σλοβακίας. Οι φρουροί τα ανάγκασαν όλα να μένουν σε απάνθρωπες και άκρως ανθυγιεινές συνθήκες μέσα σε στρατώνες. Λάμβαναν πολύ μικρές μερίδες φαγητού, οι οποίες τις οδηγούσαν στα όρια της λιμοκτονίας, ενώ τις διέταζαν να καθαρίζουν τους στρατώνες με τα χέρια και τα γόνατά τους. Το πρωί της 25ης Μαρτίου 1942 στις 8.20 οι φρουροί συγκέντρωσαν τα κορίτσια και τα έβαλαν σε ένα τρένο. Μέσα στο τρένο βρίσκονταν 999 νεαρά κορίτσια και ο προορισμός ήταν το Άουσβιτς.

Η εξόντωση των εφήβων

Το ταξίδι αυτό των 999 κοριτσιών αποτελεί την πρώτη επίσημη μεταφορά Εβραίων στο στρατόπεδο εξόντωσης που είχαν δημιουργήσει οι Ναζί και μέχρι πρότινος η ιστορία τους είχε αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η συγγραφέας Χέδερ Ντιούν Μακάνταμ θεωρεί ότι αυτή η αδιαφορία που έδειξε η ιστορία στην τραγική ιστορία των 999 κοριτσιών οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν αδύναμα, νεαρά άτομα χωρίς κάποιο αξίωμα και κατά κύριο λόγο επειδή ήταν γυναίκες.

«Τα έφηβα κορίτσια δεν είναι σημαντικά, δεν είναι λόγιοι», αναφέρει η Μακάνταμ, η οποία έχει γράψει το βιβλίο 999: The Extraordinary Young Women of the First Official Jewish Transport to Auschwitz (999: Οι ξεχωριστές νεαρές γυναίκες της πρώτης επίσημης μεταφοράς στο Άουσβιτς). Η Μακάνταμ την τελευταία δεκαετία μελέτησε ενδελεχώς την ιστορία των κοριτσιών, ενώ για το βιβλίο της μίλησε με τις επηζήσασες από αυτό το πρώτο ταξίδι και τις οικογένειές τους, ενώ μελέτησε πολλές μαρτυρίες.

«Οι λόγιοι άντρες επικράτησαν στον τρόπο που αφηγηθήκαμε την ιστορία του Ολοκαυτώματος. Πραγματικά πιστεύω ότι είναι μισογυνισμός και απόδειξη ταξικών προκαταλήψεων», αναφέρει η Μακάνταμ μιλώντας στο περιοδικό ΤΙΜΕ.

Όταν το τρένο έφτασε στο Άουσβιτς τον Μάρτιο του 1942, η Σλοβακία είχε ήδη μετατραπεί σε δορυφόρο των Ναζί. Τα μέτρα κατά των Εβραίων είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητας. Οι Εβραίοι πολίτες έπρεπε να φορούν το κίτρινο άστρο και συνεχώς αντιμετώπιζαν διακρίσεις στην εργασία, την εκπαίδευση και τις ιδιοκτησίες. Σύμφωνα με το Γιαντ Βάσεμ, το Παγκόσμιο Κέντρο Μνήμης του Ολοκαυτώματος, μόνο το 1942 στάλθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης 58.000 Σλοβάκοι Εβραίοι και μέχρι το τέλος του Ολοκαυτώματος οι αριθμοί αυτοί φτάνουν τους 100.000. Από αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν από 25.000 έως 35.000 άνθρωποι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και η Έντιθ Φρίντμαν.


Τα 999 κορίτσια και όλα όσα ακολούθησαν φαίνεται ότι επιλέχθηκαν από την φασιστική κυβέρνηση της Σλοβακίας σε μια προσπάθεια εξόντωσης όσων Εβραίων μπορούσαν να αναπαραχθούν και να συνεχίσουν το «είδος». Παράλληλα, σύμφωνα με τον Σλοβάκο ιστορικό Πάβολ Μεστάν, ήταν πιο εύκολο για τις οικογένειες να επιτρέψουν στις κόρες τους να φύγουν σε σχέση με τους γιους. Επίσης, θεωρούνταν ότι τα κορίτσια θα μπορούσαν να γίνουν το «δόλωμα» για τους υπόλοιπους Εβραίους ώστε να ακολουθήσουν κι αυτοί την ίδια πορεία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ζώντας όλο το Ολοκαύτωμα

Η Έντιθ Φρίντμαν ήταν η πρώτη που μπήκε στο κολαστήριο του Άουσβιτς μαζί με τα υπόλοιπα 998 κορίτσια και έφυγε τελευταία. «Εμείς το ανοίξαμε και το κλείσαμε», λέει η Φρίντμαν στην διήγησή της στην Μακάνταμ.

«Όταν φτάσαμε παντού έβλεπες χιόνι. Ήταν ένας άδειος χώρος, δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω», λέει. Εκεί, βρήκαν μόνο κάποιους πολιτικούς κρατούμενους και αιχμάλωτους πολέμου που βρίσκονταν μέχρι τότε στο Άουσβιτς, το οποίο δεν είχε μετατραπεί ακόμα σε στρατόπεδο εξόντωσης – κυρίως των Εβραίων.

Όταν έφτασαν εκεί τα κορίτσια, δεν είχαν ακόμα χτιστεί οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια, όπου θα εξοντώνονταν εκατομμύρια άνθρωποι ως τον Ιανουάριο του 1945. Ωστόσο, οι Ναζί είχαν ήδη βρει άλλους τρόπους για να εξοντώσουν τα νεαρά κορίτσια που έφτασαν τον Μάρτιο του 1942 μέχρι να χτιστούν οι πρώτοι θάλαμοι αερίων τον Ιούλιο. Τους χορηγούσαν φαγητό που μετά βίας έφτανε τις 600 θερμίδες καθημερινά, ενώ τις υπέβαλλαν σε απίστευτα σκληρή εργασία. «Τα κορίτσια άρχισαν να πεθαίνουν», λέει η Φρίντμαν.

Η ίδια κατάφερε να επιβιώσει τρία ολόκληρα χρόνια στο στρατόπεδο και να επιζήσει από τον τύφο, την φυματίωση και αρκετές «συναντήσεις» με τους φρουρούς των S.S. αλλά και τους θαλάμους αερίων.

Η αδερφή της Λια από την άλλη δεν ήταν τόσο τυχερή. Λίγο μετά την άφιξή τους στο στρατόπεδο αρρώστησε πολύ σοβαρά με τύφο και τελικά την σκότωσαν στους θαλάμους αερίων τον Δεκέμβριο του 1942 μαζί με χιλιάδες άλλους κρατούμενους που είχαν τύφο.

«Μια μέρα γύρισα στον θάλαμο μου και βρήκα μόνο 20 γυναίκες από τις χιλιάδες που ζούσαμε εκεί», λέει μια άλλη κρατούμενη για εκείνη την εκκαθάριση.

Η Έντιθ αφού άντεξε τρία χρόνια φρίκης απελευθερώθηκε τελικά το 1945 όταν οι Γερμανοί παραδόθηκαν. Πρώτα είχε κάνει μια πορεία χιλιομέτρων, την πορεία θανάτου στην οποία επέβαλλαν τους κρατουμένους του Άουσβιτς οι Ναζί σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τα ίχνη της φρίκης. Η Έντιθ επέζησε και από αυτή.

Τελικά, επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι στην Ουμενέ, όπου επανενώθηκε με τους γονείς της. «Για να σου πω την αλήθεια δεν πίστευα ότι θα επιβιώσω. Αλλά είπα στον εαυτό μου ότι θα κάνω ό,τι μπορώ», γράφει η Φρίντμαν στο βιβλίο 999.

Εντοπίζοντας επιζώντες

Η Μακάνταμ άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία των 999 κοριτσιών, ενώ ερευνούσε ένα άλλο της βιβλίο το «Renas Promise» (Η υπόσχεση της Ρένας), το οποίο εκδόθηκε το 1995. Το βιβλίο περιελάμβανε τη μαρτυρία της Ρένα Κορνριτς σχετικά με τα όσα έζησε αυτή και η αδερφή της Ντάνκα στο Άουσβιτς. Οι δύο αδερφές βρίσκονταν επίσης σε αυτήν την πρώτη μεταφορά των έφηβων κοριτσιών της Σλοβακίας στο Άουσβιτς.

Η Μακάνταμ μετά από αυτό συνέχισε να ερευνά το θέμα και ανακάλυψε ότι η μέρα της πρώτης μεταφοράς κρατουμένων στο Άουσβιτς και κυρίως το γεγονός ότι επρόκειτο αποκλειστικά για έφηβα κορίτσια είχε περάσει στις υποσημειώσεις των χρονικών του Ολοκαυτώματος. Το 2012, 70 χρόνια μετά από αυτήν την πρώτη μεταφορά, η συγγραφέας επισκέφτηκε τον σταθμό των τρένων στο Πόπραντ, όπου βρήκε μια πλάκα αφιερωμένη στην μνήμη αυτών των κοριτσιών. Εκεί άφησε μια λίστα με τα ονόματα των κοριτσιών που ήξερε ότι είχαν επιβιβαστεί σε αυτό το τρένο.

Ένα από τα ονόματα ήταν αυτό της Αντέλα Γκρος, η οποία ήταν τότε 18 ετών. Αργότερα δολοφονήθηκε σε έναν θάλαμο αερίων στο Άουσβιτς. Η οικογένεια της Γκρος από την Σλοβακία δεν έμαθε ποτέ τι ακριβώς συνέβη στο κορίτσι μέχρι που βρήκε την λίστα με τα ονόματα που άφησε η Μακάνταμ και επικοινώνησε μαζί της. Άλλοι συγγενείς της Γκρος που ζουν στην Καλιφόρνια διάβασαν στο βιβλίο Renas Promise και επικοινώνησαν επίσης με την συγγραφέα. «Ανατριχιάζω κάθε φορά που το σκέφτομαι. Ήταν τόσο σπουδαία στιγμή το γεγονός ότι μπόρεσα να δώσω πίσω στην οικογένειά της αυτό το όμορφο κορίτσι», αναφέρει η Μακάνταμ.

Καθώς όλο και περισσότερες επιζήσασες από αυτήν την μεταφορά άρχισαν να επικοινωνούν μαζί της, μεταξύ των οποίων και η Έντιθ Φρίντμαν (η οποία μετά το γάμο της άλλαξε το επώνυμό της σε Γκρόσμαν), η Μακάνταμ αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για να συνενώσει τις αφηγήσεις τους. Παράλληλα, χρησιμοποίησε μαρτυρίες από τις οικογένειες που βρίσκονται στα Εθνικά Αρχεία της Σλοβακίας, το Γιαντ Βάσεμ και οπτικό υλικό από τα αρχεία του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας. Μάλιστα από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο της πριν από έναν χρόνο ακόμα περισσότερες επιζήσασες ή οι οικογένειές τους έχουν επικοινωνήσει μαζί της. Αυτή τη στιγμή προσπαθώντας να ετοιμάσει ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο βιβλίο μιλά με τις δύο από τις πέντε γυναίκες που βρίσκονταν σε αυτό το τρένο και ζουν ως σήμερα. Και οι δύο είναι στα 90 τους και τις «συναντά» μέσω του Zoom καθώς η μια ζει στην Αυστραλία και η άλλη στη Νέα Υόρκη.

Η ιστορία από την πλευρά των γυναικών

«Λέω αυτήν την ιστορία δημόσια από το 1994, αλλά ποτέ δεν έγινε γνωστή παρά μόνο τώρα. Ένιωθα ότι φώναζα μέσα σε ένα άδειο βαρέλι και δεν έπαιρνα καμία απάντηση», λέει η Μακάνταμ, η οποία θεωρεί ότι το κίνημα #MeToo προκάλεσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις ιστορίες των γυναικών. Γι’ αυτήν η ιστορία των 999 κοριτσιών από την Σλοβακία είναι μια υπενθύμιση ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι οι βασικοί στόχοι στους πολέμους και τις γενοκτονίες και νιώθει βαθιά ευθύνη για να πει τις ιστορίες τους σωστά.

«Η πρόκληση ως βιογράφος του Ολοκαυτώματος είναι να μείνεις στα γεγονότα και πάντα προσπαθώ να καταλήγω σε κάτι θετικό, έτσι ώστε να έχουμε μια αίσθηση ελπίδας αλλά δεν μπορείς να ωραιοποιήσεις αυτά τα πράγματα. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία στο βιβλίο μου είναι ότι στο τέλος δεν πάνε όλες στα σπίτια τους και δεν ζουν ‘αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’».

Η Φρίντμαν-Γκρόσμαν στα 90 της

Η Φρίντμαν – Γκρόσμαν παντρεύτηκε και έκανε παιδιά αφού επέστρεψε σπίτι της, αλλά η ζωή της δεν ήταν χωρίς δυσκολίες. Ανέρρωσε από την φυματίωση ωστόσο η υγεία της αποδυναμώθηκε μόνιμα. Το 1968 αυτή και η οικογένειά της αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Ισραήλ, όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία. Τελικά, κατέληξαν στον Καναδά.

«Έχεις μικρές κολάσεις, αλλά και μικρούς παράδεισους. Εγώ τα έζησα όλα σε αυτή εδώ τη ζωή στη Γη», λέει η Έντιθ. Ωστόσο, αυτό που την ανησυχεί είναι ο ρατσισμός που συνεχίζει να υπάρχει παρά τα όσα έχει περάσει η ανθρωπότητα εξαιτίας του.

«Γιατί υπάρχουν ακόμα πόλεμοι; Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ πολύ, πρέπει να καταλάβετε: Δεν υπάρχει κανένας νικητής στον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στην ανθρωπότητα», αναφέρει.

Πέρυσι, την Ημέρα Διεθνούς Μνήμης του Ολοκαυτώματος, η Μακάνταμ βρισκόταν στο σπίτι της Φρίντμαν – Γκρόσμαν στο Τορόντο και παρακολουθούσαν στην τηλεόραση την τελετή που πραγματοποιείται στην Πολωνία. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που η 95χρονη Γκρόσμαν παρακολούθησε την τελετή καθώς έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2020. Η Μακάνταμ θυμάται ότι στα μέσα περίπου της εκδήλωσης η Γκρόσμαν γύρισε προς αυτήν και της είπε: «Ξέρεις, την ημέρα που μας απελευθέρωσαν μου ήρθε ξανά η περίοδός μου. Χοροπηδούσα πάνω κάτω γιατί χαιρόμουν που ήμουν και πάλι γυναίκα. Που ήμουν ελεύθερη».