Ζαλίζομαι στη στεριά...


O ποιητής της θάλασσας Νίκος Καββαδίας ντρεπόταν να δίνει συνεντεύξεις. Μίλησε ελάχιστες φορές για το έργο του αλλά μέσα από αυτό απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που δεν του έγιναν ποτέ

Ήταν 10 Φεβρουαρίου 1975 όταν ο Νίκος Καββαδίας άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 65 ετών. Νοσηλευόταν στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι» μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεγάλες συνεντεύξεις δεν του άρεσε να δίνει. «Ό,τι έχω να πω είναι στα γραφτά μου» έλεγε.

Το 1961 ο 28χρονος τότε Φρέντι Γερμανός κατάφερε να τον πείσει να του μιλήσει. «Η λέξη συνέντευξη του προκαλεί τόση αλλεργία, ώστε προτιμά να πηδήσει από το παράθυρο, παρά να εμπλακεί στην περιπέτεια των ερωτήσεων και των απαντήσεων» γράφει ο δημοσιογράφος.

Η κουβέντα που έκαναν Καββαδίας και Γερμανός δημοσιεύθηκε τελικά στο περιοδικό Εικόνες στις 16 Φλεβάρη του 1962, με τον τίτλο: «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής των Μαραμπού».

Ήταν ένα πορτραίτο του ποιητή διανθισμένο με ατάκες που είπε ο ίδιος. Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να περιγράφω απλά μερικά πράγματα που μου είχαν συμβεί στα ταξίδια μου  και νομίζω ότι ντράπηκα λίγο από όλον αυτό το θόρυβο που γινόταν γύρω από το βιβλίο μου. Δεν ήθελα να δένομαι με τίποτε. Ακόμη κι όταν ένιωθα ότι συνήθιζα ένα ζώο, μια μαϊμού, έναν παπαγάλο, τα έδιωχνα. Ήθελα να είμαι ελεύθερος, αδέσμευτος. Έχω μια γοργόνα ζωγραφισμένη στο δεξί μου χέρι. Εδώ - τη βλέπεις; Είναι μια περίεργη συντροφιά. Έβαλα και μου τη χάραξαν το ’34. Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι η γοργόνα έφυγε από τη θέση της. Με κυριεύει τότε ένας πανικός. Ύστερα, όμως, όταν ανάβω το φως και τη βλέπω στη θέση της, ησυχάζω. Αφού είναι η γοργόνα εκεί, όλα πάνε καλά. Σβήνω το φως και ξανακοιμάμαι» θα πει ο ποιητής της θάλασσας. Όταν ο Γερμανός του ζητά να αυτοπροσδιοριστεί τονίζει: «Είμαι ένα μικρό λιθάρι ανάμεσα στον Καζαντζάκη και τον Ελύτη».

Το 1972 ο δημοσιογράφος Κυριάκος Μητσοτάκης (απλή συνωνυμία) του ζήτησε συνέντευξη για το περιοδικό Επίκαιρα. «Να βρεθούμε μια μέρα να μιλήσουμε. Όχι όμως συνεντεύξεις και τα τοιαύτα. Δεν δίνω. Ντρέπομαι» θα του απαντήσει. Συναντήθηκαν και τα όσα είπαν δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό.

Τηλεοπτικά διασώζεται μόνο μια κουβέντα του Καββαδία με τον Κύπριο δημοσιογράφο, Κώστα Σερέζη. Μίλησαν πάνω στο πλοίο «Απολλωνία» σε μία από τις επισκέψεις του στη Λεμεσό, αρχές του 1970.

Απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ

Τον Φλεβάρη του 1992 είχαν περάσει 17 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή. Η δημοσιογράφος Άννα Χατζηγιαννάκη δημοσίευσε στο περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ μια φανταστική συνέντευξη του Καββαδία με τίτλο «Τραβέσο στην Αχερουσία». Ναι μεν δεν μίλησε ποτέ απευθείας μαζί του, όμως οι απαντήσεις στις ερωτήσεις της αποτελούν αποσπάσματα απ' όσα έχει πει και έχει γράψει ο ίδιος. «Ο ιδανικός και ανάξιος εραστής απαντά σε ερωτήσεις που δεν του θέσαμε ποτέ» γράφει χαρακτηριστικά η δημοσιογράφος.

Η φανταστική συνέντευξη του Νίκο Καββαδία όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ:

- Πιστεύετε σε κάποιο Θεό;

Ναι, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη και στη μπέσα.

- Τι σκεφτόσασταν τότε, στο αλβανικό μέτωπο, πλάι στο θάνατο, μέσα στη λάσπη;

Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό. Στη στεριά είναι κάτι που 'χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό μέσα στη λάσπη.

- Τι φοβηθήκατε περισσότερο στη ζωή σας;

Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό. Σε ηλικία 19 χρονών μπάρκαρε με φορτηγό. Από τότε, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για 46 ολόκληρα χρόνια.

- Περιγράψτε την καμπίνα σας, πώς ήταν;

Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ' ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες.


- Αγαπούσατε πολύ τη ζωγραφική. Πηγαίνατε στα μουσεία;

Είκοσι χρόνια έφαγα για να βρω το μυστικό του Cezzane. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό. Στο Aix, στο Vallon des Lauriers, στο Estaque. Μην γελάσεις. Αν τολμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι με τούτη την πένσα.

- Ναυτικός, ποιητής, λάτρης της ζωγραφικής και του βιβλίου. Ξέρατε απέξω όλη την ιταλική όπερα και την τραγουδούσατε, αν και φάλτσος. Πως εξηγείτε αυτό που λέμε «δημιουργία»;

Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πως δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ.

- Γιατί;

Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει -με τον τρόπο του- και να τ' αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις; Στο ένα του μπράτσο τατουάζ μια γοργόνα, στο άλλο ένα φανάρι-Hotel. Από 'κείνα τα φανάρια που ξαγρυπνάνε στα λιμάνια με κόκκινο φως.

- Γράψατε για τις γυναίκες των λιμανιών, αλλά και για κάτι κορίτσια αγνά απρόσιτα, σαν εκείνο στο «Μαραμπού», που "άνθος έμοιαζε αλπικό" σαν την ορφανή Μυτιληνιά στη "Βάρδια". Κορίτσια που βρέθηκαν στο τέλος πόρνες στα λιμάνια. Μου φαίνεται ότι θέλετε να εξιλεώσετε τις πόρνες.

Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.

- Αλήθεια, τι σημαίνει για σας «γυναίκα»;

Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα... και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες.

- Πως ήταν η ζωή στα ταξίδια;

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να γυρίζει "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"

- Είπανε ότι ωραιοποιήσατε τη ζωή του ναυτικού.

Άκου, λοιπόν κυρά μου... Την άλλη μέρα πας στο Σωματείο και μπαίνεις τελευταίος κάτου από διακόσιους που περιμένουνε μπάρκο. Δουλεμένος σου λέει ο άλλος. Σκατά. Σου 'μειναν τρεις κι εξήντα. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. Γίνεται την άλλη μέρα. Μόλις αλαργέψει ένα μίλι από τη θάλασσα. Κάθεσαι μήνες στο παγκάκι κανενός κήπου και λιώνεις το βρακί σου. Κόβεις το τσιγάρο μισό. Τον καφέ ολάκαιρο. Σου μένει το κομπολόι. Σπάει κι αυτό και χάνεις τις μισές χάντρες. Καλύτερα σε ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Να μη σε βλέπουν οι γνωστοί και κουνάνε το κεφάλι. Να μη σε βαρεθούν οι δικοί σου. 'Ερχεται η μέρα να φύγεις. Έχεις αποκάμει ν' ανεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί και τότε αρχινάει το μαρτύριο. Σπίτι του Ναύτη, Αποδημία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιμεναρχείο... Θα με βρούνε σε τάξη; Νετάρεις. Παίρνεις την μπροστάντζα και πληρώνεις τα χρέη. Ανεβαίνεις την ανεμόσκαλα κι είσαι ψοφίμι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Και ζεις πάντα με την αγωνία πως θα σε βγάλουνε. Λόξα, θα μου πεις. Μπορεί.

- Πολλοί ναυτικοί διαλέγουνε αυτή τη δουλειά γιατί πληρώνονται καλά. Εσείς, τι σχέση είχατε με το χρήμα;

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.

- Γιατί τότε επιμένατε να ταξιδεύετε μέχρι το τέλος;

Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια... Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ' ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.

- Τι σας πρόσφερε τελικά η θάλασσα;

Άναψε στη γέφυρα το φως. Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος γέρος στραβομύτης και μεγάλος μα γιομάτος πείρα και σοφός. Ήτανε μια φορά που είχε ξεμπαρκάρει για λίγο. Σπίτι του ήταν το σπίτι της μοναδικής αδερφής του, στην Αθήνα. Η μοναχοκόρη της κρεμότανε πάνω του. Ν' αρχίσει τις ιστορίες, τ' αστεία. Ποτέ δεν τον θυμούνται θυμωμένο, εκτός από 'κείνη τη φορά. " - Θείε, εγώ θαυμάζω τους ανθρώπους με ταλέντο". "-Ταλέντο, για να ξέρεις, είναι να είσαι άνθρωπος. Αυτό λέω εγώ ταλέντο". ήταν η μοναδική φορά που τον είχε δει θυμωμένο. Επειδή είχε χωρίσει στο παιδικό μυαλό της τα ανθρώπινα πλάσματα σε σπουδαία και λιγότερο σπουδαία, σε ταλαντούχα και μη...

- Πώς είναι η ζωή στα λιμάνια;

...τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

- Στους δικούς σας δε γράφατε ποτέ για τις τρικυμίες και τους κινδύνους. Τι σκεφτόσασταν όταν το καράβι κινδύνευε;

Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία με περιμένει νηστικός ή εγώ τον περιμένω;

- Αλήθεια, φοβηθήκατε το θάνατο στη θάλασσα;

Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να 'ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί... Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το 'χω διαβάσει στα μάτια τους. Άν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες... Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε που και που μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.

- Και για το χωρισμό, τι λέτε;

Το χωρισμό τον προσωρινό ή τον αιώνιο; Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

*Τα αποσπάσματα "απαντήσεις" του Ν. Καββαδία είναι από τα έργα του "Mαραμπού (1933), Πούσι (1947), Bάρδια (1954), Tραβέρσο (1975), Tου πολέμου - Στο άλογό μου (1987) και Λι (1988).