Μακελειό για τα... μάτια δύο ηθοποιών

Μοιάζει σχεδόν απίστευτο, όμως τουλάχιστον 22 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε μια διαμάχη για το ποιος ηθοποιός ερμηνεύει καλύτερα τον Σέξπιρ!

Στις 10 Μαΐου 1849 χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, ενώ η αστυνομία και ο στρατός άρχισε να πυροβολεί σε μια προσπάθεια να διαλύσει το πλήθος. Το αποτέλεσμα ήταν είκοσι δύο με τριάντα ένας άνθρωποι να πέσουν νεκροί, ενώ εκατοντάδες ακόμα να τραυματιστούν στην πιο αιματηρή διαδήλωση που είχε σημειωθεί ως τότε σε αυτήν την περιοχή της Νέας Υόρκης. Η αιτία ήταν η διαμάχη δύο ηθοποιών για το… ποιος ερμηνεύει καλύτερα τον Σέξπιρ!

Φόρεστ και Μακρίντι, δύο σταρ της εποχής

Σίγουρα το να υποστηρίξουμε ότι η σύγκρουση στους δρόμους του Μανχάταν σημειώθηκε αποκλειστικά εξαιτίας της διαμάχης δύο ηθοποιών ίσως να ήταν απλοποίηση, ωστόσο δεν θα ήμασταν πολύ μακριά από την αλήθεια.

Περισσότερα από 60 χρόνια μετά την ανεξαρτησία των ΗΠΑ από την Βρετανία, στα θέατρα του «Νέου Κόσμου» συνέχιζαν να κυριαρχούν οι Βρετανοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Το θέατρο ήταν ένα από τα βασικότερα μέρη ψυχαγωγίας και άνθρωποι κάθε τάξης και εισοδήματος συνέρρεαν σε αυτά για να διασκεδάσουν, ενώ οι ηθοποιοί ήταν φημισμένοι σταρ με πιστούς υποστηρικτές. Την ίδια στιγμή ωστόσο οι θεατές όχι μόνο παρακολουθούσαν τις παραστάσεις, αλλά φρόντιζαν να δείχνουν τα συναισθήματά τους όχι μόνο απέναντι στους ηθοποιούς αλλά και απέναντι σε άλλους θεατές που μπορεί να προέρχονταν από διαφορετική τάξη ή πολιτική ιδεολογία. Έτσι, οι εξεγέρσεις στα θέατρα της Νέας Υόρκης δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.

Σε μια εποχή που η ένταση μεταξύ των πρώτων Ευρωπαίων αποίκων και των μεταγενέστερων μεταναστών, κυρίως από την Ιρλανδία, ήταν ιδιαίτερα έντονη ένας νέος σταρ εμφανίστηκε στα θέατρα των ΗΠΑ. Ήταν ο Έντγουιν Φόρεστ, ένα γέννημα-θρέμμα της Πενσιλβάνια και γιος ενός μετανάστη από την Σκοτία και μιας Γερμανο-Αμερικανίδας παλιάς επιφανούς οικογένειας. Ο Φόρεστ με την επιβλητική του παρουσία και την στομφώδη ερμηνεία γέμιζε τα θέατρα στις περιοδείες του σε όλες τις ΗΠΑ, ενώ ήταν διάσημος για την απόδοσή του σε σεξπηρικούς ρόλους. Στην πραγματικότητα θεωρείται ο πρώτος Αμερικανός γηγενής σταρ του αμερικανικού θεάτρου.

Από την άλλη, ο Γουίλιαμ Μακρίντι ήταν ένας άκρως φημισμένος Βρετανός ηθοποιός, γεννημένος στο Λονδίνο. Στην Βρετανία ήταν ήδη ένας διάσημος για τις ντελικάτες του ερμηνείες στους ρόλους του Σέξπιρ και μέχρι το 1849 είχε ήδη πραγματοποιήσει δύο άκρως επιτυχημένες περιοδείες στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η τρίτη και τελευταία του περιοδεία έμελλε να καταλήξει σε μια αιματηρή εξέγερση.



Η προϊστορία

Ο Φόρεστ πριν από το 1849 είχε επίσης πραγματοποιήσει δύο περιοδείες στη Βρετανία αντίστοιχα. Αν και στην πρώτη φαίνεται ότι είχε συναντηθεί με τον Μακρίντι και οι δυο τους είχαν αναπτύξει μια καλή σχέση, το 1845 στην δεύτερη επίσκεψή του στο «Νησί» τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, αν και αρχικά οι πολιτιστικοί κύκλοι του βασιλείου υποδέχτηκαν τον Φόρεστ, όταν αυτός πρωταγωνίστησε στον Μάκμπεθ του Σέξπιρ ενώπιον του βρετανικού κοινού δέχτηκε αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα. Ο Φορεστ απέδωσε την αντίδραση του κοινού στη ζήλεια και σε συκοφαντίες που θεωρούσε ότι είχε μεταδώσει εναντίον του ο Μακρίντι.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Μακρίντι υποδυόταν τον Άλμετ το Εδιμβούργο και ο Φόρεστ ταξίδεψε ως εκεί για να παρακολουθήσει την παράσταση από ένα θεωρείο. Όταν αυτή τελείωσε, ο Φόρεστ άρχισε να αποδοκιμάζει την ερμηνεία του Μακρίντι. Ο βρετανικός Τύπος ήταν καταπέλτης κατά του Φόρεστ για την συμπεριφορά του και η φήμη του στην Βρετανία καταστράφηκε. Ο Φόρεστ θεώρησε τον Μακρίντι ως υπεύθυνο και ο Μακρίντι από την πλευρά του κατηγόρησε τον Φόρεστ ότι «δεν είχε γούστο».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μακρίντι ξεκίνησε την περιοδεία του στις ΗΠΑ.

Φτάνοντας στην εξέγερση

Στις ΗΠΑ, ο Φόρεστ ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό της εργατικής τάξης. Η δυναμική, «αρρενωπή» του ερμηνεία ταίριαζε ιδιαίτερα στα πρότυπα του «Αμερικανού άντρα». Από την άλλη ορισμένοι κριτικοί κατέκριναν ακριβώς αυτό το στυλ του. Ο κριτικός Γουίλιαμ Γουίντερ της New York Tribune τον χαρακτήριζε ως «ένα μεγάλο ζώο σαστισμένο από έναν κόκκο ιδιοφυίας». Ιδιαίτερα διάσημος για τις σεξπηρικές του ερμηνείες, ο Φόρεστ δεν θα μπορούσε να μην συγκριθεί με τον Μακρίντι, ο οποίος επίσης ήταν γνωστός ως σεξπηρικός ηθοποιός.

Ο Έντγουιν Φόρεστ ως Άμλετ

Στην πραγματικότητα, η αντιπαράθεσή τους ήταν μια αντιπαράθεση μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από εργάτες μετανάστες και των «ανώτερων» τάξεων που αποτελούνταν κυρίως από απογόνους των πρώτων αποίκων και εύπορες οικογένειες. Οι πρώτοι στήριζαν την «αμερικανική» ερμηνεία του Φόρεστ, ενώ οι δεύτεροι θαύμαζαν την  συγκρατημένη και αβρή υποκριτική τέχνη του Μακρίντι. Οι πρώτοι έμοιαζαν έτσι να στηρίζουν τον «νέο αμερικανικό τρόπο», ενώ οι δεύτεροι να νοσταλγούν την βρετανική αριστοκρατία.

Ο Μακρίντι, στο πλαίσιο της περιοδείας του στις ΗΠΑ, επισκέφτηκε διάφορες πόλεις και αναφέρεται ότι ο Φόρεστ τον ακολουθούσε κατά πόδας ανεβάζοντας στις ίδιες περιοχές τα ίδια έργα ενώ ο Τύπος διαφήμιζε φυσικά περισσότερο το «δικό τους» παιδί. Στη Νέα Υόρκη, ο Μακρίντι επρόκειτο να εμφανιστεί με τον ρόλο του ως Μάκμπεθ στο θέατρο «Astor Place Opera House», ένα μέρος όπου για να μπεις υπήρχε ενδυματολογικός κώδικας (γάντια και φράγκο) και οι επισκέπτες του ήταν συνήθως άτομα της «ανώτερης» τάξης. Το ίδιο βράδυ ο Φόρεστ ανακοίνωσε ότι θα ανέβαζε επίσης τον Μάκμπεθ λίγα τετράγωνα πιο μακριά στο Μπρόντγουεϊ.

Στις 7 Μαΐου 1849, τρεις μέρες πριν από την εξέγερση, οι φανατικοί υποστηρικτές του Φόρεστ αγόρασαν εκατοντάδες εισιτήρια για ένα από τα άνω διαζώματα του Astor Place Opera House. Στην παράσταση επικράτησε πανδαιμόνιο, όταν από τα πάνω διαζώματα άρχισαν να πέφτουν στη σκηνή αυγά, πατάτες, λεμόνια, μήλα, παπούτσια, μπουκάλια ακόμα και ξηλωμένα καθίσματα του θεάτρου! Οι ηθοποιοί παρά τις αποδοκιμασίες προσπάθησαν να ολοκληρώσουν την παράσταση παρόλο που μετά από κάποιο σημείο δεν ακούγονταν πια εξαιτίας των κραυγών όσων φώναζαν «Ντροπή, ντροπή» και «Κάτω η αριστοκρατία του μπακαλιάρου» (αναφέρονταν στους εμπόρους που είχαν πλουτίσει από το εμπόριο του ψαριού). Την ίδια ώρα, όταν ο Φόρεστ βγήκε στη σκηνή στο άλλο, κοντινό θέατρο, το κοινό σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκροτούσε από τα πρώτα κιόλας λόγια του.

Ύστερα από αυτήν την δραματική του εμπειρία, ο Μακρίντι ανακοίνωσε ότι διακόπτει την περιοδεία του και άρχισε να ετοιμάζεται για την επιστροφή του στη Βρετανία. Ωστόσο, δέχθηκε έντονες πιέσεις για να δώσει ακόμα  μια παράσταση, ενώ επιφανείς Νεοϋορκέζοι συνέλεξαν 47 υπογραφές με αυτό το αίτημα.

Την ίδια στιγμή ωστόσο και η… άλλη πλευρά μοίραζε από χέρι σε χέρι προκηρύξεις που καλούσαν σε συγκέντρωση έξω από το θέατρο για το βράδυ της 10ης Μαΐου. Τα φυλλάδια που μοιράστηκαν παντού καλούσαν τους άντρες της εργατικής τάξης και τους πατριώτες να εμφανιστούν έξω από το θέατρο και να δείξουν τη στάση τους απέναντι στους Βρετανούς. Συγκεκριμένα έγραφαν: «Θα κυβερνούν οι Αμερικάνοι ή οι Άγγλοι αυτήν την πόλη;». Παράλληλα, είχαν καταφέρει να αγοράσουν αρκετά εισιτήρια, τα οποία μοίραζαν δωρεάν σε μια προσπάθεια να επαναληφθεί το σκηνικό της 7ης Μαΐου.

Στις 10 Μαΐου 1849, ο Μακρίντι ανέβηκε ακόμα μια φορά στη σκηνή ως Μάκμπεθ.

Η εξέγερση

Οι αρχές της πόλης στις 10 Μαΐου είχαν ήδη καταλάβει ότι η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Η αστυνομία ενημέρωσε τον δήμαρχο της πόλης, Κάλεμπ Γούντχουλ ότι δεν υπάρχουν αρκετές δυνάμεις για να καταστείλουν μια πιθανή συμπλοκή και ο δήμαρχος ζήτησε τη βοήθεια του στρατού. Υπολογίζεται ότι συνολικά 350 άντρες παρατάχθηκαν μαζί με περίπου 100 αστυνομικούς έξω από το Astor Place Opera House, ενώ 150 ακόμα βρίσκονταν στο εσωτερικό του. Άλλοι αστυνομικοί είχαν τοποθετηθεί σε παρακείμενα σπίτια επιφανών μελών της «ελίτ» της πόλης.

Οι πόρτες του θεάτρου άνοιξαν στις 19.30 και ήδη στους δρόμους γύρω από το θέατρο είχαν μαζευτεί περίπου 10.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Τα εισιτήρια είχαν ξεπουληθεί, ωστόσο όσα είχαν διανεμηθεί από τους ατζέντηδες του Μακρίντι έφεραν μια ειδική σημείωση. Έτσι, κατά τον έλεγχο όσοι θεατές ότι δεν έφεραν εισιτήριο με αυτή τη σημείωση οδηγούνταν από τους αστυνομικούς έξω με τους υπόλοιπους θεατές να επευφημούν και τους ίδιους να διαμαρτύρονται έντονα. Μάλιστα, προσπάθησαν να βάλουν φωτιά στο χώρο του θεάτρου που τους κράτησαν προσωρινά.

Εκτός του θεάτρου η κατάσταση ήταν ακόμα πιο χαοτική. Ομάδες των συγκεντρωμένων άρχισαν να συλλέγουν πέτρες και με αυτές επιτίθονταν στους αστυνομικούς που είχαν περικυκλώσει το κτίριο, ενώ έσπαζαν τα παράθυρα του θεάτρου και τις σωλήνες του.

«Καθώς το ένα παράθυρο μετά το άλλο έσπαζε, τα κομμάτια από τα τούβλα και τις πέτρες του πεζοδρομίου χτυπούσαν πάνω στις στέγες, η σύγχυση αυξανόταν μέχρι που το Opera House έμοιαζε περισσότερο με ένα φρούριο που πολιορκούνταν από έναν στρατό εισβολέων παρά με  ένα μέρος που προορίζεται για την ειρηνική διασκέδαση της πολιτισμένης κοινωνίας», έγραφε η New York Herald για την βραδιά.

Η αστυνομία και ο πολιτειακός στρατός της Νέας Υόρκης προσπαθούσαν μάταια να διαλύσουν το πλήθος. Όταν το πλήθος άρχισε να τους πετά πέτρες, ο στρατηγός Γουίλιαμ Χολ που ηγούνταν της προσπάθειας είπε στον δήμαρχο ότι θα έπρεπε είτε να ανοίξουν πυρ είτε να υποχωρήσουν καθώς διαφορετικά οι άντρες του κινδύνευαν να λιθοβοληθούν μέχρι θανάτου, ενώ μάλιστα έφεραν όπλα!

Οι στρατιώτες αρχικά πυροβόλησαν στον αέρα, ωστόσο δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Έτσι, στη συνέχεια χαμήλωσαν τα όπλα τους και πυροβόλησαν απευθείας εναντίον του πλήθους. Επικράτησε χάος, ενώ πάνω από 100 διαδηλωτές συνελήφθησαν. Όταν ο κόσμος άρχισε να διαλύεται αποκαλύφθηκε η τραγωδία: δεκάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει με τις πιο συντηρητικές αναφορές να κάνουν λόγο για είκοσι δύο νεκρούς, ενώ άλλες να ανεβάζουν τον αριθμό στους τριάντα έναν. Από τους νεκρούς οι περισσότεροι ήταν απλώς περαστικοί. Πάνω από 120 είχαν τραυματιστεί. Την επόμενη μέρα η εφημερίδα New York Herald ανέφερε για τους νεκρούς: «Κάποιοι είναι Ιρλανδοί, κάποιοι είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ. Άντρες και γυναίκες, ξυλουργοί, υπάλληλοι, εργάτες. Όλοι ανεξαιρέτως έζησαν σε δύσκολες εποχές και σε μια πολύ επικίνδυνη γειτονιά».

Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε κοντινά σαλούν και καταστήματα και το επόμενο πρωί οι συγγενείς τους άρχισαν να ψάχνουν τους δρόμους και τα νεκροτομεία, για να βρουν τους δικούς τους.

Το επόμενο βράδυ, στις 11 Μαΐου, σημειώθηκε μια συγκέντρωση στο πάρκο του Δημαρχείου της πόλης στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες και οι ομιλητές καλούσαν σε εκδίκηση εναντίον των αρχών, των οποίων οι πράξεις οδήγησαν σε τόσους θανάτους. Ένα εξαγριωμένο πλήθος κινήθηκε προς το Astor Place και ενεπλάκη και πάλι σε συγκρούσεις με τα στρατεύματα, αλλά αυτή τη φορά οι τελευταίοι γρήγορα επικράτησαν.

Μετά την εξέγερση

Λίγες μέρες μετά την εξέγερση ξεκίνησε η δίκη σχετικά με τα όσα συνέβησαν το βράδυ της 10ης Μαΐου. Οι ένορκοι απάλλαξαν την αστυνομία και τον στρατό από κάθε κατηγορία για τους θανάτους τονίζοντας ότι δικαιολογημένα αποφάσισαν να δώσουν εντολή για να πυροβολήσουν». Την ίδια στιγμή δέκα άτομα τα οποία θεωρήθηκαν ως πρωτεργάτες της εξέγερσης καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και σε χρηματικό πρόστιμο τον Σεπτέμβριο του 1849.

Η ελίτ της πόλης ήταν υπέρ της απόφασης και της στάσης των αρχών. Ο εκδότης Τζέιμς Γουάτσον Γουεμπ έγραφε: «Η ταχύτητα που επέδειξαν οι αρχές στο κάλεσμα των ενόπλων δυνάμεων και η ακλόνητη σταθερότητα με την οποία οι πολίτες δέχθηκαν την εντολή για πυρά κατά του συγκεντρωμένου όχλου, ήταν μια εξαιρετική διαφήμιση στους καπιταλιστές του παλαιού κόσμου, ότι μπορούν να στείλουν την περιουσία τους στη Νέα Υόρκη και να είναι βέβαιοι ότι θα είναι ασφαλής από τα συμπλέγματα της κόκκινης δημοκρατίας, των χαρτιστών ή των κομμουνιστών οποιασδήποτε περιγραφής».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Νάιτζελ Κλιφ, η συγκεκριμένη εξέγερση διεύρυνε ακόμα περισσότερο την ταξική διαφοροποίηση και το χάσμα στη Νέα Υόρκη και τις ΗΠΑ γενικότερα. Ένα από τα αποτελέσματα της ήταν και ο διαχωρισμός της διασκέδασης σε «αξιοσέβαστη» και σε αυτή της «εργατικής τάξης».

Το θέατρο Astor Opera House δεν μπόρεσε να επιβιώσει μετά τα επεισόδια. Έγινε αμέσως γνωστό ως «Massacre Opera House» (Το Σπίτι της Όπερας του μακελειού) ή ως «DisAstor Place» (ένα λογοπαίγνιο με το disaster, την καταστροφή). Η επόμενη σεζόν του έληξε άδοξα και το θέατρο μετά από αυτό δεν άνοιξε ποτέ ξανά.

Ο Γουίλιαμ Μακρίντι το βράδυ αμέσως μετά το τέλος της παράστασης έφυγε γρήγορα από την πόλη και από τις ΗΠΑ και δεν επέστρεψε ποτέ. Συνέχισε την καριέρα του στη Βρετανία σταματώντας την υποκριτική το 1851 αφού έπαιξε για τελευταία φορά τον αγαπημένο του ρόλο, τον Μακβέθ. Στη συνέχεια αποσύρθηκε μέχρι το 1873, όταν και πέθανε σε ηλικία 80 ετών.

Ο Γουίλιαμ Μακρίντι ως Ορέστης

Ο Έντγουιν Φόρεστ συνέχισε να παίζει σεξπηρικούς ρόλους, αν και η φήμη του υπέστη πλήγμα εξαιτίας των γεγονότων. Δύο χρόνια μετά την εξέγερση προκάλεσε ξανά πρωτοσέλιδα όταν ζήτησε διαζύγιο από την σύζυγό του καθώς υποστήριξε ότι τον απατούσε. Το δικαστήριο δεν ενέκρινε το διαζύγιο, ωστόσο η ιστορία προκάλεσε φρενίτιδα στον Τύπο. Ο Φόρεστ έφτασε μάλιστα στο σημείο να δείρει με μια… βέργα αυτόν που θεωρούσε ως αντίζηλό του και γι’ αυτό τιμωρήθηκε με πρόστιμο 2.500 δολάρια. Συνέχισε να παίζει ως το 1872 αν και η υγεία του ήταν κλονισμένη εξαιτίας της σοβαρής αρθρίτιδας από την οποία έπασχε. Έφυγε λίγο μετά από την ζωή χτυπημένος από εγκεφαλικό και αφήνοντας ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του για να χτιστεί ένα σπίτι για τους άπορους ηθοποιούς.