Όταν υπουργός σκότωσε βουλευτή σε μονομαχία για ένα ρουσφέτι


Η τελευταία (επίσημη) αιματηρή μονομαχία στην Ελλάδα έγινε μεταξύ του υπουργού Παιδειάς Σπυρίδωνα Στάη και του βουλευτή Τρικάλων Κωνσταντίνου Χατζηπέτρου με αιτία ένα ρουσφέτι που δεν υλοποιήθηκε


 Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους και μέχρι τις αρχές του 1900 οι Έλληνες πολιτικοί κατέφευγαν πολλές φορές στη διαδικασία της μονομαχίας για να λύσουν τις διαφορές τους. Συνήθως όμως οι μονομαχίες ολοκληρώνονταν αναίμακτα ή με μικρούς τραυματισμούς και το ζήτημα έκλεινε. Το καλοκαίρι του 1904 όμως ο υπουργός Παιδείας, Σπυρίδων Στάης σκότωσε τον βουλευτή Τρικάλων, Κωνσταντίνο «Κοκό» Χατζηπέτρο και προκλήθηκε σάλος με αποτέλεσμα να μπει τέλος, επισήμως τουλάχιστον, στην ιστορία των μονομαχιών στη χώρα μας.

Η κόντρα στη Βουλή

Όλα ξεκίνησαν από ένα επεισόδιο που προκλήθηκε στη Βουλή ανάμεσα στους δύο άνδρες. Ο Στάης είχε καταρτίσει ένα νομοσχέδιο για την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου. Ο Χατζηπέτρος είχε ένα προστατευόμενο υφηγητή στην έδρα της Ανατομίας, τον κ.Μελισσηνό και ζήτησε από τον Στάη ένα ρουσφέτι. Συγκεκριμένα του ζήτησε τη διχοτόμηση της έδρας ώστε να προαχθεί σε καθηγητή ο γνωστός του.

Ο υπουργός φέρεται να υποσχέθηκε στον Χατζηπέτρο πως θα το κάνει αλλά όταν έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο, προς συζήτηση και ψήφιση, η έδρα δεν είχε διχοτομηθεί.

Εξοργισμένος ο Χατζηπέτρος σηκώθηκε από το έδρανο και απευθυνόμενος στον Στάη του είπε: «Ελησμονήσατε την υπόσχεσιν, που μου εδώσατε, κ. υπουργέ»

«Πράγματι, το ξέχασα αποκρίθηκε απότομα εκείνος. Άλλωστε επρόκειτο για ζήτημα υπηρεσιακής ευταξίας. Αυτήν την πολιτική ακολουθώ πάντοτε» του απάντησε ο Στάης με τον βουλευτή εκτός εαυτού να λέει: «Το εξέχασες; Είσαι ένας αγύρτης υπουργός».

Οι αναφορές για την αντίδραση του Στάη διαφέρουν. Κάποιοι λένε ότι ο γνωστός για τον οξύθυμο χαρακτήρα του πολιτικός επιχείρησε να επιτεθεί στον Χατζηπέτρο και τον συγκράτησαν συνάδελφοι του. Κατά άλλους ο Στάης δεν αντέδρασε και έμεινε εμβρόντητος από την επίθεση του βουλευτή.

Το δεδομένο είναι ότι ο υπουργός κάλεσε σε μονομαχία τον Χατζηπέτρο. Mάρτυρες του πρώτου διορίστηκαν οι βουλευτές Γ. Kαρπετόπουλος και Γ. Aναστασόπουλος, ενώ του δεύτερου οι επίσης βουλευτές K. Kρίτσας και Σ. Γεωργόπουλος.

Η μονομαχία είχε απαγορευτεί δια νόμου αλλά οι ποινές ήταν ουσιαστικά «αστείες».  

Έγινε προσπάθεια οι δύο άντρες να μεταπειστούν και να μην μονομαχήσουν. Μάλιστα ακόμα και ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης (ο οποίος ήταν να μονομαχήσει κάποτε με τον βουλευτή Κ.Ζαβιτσάνο αλλά κανείς από τους δύο δεν εμφανίστηκε στο καθορισμένο σημείο) προσπάθησε να μεσολαβήσει για την διευθέτηση του θέματος. Ζήτησε από τον Χατζηπέτρο να κάνει μια απολογητική δήλωση αλλά αυτός ήταν ανένδοτος.

Ίσως ο Χατζηπέτρος να θεωρούσε ότι ο Στάης, προκειμένου να μην χάσει την υπουργική θέση, θα έκανε πίσω την τελευταία στιγμή. Πριν από μερικά χρόνια ο υπουργός είχε προκληθεί σε μονομαχία από αξιωματικό του Nαυτικού επειδή τον είχε χτυπήσει. Η μονομαχία δεν έγινε καθώς ο Στάης προχώρησε σε δήλωση με την οποία εξέφραζε δημόσια την μεταμέλειά του για το επεισόδιο.

Λίγο πριν τη μέρα της μονομαχίας παραιτήθηκε ο μάρτυρας του Xατζηπέτρου Σ. Γεωργόπουλος, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον επίσης βουλευτή Tσιτσάρα, που μετά από λίγο παραιτήθηκε και αυτός, για να αντικατασταθεί από τον βουλευτή Zακύνθου Mελισσινό.

Kατόπιν αυτού συντάχθηκε και υπογράφηκε  το πρωτόκολλο που καθόριζε τους όρους της μονομαχίας. Σύμφωνα με αυτό:

α) H μονομαχία θα γινόταν με πιστόλια οποιουδήποτε συστήματος.

β) H απόσταση βολής ορίστηκε στα είκοσι (20) μέτρα.

γ) Θα ανταλλαγεί ταυτόχρονα και από τους δύο από μία βολή.

δ) Mετά την ανταλλαγή των βολών οι αντίπαλοι θα συμφιλιωθούν.

ε) Oποιοδήποτε αποτέλεσμα και αν επιφέρουν οι ταυτόχρονες βολές των αντιπάλων δεν θα επαναληφθούν.

Η μονομαχία

Οι δύο άντρες έδωσαν ραντεβού στις πέντε το απόγευμα της 18ης Ιουνίου 1904. Αν και σύγχρονα κείμενα αναφέρουν ότι η μονομαχία έγινε σε ένα χωράφι κοντά στον Ποδονίφτη (κάπου στη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα) αναφορές της εποχής τονίζουν ότι το μέρος που ορίστηκε ήταν στους Τράχωνες. Τα περίστροφα προμήθευσε ο βουλευτής Zακύνθου Pώμας και το ρόλο του συντονιστή ανέλαβε ο τότε βουλευτής Μεγαρίδος Γ. Αναστασόπουλος.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Χατζηπέτρος είχε σοβαρό πρόβλημα με την όραση του ενώ ο Στάης ήταν δεινός σκοπευτής. Ο βουλευτής ουσιαστικά δεν είχε καμία ελπίδα.

Τη σκηνή της μονομαχίας περιγράφει ο δημοσιογράφος Κ. Μάγερ στο βιβλίο του «Ελληνικά δημοσιογραφικά ανέκδοτα»:

«Ο μάρτυς Αναστασόπουλος διευθύνει την μονομαχία, αλλά στο πρόσωπό του είναι φανερή η θλίψη γιατί δεν κατορθώθηκε ο συμβιβασμός. Δίνει από ένα πιστόλι σε κάθε αντίπαλο. Μετά λέει:

  Έτοιμοι!

Κι υστέρα από λίγο:

  Εμπρός!

— Εν!

— Δύο!…

Στο «τρία» οι δύο αντίπαλοι έπρεπε να πυροβολήσουν. Πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Ο Χατζηπέτρος, μετά τον πυροβολισμό, στροβιλίζεται, το πιστόλι φεύγει από τα χέρια του, και αυτός πέφτει μπρούμυτα. Όλοι σπεύδουν προς το μέρος του. Ο γιατρός Φωκάς που παρευρίσκονταν στην μονομαχία, του ξεκουμπώνει το σακάκι και το πουκάμισο για να βρει το τραύμα. Διαπιστώνει ότι η σφαίρα είχε διαπεράσει το στήθος του. Ο Χατζηπέτρος πνέει τα λοίσθια και το αίμα εξακολουθεί να τρέχει απ’ το στόμα του. Ο Στάης επιχειρεί να πλησιάσει τον τραυματία, αλλά τον αναχαιτίζει ένας από τούς μάρτυρες, που του φωνάζει:

  Φεύγα! Φεύγα! Τον εσκότωσες!

Και ο Στάης μπαίνει στο αμάξι του και φεύγει. Σε λίγα λεπτά ο γιατρός Φωκάς και άλλοι τοποθετούν τον Χατζηπέτρο σ’ ένα αμάξι και τον μεταφέρουν στο Πολιτικό Νοσοκομείο. Αλλά ήταν αργά πλέον. Στις 10 το πρωί ο βουλευτής Τρικάλων πέθανε».


Κατακραυγή

Η είδηση του θανάτου του Χατζηπέτρου προκάλεσε γενική κατακραυγή. Ο Τύπος της εποχής μιλούσε για βάρβαρη διαδικασία που πρέπει να σταματήσει άμεσα. Συγκίνηση προκάλεσε η τελευταία επιστολή του Χατζηπέτρου προς τη σύζυγο του Καλυψώ. Την είχε γράψει λίγο πριν πάει στον τόπο της μονομαχίας και της έδινε οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει αν τελικά δεν βγει ζωντανός.

Λίγες ώρες μετά τη μονομαχία συνεδρίασε η Βουλή και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης πήρε τον λόγο και επιχείρησε να δικαιολογήσει τον υπουργό του.

Στα πρακτικά της Βουλής αναφέρεται ο παρακάτω διάλογος:

Γ. Θεοτόκης: «Όλοι, κύριοι, βαθύτατα συγκεκινημένοι, θρηνούμεν τον θάνατο αγαπητού συναδέλφου. Ο κ. Στάης περισσότερον παντός άλλου θρηνεί διά το συμβάν ατύχημα. Υπέβαλε σήμερον την πρωίαν την παραίτησίν του. Κλαίει διά το συμβάν ατύχημα, το οποίον συνέβη και το οποίον προώρισται να δηλητηριάση τον βίον του όλον. Νομίζω, ότι η Βουλή εις ένδειξιν πένθους θέλει συναινέση, όπως λυθή η συνεδρίασις».

Θ. Δηλιγιάννης: «Το δυστυχές συμβεβηκός (τυχαίο, απρόβλεπτο γεγονός) του φόνου του συναδέλφου ημών ενεποίησεν και εις πάντας ημάς λυπηρά αισθήματα».

Δ. Ράλλης: «Έδει να είχε γίνει αποδεκτή προηγουμένως και δημομοσιευθή η παραίτησις του κ. Στάη, διότι ούτω θα επρολαμβάνετο η μονομαχία. Τέλος, ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Χατζίσκος ανακοινώνει, ότι θα κατατεθή στέφανος επί της σορού του φονευθέντος εκ μέρους της Βουλής, θα διαβιβάση τα συλλυπητήρια αυτής εις την χήρα του και ότι όλοι οι βουλευταί θα παρακολουθήσουν την κηδεία. Και η συνεδρίασις ελύθη».

Το τέλος των μονομαχιών

Ο σάλος που προκλήθηκε ανάγκασε τη Δικαιοσύνη να κινηθεί άμεσα. Ο Στάης παραιτήθηκε από τη θέση του και τελικά προφυλακίστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου. Στις 19 Οκτωβρίου 1904 δικάστηκε στο κακουργιοδικείο της Σύρου. Η διαδικασία ήταν σύντομη και κρίθηκε αθώος. Μάλιστα επέστρεψε άμεσα στην πολιτική ζωή και για πολλά χρόνια εκλεγόταν βουλευτής στα Κύθηρα. Το 1906 μάλιστα και τις δύο έδρες της επαρχίας Kυθήρων τις κατέλαβαν αυτός και ο αδελφός του, Iερώνυμος Στάης. Στις 21 Ιουνίου 1908, ορκίστηκε και πάλι υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Πέθανε το 1932 στην Αθήνα.

Η μονομαχία Στάη-Χατζηπέτρου θεωρείται η τελευταία αιματηρή στην ιστορία της Ελλάδας. Επισήμως δεν έγινε κάποια άλλη μονομαχία αν και κατατέθηκαν πολλές επίσημες αιτήσεις ακόμα και μεταξύ μελών του Κοινοβούλιου. Ανεπίσημα υπάρχουν αναφορές για μονομαχίες έως και τη δεκαετία του '60.

Με νομοσχέδιο που δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1918 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Νόμος 1592/1918 περί μονομαχίας) οι ποινές για τη μονομαχία έγιναν πολύ πιο αυστηρές. Δεν μετατρέπονταν σε χρηματικές και δεν εφαρμόζονταν διατάξεις αναστολής για την εκτέλεση τους. Επιπλέον οι μάρτυρες και ο συντονιστής θεωρούνταν συναυτουργοί και τιμωρούνταν επίσης.