«Είδα ένα κορίτσι νεκρό με μια τρύπα στο κεφάλι»

 


Δέκα χρόνια μετά το μακελειό στην Ουτόγια της Νορβηγίας από τον Άντερς Μπρέιβικ, οι μαρτυρίες αυτών που επέζησαν σοκάρουν μέχρι και σήμερα


Το ήσυχο μεσημέρι της 22ας Ιουλίου 2011 στο Όσλο της Νορβηγίας ξαφνικά ταράχθηκε όταν ακούστηκε μια έκρηξη στο κυβερνητικό κτίριο της πόλης. Πριν προλάβουν οι αρχές να φτάσουν καλά καλά στην περιοχή, άρχισαν να έρχονται αναφορές για πυροβολισμούς σε ένα μικρό νησάκι της χώρας, την Ουτόγια. Δεν άργησε να αποκαλυφθεί ότι πίσω από τις επιθέσεις βρισκόταν το ίδιο άτομο: ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ.

Η βόμβα που τοποθέτησε ο Μπρέιβικ στο κτίριο του Όσλο σκότωσε οχτώ ανθρώπους, ωστόσο αυτό που ακολούθησε στην Ουτόγια, όπου βρίσκονταν περίπου 650 άτομα στην θερινή κατασκήνωση της Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος (AUF), δεν μπορούσε κανείς να το φανταστεί. Ο Μπρέιβικ ντυμένος αστυνομικός έφυγε από το Όσλο αφού τοποθέτησε την βόμβα και έφτασε με ένα φέρι μπόουτ στο νησάκι. Κανείς δεν τον ενόχλησε στην πορεία καθώς όλοι θεωρούσαν ότι ήταν αστυνομικός. Κατεβαίνοντας στο νησί οπλισμένος σαν αστακός άρχισε να πυροβολεί όποιον εύρισκε μπροστά του χωρίς να επιδεικνύει κανένα συναίσθημα και με απόλυτη ψυχρότητα. Συνήθως μάλιστα στόχευε απευθείας στο κεφάλι ώστε να είναι σίγουρος ότι θα σκοτώσει. Ενενήντα λεπτά μετά 69 άνθρωποι είχαν πέσει νεκροί και οι περισσότεροι ήταν ανήλικοι έφηβοι. Πίσω έμειναν και δεκάδες ακόμα άνθρωποι οι οποίοι έζησαν από την αρχή ως το τέλος την φρίκη να εκτυλίσσεται και είδαν τους φίλους τους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια τους. Οι μαρτυρίες τους μέχρι και σήμερα, δέκα χρόνια ακριβώς μετά από εκείνη την ημέρα, ακόμα σοκάρουν.

Η δίκη του Άντερς Μπρέιβικ ξεκίνησε στις 16 Απριλίου 2012. Εκεί ακούστηκαν οι μαρτυρίες πολλών από των επιζώντων, οι οποίες έριξαν φως στις εφιαλτικές στιγμές κατά τις οποίες ο Μπρέιβικ πραγματοποίησε το διαταραγμένο σχέδιό του.

«Έβλεπα τα τηλέφωνα των νεκρών να χτυπούν με την ένδειξη ‘μαμά’»

Την 20η μέρα της δίκης, η 17χρονη τότε Ίνγκβιλντ Λέρεν Στένσρουντ διηγήθηκε ότι τη στιγμή που έφτασε στο νησί ο Μπρέιβικ βρισκόταν στην καφετέρια της κατασκήνωσης. Η ίδια χτυπήθηκε από σφαίρα στο μηρό και στον ώμο αλλά κατάφερε να κρυφτεί και να προσποιηθεί τη νεκρή, προστατευμένη από τα πτώματα των φίλων της που είχαν σκοτωθεί από τον Μπρέιβικ.

«Στεκόμουν ξαπλωμένη στο έδαφος, σχεδόν χωρίς να φαίνεται ότι έχω αισθήσεις όταν ένιωσα να με πυροβολεί στον ώμο». Στη συνέχεια δεν άκουσε τίποτα και άρχισε να πιστεύει ότι έφυγε, αλλά μετά άκουσε θόρυβο: ξαναγέμιζε το όπλο του. Δεν είναι σίγουρο, αν ο Μπρέιβικ σε εκείνο το σημείο νόμιζε ότι τους είχε σκοτώσει όλους ή του τράβηξε κάτι άλλο την προσοχή ωστόσο έφυγε και δεν πυροβόλησε ξανά μέσα στην καφετέρια.

Όταν απομακρύνθηκαν οι πυροβολισμοί, η νεαρή είπε ότι άκουσε «κάτι που έμοιαζε με πολεμικές ιαχές», χωρίς ωστόσο να μπορεί να διακρίνει τι ήταν αυτό που λεγόταν. «Άκουσα κραυγές, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε», είπε.

Όπως είπε αρχικά πίστευε ότι οι δράστες ήταν πολλοί. «Νόμιζα ότι αυτοί (οι επιτιθέμενοι) αντάλλασσαν μηνύματα, αλλά όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν μόνος του, νομίζω ότι η κραυγή ήταν πράγματι μια πολεμική ιαχή», κατέθεσε.

Στη συνέχεια, η Στένσρουντ άκουσε πολλά κινητά τηλέφωνα που χτυπούσαν, αλλά έμεναν αναπάντητα. Ακινητοποιημένη κάτω από ένα πτώμα, εκείνη χρησιμοποίησε το κινητό τηλέφωνο ενός θύματος που ήταν δίπλα της για να ειδοποιήσει την οικογένειά της. Λίγο αργότερα όμως, όπως είπε, το τηλέφωνο χτύπησε και στην οθόνη εμφανίστηκε η ένδειξη «Μαμά» ή «Μπαμπάς». Τότε, δεν βρήκε τη δύναμη να απαντήσει.

«Το κινητό που είχα, ανήκε σε κάποιον άλλον, χτυπούσε κι εγώ δεν το σήκωσα, έλεγε "μαμά" ή "μπαμπάς" κι αυτό το άτομο είχε πεθάνει... κι όλα τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνέχεια και άκουγες μηνύματα να χτυπούν σε όλο το κτίριο. Εκείνη την ώρα έσπρωξα μακριά το τηλέφωνο», είπε.

Η 17χρονη επιζώσα πρόσθεσε ότι είχε προσπαθήσει να βρει καταφύγιο στην καφετέρια, όπου είχε κρυφτεί πίσω από ένα πιάνο, μόνο για να παγιδευτεί εκεί την ώρα που ο Μπρέιβικ πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο στο μικρό κτίριο, σκοτώνοντας πάνω από 12 ανθρώπους.

«Προσπάθησα να φτάσω στην πόρτα πίσω από άλλους, οι οποίοι όταν πυροβολήθηκαν έπεσαν πάνω μου. Ένας κειτόταν πάνω στο στήθος μου», κατέθεσε κατά τη διάρκεια της δίκης. «Πολλοί είχαν πυροβοληθεί και κείτονταν στο έδαφος. Δίπλα μου ένας άνδρας έβηχε βγάζοντας αίμα», είπε.

«Έδειχνε θυμωμένος και χαμογελούσε ταυτοχρόνως»

Ο άνδρας που είδε η Στένσρουντ να βήχει φτύνοντας αίμα ήταν ο Γκλεν Μάρτιν Βάλντενστρομ. Ο ίδιος επέζησε έχοντας δεχτεί μια σφαίρα στο πρόσωπο. Η ουλή στο κέντρο του λαιμού του από όπου μπήκε  η σφαίρα ήταν ακόμα εμφανής όταν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, για να καταθέσει. Η σφαίρα πέρασε δίπλα από τη γλώσσα του, για να βγει τελικά από το σημείο ακριβώς κάτω από το ένα μάτι του με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του κατά 90%. Όταν ήρθε η ώρα να καταθέσει στο δικαστήριο ζήτησε από την έδρα να οδηγήσουν τον Μπρέιβικ εκτός της αίθουσας.  Όπως είπε δεν μπορούσε να καταθέσει με αυτόν παρόντα.

Το πρώτο που έκανε στη δίκη ήταν να ζητήσει συγγνώμη που δεν κατάφερε να σώσει τον φίλο του Σίλτζε. Όταν άρχισε την κατάθεσή του ανέφερε ότι ο Μπρέιβικ έδειχνε ταυτοχρόνως χαρούμενος και θυμωμένος.

«Το πρόσωπό του κατά κάποιον τρόπο είχε διαστραφεί. Το μέτωπό του έδειχνε θυμωμένο αλλά ταυτόχρονα τα χείλια του χαμογελούσαν», είπε ο τότε 20χρονος άνδρας.

«Ήταν σαν μια πισίνα γεμάτη αίμα και εγώ βρισκόμουν στο κέντρο της»

Μέσα στην καφετέρια ήταν ακόμα ένας επιζώντας. Ήταν ένας 18χρονος τότε, ο οποίος μιλώντας στην δίκη του Μπρέιβικ δεν θέλησε να κατονομαστεί. Ο ίδιος δέχθηκε μια σφαίρα στο πόδι του. Δίπλα του βρισκόταν ο φίλος του Μπέντικ Έλινγκσεν, ο οποίος πέθαινε. Ο Μπρέιβικ τον είχε πυροβολήσει οχτώ φορές στο κεφάλι και το πρόσωπο. «Αυτό που θυμάμαι πιο πολύ είναι ότι άνοιξα τα μάτια μου και ένιωσα το αίμα του Μπέντικ να κυλάει πάνω μου», αφηγήθηκε.

Έμεινε εκεί σιωπηλός μέχρι να έρθει βοήθεια. «Βρισκόμουν εκεί ξαπλωμένος μαζί με όλους τους ανθρώπους μέσα στο αίμα. Ήταν σαν μια πισίνα γεμάτη αίμα και εγώ βρισκόμουν στο κέντρο της. Το αίμα είναι ζεστό στην αρχή αλλά παγώνει πολύ στη συνέχεια και γι’ αυτό κρύωνα».

Ο 18χρονος θυμάται ότι μαζί με την Στένσρουντ μιλούσαν σε ένα άλλο αγόρι και προσπαθούσαν να τον κρατήσουν ξύπνιο παρά τα σοβαρά του τραύματα στο κεφάλι. Αυτό το αγόρι ήταν ο Γκλεν Μάρτιν Βάλντενστρομ.

«Ήμουν σίγουρος ότι θα πεθάνει από αιμορραγία πριν φτάσει κάποια βοήθεια. Απ’ό,τι θυμάμαι αιμορραγούσε πάρα πολύ. Προσπαθούσαμε να κρατήσουμε επικοινωνία μαζί του αλλά αυτός μιλούσε μετά βίας», θυμάται ο μάρτυρας.

«Είδα ένα κορίτσι να κείτεται νεκρό με μια τρύπα στο κεφάλι»

Ο Γιάραν Μπέργκ, μέλος του νορβηγικού Εργατικού Κόμματος, βρισκόταν κι αυτός στο νησί και είχε καταφέρει να κρυφτεί σε ένα σημείο ώστε να μην τον βρει ο Μπρέιβικ. Όταν ένιωσε ασφαλής και κατάφερε να βγει, αντίκρισε το χάος:

«Βγήκα από την κρυψώνα μου και είδα πτώματα να κείτονται παντού. Δεν ήμουν σίγουρος πόσα, τουλάχιστον 10 νεαρά άτομα», είπε. «Μία εικόνα θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου: ένα κορίτσι 16 ή 17 χρόνων, να κείτεται στο έδαφος με μία τρύπα στην κορυφή του κεφαλιού της. Το πιο φρικιαστικό θέαμα που έχω δει ποτέ», προσέθεσε.

«Δεν είχα αμφιβολία ότι ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνούσα με τους γονείς μου»

Ο 23χρονος Κγιέτιλ Βέβλε, ήταν παρών στους πρώτους πυροβολισμούς του Μπρέιβικ. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για πραγματικό αστυνομικό, αλλά για δολοφόνο κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και έπειτα αναζήτησε καταφύγιο σε ένα μικρό δωμάτιο στις εγκαταστάσεις τις κατασκήνωσης.

«Καθ’ οδόν είδα ένα θύμα ξαπλωμένο να αιμορραγεί. Αλλά κανείς από εμάς δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει κάποιον που αιμορραγούσε τόσο πολύ. Και ακούγαμε πυροβολισμούς πίσω μας. Γι’ αυτό έπρεπε να συνεχίσουμε» εξιστορεί. Ο Βέβλε, όπως και πολλοί άλλοι νέοι στην κατασκήνωση, έστειλε γραπτό μήνυμα στους γονείς του στο οποίο τους έλεγε ότι τους αγαπάει. «Δεν είχα αμφιβολία ότι ήταν η τελευταία φορά που επικοινωνούσα μαζί τους», είπε.

«Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν "μην πυροβολήσεις"»

Ο 21χρονος Άντριαν Πράκον, δέχθηκε έναν πυροβολισμό στον ώμο. «Έστρεψε το όπλο προς εμένα και το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν "μην πυροβολήσεις". Κοιτάζοντας μέσα στην κάννη σκέφτηκα: "Εύχομαι να με πυροβολήσει στο κεφάλι ή στην καρδιά για να περάσει γρήγορα..."», κατέθεσε ο 21χρονος. Ευτυχώς γλίτωσε μόνο με ένα σχετικά ελαφρύ τραύμα.

Κατάφερε να επιζήσει μένοντας ακίνητος και προσποιούμενος τον νεκρό. Όταν ο Μπρέιβικ σταμάτησε να πυροβολεί, κρύφτηκε σε ασφαλές σημείο για ώρα και βγήκε μόνο όταν άκουσε έναν αστυνομικό να αναζητά επιζώντες.

«Βγήκα διστακτικά, τρέμοντας ακόμη από τον φόβο, κοίταξα ψηλά, κατευθείαν στο πρόσωπο του αστυνομικού. Είχε το όπλο του στραμμένο προς εμένα και με διέταξε να σηκώσω τα χέρια μου. Το έκανα ελπίζοντας ότι επρόκειτο για την πραγματική αστυνομία. Και, ευτυχώς, ήταν», είχε ο 21χρονος κάποια άλλη στιγμή στην κρατική νορβηγική τηλεόραση.

Και άλλοι επιζήσαντες περιέγραψαν στο δικαστήριο το φόβο που ένιωθαν και είπαν πως δεν τολμούσαν να ζητήσουν βοήθεια όταν έφτασε η αστυνομία γιατί φοβούνταν πως οι αστυνομικοί ήταν συνεργάτες του Μπρέιβικ.

«Δίσταζα να τους πλησιάσω γιατί φορούσε στολή αστυνομικού και ο άνδρας που με πυροβόλησε. Σκεφτόμουν πως μπορεί να έρθουν να τελειώσουν αυτό που εκείνος άρχισε», είπε ο 20χρονος Λαρς Γκρένσταντ.

Περιμένοντας σε έναν απόκρημνο βράχο

Ο 19χρονος Μάριους Χοφτ προσπαθούσε να βρει ένα καταφύγιο μαζί με τον φίλο του Αντρέας Ντάλμπι Γκρένεσμπι, ενώ οι σφαίρες του Μπρέιβικ έπεφταν παντού.

«Ο Μπρέιβικ ήταν ακριβώς από πάνω μου και πυροβολούσε τον κόσμο. Άρχισα να κλαίω ψάχνοντας ένα ασφαλές σημείο, ήθελα να γλιτώσω και σκεφτόμουν τη μητέρα μου», είπε ο Μάριους.

Οι δυο τους σκαρφάλωσαν πάνω από τις σορούς των νεκρών φίλων τους αναζητώντας μία κρυψώνα και τελικά χρειάστηκε να κατεβούν από έναν απότομο βράχο.

Καθώς έψαχναν ένα ασφαλές σημείο μέχρι να φτάσουν οι διασώστες, ο Αντρέας έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο κενό με τον Μάριους να παρακολουθεί το τραγικό τέλος του φίλου του και να ακούει τους πυροβολισμούς του Μπρέιβικ. Όταν τελικά η αστυνομία εξουδετέρωσε τον Μπρέιβικ και έφτασαν οι διασώστες τράβηξαν το αγόρι με σκοινί από το σημείο όπου είχε κρυφτεί. Οι φωτογραφίες του Χοφτ από τον απότομο βράχο παραμένουν ως σήμερα χαρακτηριστικές.


Η μαρτυρία του Μπρέιβικ

Στη δίκη μίλησε και ο ίδιος ο Άντερς Μπρέιβικ, ο οποίος με την ίδια ψυχρότητα που έδρασε στο νησί, παραδέχτηκε κάθε πράξη του. Ωστόσο επέμεινε ότι ήταν αθώος καθώς όπως είπε τα θύματά του ήταν προδότες της Νορβηγίας, επειδή υποστήριζαν την μετανάστευση, και ότι ο ίδιος βρισκόταν σε «νόμιμη άμυνα». Όπως είπε η πράξη του ήταν «ανελέητη, αλλά απαραίτητη».

«Παραδέχομαι τα γεγονότα, αλλά δεν παραδέχομαι την ενοχή μου», είχε δηλώσει.

Ο Μπρέιβικ στην κατάθεσή του στο δικαστήριο είχε μιλήσει αναλυτικά για τα όσα έκανε περιγράφοντας πώς πυροβολούσε εν ψυχρώ τόσους ανθρώπους και κυρίως νεαρούς εφήβους. Όπως είπε δεν περίμενε τις αντιδράσεις που είχαν οι άνθρωποι που συναντούσε.

«Κάποιοι είχαν παραλύσει τελείως βλέποντάς με. Δεν μπορούσαν να τρέξουν. Απλώς στέκονταν ακίνητοι. Αυτό είναι κάτι που δεν δείχνουν ποτέ στην τηλεόραση», είχε πει ο Μπρέιβικ. «Ήταν πολύ περίεργο».

Μιλώντας ήρεμα, ο Μπρέιβικ μίλησε για το μακελειό που εξαπέλυσε την Ουτόγια ξεκινώντας από την στιγμή που έφτασε στο νησί με το μικρό πλοίο. Ήταν μεταμφιεσμένος σε αστυνομικό και είχε μαζί του αυτόματο όπλο και πιστόλι. Είχε πάρει επίσης μαζί του ένα μπουκαλάκι με νερό γιατί πίστευε ότι ο λαιμός του θα στεγνώσει από την ένταση της πράξης του.

Τα δύο πρώτα του θύματα ήταν η Μόνικα Μποέσι, μια διοργανώτρια της κατασκήνωσης, και ο Τροντ Μπέρντσεν, ένας φύλακας που ήταν εκτός υπηρεσίας.

«Όλο μου το σώμα προσπάθησε να επαναστατήσει, όταν πήρα το όπλο στο χέρι μου. Υπήρχαν 100 φωνές στο κεφάλι μου που μου φώναζαν να μην το κάνω», λέει ο Μπρέιβικ. Αλλά δεν τον έπεισαν.

Όπως είπε στόχευσε το κεφάλι του Μπέρντσεν και τράβηξε την σκανδάλη. Πυροβόλησε την Μποέσι, ενώ αυτή προσπαθούσε να φύγει. Όταν  έπεσαν στο έδαφος πυροβόλησε και τους δύο ξανά στο κεφάλι.

Παρόλο που η πρωτη βολή ήταν δύσκολη, όπως είπε μετά μπήκε σε μια κατάσταση «πυροβολώ και φεύγω» κι αυτό το έκανε πιο εύκολο να συνεχίσει. Όπως είπε δεν μπορεί να θυμηθεί πολλές στιγμές από τα 90 λεπτά περίπου που σκότωνε ανθρώπους στο νησί πριν τελικά παραδοθεί στην αστυνομία. Θυμόταν ωστόσο τις στιγμές μέσα στην καφετέρια που πυροβολούσε εφήβους, οι οποίοι τον παρακαλούσαν να τους λυπηθεί.

Κάποιοι έφηβοι είχαν παγώσει από τον πανικό, ανίκανοι να κουνηθούν ακόμα και όταν ο ίδιος ξέμεινε από σφαίρες και έπρεπε να ξαναγεμίσει τα όπλα του, είπε. Δεν κουνήθηκαν. Όταν ξαναγέμισε το όπλο του τους πυροβόλησε στο κεφάλι. Άλλοι προσποιήθηκαν ότι είναι νεκροί. Όπως είπε, τους πυροβόλησε κι αυτούς.

Βγαίνοντας από την καφετέρια προσπαθούσε να δελεάσει κι άλλα παιδιά να βγουν από την κρυψώνα τους λέγοντάς τους ότι είναι αστυνομικός που έχει έρθει να τα προστατεύσει. Όταν έβγαιναν από τις κρυψώνες, τα πυροβολούσε. Είπε ότι ο στόχος του ήταν να σκοτώσει και τα 600 άτομα στο νησί.

«Θα πεθάνετε σήμερα Μαρξιστές, τους φώναζα», αφηγήθηκε στο δικαστήριο ο Μπρέιβικ.

Ο Άντερς Μπρέιβικ μετά τη δίκη καταδικάστηκε σε 21 χρόνια φυλακή χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης πριν τα δέκα χρόνια. Αυτή αποτελεί την πιο μεγάλη ποινή που μπορεί να τεθεί σε κάποιον από το νορβηγικό σύστημα δικαιοσύνης, ωστόσο υπάρχουν ήδη σκέψεις για να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να παραταθεί η ποινή. Ο Μπρέιβικ είναι απομονωμένος από τους άλλους κρατούμενους και έχει επαφή μόνο με τους εργαζόμενους στην υγεία και τους φρουρούς. Είχε εγγραφεί από το 2015 στο πτυχιακό πρόγραμμα πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, με έναν υπάλληλο της φυλακής να του παρέχει υλικό, χωρίς να έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Το 2015 ισχυρίστηκε με επιστολή ότι οι σκληρές συνθήκες φυλακής τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα μαθήματα. Παράλληλα έχει απειλήσει πολλές φορές ότι θα κάνει απεργία πείνας. Την πρώτη φορά μάλιστα ως αιτία για την απόφασή του ήταν το γεγονός ότι το κελί του δεν είχε επαρκή θέρμανση και έπρεπε να φοράει τρεις στρώσεις ρούχων για να παραμείνει ζεστός, οι φύλακες παρενέβαιναν στο αυστηρά προγραμματισμένο καθημερινό του πρόγραμμα, το κελί του ήταν κακώς διακοσμημένο και δεν είχε θέα, η λάμπα ανάγνωσής του ήταν ανεπαρκής, οι φύλακες τον επέβλεπαν όταν βούρτσιζε τα δόντια του και ξυριζόταν και του ασκούσαν έμμεσα ψυχική πίεση να τελειώσει γρήγορα χτυπώντας τα πόδια τους ενώ περίμεναν, δεν τους έδιναν καραμέλες και του σέρβιραν κρύο καφέ, ενώ του γινόταν καθημερινά σωματική έρευνα, μερικές φορές από γυναίκες φύλακες.

Μέχρι και σήμερα η επίθεση του Μπρέιβικ στο νησί της Ουτόγια θεωρείται η πιο θανατηφόρα επίθεση από ένα μόνο άτομο που έχει σημειωθεί ποτέ.