Η Νταϊάνα ντε Βεγκ όταν ήταν 20 παρασύρθηκε από τον πιο διάσημο άντρα της εποχής και αυτό ήταν κάτι που θα την ακολουθούσε για πάντα...
Αυτή ήταν μόλις 20 ετών και αυτός είχε σχεδόν τα διπλάσια
χρόνια της. Μόνο που αυτός δεν ήταν κάποιος τυχαίος άντρας. Ήταν αυτός που όχι
μόνο θα γινόταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά θα έπεφτε επίσης και θύμα δολοφονίας.
Ήταν ο Τζον φ. Κένεντι.
Σήμερα, σε ηλικία 83 ετών, η Νταϊάνα ντε Βεγκ έσπασε μια
σιωπή δεκαετιών αποκαλύπτοντας ότι ήταν μια από τις ερωμένες που διατηρούσε ο
Κένεντι, ενώ ήταν παντρεμένος με την Τζάκι. Στο κείμενό της στην ιστοσελίδα Air Mail ωστόσο
προειδοποιεί: «Δεν πρόκειται για μια ρομαντική ιστορία». Στην πραγματικότητα,
όπως λέει, η ίδια χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ξεπεράσει αυτόν τον έρωτα
«σχεδόν όσο χρόνια χρειάστηκα για να μπορέσω να μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορία».
Η ιστορία ξεκινά το 1958, όταν η ίδια ήταν μόλις 20 ετών και
φοιτήτρια στο κολέγιο Ράντκλιφ στο Κέιμπριτζ, όπου όμως ένιωθε ότι «πνίγεται».
Όταν βρέθηκε στο πρώτο της πολιτικό δείπνο στην Βοστώνη, το οποίο είχε ως στόχο
τη συγκέντρωση χρημάτων για την προεκλογική καμπάνια του Κένεντι, τότε
γερουσιαστή της Μασαχουσέτης, η Νταϊάνα ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον φιλόδοξο
πολιτικό, τον οποίο η ίδια πίστευε. Μέχρι που ο Κένεντι έφτασε στο τραπέζι
τους.
«Αυτό είναι το τραπέζι που θέλω να βρίσκομαι. Νέοι άνθρωποι
που θα μου τα πουν στα ίσια. Οι υπόλοιποι μου λένε μόνο αυτό που θέλω να
ακούσω», είπε ο Κένεντι στο τραπέζι της Νταϊάνα καθώς στεκόταν απέναντί της και
κοιτούσε αυτήν.
«Προχώρησε γύρω από το τραπέζι και στάθηκε πίσω από τον
συνοδό μου βάζοντας το χέρι του στον ώμο του. ‘Τζέιμς, έχω ακούσει ότι έχεις
κάνει σπουδαία πράγματα για εμάς. Τώρα θέλω να κάνει ακόμα μια προσπάθεια’. Ο
Τζέιμς απάντησε: ‘Οτιδήποτε κύριε’».
Ο Κένεντι του ζήτησε να σηκωθεί από τη θέση του «ώστε ένας
κουρασμένος γέρος να καθίσει δίπλα σε ένα όμορφο κορίτσι». Εκείνο το βράδυ δεν
είπαν πολλά, ωστόσο ο Κένεντι κάλεσε όλη την παρέα στην επόμενη εκδήλωσή του.
Την βραδιά της επόμενης εκδήλωσης στην πόρτα του σπιτιού της Νταϊάνα εμφανίστηκε ο σοφέρ Ντέιβ λέγοντάς της ότι ο φίλος της ο Τζέιμς είχε κάποιες άλλες υποχρεώσεις για την καμπάνια.
«Ο γερουσιαστής δεν θέλει να γυρνάς στους δρόμους με οδηγό
κάποιο παιδί που μπορεί να χαθεί ή να πιει πολύ. Νιώθει ότι είναι πιο ασφαλές
να σε πηγαίνω εγώ, ΟΚ;», της είπε ο σοφέρ.
Όπως λέει για αρκετό διάστημα αυτό έγινε ρουτίνα. «Ο Ντέιβ
ερχόταν και με έπαιρνε για κάποια εκδήλωση. Άκουγα την ομιλία του Κένεντι και
προσπαθούσα να σκεφτώ έξυπνα πράγματα για να πω μετά. Στο τέλος της βραδιάς
επέστρεφα στο αυτοκίνητο και ο γερουσιαστής (Κένεντι) ερχόταν κι αυτός στο
αυτοκίνητο και συζητούσαμε για όσα είχαν διαμειφθεί εκείνο το βράδυ, ενώ μετά με
άφηναν στο σπίτι μου».
«Ξέρεις, δουλεύω πολύ σκληρά για μια μόνο ψήφο εδώ», της
έλεγε πειρακτικά, ενώ πολλές φορές της έλεγε ότι «βλέπω κάτι ξεχωριστό σε σένα»
και η ίδια αναρωτιόταν αν αυτό ήταν αλήθεια.
«Τότε δεν συνειδητοποιούσα ότι απλώς με είχε τυλίξει με τα
δίχτυα του, με είχε χωρίσει από τους άλλους φοιτητές, οι οποίοι ίσως μου είχαν
πει κάποιες αλήθειες σχετικά με την κατάσταση. Δεν μου έδινε μόνο αυτός
προσοχή. Με είχε περικυκλώσει όλος ο κύκλος του. Με πρόσεχαν τόσο πολύ. Υπήρχε
πάντα κάποιος να μου μιλήσει, να μου φέρει έναν καφέ, να με αποκαλέσει ‘γλυκιά
μου’. Νόμιζα ότι ήταν σπουδαίο. Αυτό που έκαναν στην πραγματικότητα ήταν να
προσέχουν ότι θα έμενα αόρατη σε αυτές τις συναντήσεις και σε μια κατάλληλη
απόσταση από το κέντρο της προσοχής», αναφέρει σήμερα η Νταϊάνα.
Όπως λέει, η ίδια βρισκόταν σε μια κατάσταση όπου δεν
μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
«Τι μπορεί να σκεφτόμουν; Προφανώς, δεν σκεφτόμουν. Ένιωθα.
Σα να βρισκόμουν σε μια ταινία με κάποιον σταρ. Μόνο που αυτός ο σταρ του
κινηματογράφου ήταν διεθνούς φήμης που επρόκειτο να αλλάξει τα πάντα. Και θα
ήμουν μέρος όλου αυτού, δίπλα του καθώς θα ανελισσόταν στην εξουσία.
»Ένα από τα πολλά μειονεκτήματα του να είσαι ερωτευμένος με
έναν ‘σταρ του σινεμά’ είναι η χαρούμενη ανικανότητά σου να σκεφτείς τα
δεδομένα. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο άντρας ήταν παντρεμένος. Δεν το
ανέφερε ποτέ. Έτσι, αποφάσισα να μην το
σκέφτομαι. Έμενα στην φούσκα μου. Ήταν εύκολο και συναισθηματικά
βολικό, επειδή η κ. Κένεντι δεν συμμετείχε σε αυτό το επίπεδο της τοπικής
περιοδείας», αναφέρει η Νταϊάνα σχετικά με την Τζάκι Κένεντι.
«Ένα βράδυ μπήκε στο αυτοκίνητο και είπε ‘Είμαι πεινασμένος.
Ας πάμε στο διαμέρισμά μου. Θα βρούμε κάτι να φάμε’. Ω ναι, το διαμέρισμα. Αυτό
το μέρος που είχε στην Βοστόνη. Εκεί θα ανακάλυπτα πώς να είμαι ιδιαίτερη. Ήταν
πολύ πιο απλό από αυτό που πίστευα και είχε να κάνει πολύ λίγο με το τι έλεγα ή
τι δεν έλεγα για μένα.
Στο διαμέρισμα, υπήρχε κάτι διαφορετικό. Έγειρε προς τα
μένα, με ένα τόσο ειλικρινές βλέμμα. Ναι, ήξερα πώς ένιωθε για μένα. Πώς θα
μπορούσα να αμφιβάλλω για μια στιγμή τόσο ξεκάθαρης σύνδεσης. Αυτό ήταν αγάπη,
σίγουρα. Και τώρα ήταν σεξ, σίγουρα».
Παρόλο που η ίδια λέει πως ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του
δεν έπεσε αμέσως στην αγκαλιά του, όπως έβλεπε να γίνεται στις ταινίες καθώς
ένιωθε περισσότερο φόβο. Εκείνη την εποχή μια κοπέλα της «καλής κοινωνίας» δεν
μπορούσε να χάσει τόσο εύκολα την «παρθενιά» της. Ίσως ήταν κάτι το οποίο ποτέ
δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει. Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της
μέχρι που της είπε: «Πάμε» κι αυτή ακολούθησε.
«Σήμερα, στην εποχή του 2020, ας σταματήσουμε λίγο και να
σκεφτούμε. Ας σκεφτούμε αυτές τις φορτισμένες λέξεις: συναίνεση, επιλογή,
κακοποίηση. Είναι κακοποίηση όταν ένας μεγαλύτερος άντρας μαγεύει μια νεότερη
γυναίκα; Τι ισχύει αν αυτή η νέα γυναίκα λαχταρούσε να μαγευτεί; Είχα περάσει
την ηλικία που απαιτούνταν η συγκατάθεση (σημ.κάποιου κηδεμόνα). Μπορεί-θα
έπρεπε;- να είχε περάσει από το μυαλό του ότι έχοντας τη διπλάσια ηλικία από
μένα υπήρχε διαφορά δυναμικής; Ότι τουλάχιστον ηλικιακά ήταν ένας πιο ενεργός
ενήλικας και θεωρητικά πιο ικανός να κάνει πιο σωστές σκέψεις; Ότι ο σεβασμός
για την οικογένειά του, τη θρησκεία του, την τιμή της θέσης του ίσως όριζαν ένα
διαφορετικό μονοπάτι του αυτοσεβασμού που έρχεται σε αντίθεση με αυτό της
αυτοϊκανοποίησης; Για έναν τόσο Μεγάλο Άντρα, ήταν ακόμα μπλεγμένος στο μύθο
του αρσενικού που ίσχυε εκείνη την εποχή: δες όμορφη νεαρή γυναίκα, απόκτησε
όμορφη νεαρή γυναίκα», λέει σήμερα η Νταϊάνα γι’ αυτήν την «αποπλάνηση».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση τους το 1958. Αρχικά
συνεχίζοντας αυτήν την ρουτίνα μετά τις συγκεντρώσεις για την γερουσία και στη
συνέχεια με μικρά ρομαντικά «ραντεβουδάκια» στο ξενοδοχείο Carlyle ή τουλάχιστον έτσι τα έβλεπε αυτή.
Καθώς περνούσε ο καιρός όμως και ο Κένεντι αποκτούσε πολιτική δύναμη, η σχέση
τους άρχισε να εμφανίζει δυσκολίες καθώς είχε όλο και λιγότερο χρόνο γι’ αυτή.
Μέχρι που ο Κένεντι της πρότεινε να μετακομίσει στην
Ουάσινγκτον για να βλέπονται πιο εύκολα. Παρασυρμένη από τον έρωτά της, η
Νταϊάνα παράτησε το πανεπιστήμιο και μετακόμισε στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ λίγο
πριν τις μεγάλες εκλογές που θα έβαζαν πλέον τον Κένεντι στον Λευκό Οίκο. Ακόμα
και αν όλα περιστρέφονταν γύρω από την οικογένεια Κένεντι και η ίδια ένιωθε ότι
ήταν ένα ιδιαίτερο μέρος όλου αυτού.
«Μακρινή, αλλά ιδιαίτερη. Είχα δουλειά, είχα διαμέρισμα και
μια ζωή που μοιραζόμουν με την κρυφή μου αγάπη. Αν δεν είχε αυτός πρόβλημα με
την διπλή του ζωή, γιατί να έχω εγώ;», λέει.
Ο πατέρας της Νταϊάνα ήταν ένας γνωστός οικονομολόγος
ουγγρικής καταγωγής, ο οποίος είχε συναντήσει αρκετές φορές τον Κένεντι και τον
είχε μάλιστα συμβουλεύσει σε ορισμένα οικονομικά θέματα. Ωστόσο παρόλο που το
επώνυμό τους είναι αρκετά χαρακτηριστικό, ο Κένεντι έκανε περίπου έξι μήνες να
συνδέσει πατέρα και κόρη. Και όπως φαίνεται δεν χάρηκε ιδιαίτερα γι’ αυτό, όταν
το κατάλαβε.
«Κάπως έτσι κατάλαβα ότι ήμουν πολύ ‘γενική’. Ο άνδρας με
τον οποίο πίστευα ότι είχαμε μια σχέση αγάπης δεν ήθελε να δει και να συνδέσει
ορισμένα στοιχεία που ήταν προφανή... Στην πραγματικότητα, με ήθελε όσο το
δυνατόν πιο απομονωμένη, ολομόναχη στην πλατιά ‘θάλασσα’ της προσοχής του».
Όταν έκανε αυτή τη διαπίστωση η Νταϊάνα ένιωσε να καταρρέει, ένιωσε ότι δεν
ήταν παρά μια κούκλα σε ένα ράφι που τη διάλεγε ένας άντρας.
Η σχέση τους άρχισε σιγά σιγά να φθίνει. Βλέπονταν όλο και
πιο σπάνια, ενώ όταν συναντιούνταν η Νταϊάνα προσπαθούσε να κρατήσει μια πιο
απόμακρη στάση καθώς ήταν πληγωμένη. Σύντομα, άρχισε να ακούει ορισμένα
γυναικεία ονόματα από τον κύκλο του προέδρου πια των ΗΠΑ. Δεν ήξερε αυτές τις
γυναίκες προσωπικά, αλλά διάβαζε για εκείνες «με εμμονικό ενδιαφέρον» στα
περιοδικά και τις εφημερίδες.
Στις συναντήσεις τους που ακολούθησαν, η Νταϊάνα κατηγόρησε
τον Κένεντι ότι έπαψε να την αγαπάει. Ωστόσο, τότε συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος
απέφευγε συστηματικά να χρησιμοποιήσει τη λέξη «αγάπη» κάθε φορά που ήταν μαζί.
Της έλεγε πάντα ότι είναι «ξεχωριστή», αλλά ποτέ ότι την αγαπάει.
«Όταν ο Τζον Κένεντι έχασε το ενδιαφέρον του σε μένα, έχασα
κι εγώ το ενδιαφέρον μου για μένα. Χωρίς εμπειρία από ενήλικες σχέσεις, δεν
καταλάβαινα τότε ότι οι γυναίκες μπορούν επίσης να είναι θυμωμένες με τους
άντρες κι έτσι κατηγορούσα τον εαυτό μου», αναφέρει.
Όταν πατέρας της αρρώστησε βαριά και έφυγε από την ζωή, ο
επικεφαλής της στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας όπου εργαζόταν, ο Τζορτζ Μπάντι-
μια πατρική φιγούρα όπως τον χαρακτηρίζει η Νταϊάνα- την ρώτησε τι ήθελε να
κάνει τώρα. Κι αυτή απάντησε χωρίς να το σκεφτεί ότι ήθελε να πάει στο Παρίσι.
«Υπήρξε μια τελευταία σκηνή πριν την αναχώρηση. Δεν ήταν ένα
ρομαντικό ραντεβουδάκι, ούτε κάποια κρυφή συνάντηση ή κάποιο δείπνο. Ήταν απλώς
δύο άνθρωποι. Πού στεκόμασταν; Δεν μπορώ καν να θυμηθώ. Θα πρέπει να ήταν είτε
στο σπίτι είτε στο οβάλ γραφείο. Δεν έχω ιδέα, αλλά νομίζω ότι ήταν αργά το
απόγευμα και ο ήλιος έμπαινε στον χώρο όπου βρισκόμασταν. Αλλά κι αυτό θα μπορούσε
να είναι μια νοσταλγική πινελιά, ώστε να προσθέσω μια θεατρική λάμψη στη
στιγμή. Ήρθε κοντά μου και μού έπιασε το χέρι.
‘Λυπάμαι για τον πατέρα σου, ήταν ένας σπουδαίος άντρας’. Με
κοίταξε έντονα. ‘Πώς είναι η μητέρα σου;’ Αυτό ήταν το χάρισμά του. Ήξερε τι
να ρωτήσει μετά. Λάτρευα την μητριά μου. Χάρηκα με
την ερώτησή του. ‘Κι ακούω ότι φεύγεις. Θα μου λείψεις’.
Ακόμα ένα βλέμμα, αυτό το ειλικρινές βλέμμα που με είχε
μαγέψει. Τράβηξα το χέρι μου. Του είπα αντίο. Έφυγα.
Έξω, πήρα μια ανάσα. Ήταν ένα νέο ξεκίνημα», λέει η Νταϊάνα αφηγούμενη την
τελευταία φορά που τον είδε.
Η ζωή μετά
Στο Παρίσι προσπάθησε να ξεκινήσει από την αρχή, αν και
πάντα κατά βάθος περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο. Ένα βράδυ, ενώ έτρωγε μόνη
της σε ένα μπιστρό, στην τηλεόραση που βρισκόταν στο χώρο το πρόγραμμα
σταμάτησε ξαφνικά. Άκουσε ταραγμένες φωνές σε μια γλώσσα που ακόμα μάθαινε.
«Μετά κοίταξα πιο προσεκτικά και ήξερα. Αν με ρωτήσεις ακόμα
πώς ένιωσα τότε ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι. Το να πω ότι δεν είχα καθόλου
συναισθήματα δεν ήταν επειδή είχα σκληρύνει την καρδιά μου, αλλά επειδή δεν
μπορούσα να το κατανοήσω. Μεγάλωσα σε έναν κόσμο όπου τα άσχημα πράγματα δεν
συνέβαιναν σε σημαντικούς ανθρώπους. Στάθηκα εκεί για λίγο και μετά βγήκα και
περπάτησα μόνη μου μέχρι που βρήκα το διαμέρισμά μου και εκεί έμεινα μόνη μου
και μουδιασμένη όλο το βράδυ», περιγράφει η ίδια για το πώς έμαθε για την
δολοφονία του Κένεντι.
Η Νταϊάνα στο Παρίσι ασχολήθηκε με την κοινωνική εργασία και
εργάστηκε ως ψυχοθεραπεύτρια. Το 1965 παντρεύτηκε τον Νικόλαο Ριζόπουλο,
καθηγητή στο Γέιλ, και έκανε μαζί του δυο παιδιά, προτού τελικά πάρουν
διαζύγιο.
Γιατί τώρα;
Απαντώντας προκαταβολικά σε όσους την ρωτήσουν γιατί θέλησε
να μιλήσει γι’ αυτή τη σχέση της τόσα χρόνια αργότερα λέει ότι της πήρε πολλά
χρόνια για να ξεπεράσει την σχέση της με τον Κένεντι – σχεδόν όσα χρόνια
χρειάστηκε για να γράψει γι’ αυτό.
Η ίδια συνδέει την ιστορία της με το κίνημα «#MeToo». Όπως λέει το κίνημα «έχει
δημιουργήσει ένα πλαίσιο για την απαιτούμενη επανεξέταση ορισμένων πραγμάτων».
Όπως εξηγεί, η ανισότητα και η εξιδανίκευση μπορούν να τροφοδοτήσουν τοξικότητα
στη σχέση με ένα διάσημο πρόσωπο.
«Όμως γράφω επίσης γιατί είμαι ηλικιωμένη. Αρκετά ηλικιωμένη
ώστε να μπορώ να δω με ειλικρίνεια και συμπόνια γιατί πιάστηκα τόσο εύκολα στα
δίχτυα του. Γιατί, τόσες δεκαετίες μετά και για τόσους πολλούς ανθρώπους είναι
ακόμα μια συνεχής διαδικασία το πώς να μην πιαστείς από έναν περαστικό
διάττοντα αστέρα. Γιατί είναι τόσο εύκολο για πολλούς από εμάς να
εγκαταλείψουμε την αυτογνωσία μας για τις σειρήνες του πλούτου και της
διασημότητας.
»Όταν ήμουν 20, ο Τζον Κένεντι είχε όλα τα στοιχεία ενός
ρομαντικού ήρωα. Αλλά αυτή δεν
είναι μια ρομαντική ιστορία. Τότε νόμιζα ότι ήταν. Ήμουν ναρκωμένη; Σίγουρα,
και λοιπόν; Οι εικοσάχρονοι δεν περιμένουμε να είναι σοφοί. Ενθουσιώδεις και
γεμάτοι ελπίδες, ναι αλλά και γεμάτοι φόβοι και χωρίς αυτοπεποίθηση. Πόσα δεν
ήξερα», αναφέρει και τονίζει ότι όταν παύεις να βρίσκεσαι στην σκιά ενός τόσο
λαμπερού αστέρα μοιάζεις να χάνεσαι.
«Η προοπτική του 2020: Χρειαζόμουν ένα μάθημα στις
αντωνυμίες. Αυτό που χρειαζόμουν τότε και δεν το ήξερα ήταν η δική μου
ζωτικότητα, όχι η δική του, το δική μου εσωτερικό φως, όχι το δικό του λαμπερό
χαμόγελο των χιλιάδων βαττ, η δική μου εκρηκτικότητα της ζωντάνιας μου, όχι η
δική του λάμψη.
»Τότε πίστευα ότι η δουλειά μου ήταν να είμαι ευχάριστη,
ένας πρόθυμος ακόλουθος στον άρχοντα του κόσμου. Τώρα ξέρω ότι η δουλειά μου
ήταν να γίνω ο εαυτός μου. Να ανακαλύψω τις δυνατότητές μου και να τις φυλάξω.
Να ζήσω από μέσα προς τα έξω και όχι από τα έξω προς τα μέσα.
»[…]Η καλή τύχη και η σκληρή δουλειά, οι σύντροφοι που
συνάντησα στην πορεία και μου άνοιξαν την καρδιά με έφεραν σε αυτό το σημείο. Να
αγαπώ και να δουλεύω για την χρησιμότητα και την ελευθερία. Να χρησιμοποιώ τις σωστές
αντωνυμίες ώστε όλοι να μπορούμε να ζούμε παίρνοντας φως από μέσα μας»,
καταλήγει στο άρθρο της.