Το... ημερολόγιο της σύλληψης της Άννας Φρανκ


Μια μέρα σαν σήμερα το 1944 η Γκεστάπο μπήκε στο καταφύγιο που κρυβόταν η 16χρονη μαζί με επτά ακόμα άτομα. Τελικά ποιος τους πρόδωσε;

Την Τρίτη 1η Αυγούστου 1944 η Άννα Φρανκ γράφει για τελευταία φορά στο ημερολόγιο της. Κλείνοντας αυτό που έμελλε να είναι η τελική καταχώρηση τονίζει «... γιατί όταν όλοι αρχίσουν να αιωρούνται πάνω από εμένα εκνευρίζομαι, μετά λυπάμαι και καταλήγω να γυρίζω την καρδιά μου από μέσα έξω, το κακό μέρος στο εξωτερικό και το καλό μέρος στο εσωτερικό και συνεχίζω να προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να γίνω αυτό που θα ήθελα να είμαι και αυτό που θα μπορούσα αν... αν δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στον κόσμο.

Δική σου, Αν Μ. Φρανκ».

Η 16χρονη είχε πολλά να γράψει ακόμα και κυρίως πολλά να ζήσει. Ονειρευόταν την ημέρα που θα βγει με την οικογένεια της από το Achterhuis, το πίσω σπίτι. Την ημέρα που η μυστική πόρτα θα άνοιγε και ένα τεράστιος-ελεύθερος κόσμος θα την περίμενε να τον γευτεί. Η πόρτα άνοιξε την 4η Αυγούστου 1944 για να συνθλίψει όμως τα όνειρα της Άννας και όσων βρίσκονταν μέσα στο καταφύγιο.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά...

Την Παρασκευή 4 Αυγούστου 1944 ο ήλιος έλουζε το Άμστερνταμ. Για όσους βρίσκονταν στο καταφύγιο ήταν η 761η μέρα εγκλεισμού. Πάνω από δύο χρόνια από τότε που μπήκαν στην κρυψώνα τους, στις 6 Ιουλίου 1942. Λίγο μετά τις 10:30 το πρωί αστυνομικοί της Γκεστάπο εμφανίστηκαν έξω από το κτίριο στο 263 της οδού Πόνσεγκραχτ. Επικεφαλής ήταν ο Καρλ Σιλμπεμπάουερ.

Η ομάδα μπήκε στο ισόγειο και μίλησε με τον υπάλληλο Βίλεμ φαν Μάαρεν. Τους είπε να ανέβουν στον πρώτο όροφο και να μιλήσουν με το διοικητικό προσωπικό της επιχείρησης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Βίλεμ ή κάποιος άλλος από το προσωπικό γνώριζε ότι κάποιοι κρύβονταν στο κτίριο.

Στο πρώτο όροφο το προσωπικό εργαζόταν. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. «Ένα κοντός άντρας μπήκε μέσα κρατώντας ένα ρεβόλβερ με το οποίο με σημάδεψε. Οι αστυνομικοί πήγαν στο γραφείο του Βίκτορ Κούγκλερ που ήταν ο υπεύθυνος της επιχείρησης. Του έκαναν ερωτήσεις, τον πήραν μαζί τους και ξεκίνησαν να ψάχνουν το κτίριο» θα πει η υπάλληλος Μάιπ Γκάις η οποία βρισκόταν στα γραφεία την ώρα της εισόδου της Γκεστάπο.

Ο Κούγκλερ ακολούθησε την ομάδα έρευνας. «Οι αστυνομικοί ανέβηκαν πάνω στον χώρο αποθήκευσης στο κεντρικό κτίριο και με ρώτησαν τι έχουμε σε όλα αυτά τα κιβώτια και τα σακιά. Με έβαλαν να τα ανοίξω όλα. Σκεφτόμουν πως αν είναι μόνο μια έρευνα κτιρίου ελπίζω να τελειώσει σύντομα» θα διηγηθεί μετά το τέλος του Πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας έφτασαν και στο σημείο της περιστρεφόμενη βιβλιοθήκης όπου ήταν η είσοδος στο κρησφύγετο. Κάποιος από την ομάδα εντόπισε την είσοδο.

Όταν η πόρτα άνοιξε όλοι όσοι ήταν μέσα πιάστηκαν εξ απήνης. «Ήμουν στον πάνω όροφο με την οικογένεια των Φαν Πελς. Βρισκόμουν στο δωμάτιο του Πίτερ και τον βοηθούσα με τις σχολικές ασκήσεις. Ξαφνικά άκουσα κάποιον να τρέχει στις σκάλες. Η πόρτα άνοιξε και ένα άντρας στάθηκε μπροστά μου με ένα πιστόλι στο χέρι. Στον κάτω όροφο ήταν όλοι συγκεντρωμένοι. Η σύζυγος μου, τα παιδιά και η οικογένεια Φαν Πελς. Όλοι στέκονταν εκεί με τα χέρια σηκωμένα ψηλά» θα πει ο πατέρας της Άννας, Ότο Φρανκ.

Οι αστυνομικοί τους ζήτησαν στη συνέχεια να τους παραδώσουν ό,τι πολύτιμο είχαν. Ο Σιλμπερμπάουρ πήρε τη βαλίτσα του Ότο Φρανκ και την άδειασε στο πάτωμα. Τα χαρτιά του ημερολογίου της Άννας σκορπίστηκαν στις ξύλινες σανίδες του πατώματος, ο επικεφαλής δεν έδωσε σημασία καθώς έψαχνε για κάτι πολύτιμο. Είπαν στα οκτώ άτομα που βρίσκονταν στο καταφύγιο να ετοιμαστούν για άμεση αναχώρηση.

Μέσα σε λίγο λεπτά βρίσκονταν έξω από το κτίριο. Τους μετέφεραν στα κεντρικά της αστυνομίας και τους κλείδωσαν σε έναν δωμάτιο. Στη συνέχεια έπαιρναν τον καθένα ξεχωριστά για ανάκριση. Ήθελαν να μάθουν αν γνωρίζουν για άλλα παρόμοια καταφύγια. Όταν πλέον πείστηκαν πως μετά από 25 μήνες στο καταφύγιο είχαν χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο μετέφεραν την ομάδα των οκτώ στο κέντρο κράτησης Βέτερινγκσανς.

Κάποιες ώρες μετά τη σύλληψη, η Μάιπ Γκάις και η συνάδελφος της Μπεμ Φόσκουιλ πήγαν στον καταφύγιο μαζί με τον Βίλεμ Φαν Μάαρεν. «Η Μπεμ και εγώ ανεβήκαμε πάνω στο δωμάτιο που έμενε η οικογένεια Φρανκ. Εκεί είδαμε τα χαρτιά του ημερολογίου της Άννας να είναι σκορπισμένα στο πάτωμα. Τα μαζέψαμε και τα πήραμε μαζί της. Τα κράτησα σε ένα συρτάρι» θα πει η Μάιπ Γκάις που είναι η βασική... υπεύθυνη για τη διάσωση αυτού του ιστορικού έργου.

Το τέλος

Στις 3 Σεπτεμβρίου η ομάδα του Achterhuis μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς. Έφτασαν τρεις μέρες μετά και η οικογένεια Φρανκ χωρίστηκε. Ο Ότο πήγε με την ομάδα των ανδρών και η σύζυγος του Εντίθ και τα κορίτσια Άννα και Μαργκό με την ομάδα των γυναικών. Στις 30 Οκτωβρίου η Εντίθ Φρανκ επιλέχθηκε για τον θάλαμο αερίων και η Άννα με την Μαργκό μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Η Εντίθ κατάφερε να γλιτώσει από την εκτέλεση περνώντας σε έναν άλλο τομέα του Άουσβιτς. Αρρώστησε όμως βαριά και πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1945, τρεις εβδομάδες πριν ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώσει το στρατόπεδο.

Στο Μπέργκεν-Μπέλσεν τα κορίτσια κόλλησαν τύφο και στα τέλη Φεβρουαρίου ή τέλη Μαρτίου του 1945 η Μαργκό πέθανε. Προσπάθησε να κατέβει από την κουκέτα της, έπεσε και ήταν τόσο αδύναμη που το σοκ την σκότωσε. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο της Μαργκό έσβησε και η Άννα. Από τα οκτώ άτομα που συνελήφθησαν στο καταφύγιο την 4η Αυγούστου 1944 μόνο ο Ότο Φρανκ επέζησε έως το τέλος του πολέμου.

Προδοσία ή τυχαίο γεγονός;

Ένα μεγάλο ερώτημα στο οποίο ακόμα η ιστορία δεν έχει δώσει απάντηση είναι γιατί η Γκεστάπο έκανε έρευνα στον συγκεκριμένο κτίριο. Είχε κάποια πληροφόρηση ή ήταν τυχαίο γεγονός;.

Μέσα στις δεκαετίες υπήρξαν διάφορες πληροφορίες για το πώς οι αρχές έφτασαν στο καταφύγιο. Τον Απρίλιο του 1944 ο νυχτοφύλακας Μάρτιν Σλέεγκερς και ένας αστυνομικός, του οποίο το όνομα παραμένει άγνωστο, φέρεται ότι ανακάλυψαν τυχαία την είσοδο πίσω από τη βιβλιοθήκη. Ερευνούσαν μια κλοπή. Είναι άγνωστο αν αυτοί είναι οι πληροφοριοδότες.

Ο ίδιος ο Ότο Φρανκ υποψιαζόταν τον ναζιστή Τόνι Άχλερς, ενώ υπήρξαν υπόνοιες και για τον υπάλληλο Βίλεμ Φαν Μάαρεν. Μια άλλη έρευνα αναφέρει το όνομα της Λένα Χάρτογκ - σύζυγος ενός υπαλλήλου του Ότο Φρανκ- ως το άτομο που αποκάλυψε στις αρχές το Achterhuis.

Το 2015 ένα βιβλίο υποστήριζε ότι η αδελφή της Μπεπ Φόσκουιλ, Νέλι, ήταν η πληροφοριοδότης της Γκεστάπο. Εκεί αναφέρεται ότι η Νέλι Φόσκουιλ τηλεφώνησε το πρωί της 4ης Αυγούστου στις αρχές.

Το 2016 δημοσιεύθηκε μια ακόμα έρευνα. Υποστηρίζει ότι η αποκάλυψη του καταφυγίου έγινε τυχαία. Σύμφωνα με όσα παρουσιάζει η έρευνα πιθανότατα η Γκεστάπο πήγε στο κτίριο για να ερευνήσει μια απάτη με δελτία τροφίμων.

Τέλος, τον Ιανουάριο του 2022 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας νέας εκτεταμένης έρευνας, η οποία διήρκησε επί έξι χρόνια. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, η οποία περιλαμβάνει συνταξιούχο πράκτορα του FBI Βίνσεντ Πάνκοκ και περίπου 20 ιστορικούς, εγκληματολόγους και ειδικούς δεδομένων πίσω από την προδοσία προδοσία βρίσκεται πιθανότατα ένα σχετικά άγνωστο πρόσωπο, ο Εβραίος συμβολαιογράφος Άρνολντ βαν ντεν Μπεργκ. Σύμφωνα με τον Πίτερ βαν Τουίσκ, μέλος της ερευνητικής ομάδας, ο Βαν ντεν Μπεργκ «πολύ πιθανόν» να κατέδωσε την οικογένεια Φρανκ προκειμένου να σώσει τη δική του οικογένεια.

Με περίπου 80 χρόνια να έχουν περάσει, πιθανότατα δεν θα αποσαφηνιστεί ποτέ με σιγουριά πώς ανακαλύφθηκε μετά από περίπου 25 μήνες το καταφύγιο. Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ θα είναι όμως για πάντα ένα μνημειώδες έργο που θα μας υπενθυμίζει πως πίσω από κάθε θύμα της ναζιστικής θηριωδίας υπήρχε ένα άτομο που το αγαπούσαν και αγαπούσε, που είχε ανησυχίες και όνειρα και ήλπιζε ότι αυτή η παράνοια θα τελειώσει...