«Παρακαλώ, προσευχηθείτε για μένα»



Οι Αμερικανοί φεύγουν και οι Ταλιμπάν επιστρέφουν στο Αφγανιστάν. Οι γυναίκες της χώρας τρέμουν γι' αυτό που έρχεται


Η πλειονότητα των αμερικανικών στρατευμάτων έχει ήδη φύγει από το Αφγανιστάν. Μετά από 20 χρόνια παρουσίας των στρατιωτών τους στη χώρα, οι ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει ανακοινώσει ότι όλοι οι στρατιώτες θα αποσυρθούν το αργότερο μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της 20ης επετείου από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Χωρίς να χάνουν καιρό, οι Ταλιμπάν επελαύνουν ήδη σε όλη τη χώρα κατακτώντας την μια περιοχή μετά την άλλη. Οι δυνάμεις των Ταλιμπάν έχουν πάρει υπό την εξουσία τους την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Αφγανιστάν, την Κανταχάρ, ενώ βρίσκονται πολύ κοντά και στην πρωτεύουσα Καμπούλ. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι οι ΗΠΑ σε μια κίνηση απελπισίας έστειλαν πίσω 3.000 στρατιώτες για να βοηθήσουν να εκκενωθεί με ασφάλεια και όσο πιο γρήγορα γίνεται η πρεσβεία τους στην πρωτεύουσα.

Τα 20 χρόνια παρουσίας των Αμερικανών στο Αφγανιστάν μοιάζει σα να ήταν μια μικρή μόνο παρένθεση. Οι Ταλιμπάν καιροφυλακτούσαν στη… γωνιά και πλέον έχουν την ελευθερία να πάρουν πολύ εύκολα ξανά τα εδάφη από τον μάλλον παντελώς αδύναμο αφγανικό στρατό της επίσημης κυβέρνησης. Μαζί τους έρχονται και όλες οι τακτικές τους και ο νόμος της Σαρία που είχαν επιβάλλει κατά την προηγούμενη διακυβέρνησή τους. Παρόλο που τώρα οι Ταλιμπάν υποστηρίζουν ότι θα αναγνωρίσουν δικαιώματα στις γυναίκες υπό τον μουσουλμανικό ωστόσο νόμο, η πραγματικότητα στις κατακτημένες περιοχές μαρτυρά μια τελείως διαφορετική κατάσταση που θυμίζει απόλυτα το παρελθόν. Ήδη στις περιοχές που έχουν καταλάβει επιβάλλουν στους άντρες να αφήσουν ξανά μούσια και να πηγαίνουν ανελλιπώς στα τεμένη, ενώ πιέζουν τις οικογένειες να παντρέψουν τα κορίτσια τους-τα περισσότερα από αυτά ανήλικα- με τους μαχητές τους και απαγορεύουν στις γυναίκες να βγουν χωρίς ενήλικο άντρα συνοδό από το σπίτι τους. Ήδη, οι γυναίκες της χώρας τρέμουν μπροστά σε αυτό που τις περιμένει.

Παλεύοντας να αποκτήσουν φωνή

Εξάλλου παρά την εξέλιξη που υπήρξε τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση για τις γυναίκες του Αφγανιστάν ούτως ή άλλως δεν είχε αλλάξει ριζικά. Η 28χρονη Ζάχρα Τζόγια, η οποία είναι δημοσιογράφος, συχνά ένιωθε ότι στο χώρο της δεν υπήρχε άλλη γυναίκα. «Ήταν ένας μοναχικός χώρος που εξουσιάζονταν πλήρως από άντρες. Αυτοί έπαιρναν τις αποφάσεις για το ποιες ιστορίες ήταν σημαντικές και ποιες όχι», αναφέρει στον  Guardian.

«Υπάρχουν τόσο λίγες γυναίκες δημοσιογράφοι στην Καμπούλ. Σχεδόν δεν υπάρχουν καθόλου γυναίκες ρεπόρτερ που να καλύπτουν πολιτικά γεγονότα ή συνεντεύξεις τύπου ακόμα και σε υποθέσεις που επηρεάζουν κυρίως τις γυναίκες», τονίζει.

Η ίδια ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει την ανδροκρατούμενη δημοσιογραφία και τον περασμένο Νοέμβριο ξεκίνησε την ιστοσελίδα Rukhshana Media, στην οποία φιλοξενούνται ιστορίες για τις γυναίκες του Αφγανιστάν γραμμένες από τις ίδιες.

Το όνομα της ιστοσελίδας της δεν ήταν τυχαίο. «Το 2015, ένα κορίτσι που ονομαζόταν Ρουκσάνα (Rukhshana) από την επαρχία Γκορ κατηγορήθηκε για μοιχεία και το έσκασε από το σπίτι της. Προσπαθούσε να δραπετεύσει από έναν γάμο που της είχε επιβληθεί. Το αγόρι που έφυγε μαζί της τιμωρήθηκε με 100 μαστιγώματα με την κατηγορία της «αναίδειας» για το ίδιο έγκλημα, αλλά η Ρουκσάνα λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου. Από την ημέρα που είδα το βίντεο με τον δημόσιο λιθοβολισμό της, η ιστορία της έμεινε για πάντα μαζί μου», αναφέρει η Τζόγια.

Στην σύντομη ύπαρξή του, το Rukhshana μπόρεσε να πει συγκλονιστικές ιστορίες του αγώνα που κάνουν οι Αφγανές γυναίκες για να επιβιώσουν και προσέφερε φωνή σε ντόπιες δημοσιογράφους. Τα άρθρα τους αφορούν γυναικολογικά θέματα, την ενδοοικογενειακή και σεξουαλική βία με την οποία έρχονται αντιμέτωπες, τις διακρίσεις εξαιτίας του φύλου της και πολλά ακόμα θέματα.

«Πολύ συχνά στη χώρα μας οι ιστορίες των Αφγανών γυναικών αποφασίζονται από τους Αφγανούς άντρες ή από διεθνείς δημοσιογράφους από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ενώ η παρουσία μας στα μίντια του Αφγανιστάν αναγνωρίζεται ως ένα παράδειγμα «γυναικείας ενδυνάμωσης», δεν μας δίνεται ιδιαίτερη προσοχή ή ο χώρος για να αποφασίσουμε ποια ιστορία πρέπει να καλυφθεί και πώς. Για παράδειγμα μπορεί να αναφερθούν σε μια υποθεση βιασμού, αλλά δεν μιλάνε ποτέ για το πώς είναι η ζωή της επιζήσασας μετά από αυτό. Στο Rukhshana Media προσπαθούμε να παρουσιάσουμε την ιστορία από την πλευρά των γυναικών του Αφγανιστάν», αναφέρει η Τζόγια.

Η διαδρομή της Τζόγια για να γίνει δημοσιογράφος δεν ήταν εύκολη. Η ίδια μεγάλωσε ενώ στην εξουσία ηταν οι Ταλιμπάν τη δεκαετία του ’90, μια εποχή κατά την οποία τα κορίτσια απαγορευόταν να πηγαίνουν στο σχολείο. Έτσι, η Τζόγια αναγκαζόταν να ντύνεται αγόρι για να μπορέσει να συνεχίσει την εκπαίδευσή της. «Οι Ταλιμπάν έκλεισαν όλα τα σχολεία για κορίτσια και μόνο τα αγόρια επιτρεπόταν να πάνε. Εγώ ήμουν ανένδοτη ότι ήθελα να σπουδάσω και έτσι ντύθηκα αγόρι, πήρα το όνομα Μοχάμεντ και γράφτηκα στο σχολείο», θυμάται.

«Δεν θέλω να επιστρέψουμε σε εκείνες τις μέρες. Γι’ αυτό υπάρχει το Rukhshana. Η προσπάθειά μου και η ελπίδα μου είναι να χτίσουμε ένα ισχυρότερο Αφγανιστάν, το οποίο θα περιλαμβάνει τις φωνές μας, τις φωνές των γυναικών», τονίζει.

Ωστόσο, η προσπάθειά της μόνο εύκολη δεν είναι. «Η ασφάλεια γίνεται όλο και χειρότερη και οι ρεπόρτερ μου παλεύουν με τις δυσκολίες του ρεπορτάζ από την πρώτη γραμμή, η οποία αλλάζει συνεχώς».

Από τότε που άνοιξε το Rukhshana, η βία και οι επιθέσεις των εξτρεμιστών στη χώρα γιγαντώθηκαν. Μόνο το 2020 σκοτώθηκαν πάνω από 3.000 άμαχοι, σύμφωνα με την ανεξάρτητη επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Αφγανιστάν. Αυτό συνοδεύτηκε και από μια σειρά στοχευμένων δολοφονιών δημοσιογράφων, εργαζομένων στην κυβέρνηση και επισήμων, για τις οποίες η κυβέρνηση του Αφγανιστάν κατηγόρησε κατά κύριο λόγο τους Ταλιμπάν. 

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το Αφγανιστάν θεωρείται σήμερα η πιο επικίνδυνη χώρα για τους δημοσιογράφους και τα πράγματα γίνονται χειρότερα για τις γυναίκες δημοσιογράφους, οι οποίες είναι πιο πιθανό να δολοφονηθούν. Τον Μάρτιο, τρεις μαθήτριες λυκείου που απασχολούνταν ως δημοσιογράφοι μερικής απασχόλησης σε ένα τοπικό μέσο στο Τζαλαλαμπάντ δολοφονήθηκαν. Το ίδιο και μια δημοσιογράφος και μαχήτρια των γυναικείων δικαιωμάτων. Πυροβολήθηκε μέσα στο αυτοκίνητό της μαζί με τον οδηγό της. Καθώς οι Ταλιμπάν προελαύνουν στη χώρα, οι γυναίκες δημοσιογράφοι αναγκάζονται να δουλεύουν κρυφά χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Το να προσπαθήσει να συντηρήσει οικονομικά την ιστοσελίδα είναι μια ακόμα πρόκληση, λέει η Τζόγια καθώς παλεύει ουσιαστικά μόνη της. 

«Θα προσπαθήσω να συνεχίσω όσο μπορώ. Βλέπω το Rukhshana σαν μια πηγή ελπίδας για πολλές γυναίκες. Το Αφγανιστάν μπορεί να μην έχει πολλά, αλλά είναι η φωνή μας και πρέπει να το διατηρήσουμε», τονίζει.

Παρακαλώ, προσευχηθείτε για μένα

Μια άλλη νεαρή δημοσιογράφος, η οποία θέλει να παραμείνει ανώνυμη, μοιράστηκε τη δική της ιστορία στον Guardian περιγράφοντας τον πανικό και τον φόβο της που την αναγκάζουν να κρυφτεί καθώς οι περιοχές πέφτουν στα χέρια των Ταλιμπάν. Η ίδια αφηγείται:

«Πριν από δύο μέρες έπρεπε να εγκαταλείψω το σπίτι και τη ζωή μου στον βορρά του Αφγανιστάν, αφού οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την πόλη μου. Προσπαθώ ακόμα να ξεφύγω και δεν υπάρχει ασφαλές μέρος για μένα. 

Μέχρι την περασμένη εβδομάδα ήμουν δημοσιογράφος. Σήμερα, δεν μπορώ να γράψω χρησιμοποιώντας το όνομά μου ή να πω από πού είμαι ή πού βρίσκομαι. Ολόκληρη η ζωή μου καταστράφηκε μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Είμαι τόσο φοβισμένη και δεν ξέρω τι θα μου συμβεί. Θα επιστρέψω ποτέ στο σπίτι μου; Θα δω ξανά τους γονείς μου; Πού θα πάω; Η εθνική οδός είναι μπλοκαρισμένη και από τις δύο πλευρές. Πώς θα επιβιώσω;

Η απόφασή μου να εγκαταλείψω το σπίτι και τη ζωή μου δεν ήταν σχεδιασμένη. Έγινε πολύ ξαφνικά. Τις προηγούμενες μέρες ολόκληρη η επαρχία όπου ζούσα έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν. Τα μόνα μέρα που ελέγχει ακόμα η κυβέρνηση (σημ. ως τις 10 Αυγούστου που γράφτηκε η μαρτυρία της) είναι το αεροδρόμιο και μερικά αστυνομικά τμήματα. Δεν είμαι ασφαλής επειδή είμαι μια 22χρονη γυναίκα και ξέρω ότι οι Ταλιμπάν αναγκάζουν τις οικογένειες να δώσουν τα κορίτσια τους ως νύφες στους μαχητές τους. Δεν είμαι επίσης ασφαλής επειδή είμαι δημοσιογράφος και οι Ταλιμπάν θα ψάξουν εμένα και όλους τους συναδέρφους μου.

Οι Ταλιμπάν αναζητούν ήδη τους ανθρώπους που θέλουν να στοχοποιήσουν. Το Σαββατοκύριακο με κάλεσε ο διευθυντής μου και μου είπε να μην απαντήσω σε κανένα άγνωστο νούμερο. Μου είπε ότι εμείς, ειδικά οι γυναίκες, πρέπει να κρυφτούμε και να δραπετεύσουμε από την πόλη αν μπορούμε.

Καθώς μάζευα τα πράγματά μου άκουγα σφαίρες και ρουκέτες. Αεροπλάνα και ελικόπτερα πετούσαν χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας. Γίνονταν μάχες στον δρόμο έξω από το σπίτι μας. Ο θείος μου προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βρω ένα ασφαλές μέρος κι έτσι άρπαξα το τηλέφωνό μου και ένα «χαντάρι» (μια πλήρης αφγανική μπούρκα) και έφυγα. Οι γονείς μου δεν έφευγαν παρόλο που το σπίτι μας βρισκόταν πλέον στην πρώτη γραμμή των μαχών στην πόλη. Καθώς η ρίψη ρουκετών γινόταν πιο έντονη με παρακάλεσαν να φύγω καθώς ήξεραν ότι σύντομα όλες οι οδοί διαφυγής από την πόλη θα κλείσουν. Έτσι, τους άφησα και έφυγα με τον θείο μου. Δεν τους έχω μιλήσει από τότε καθώς τα τηλέφωνα στην πόλη δεν λειτουργούν πια.

Βγαίνοντας από το σπίτι αντικρίσαμε το χάος. Ήμουν μια από τις τελευταίες γυναίκες που είχαν μείνει στη γειτονιά μου και προσπαθούσαν να φύγουν. Έβλεπα τους Ταλιμπάν μαχητές ακριβώς έξω από το σπίτι μας στον δρόμο. Ήταν παντού. Ευτυχώς, είχα το χαντάρι μου αλλά ακόμα κι έτσι φοβόμουν ότι θα με σταματήσουν ή θα με αναγνωρίσουν. Έτρεμα καθώς περπατούσα, αλλά προσπαθούσα να μην δείχνω φοβισμένη.

Λίγο μετά αφού φύγαμε, μια ρουκέτα προσγειώθηκε δίπλα μας. Θυμάμαι ότι ούρλιαζα και έκλαιγα, γυναίκες και παιδιά τριγύρω μου έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση. Ήταν σα να έχουμε εγκλωβιστεί όλοι σε μια βάρκα και να έχει ξεσπάσει γύρω μας μια μεγάλη καταιγίδα.

Καταφέραμε να μπούμε στο αυτοκίνητο του θείου μου και ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε προς το σπίτι του, το οποίο βρίσκεται 30 λεπτά έξω από την πόλη. Στο δρόμο μας σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου των Ταλιμπάν. Ήταν η πιο τρομακτική στιγμή της ζωής μου. Φορούσα το χαντάρι και με αγνόησαν, αλλά ανέκριναν τον θείο μου ρωτώντας τον πού πηγαίνουμε. Είπε ότι είχαμε επισκεφτεί ένα νοσοκομείο στο κέντρο της πόλης και πως τώρα επιστρέφαμε σπίτι. Ακόμα και όταν τον ανέκριναν, οι ρουκέτες συνέχισαν να πέφτουν και κάποιες από αυτές προσγειώνονταν κοντά στο σημείο ελέγχου. Τελικά, μας άφησαν να φύγουμε.

Ακόμα και όταν φτάσαμε στο χωριό του θείου μου, δεν ήταν ασφαλές. Το χωριό του ήταν υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν και πολλοί από τους συγχωριανούς του είναι συμπαθούντες των Ταλιμπάν. Λίγες ώρες αφού φτάσαμε μάθαμε ότι κάποιοι γείτονες κατάλαβαν ότι με κρύβει και γι’ αυτό έπρεπε να φύγουμε. Είπαν ότι οι Ταλιμπάν ήξεραν ότι είχα φύγει από την πόλη και αν έρχονταν στο χωριό και με έβρισκαν θα τους σκότωναν όλους.

Βρήκαμε ένα άλλο μέρος για να κρυφτώ, στο σπίτι ενός μακρινού συγγενή. Έπρεπε να περπατήσουμε ώρες με εμένα να φορώ ακόμα το χαντάρι μου και μένοντας μακριά από κεντρικούς δρόμους, όπου θα μπορούσαν να είναι οι Ταλιμπάν. Εδώ βρίσκομαι τώρα. Μια αγροτική περιοχή, όπου δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό ή ηλεκτρισμός. Υπάρχει ελάχιστο σήμα στο κινητό μου και είμαι αποκομμένη από τον κόσμο.

Οι περισσότερες γυναίκες και κορίτσια που ξέρω έπρεπε να δραπετεύσουν από την πόλη και να προσπαθήσουν να βρουν κάποιο καταφύγιο. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι και να ανησυχώ για τις φίλες μου, τις γειτόνισσές μου, τις συμμαθήτριές μου, όλες τις γυναίκες του Αφγανιστάν. 

Όλες οι γυναίκες συνάδερφοί μου είναι τρομοκρατημένες. Οι περισσότερες έχουν καταφέρει να φύγουν από την πόλη και προσπαθούν να φύγουν και από την επαρχία αλλά είμαστε τελείως περικυκλωμένοι. Όλες μας έχουμε μιλήσει και ταχθεί κατά των Ταλιμπάν και τους έχουμε εξοργίσει μέσα από την δημοσιογραφία μας.

Τώρα τα πάντα είναι τεταμένα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συνεχίσω να τρέχω και να ελπίζω ότι θα ανοίξει σύντομα κάποια διαδρομή που θα με οδηγήσει εκτός της επαρχίας. Παρακαλώ προσευχηθείτε για μένα».

Οι… ανεξάρτητες

Στο Αφγανιστάν υπάρχει ένα αρχαίο ρητό σύμφωνα με το οποίο «μια γυναίκα φεύγει από το σπίτι του πατέρα της με τα λευκά νυφικά της ρούχα και μπορεί να επιστρέψει μόνο σε λευκό σάβανο». Η βαθιά και πατριαρχική κοινωνία – ακόμα και χωρίς τους Ταλιμπάν- ουσιαστικά απαγορεύει στις γυναίκες να πάρουν διαζύγιο. Όσες το τολμούν βρίσκονται αποκομμένες ακόμα και από τις ίδιες τους τις οικογένειες και την κοινωνία παλεύοντας ακόμα και για βασικά δικαιώματα, όπως το να νοικιάσουν ένα σπίτι καθώς γι’ αυτό απαιτείται να μπει ως εγγυητής κάποιος άντρας.

Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία υπολογίζεται ότι μερικές χιλιάδες γυναίκες στη χώρα έχουν τολμήσει να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους και ζουν μόνες τους είτε επειδή χώρισαν είτε επειδή χήρεψαν είτε επειδή είναι ανύπαντρες. Αν και για τους περισσότερους η διαφυγή είναι μια επιλογή, γι’ αυτές τις γυναίκες δεν υπάρχει κανείς να τις βοηθήσει και πουθενά να πάνε.

Η απομόνωση που φέρνει ούτως ή άλλως η απόφασή τους στην αφγανική κοινωνία πλέον μετατρέπεται σε τρομακτική απειλή καθώς οι Ταλιμπάν κυριαρχούν και πάλι στη χώρα. Η απαγόρευση της εξόδου των γυναικών από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία κάποιου άντρα κηδεμόνα και ο εξαναγκασμός πολλών γυναικών να παντρευτούν μαχητές προμηνύουν ένα εφιαλτικό μέλλον γι’ αυτές τις γυναίκες που δεν έχουν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους.

Η Ρόκια και η Ταχίρα (ψευδώνυμα), οι οποίες είναι και οι δύο χωρισμένες, ζουν μαζί σε ένα διαμέρισμα στην Καμπούλ. Κανείς από τις οικογένειές τους δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί τους από τότε που χώρισαν, ωστόσο οι δύο γυναίκες κατάφεραν να σταθούν χωρίς καμία βοήθεια στα πόδια τους και να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους, η οποία όμως είναι πια πιο επισφαλής από ποτέ. Η πρωτεύουσα δεν έχει ακόμα καταληφθεί από τους Ταλιμπάν, αλλά και μόνο αυτή η προοπτική τις τρομάζει.

«Αν οι Ταλιμπάν καταλάβουν την Καμπούλ, δεν θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να ζούμε τις ανεξάρτητες ζωές που ζούμε σήμερα. Δεν θα μας αφήνουν ούτε να βγούμε από το σπίτι μας γιατί δεν έχουμε «μαχραμς» (άντρες κηδεμόνες)», αναφέρει η Ρόκια στον Guardian.

«Ανησυχούμε πολύ για τους αναγκαστικούς γάμους με τους Ταλιμπάν. Αν έρθουν να μας αναγκάσουν θα αυτοκτονήσουμε. Είναι  η μόνη εναλλακτική για εμάς», λέει η Ταχίρα.

Από την άλλη στην επαρχία Παρβάν ζει η 35χρονη Σανομπάρ (ψευδώνυμο) με την αδερφή της. Οι γονείς τους πέθαναν λίγο μετά την πτώση των Ταλιμπάν και ο μοναδικός αδερφός τους σκοτώθηκε δέκα χρόνια μετά σε τροχαίο. Οι δυο αδερφές έμειναν πλέον μόνες τους και δεν μπορούσαν πια να πάνε στο σχολείο.

«Ήθελα να γίνω γιατρός και να βοηθήσω την κοινότητά μου. Ήθελα να κάνω τόσα πολλά, αλλά οι τραγωδίες και η φτώχεια μας έδεσαν τα χέρια», λέει η Σανομπάρ. Οι δυο αδερφές ζουν σε μια περιοχή όπου η ντόπια παράδοση υπαγορεύει ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να έχουν σχέσεις με μια οικογένεια αν δεν υπάρχει κάποιος άντρας στο σπίτι. Έτσι, οι δυο εγκαταλείφθηκαν παντελώς. «Οι γείτονές μας έκοψαν όλες τις επαφές μαζί μας. Είμαστε μόνες», προσθέτει.

Παρά την απομόνωση από την συντηρητική κοινωνία τους, οι δυο αδερφές μπόρεσαν να κερδίζουν τα προς το ζην ράβοντας στο σπίτι. Χάρη στη δουλειά τους μπόρεσαν να κλείσουν μια συμφωνία με το γραφείο του εισαγγελέα στην Παρβάν, ώστε να ράψουν τις στολές για τους κρατούμενους. Έτσι, κερδίζουν 6.000 αφγκανί (63 ευρώ) το μήνα και μπορούν να επιζήσουν.

Ωστόσο, με τους Ταλιμπάν να είναι όλο και πιο κοντά στην επαρχία τους οι δυο τους ανησυχούν καθημερινά πάρα πολύ. Τους τελευταίους μήνες έχασαν όλη τη δουλειά τους εξαιτίας των επιθέσεων των Ταλιμπάν και καθώς η κατάσταση εντείνεται η αβεβαιότητα μεγαλώνει.

«Δεν έχουμε να πάμε πουθενά, δεν έχουμε χρήματα, δεν μπορούμε να πληρώσουμε ούτε το ενοίκιο του επόμενου μήνα. Κάθε βράδυ ο φόβος ότι οι Ταλιμπάν θα μπουν στο σπίτι μας μάς κρατάει ξύπνιες», αναφέρει η Σανομπάρ.