Ο... αιρετικός


Μια μέρα σαν σήμερα το 2000 έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Διαβάστε τι έγραψε για τον φασισμό, την Ελληνική Επανάσταση και τον καπιταλισμό

«Το να γεννηθείς άνθρωπος είναι ήδη ένα πρόβλημα. Το να γεννηθείς Ελληνας είναι ένα δεύτερο πρόβλημα. Αν όμως είσαι άνθρωπος, Ελληνας και κομουνιστής μαζί, χέστα! Στο αρχικό υπαρξιακό σου πρόβλημα προσθέτεις ένα αιματολογικό, και στο αιματολογικό ένα ιδεολογικό, οπότε τα πράγματα μπερδεύονται πολύ. Εδώ οι άλλοι δυσκολεύονται να τα καταφέρουν μόνο με την ιδιότητα του Ελληνα, και συ περιμένεις να τα καταφέρεις με την ιδιότητα του ανθρώπου, του Ελληνα και την επιπρόσθετη του κομουνιστή;» έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τον εαυτό του και αυτοχαρακτηριζόταν «τυπικός εκπρόσωπος της χαμένης γενιάς» και εξηγούσε «αυτής που στον πόλεμο ήταν παιδιά, στον εμφύλιο πόλεμο έφηβοι, στην πρώτη καραμανλική περίοδο περίπου νέοι άντρες, στη χούντα άντρες απλά, και σήμερα, που όλα καταρρέουν, είτε ώριμοι είτε ετοιμόρροποι άντρες, έτοιμοι είτε για τη συγκομιδή είτε για την κατεδάφιση. Αυτός που υπογράφει τούτα τα κείμενα έτυχε να ζήσει ολόκληρη αυτή τη δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο από μέσα και να βιώσει καταστάσεις που συχνά ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του ρεαλισμού για να αγγίξουν τα όρια του σουρεαλισμού. Κατά κάποιο τρόπο, αυτά τα κείμενα είναι η σουρεαλιστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας».

Χαρακτηρίστηκε «αιρετικός» για τις απόψεις του αλλά ακόμα και όσοι διαφωνούσαν κάθετα μαζί του παραδέχονταν (έστω ενδόμυχα) ότι ήταν μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου. Με την ιδιοσυγκρασία, τη γραφή και τον λόγο του, ακόμα και με τις αντιφάσεις του ήταν ξεχωριστός και πάντα είχε ενδιαφέρον. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 έφυγε σε ηλικία 66 ετών χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Πίσω του άφησε όμως ένα πλούσιο συγγραφικό έργο και μια σειρά κειμένων από την περίοδο που αρθρογραφούσε. Σας παρουσιάζουνε τρία χαρακτηριστικά κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη και παράλληλα κάποιες τηλεοπτικές του εμφανίσεις που άφησαν εποχή.

Για τον φασισμό:

«Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ' ουσίαν.

Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους. Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα.

Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ' το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες. Και τα πλήθη ουρλιάζουν "ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας"! Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ' τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην "ανώτερη τάξη".

Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην "ανώτερη τάξη". Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο. Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην "ανώτερη τάξη".

Το Φολκσβάγκεν ( το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ. Αλλά υπάρχει ακόμα. Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληχτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει. Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός. Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ. Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ' αριστερά.

Κάτω απ' αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμό συνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ' τον καταχτητή που, βέβαια, δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.

Όχι όμως και τους Γερμανούς. Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ' αυτή των μεσογειακών λαών. Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή ."

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. (Κεφάλαιο 15. Ο ελληνοϊταλικός Πόλεμος (της Αλβανίας) σελ. 153-154).

Για τον καπιταλισμό:

«…Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο.

Ο καπιταλισμός, λοιπόν, έκανε καταμερισμό έργου και στην ηθική. Τοποθέτησε το «κακό» σε τούτο τον κόσμο και το «καλό» στον άλλο, ώστε οι κακοί να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σε τούτο τον κόσμο και οι καλοί να παίζουν το κομποσκοίνι τους (ίσως και κάτι άλλο) όσο οι κακοί κάνουν «καλές δουλειές». Έτσι γινόταν πάντα στην ιστορία, αλλά ο καπιταλισμός επιτέλους είπε τα πράγματα με τ ’ όνομά τους. Δηλαδή, δεν το βροντοφώναξε τ ’ όνομα. Το είπε από μέσα του για να μην τ ’ ακούσουν οι χαχόλοι και σταματήσουν να σκοτώνονται, για το βασιλιά (κοίτα να δεις πλάκα) και την πατρίδα.

Γι’ αυτό και πρόκοψε τόσο γρήγορα ο καπιταλισμός. Πρόκοψε, που λέτε, γιατί αναγνώρισε πως η ιστορία είναι «κακή» απ’ την ίδια τη φύση. Θέλω να πω, πως αναγνώρισε ότι η ιστορία φτιάχνεται και από τους ηθικούς και από τους ανήθικους, εναλλάξ ή κατά ζεύγος. Θέλω να πω, μ ’ άλλα λόγια, πως η ιστορία δεν δίνει πεντάρα για την ηθική. Μπορεί να κλαψουρίζουν οι άνθρωποι μετά από κάθε μάχη, πάντως ο αγώνας δόθηκε και κερδήθηκε , κι αυτό έχει σημασία. Αν δοθεί χωρίς να κερδηθεί, τότε κλάψτα – και δικαίως. Στον καπιταλισμό μετράει μόνο η αποτελεσματικότητα, και ποτέ η ηθική πρόθεση.

Αυτό, βέβαια, γινόταν πάντα κι αυτό έκαναν και τα προγενέστερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα. Όμως, ο καπιταλισμός επιδίωξε την αποτελεσματικότητα παντί τρόπω και γι’ αυτό ακριβώς πρόκοψε και μεγαλούργησε. Σκέψου να κατακτάς την Αμερική, χωρίς, λέει, να σκοτώσεις ούτε έναν Ινδιάνο! Σκέψου να σου επιτίθονται οι φίλοι και γείτονες Τούρκοι για να σε λεηλατήσουν και συ, λέει, να τους λες: Μα, γιατί το κάνατε αυτό παιδιά; Δεν είναι ευγενικό! Μη με υποχρεώσετε να σας σκοτώσω και χάσω τον Παράδεισο στα καλά καθούμενα!

Λοιπόν, ας αφήσουμε την πλάκα κι ας το πούμε καθαρά για να το καταλάβουν και οι… εθνικόφρονες (λες;) Το ήθος μετράει και στον άνθρωπο και στις κοινωνίες. Η ηθική όμως δεν μέτρησε ποτέ και σε τίποτα. Μπορεί κάποιοι να κέρδισαν τον Παράδεισο χάρη στην ηθική, αλλά μη μου ζητάτε περισσότερες πληροφορίες γι αυτούς, γιατί θα δυσκολευτώ να τις διασταυρώσω.

Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο.

Ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Θέλω να πω πως ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας έτσι, γιατί κάποιοι από εμάς είμαστε ηθικοί και τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προϋπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός. Στη διαλεκτική σκέψη το καλό και το κακό σχηματίζουν διαλεκτικό δίπολο».

+Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, «Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), σ 47 – 49 ( από το κεφάλαιο «Η αναγκαιότητα της ανηθικότητας»). 

Για την ελληνική επανάσταση

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Επανάσταση του 1821 ήταν όντως επανάσταση. Αλλά με μια έννοια εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που της δίνουν τα σχολικά εγχειρίδια και οι επίσημες Ιστορίες, που φαίνεται πως αγνοούν τη ση­μασία της λέξης. Επανάσταση, λοιπόν, σημαίνει εξέγερ­ση μέρους του λαού μιας συγκεκριμένης εθνότητας εναντίον μέρους του ίδιου λαού της ίδιας εθνότητας.

Η Γαλλική Επανάσταση, για παράδειγμα, ήταν επανά­σταση, γιατί κάποιοι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον άλ­λων Γάλλων. Το ίδιο και η Οκτωβριανή Επανάσταση.

Ο πόλεμος που τελείται στη διάρκεια μιας επανά­στασης η οποία, σημειωτέον, δεν καταλήγει αναγκα­στικά σε πόλεμο, αφού οι διαφορές μπορούν να διευ­θετηθούν και με διαπραγματεύσεις, είναι αναγκαστικά εμφύλιος (πόλεμος ανάμεσα σε μέλη της ίδιας φυλής). Γιατί, λοιπόν, η Ελληνική Επανάσταση ονομάστηκε· επανάσταση; Αν οι Έλληνες πολεμούσαν τους Τούρκους, θα έπρεπε να έχουμε, απλώς, έναν «απελευθε­ρωτικό πόλεμο», με στόχο την εκδίωξη του κατακτητή από εδάφη που κατοικούνταν από μια συγκεκριμένη εθνότητα, που επιθυμούσε να αυτοδιοικηθεί και να αυτονομηθεί (να θεσπίζει η ίδια τους νόμους).

Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ δεν είναι αίτημα επαναστατικό, αλ­λά εθνικό, που το βάζει μια ετερονομούμενη εθνότητα (που υπακούει στους νόμους που θέσπισε μια άλλη εθνότητα). Σε τελική ανάλυση, το «εθνικό κράτος» δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των Κανόνων Δικαίου, που συνιστούν την έννοια του Κράτους και που είναι προσαρμοσμένοι στα ήθη και τον πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εθνότητας. (Διευκρινίζουμε πως η εθνότητα είναι έννοια πολιτιστική και το κράτος έννοια νομική).

Το γεγονός, λοιπόν, πως η Ελληνική Επανάσταση εξαρχής ονομάστηκε επανάσταση και όχι «απελευθε­ρωτικός πόλεμος», δηλώνει πως αυτοί που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων, δεν ήταν μόνο τα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας, π.χ. οι Έλληνες, αλλά όλες οι εθνότητες που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιο­χή της Ελλάδας.

Η Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν ήταν ενιαίο κράτος, ού­τε καν στην περίοδο της κλασικής αρχαιότητας που στηριζόταν στο διοικητικό σύστημα της πόλης- κρά­τους, κατοικούνταν από μια πανσπερμία εθνοτήτων, περίπου όμοιας εθνολογικής σύνθεσης μ’ αυτή που εί­χε ολόκληρη η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός πως οι κάτοικοι αυτής της περιοχής μιλού­σαν ελληνικά, δε σημαίνει τίποτα από εθνολογική άποψη. Η ελληνική γλώσσα, εξαιτίας ακριβώς της τελειότητάς της, ήταν για αιώνες διεθνής.

Και θα ήταν και σήμερα, αν δεν έχανε για λίγους ψή­φους στο Κογκρέσο των πρώτων Πολιτειών που συναποτέλεσαν τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μπή­κε το πρόβλημα ποια γλώσσα έπρεπε να μιλούν οι κά­τοικοι του υπό σύστασιν νέου πολυεθνικού κράτους. Τελικά, κέρδισε η αγγλική εξαιτίας της κυριαρχίας των αγγλικής καταγωγής αποίκων -κι αυτό ήταν το πιο σοβαρό ατύχημα που συνέβη ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα και της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των πολυεθνικών κρατών των επιγόνων του και της πολυεθνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, κάποτε η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό έθνος, που δε μιλούσε ολόκληρο και κατ’ ανάγκη την ελληνική γλώσσα, κατάντησαν να γίνουν δολίως συνώ­νυμα. Αργότερα, στο διεθνιστικό πολιτιστικό χαρακτη­ριστικό της ελληνικής γλώσσας προστέθηκε και το διε­θνιστικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας. Και, ω του θαύματος, από δύο διεθνιστικά χαρακτηριστικά γεννή­θηκε ένα εθνικό: Ο «ελληνοχριστιανισμός». Πρόκειται σαφέστατα περί λαθροχειρίας.

Οι λαοί, λοιπόν, που ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρ­κων, είχαν συνείδηση πως δεν ανήκαν στην ίδια εθνό­τητα και πως, αντίθετα, ανήκαν στο ίδιο καταπιεστικό Κράτος, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν μπορού­σαν, συνεπώς, να ονομάσουν την εξέγερσή τους «απε­λευθερωτικό πόλεμο», γιατί δεν ήταν μία και μόνο η εθνότητα που ζητούσε τη δημιουργία αυτόνομου κρά­τους, που κατ’ ανάγκη δε θα μπορούσε να είναι εθνι­κό. Την ονόμασαν, λοιπόν, εξαρχής επανάσταση (ή «αγώνα για την ελευθερία»), γιατί η εξέγερση κατά της οθωμανικής εξουσίας (προσοχή: όχι μόνο κατά των Τούρκων, που άλλωστε πολέμησαν μαζί με τους Άρα­βες υποτακτικούς τους υπό τον Μοχάμεντ ‘Αλι), ήταν όντως ένας πολυεθνικός εμφύλιος πόλεμος, όπου μια πολυεθνική ενότητα λαών ξεσηκώθηκε ενάντια σε ένα άλλο κομμάτι ταυ ίδιου πολυεθνικού λαού.

ΠΡΑΓΜΑ που γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, κι από το γεγονός πως οι ‘Ελληνες Κοτζαμπάσηδες (οι προ­στατευόμενοι των Τούρκων προύχοντες – φεουδάρχες). καθώς και ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος σούρθηκαν στην επανάσταση με το ζόρι, και αφού καιροσκόπησαν για πολύ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, πως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μετά την απελευθέρωση, ζη­τούσε για φέουδό του ολόκληρη την Εύβοια κι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, που έγινε κατά λάθος εθνικός ήρωας, κρεμάστηκε απ’ τους Τούρκους εντε­λώς τυχαία, προς παραδειγματισμόν και μόνο και χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα, αφού ήταν φίλος εγκάρδιος των Τούρκων. Η πολιτική σκαρώνει συχνά τέτοια αστεία. Και η τούρκικη πολιτική ήταν πάντα αδίστακτη – και πάντα αποτελεσματική.

Το ότι έχασαν, τελικά, τον πόλεμο οι Τούρκοι στη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, δεν οφείλεται μόνο στον αναμφισβήτητο ηρωισμό των λαών που κατοικού­σαν εδώ, αλλά κυρίως στην απόφαση των μεγάλων δυνά­μεων της εποχής να δώσουν οπωσδήποτε μια λύση στο περίφημο «ανατολικό ζήτημα», δηλαδή στο πρόβλημα που δημιούργησε η καταρρέουσα πολυεθνική Οθωμα­νική Αυτοκρατορία. Κάτι έπρεπε να γίνει με τα συν­τρίμμια αυτής της Αυτοκρατορίας. Και η δημιουργία κρατών απ’ τα περιτρίμματα της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας ήταν πράγματι ένα τόσο πολύπλοκο πρό­βλημα, που δε βρήκε ακόμα την οριστική του λύση. Από δω και οι σημερινές διεκδικήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο. Από δω επίσης και η επικράτηση στη γλώσσα του λαού της έκφρασης «ανατολικό ζήτημα» για κάθε μακρόχρονη και άλυτη περιπλοκή. (Λέμε, «μην το κάνεις ανατολικό ζήτημα» ή «ανατολικό ζήτη­μα το έκανες».)

Ζήτημα δημιουργήθηκε όχι μόνο για την περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για το κέν­τρο της: Πού έπρεπε να περιοριστεί το υπό διαμόρφωσιν νέο τουρκικό κράτος; Στην αρχή, οι μεγάλες δυνά­μεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Αυστρο­ουγγαρία) αποφάσισαν να αυτονομήσουν το Κουρδι­στάν και την Αρμενία. ‘Εγινε, μάλιστα, λόγος και για τα παράλια της Μικρός Ασίας. Όμως, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής αποφάνθη­καν πως η πρώην κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μίκραινε πάρα πολύ. Και χάρισαν στο νέο τουρκικό κράτος τις παραπάνω περιοχές. ‘Ετσι, το «ανατολικό ζή­τημα» διαιωνίζεται πάντα και είναι ακόμα ενοχλητικό για όλους τους λαούς της πρώην Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων. Όλα τα σύνορα των κρατών που προέκυψαν απ’ τη σωριασμέ­νη σε ερείπια Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι λίγο ως πολύ τεχνητά. Όπως ήδη καταλάβαμε τεχνητά είναι και τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων με το πάντα ακανθώδες «ανατολικό ζή­τημα», καλό θα ήταν τα σύνορα των κρατών που προέ­κυψαν απ’ την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας να μείνουν εκεί που έτυχε να βρίσκονται σή­μερα. Γιατί κανείς δε θα μπορούσε να πει με σιγουριά πού θα έπρεπε να τοποθετηθούν τα σύνορα του κάθε εθνικού ή τεχνητά εθνικού κράτους, ειδικότερα σε τού­τη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι λα­οί και οι εθνότητες συμφύρονται από αρχαιοτάτων χρό­νων.

Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, που με το τρομερό βιβλίο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκ­δοση του συγγραφέα) μας προμήθευσε τα ερεθίσματα και για το σημερινό έκτο ομοθεματικό κείμενο, λέει πως στην Ελληνική Επανάσταση πήραν μέρος όχι μόνο Αρβανίτες και Βλάχοι (αυτό δεν αμφισβητείται) αλλά και 430.000 περίπου μωαμεθανοί κατά το θρήσκευμα, που άλλοι απ’ αυτούς ήταν Τούρκοι στην καταγωγή, πλήρως εξαθλιωμένοι απ’ την αυταρχικότητα του Οθωμανικού Κράτους και άλλοι Έλληνες που ασπά­στηκαν το μωαμεθανισμό και που δεν ήταν λίγοι.

Βέβαια, η πολιτική ηγεσία της επανάστασης έμεινε στα χέρια των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων αστών της διασποράς. Αλλά αυτοί δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε χωρίς τη μάχιμη συμμετοχή όλων των λαών, όλων των εθνοτήτων που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ελλάδας. Πράγμα που γίνεται φανερό κι από το γεγονός πως πάρα πολλοί απ* τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης δεν ήταν Έλ­ληνες, από φυλετική άποψη. ‘Ηταν όμως ‘Ελληνες από πολιτιστική άποψη, μιας και είχαν διαμορφώσει ήδη έναν πολιτισμό, που ωστόσο δεν είναι αμιγώς ελληνι­κός, αλλά προϊόν ανάμειξης πολλών και ποικίλων πολι­τιστικών στοιχείων.

ΣΗΜΕΡΑ δεν μπορούμε να μιλούμε σε τούτο τον τό­πο για «φυλετική καθαρότητα». Οι «καθαροί Έλλη­νες» είναι αποκύημα της φαντασίας ακαθάρτων εγκε­φάλων, που συνεχίζουν να μας εξαπατούν με ανύπαρ­κτα και φασίζοντα «αιματολογικά επιχειρήματα». ‘Αλ­λωστε, μόνο ο Χίτλερ τόλμησε να μιλήσει ηλιθίως περί «καθαρότητας του αίματος». Γιατί, λοιπόν, τον μιμούν­ται τόσοι πολλοί σε τούτο τον πολυεθνικό τόπο; Μα, διότι είναι καθησυχαστικό από -ψυχολογική άποψη να νιώθει κανείς πως είναι μέλος μιας «μεγάλης οικογένει­ας» που λέγεται έθνος. ‘Ολοι φαίνεται πως έχουν ξεχά­σει τον άψογο ορισμό του Ισοκράτη, σύμφωνα με τον οποίο Έλληνες είναι αυτοί που μετέχουν της Ελληνι­κής Παιδείας.

Απ’ αυτή την άποψη δεν καταλαβαίνω γιατί είναι περισσότερο ‘ Ελληνας ο ελληνικά απαίδευτος δημαγω­γός Χ από τον Βιλαμόβιτς και τον Τζορτζ Τόμψον, για παράδειγμα. Θάψαμε πρόσφατα με τιμές τον Αγγλοεβραίο Κάρολο Κουν, αλλά δεν τολμήσαμε να πούμε πως η αγγλοεβραιοελληνική του καταγωγή (η μάνα του ήταν Ελληνίδα) δεν τον εμπόδισε καθόλου να μετέχει της ελληνικής παιδείας όσο λίγοι «καθαρόαιμοι».

Τηρουμένων των αναλογιών πολιτιστικής προσφοράς και πολιτιστικού μεγέθους, ανάμεσα στον Κουν και τους άλλους «φυλετικά νόθους» αυτού του τόπου, θα ήταν ηλίθιος όποιος αντιμετώπιζε π.χ. τον Τέρενς Κουίκ ως Άγγλο, γιατί Άγγλος είναι ο πατέρας του, και τη Μαρίζα Κωχ ως Γερμανίδα, γιατί Γερμανός είναι ο πατέρας της. Κι αν αυτούς τους επισημαίνει κανείς εύ­κολα απ’ τα ονόματά τους, τους Αρβανίτες, τους Βλά­χους και τους Σλάβους τους επισημαίνει δυσκολότερα, κυρίως γιατί είναι από αιώνες εγκατεστημένοι σε τούτo τον τόπο.

ΩΣΤΟΣΟ, πολλά επίθετα είναι αδιάψευστοι μάρτυ­ρες της φυλετικής προέλευσης τουλάχιστον των μισών Νεοελλήνων. Τα ονόματα Γκίκας, Γκέκας, Τόσκος και Κιοσές είναι τυπικά αρβανίτικα. Αρβανίτικο είναι επί­σης και το κοινότατο όνομα Σιδέρης, που δινόταν ως επαγγελματικός προσδιορισμός στους σιδεράδες Αρβα­νίτες, καθώς και όλα τα ονόματα που έχουν ως πρόθε­μα τη λέξη Αρβανίτης, όπως Αρβανιτάκης, Αρβανιτόπουλος κτλ.

Ομοίως, υπάρχει μια τεράστια σειρά ελληνικών επιθέ­των με πρόθεμα τη λέξη Βλάχος, όπως Βλαχόπουλος, Βλαχάκης, Βλαχογιάννης, Βλαχομήτρος κτλ. Εύκολα ξε­χωρίζουν επίσης ονοματολογικά και οι έχοντες προγό­νους Σλάβους: Στογιάννης, Στάϊκος κτλ. Η γλώσσα ήταν και παραμένει πάντα η πιο έγκυρη πηγή για την επιστήμη της Εθνολογίας. Όλοι ξέρουμε άλλωστε πως οι μισές από τις νεοελληνικές λέξεις είναι αρβανίτικες, τούρκικες, βλάχικες και σλάβικες. Κατά ποια λογική, λοιπόν, μιλούμε για «φυλετική καθαρότητα» σ’ έναν τό­πο που όλοι μας έχουμε στο γενεαλογικό μας δέντρο περισσότερους του ενός «αλλόφυλους» προγόνους; Και τι μπορεί να σημαίνει να είσαι Έλληνας  αν δε μετέ­χεις της ελληνικής παιδείας, κατά τον iσοκράτειο ορισμό;

Στην Ελλάδα, λέει ο Κακλαμάνης, λόγω της πολυε­θνικής της κοινωνικής σύνθεσης δεν υπήρχαν καταστά­σεις κοινές σε μεγάλες μάζες ανθρώπων, διότι η κατά­σταση μιας εθνότητας δεν είναι η κατάσταση της άλλης. Και η κατάσταση που ένωνε τους λαούς που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων σε τούτο τον τόπο ήταν η υπο­δούλωση ανθρώπων διαφορετικής εθνολογικής προέ­λευσης, μηδέ των φτωχών Τούρκων εξαιρουμένων. στον ίδιο δυνάστη – και πέραν τούτου ουδέν. Ούτε καν η ελληνική παιδεία. Διότι παιδεία δεν είναι τα κολλυβογράμματα του Κρυφού Σχολειού. Ούτε η αποστήθιση παραγράφων από την Αγία Γραφή. Άλλωστε, στο Κρυφό Σχολειό μάθαιναν γράμματα – στα παιδιά – όσα  τους μάθαιναν, τέλος πάντων – όχι, βέβαια, για να διαβάζουν τους κλασικούς στο πρωτότυπο, ή έστω σε με­τάφραση, αλλά για να «κοινωνούν της Αγίας Γραφής» στην έτσι κι αλλιώς ακατανόητη για τους πολλούς μετά­φραση των Εβδομήκοντα στην αλεξανδρινή διάλεκτο.

Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία έκανε καλά τη δουλειά της από εκκλησιαστική άποψη. Και έκανε πολύ καλά που έκανε καλά τη δουλειά της. Αλλά είναι τερατώδες να βαφτίζουμε εθνικό ένα έργο που εί­ναι μόνο θρησκευτικό, βάζοντας έτσι τα «ιστορικά θε­μέλια» για τη φριχτή απάτη που πήρε το ψευδώνυμο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Πρέπει να καταλά­βουμε επιτέλους πως «Έλληνες εισί, οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες» – και τίποτα περισσότερο.

+Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (1987)

Το βιογραφικό του

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, λόγω των αριστερών πεποιθήσεων του πατέρα του, που ήταν φιλόλογος και διώχθηκε για τις ιδέες του. Έζησε στο Βελβενδό της Κοζάνης, στην Καστοριά και κατά περιόδους στα βουνά της περιοχής. Όμως, οι κακουχίες και οι οικογενειακές διώξεις των γονέων του δεν τον πτόησαν, αλλά αντίθετα ατσάλωσαν τον χαρακτήρα του.

Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το 1959 γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει την τέχνη του κινηματογράφου. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, και το 1963 γύρισε δύο ταινίες μικρού μήκους. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίζεται ως κινηματογραφικός κριτικός στο καλλιτεχνικός περιοδικό της Αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης».

Το 1964 βρέθηκε στην Αλγερία, που μόλις είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία, κοντά στον τροτσκιστή διανοούμενο Μισέλ Πάμπλο (Μιχάλης Ράπτης), που ήταν σύμβουλος του τότε προέδρου της χώρας Αχμέντ Μπεν Μπελά έως το 1965, οπότε ανατράπηκε από τους στρατιωτικούς.

Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», μαζί με τον μετέπειτα διάσημο σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στις πρώτες του ταινίες.

Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εξέδωσαν το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος», το οποίο έκλεισε η χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας (υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη») εξέδωσε, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που έθεσε τα θεμέλια του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Το πρώτο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1969 και ο ίδιος παρέμεινε στη διεύθυνσή του έως 1973.

Μετά τη μεταπολίτευση, από το 1974 έως το 1983, εργάστηκε ως κινηματογραφικός κριτικός και συντάκτης στην εφημερίδα «Το Βήμα» και τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Έθνος», ως σχολιογράφος, αρθρογράφος και κινηματογραφικός κριτικός. Τον Οκτώβριο του 1998 απολύθηκε από τη διεύθυνση της εφημερίδας, επειδή υποστήριξε σθεναρά τη Μαλβίνα Κάραλη στη διαμάχη της με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Στη συνέχεια εργάστηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».

Από το 1965 έως το 1985 δίδαξε στη Σχολή Σταυράκου και σε πολλά κινηματογραφικά σεμινάρια στην γκαλερί «Ώρα», στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στην «Τέχνη» Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Το σεμινάριό του στην «Ώρα» εκδόθηκε σε βιβλίο με τον τίτλο «12 μαθήματα για τον κινηματογράφο» (1970).

Το συγγραφικό έργο

Το πιο δημοφιλές βιβλίο του παραμένει το ιστορικό ανάγνωσμα «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους». Είναι μία συνοπτική ιστορία της Ελλάδας από το 1830 έως το 1974, που επιμένει περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Γιατί όπως είχε πει: «Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα σύκα και τους προδότες προδότες και όχι εθνικούς ήρωες».

Άλλα βιβλία του Βασίλη Ραφαηλίδη: «Λεξικό Ταινιών», «Κινηματογραφικά θέματα», «Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», «Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας στον Αγγελόπουλο», «Κείμενα για τον Μαρξ», «Πολιτικά Ταξίδια», «Έλληνες και Νεοέλληνες», «Η περιπέτεια του μαρξισμού», «Η δύσκολη ζωή ενός Έλληνα», «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Οι λαοί της Ευρώπης», «Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων», «Στοιχειώδης Αισθητική», «Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι» και «Οι λαοί της Μέσης Ανατολής».

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Σεπτεμβρίου 2000, στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» της Αθήνας, καταβεβλημένος από τον καρκίνο.

Η κηδεία του ήταν θρησκευτική (καίτοι ο ίδιος άθεος), με πρωτοβουλία των δύο αδελφών του. Έγινε στο Ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων και τον επικήδειο εκφώνησε ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, με τον οποίο συχνά συγκρουόταν στα τηλεοπτικά παράθυρα.