Ο κατά συρροή δολοφόνος που έστελνε επιστολές γιατί άλλοι του είχαν πάρει τη... δόξα. Πώς ένα ψέμα οδήγησε δύο αθώους στη φυλακή και έγινε η αρχή του τέλος για τον Happy Face Killer
Στις 22 Ιανουαρίου 1990 η αστυνομία της κομητείας Μουλτόμα, στο Όρεγκον των ΗΠΑ, ενημερώθηκε πως κυνηγός βρήκε το πτώμα μιας γυναίκας. Βρισκόταν λίγα μέτρα από τον παράλληλο στον ποταμό Κολούμπια επαρχιακό δρόμο. Οι αστυνομικοί δεν δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν άψυχο κορμί της νεαρής κοπέλας. Ήταν φανερό πως είχε δολοφονηθεί. Το πρόσωπο της ήταν παραμορφωμένο από τα χτυπήμα και είχε σημάδια στραγγαλισμού στον λαιμό της. Παράλληλα το τζιν της ήταν κατεβασμένο στα πόδια και είχε αποκοπεί το κομμάτι με τα κουμπιά. Η νεκροψία επιβεβαίωσε ότι το θύμα είχε βιαστεί.
Πάνω της δεν βρέθηκαν έγγραφα και καταχωρήθηκε ως «Jane Doe» (αγνώστων στοιχείων). Η αστυνομία έφτιαξε ένα σκίτσο της και το έδωσε στον Τύπο ελπίζοντας κάποιος να την αναγνωρίσει. Μετά από κάποιες μέρες το τηλέφωνο χτύπησε στο τμήμα της Μουλτόμα. «Γεια σας. Παίρνω για το σκίτσο του κοριτσιού που βρέθηκε νεκρό. Είμαι σίγουρη ότι είναι η κόρη μου. Λέγεται Τόνια Μπένετ και είναι 23 ετών. Την έχουμε χάσει από τις 21 Ιανουαρίου» είπε η φωνή. Κάπως έτσι λύθηκε ένα μυστήριο και άρχισε να ξετυλίγεται ένα άλλο που οδήγησε σε μια από τις πιο περίεργες υποθέσεις κατά συρροή δολοφόνου στις ΗΠΑ. Το πρώτο βήμα για την αποκάλυψη του Happy Face Killer είχε γίνει.
Λαβέρν και Τζον
Στις 5 Φεβρουαρίου 1990 το αστυνομικό τμήμα της Μουλτόμα δέχθηκε ένα ακόμα τηλεφώνημα για την υπόθεση. Ήταν και πάλι μια γυναίκα η οποία όμως δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομα της. «Ήμουν σε ένα μπαρ και άκουσα έναν μεθυσμένο άντρα σε καυχιέται πως σκότωσε την Τόνια Μπένετ. Είναι ο Τζον Σοσνόβσκι» είπε και συλλάβισε το όνομα του. Ο τηλεφωνητής έγραψε λάθος το όνομα και η αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει το συγκεκριμένο άτομο. Μια εβδομάδα αργότερα η ίδια γυναίκα πήρε και πάλι τηλέφωνο. Αυτή τη φορά το όνομα καταγράφηκε σωστά και ο φάκελος του Σοσνόβσκι εντοπίστηκε. Ήταν ένας 39χρονος που είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τις αρχές. Ήταν αλκοολικός και συχνά γινόταν βίαιος. Μάλιστα εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε ελεύθερος με αναστολή. Το προφίλ ταίριαζε.
Οι αστυνομικοί επικοινώνησαν με τον υπεύθυνο της αναστολής του και όταν τον ενημέρωσαν για τις καταγγελίες τούς είπε ότι πιθανότατα η γυναίκα που έκανε τα τηλεφωνήματα ήταν η Λαβέρν Πάβλινακ, η 58χρονη σύντροφος του Σοσνόβσκι. Δυο ντετέκτιβ πήγαν στο σπίτι της και δεν χρειάστηκε να την πιέσουν ιδιαίτερα για να ομολογήσει. «Τον φοβάμαι γι' αυτό άργησα να πάρω τηλέφωνο. Γι' αυτό δεν είπα το όνομα μου. Πίνει και γίνεται πολύ βίαιος, ιδιαίτερα στο σεξ» υποστήριξε.
Αρχικά η η Πάβλινακ είπε ότι ο Σοσνόβκσι (μαζί στη φωτό) της είπε για τον φόνο ένα βράδυ που είχε πιεί. Έδωσε μάλιστα στους αστυνομικούς μια τσάντα στην οποία βρήκε ένα κομμάτι τζιν. Η ανάλυση όμως έδειξε ότι δεν ήταν το κομμάτι που έλειπε από αυτό που φορούσε η Μπένετ. Οι ντετέκτιβ πίεσαν την Πάβλινακ και «εμφάνισε» μια δεύτερη εκδοχή. «Εγώ έβαλα το τζιν στην τσάντα για να τον ενοχοποιήσω. Τον φοβάμαι πολύ. Η αλήθεια είναι ότι το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έχει μπλέξει. Μου ζήτησε να πάω να τον βρω και να πάρω μαζί μου μια κουρτίνα μπάνιου για να τυλίξουμε κάτι μεγάλο. Τον βρήκα σε μια στάση για φορτηγά. Το σώμα της Μπένετ ήταν στα πόδια του. Μου είπε ότι είναι νεκρή. Την βάλαμε στην κουρτίνα και την αφήσαμε εκεί που τη βρήκατε» είπε.
Η αστυνομία ζήτησε από την Πάβλινακ να τους πάει στη στάση που είχε συναντήσει τον Σοσνόβσκι αλλά και στο μέρος που άφησαν το πτώμα. Όταν πέρασαν από το σημείο με το αυτοκίνητο δεν είπε τίποτα. Λίγο μετά όμως ζήτησε από τον οδηγό να γυρίσει πίσω. Του ζήτησε να σταματήσει, κατέβηκε και έδειξε ένα σημείο. Ήταν ακριβώς εκεί που είχαν βρει νεκρή την Μπένετ. Οι αρχές ήταν πλέον σίγουρες για την αξιοπιστία της και συνέλαβαν τον Σοσνόβσκι. Αυτός αρνούνταν τα πάντα.
Περίπου δέκα μέρες μετά τη σύλληψη του, η Πάβλινακ τηλεφώνησε στις τρεις το πρωί στον ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση. «Νιώθω τύψεις, θέλω να πω την αλήθεια» του είπε. Στη νέα εκδοχή που παρουσίασε, η Μπένετ ήταν ζωντανή όταν συνάντησε τον Σοσνόβσκι. «Μιλούσαν μπροστά στο αυτοκίνητο έντονα αλλά σαν να φλέρταραν. Μου είπε ότι θα κάνει σεξ μαζί της και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Η Τόνια ήταν πάνω σε μια πόρτα και γελούσε. Ο Τζον (Σοσνόβσκι) μου έδωσε ένα σχοινί και μου είπε να το βάλω στο λαιμό της γιατί έτσι του αρέσει να το κάνει. Έπεσε πάνω της και άρχισε να τη χτυπάει, τη βίασε και μου έλεγε να τραβάω με δύναμη το σχοινί. Πιστεύω ότι ήμουν εγώ που την σκότωσα» είπε και ακολούθησε η σύλληψη της.
Η αστυνομία δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει άλλα στοιχεία και κάποιοι μάρτυρες κατέθεσαν πως το βράδυ που χάθηκε η Μπένετ η Παβλινακ έπαιζε σε ένα μπαρ μπιλιάρδο με δύο άγνωστους άντρες και όχι τον Σοσνόβσκι. Η τελευταία ομολογία όμως της Πάβλινακ θεωρήθηκε αξιόπιστη και η υπόθεση πήγε σε δίκη. Ο φερόμενος συνεργός της επέμενε πως είναι αθώος όμως τελικά, καθ' υπόδειξη του δικηγόρου του, δήλωσε ότι δεν αμφισβητεί την ομολογία της συντρόφου του. Γνώριζε πως με το μητρώο που είχε οι πιθανότητες να καταδικαστεί σε θάνατο ήταν πολλές.
Κατά τη διάρκεια της δίκης η Πάβλινακ εξέπληξε τους πάντες υποστηρίζοντας ότι όλα ήταν ένα ψέμα. «Όλα αυτά τα σκαρφίστηκα για να γλιτώσω από τον Τζον. Για δέκα χρόνια με κακοποιούσε και πίστεψα ότι έτσι θα τον ξεφορτωθώ. Τελικά πνίγηκα κι εγώ μέσα στο δικό μου ψέμα» είπε. Το δικαστήριο δεν την πίστεψε. Η απόφαση ήταν ισόβια κάθειρξη και στους δύο.
«Είμαι καλός άνθρωπος, κάποιες φορές»
Ενώ η δίκη βρισκόταν σε εξέλιξη σε μια τουαλέτα σε χώρο στάθμευσης στο Λίβινγκστον της Μοντάνα κάποιος έγραψε: «Σκότωσα την Τάνια (sic) Μπένετ στις 21 Ιανουαρίου 1990 στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Τη χτύπησα μέχρι θανάτου, τη βίασα και το λάτρεψα. Ναι είμαι άρρωστος αλλά διασκεδάζω. Κάποιοι πήραν την ευθύνη και είμαι ελεύθερος».Λίγες μέρες αργότερα, πάλι σε τουαλέτα (αυτή τη φορά στην Ουματίγια του Όρεγκον), βρέθηκε μια παρόμοια επιγραφή. Οι αρχές ενημερώθηκαν αλλά δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία.
Με τον Σοσνόβσκι και την Πάβλινακ να είναι πλέον στο κελί η
υπόθεση ξεχάστηκε. Στα τέλη του 1993 όμως ο ρεπόρτερ της εφημερίδας The Oregonian, Φιλ Στάνφορντ
έλαβε μια εξασέλιδη επιστολή. Εκεί ο αποστολέας υποστήριξε ότι όχι μόνο είναι ο
υπεύθυνος για την δολοφονία της Μπένετ αλλά από τότε έχει σκοτώσει ακόμα πέντε
γυναίκες. «Θέλω να πω την ιστορία μου. Είμαι καλός άνθρωπος, κάποιες φορές.
Πάντα ήθελα να με συμπαθούν, πάντα ήθελα να με προσέχουν» τόνιζε. Αποκάλυπτε
πως είναι παντρεμένος με παιδιά και έδινε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τα
εγκλήματα του. Σε κάθε σελίδα «υπέγραφε» με ένα χαρούμενο πρόσωπο και το
Στάνφορντ τον ονόμασε «The Happy Face Killer».
Η έρευνα
Ο δημοσιογράφος ενημέρωσε τις αρχές που αντιμετώπισαν την επιστολή σαν φάρσα κάποιου διεστραμμένου. Ο ίδιος όμως είχε πειστεί ότι ο Happy Face Killer έλεγε την αλήθεια. Για εβδομάδες έκανε έρευνα επικοινωνώντας με τις αρχές των περιοχών όπου ο αποστολές υποστήριζε ότι είχε κάνει τα εγκλήματα του. Σε τουλάχιστον τέσσερις περιπτώσεις τα στοιχεία που αναφέρονταν στην επιστολή ταίριαζαν απόλυτα με ανεξιχνίαστα εγκλήματα. Στα πλαίσια της έρευνας του, επισκέφθηκε στη φυλακή και τους δύο καταδικασθέντες. Η Πάβλινακ επέμενε ότι η ομολογία της ήταν ένα ψέμα και όταν την ρώτησε πώς αναγνώρισε το τόπο που βρέθηκε το πτώμα του είπε: «Το είχα δει στις ειδήσεις και τις εφημερίδες». Ο Σοσνόβσκι του εξήγησε ότι αποδέχθηκε όσα είχε πει η Πάβλινακ γιατί φοβόταν ότι θα καταλήξει στον θάλαμο αερίων. Η έρευνα του Στάνφορντ δημοσιεύθηκε σε μια σειρά άρθρων και έπεισε τον εισαγγελέα της πολιτείας πως η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί και πάλι.
Η ομολογία και τα
θύματα
Τον Μάρτιο του 1995 ο Κιθ Χάντερ Τζέφερσον συνελήφθη ως ύποπτος για τη δολοφονία της Τζούλι Γουίνινγχαμ. Η αστυνομία δεν είχε αρκετά στοιχεία και τον άφησε ελεύθερο. Ο Τζέφερσον όμως είχε πειστεί πως ο κλοιός στένευε. Επιχείρησε δύο φορές να αυτοκτονήσει και στη συνέχεια παραδόθηκε μόνος του στις αρχές. Ψυχρός, χωρίς να δείχνει κανένα συναίσθημα, ο τεράστιος αυτός άντρας ύψους 2.02 μ. είπε στους ντετέκτιβ: «Θέλω να σας μιλήσω για τα εγκλήματα μου. Είμαι αυτός που αποκαλούν Happy Face Killer». Αρχικά ομολόγησε δεκάδες φόνους, έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζει ότι έχει σκοτώσει 185 άτομα. Τελικά σε επιστολή που έστειλε στον αδελφό του αποκάλυψε ότι έχει κάνει οκτώ φόνους μέσα σε πέντε χρόνια.
Η Τόνια Μπένετ ήταν το πρώτο του θύμα. «Την γνώρισα σε ένα μπαρ. Μόλις με είδε ήρθε και με αγκάλιασε σαν να με ήξερε. Πήγαμε σπίτι μου. Μου είπε κάποια πράγματα που μου θύμισαν την πρώην σύζυγο μου. Τη χτύπησα και την έπνιξα. Πέταξα το πτώμα εκεί που βρήκατε. Έκοψα το σημείο του τζιν με τα κουμπιά γιατί το είχα ακουμπήσει και θα είχε αποτυπώματα. Πήρα την τσάντα με τα πράγματα της και την πέταξα σε άλλο σημείο» τόνισε. Στην αρχή οι αστυνομικοί ήταν δύσπιστοι αλλά όταν εντόπισαν την ταυτότητα της Μπένετ στο μέρος που είχε υποδείξει τότε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ο Κιθ Χάντερ Τζέφερσον ήταν ο «Happy Face Killer».
Η έρευνα επιβεβαίωσε οκτώ θύματα. Μετά τη δολοφονία της Μπένετ στο Πόρτλαντ, τον Ιανουάριο του 1990, ακολούθησε αυτή στο Μπλάιθ στην Καλιφόρνια. Τον Αύγουστο του 1992 βίασε και στραγγάλισε μια κοπέλα η οποία ακόμα δεν έχει αναγνωριστεί. ο Τζέφερσον υποστήριξε ότι την έλεγαν Κλόντια. Έναν μήνα μετά στο Τάρλοκ στην Καλιφόρνια σκότωσε την ιερόδουλη Σίνθια Λιν Ρόουζ. Τον Νοέμβριο του 1992 δολοφόνησε στο Τζέσπερσον του Πόρτλαντ την επίσης ιερόδουλη Λόρι Αν Πέντλαντ.
Το επόμενο του έγκλημα έγινε τον Ιούνιο του 1993 στη Σάντα Νέλα (Καλιφόρνια). Το θύμα δεν έχει αναγνωριστεί. «Την έλεγαν Κάρλα ή Σίντι» θα πει ο δολοφόνος. Τον Σεπτέμβριο του 1994 σκότωσε στο Κρέστβιου της Φλόριντα μια γυναίκα της οποίας το μικρό όνομα ήταν Σούζαν και επίσης δεν έχει αναγνωριστεί. Τέσσερις μήνες μετά (Γενάρης 1995) σκότωσε στο Σποκέιν της Ουάσινγκτον την Άντζελα Σάμπραϊζ. Το τελευταίο του έγκλημα έγινε στις 10 Μαρτίου 1995. Θύμα η μνηστή του, Τζούλι Αν Γουίνινγχαμ.
«Θα σκότωνε ξανά»
Ο Κιθ Χάντερ Τζέσπερσον καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς αναστολή και θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο κελί. Σήμερα είναι 66 ετών και βρίσκεται σε φυλακή στο Όρεγκον. Οι Πάβλινακ και Σοσνόφκι αποφυλακίστηκαν τον Νοέμβριο του 1995. Η Πάβλινακ πέθανε το 2003.
Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκαλύφθηκαν στοιχεία σοκ για την παιδική ηλικία του Τζέσπερσον. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και τον κακοποιούσε. Από πολύ μικρή ηλικία δεχόταν μπούλινγκ στο σχολείο αλλά και από τα αδέλφια του για το πολύ μεγάλο μέγεθος του. «Ήμουν μοναχικός, δεν είχα φίλους. Μου άρεσε να βασανίζω και να σκοτώνω ζώα. Κυρίως να τα στραγγαλίζω» θα πει ο ίδιος. Με το ίδιο τρόπο σκότωνε τα θύματα του. Από ηλικία δέκα ετών παρουσίασε πολύ βίαιη συμπεριφορά και υποστηρίζει ότι σε ηλικία 14 ετών έπεσε θύμα βιασμού.
Στα 20 του παντρεύτηκε με την Ρόουζ Χάκι και απέκτησαν τρία παιδιά: Δύο κόρες και έναν γιό. Ο Τζέσπερσον εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού γι' αυτό και τα εγκλήματα του έγιναν σε τόσες διαφορετικές πολιτείες.
Οι ψυχολόγοι που τον εξέτασαν έκριναν ότι αντιμετώπιζε από μικρός προβλήματα και μέσω των εγκλημάτων του έψαχνε την επιβεβαίωση που δεν είχε ως έφηβος. Όταν είδε πως άλλοι πήραν τη... δόξα για το έγκλημα του εξοργίστηκε και αποφάσισε να γράψει τις επιγραφές στις τουαλέτες και να στείλει την πρώτη επιστολή. Άλλωστε όμως ανέφερε «ήθελα να με προσέχουν».
Τον Νοέμβριο του 2021 η κόρη του Μελίσα μίλησε σε τηλεοπτική εκπομπή για τον πατέρα της. «Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν αποφυλακιζόταν τώρα θα σκότωνε ξανά; Πιστεύω ότι θα το έκανε. Δεν θεωρώ ότι ο πατέρας μου λυπάται. Για το μόνο που λυπάται είναι ότι τελικά πιάστηκε» τόνισε.