Η ανακωχή των Χριστουγέννων: Όταν οι εχθροί βγήκαν από τα χαρακώματα και γιόρτασαν μαζί


Τα πρώτα Χριστούγεννα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι στρατιώτες των δύο πλευρών, αυθόρμητα και αντίθετα στις διαταγές, αποφάσισαν να κατεβάσουν τα όπλα και αντάλλαξαν ευχές και δώρα 

Είχαν περάσει μόλις πέντε μήνες από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ήδη στο Δυτικό Μέτωπο είχε διαμορφωθεί το σκηνικό που θα επικρατούσε στο μεγαλύτερο διάστημα της ευρωπαϊκής κατά βάση διαμάχης. Η προέλαση που σχεδίαζε η Γερμανική Αυτοκρατορία είχε αναχαιτιστεί από τις συμμαχικές δυνάμεις. Στις πρώτες μεγάλες μάχες δεν είχε προκύψει καθαρός νικητής. Οι δύο πλευρές βρίσκονταν καθηλωμένες σε χαρακώματα, από τη Βόρεια Θάλασσα έως τα σύνορα της Ελβετίας, ανταλλάσσοντας πυρά και βρισιές.

Ο χρόνος όμως ήταν πολύ μικρός για να προλάβει να αποκτηνώσει τα νέα παιδιά, να τα κάνει να χάσουν την ελπίδα και να... μεταμορφωθούν σε «πρόσφυγες που δραπετεύουν από τους εαυτούς και τις ζωές τους» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στο αριστουργηματικό «Ουδέν Νεότερο Από Το Δυτικό Μέτωπο».

Οι σφαίρες δεν είχαν φτάσει ακόμα στις καρδιές τους, δεν τους είχαν αποκόψει από τον πραγματικό κόσμο που είχαν αφήσει πίσω τους. Τα Χριστούγεννα του 1914 αψηφώντας διαταγές και κανόνες βγήκαν για λίγο από τα χαρακώματα και έγραψαν μια ιστορία ανθρωπιάς και ελπίδας σε μια περίοδο θανάτου, φρίκης και κτηνωδίας.

«Αίμα και ειρήνη, εχθρότητα και αδελφοσύνη, το πιο εκπληκτικό παράδοξο του πολέμου»

Πριν τα Χριστούγεννα του 1914 υπήρξαν πολλές πρωτοβουλίες για μια επίσημη ανακωχή. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ' ζήτησε «τα όπλα να σιγήσουν τουλάχιστον τη νύχτα που οι άγγελοι τραγουδούν» και βρετανίδες σουφραζέτες έστειλαν την Ανοιχτή Επιστολή των Χριστουγέννων προς τις γυναίκες της Γερμανίας και της Αυστρίας. Οι αντιμαχόμενες πλευρές όμως απέρριψαν το ενδεχόμενο μιας επίσημης ολιγοήμερης ανακωχής. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους στρατιώτες να κατεβάσουν τα όπλα και να γιορτάσουν μαζί.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ένας υπαξιωματικός του Ιρλανδικού στρατού γράφει σε αναφορά του. «Οι Γερμανοί έχουν φωτίσει τα χαρακώματα, τραγουδούν και μας εύχονται Καλά Χριστούγεννα». Όλες οι μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι τα πάντα έγιναν αυθόρμητα και χωρίς προετοιμασία. Η αρχική καχυποψία έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. «Ήμασταν χωμένοι στις γραμμές μας όταν στα αυτιά μας έφτασε ένας χαιρετισμός, αδιανόητος για περίοδο πολέμου. "Άγγλε στρατιώτη, Άγγλε στρατιώτη καλά Χριστούγεννα, καλά Χριστούγεννα". Οι φωνές αυξάνονταν και μας ζητούσαν να βγούμε και να πάμε εκεί. Για λίγη ώρα ήμασταν προσεκτικοί και δεν απαντούσαμε. Οι αξιωματικοί μας διέταξαν να μείνουμε σιωπηλοί. Όμως ξαφνικά κάποιοι από τα χαρακώματα ανταπέδωσαν τις ευχές. Δεν μπορούσαμε να μην τους πούμε Καλά Χριστούγεννα έστω και αν μετά από αυτό θα έπρεπε ο ένας να κόψει τον λαιμό του άλλου. Έτσι ξεκινήσαμε μια συζήτηση με τους Γερμανούς ενώ είχαμε έτοιμα τα όπλα στα χέρια μας. Αίμα και ειρήνη, εχθρότητα και αδελφοσύνη, το πιο εκπληκτικό παράδοξο του πολέμου. Η νύχτα έφυγε και ήρθε η αυγή, μια νύχτα που έγινε πιο εύκολη από τα τραγούδια των Γερμανών, τις ευχές και τα γέλια στα χαρακώματα. Δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα» γράφει σε επιστολή του ο Βρετανός στρατιώτης, Φρέντερικ Χιθ.

Ένα Σκωτσέζος συνάδελφος του αναφέρει στο ημερολόγιο του για έναν φίλο του: «Ο Μάρκερ βγήκε από τα χαρακώματα και συνάντησε μια ομάδα Γερμανών. Του έδωσαν ένα ποτήρι ουίσκι και τσιγάρα. Γύρισε με ένα μήνυμα που έλεγε πως αν δεν τους ρίξουμε δεν θα μας ρίξουν ούτε αυτοί».

«Αν το είχα δει στο κινηματογράφο θα ορκιζόμουν ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί»

Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου η είδηση της άτυπης ανακωχής είχε κυκλοφορήσει σε όλη τη γραμμή των χαρακωμάτων. Αποστολές των δύο πλευρών βγήκαν από τις θέσεις τους και συναντήθηκαν στην περιοχή που τους χώριζε. Στην περιοχή που είχε τα σημάδια από τις βολές του πυροβολικού και είχαν χαθεί χιλιάδες ζωές αντάλλασαν ευχές και δώρα (τρόφιμα, τσιγάρα, αλκοόλ αλλά και κάποια αναμνηστικά όπως καπέλα και κουμπιά). Σε κάποιες περιπτώσεις οι αντίπαλοι έψαλαν μαζί κάλαντα και εκκλησιαστικούς ύμνους.

Ο Βρετανός υπαξιωματικός Μπρους Μπέιρσφαδερ γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν θα έχανα αυτά τα μοναδικά και περίεργα Χριστούγεννα με τίποτα. Είδα έναν Γερμανό αξιωματικό και του είπα ότι μου αρέσουν τα κουμπιά του. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε δύο και μου τα έβαλε στην τσέπη. Μετά του έδωσα δύο δικά μου.

Επίσης έγινα μάρτυρας μιας απίστευτης εικόνας. Ένας από τους πολυβολητές μας ήταν ερασιτέχνης κουρέας. Τον είδα να κόβει τα μακριά μαλλιά ενός Γερμανού που καθόταν υπομονετικά στα γόνατα ενώ στο λαιμό του είχε κρεμασμένη μια ταινία με σφαίρες».

Ο 19χρονος τότε στρατιώτης Χένρι Γουίλιαμσον τονίζει σε μια επιστολή του: «Αγαπημένη μου μητέρα, σου γράφω από τα χαρακώματα. Είναι έντεκα το πρωί και καπνίζω την πίπα μου. Στην πίπα έχω καπνό. Φυσικά θα μου πεις, αλλά είναι γερμανικός. Θα σκεφτείς ότι είναι από κάποιον αιχμάλωτο ή τον βρήκα σε γερμανικό χαράκωμα που καταλάβαμε. Όχι αγαπητή μου, όχι. Είναι από έναν Γερμανό στρατιώτη. Ναι έναν ζωντανό Γερμανό στρατιώτη. Χθες οι Βρετανοί και οι Γερμανοί συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια στην περιοχή ανάμεσα στα χαρακώματα. Αντάλλαξαν δώρα και σουβενίρ. Ναι, όλη την ημέρα των Χριστουγέννων και ακόμα και σήμερα που σου γράφω. Εκπληκτικό έτσι δεν είναι;».

Ο λοχαγός Έντουαρντ Χαλς τονίζει ότι τραγούδησε μαζί με έναν Γερμανό διερμηνέα. «Ήταν απολύτως εκπληκτικό και αν το είχα δει στο κινηματογράφο θα ορκιζόμουν ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί» ανέφερε.

«Ούτε μια σφαίρα δεν έπεσε όλη τη νύχτα»

Συγκλονιστική είναι και η επιστολή του λοχαγού Ρόμπερτ Μάιλς η οποία δημοσιεύθηκε στην Daily Mail: «Παρασκευή (Χριστούγεννα): Ζούμε την πιο απίστευτη μέρα των Χριστουγέννων που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Μια ανακωχή μεταξύ της δικής μας πλευράς και των φίλων μας στο μέτωπο. Δεν την είχαμε κανονίσει, δεν πήραμε επίσημη άδεια. Ξεκίνησε το βράδυ της παραμονής. Μόλις έπεσε το σκοτάδι οι Γερμανοί άρχισαν να μας φωνάζουν: Καλά Χριστούγεννα Άγγλοι. Φυσικά κάποιοι απάντησαν και στη συνέχεια πάρα πολλοί βγήκαν από τα χαρακώματα και συναντήθηκαν στην ενδιάμεση περιοχή. Μια συμφωνία έγινε να μην ρίξουμε ούτε μια σφαίρα μετά τα μεσάνυχτα. Οι άντρες ήταν σαν αδέλφια και αντάλλασαν τσιγάρα και ιστορίες. Ούτε μια σφαίρα δεν έπεσε όλη τη νύχτα. Οι Γερμανοί έχουν βαρεθεί τον πόλεμο. Μάλιστα ένας ρώτησε τι κάνουμε εδώ και γιατί τους πολεμάμε. Δεν βλέπω πως θα επιστρέψουμε και πάλι στη μάχη». Ο Μάιλς πέθανε τελικά στο μέτωπο στις 30 Δεκεμβρίου 1914.

Ο Γερμανός αξιωματικός Γιοχάνες Νάιμαν αναφέρει από τη μεριά του: «Έπιασα τα κιάλια μου και σηκώθηκα προσεκτικά. Είδα το πιο απίστευτο θέαμα. Οι στρατιώτες μας αντάλλασαν τσιγάρα, ποτά και σοκολάτες με τον εχθρό». Παρόμοιες ιστορίες υπάρχουν από κάθε σημείο του μετώπου. Γάλλοι στρατιώτες που συναντήθηκαν με Γερμανούς και Βέλγοι που ζητούσαν από τα γερμανικά στρατεύματα να μεταφέρουν μηνύματα στις οικογένειες τους που βρίσκονταν στις κατεκτημένες περιοχές. Υπάρχουν βέβαια και αναφορές που τονίζουν ότι ενώ οι άντρες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών αντάλλασσαν ευχές και δώρα από άλλα σημεία ακούγονταν πυροβολισμοί.

Ποδόσφαιρο ανάμεσα στα χαρακώματα

Αρκετές πηγές και μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι την ημέρα των Χριστουγέννων, στην περιοχή ανάμεσα στα δύο χαρακώματα, Βρετανοί και Γερμανοί έπαιξαν ποδόσφαιρο. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι άντρες τον δύο πλευρών «έστησαν» κάποια παιχνίδια αλλά τίποτα το οργανωμένο. «Κάποιος έφερε μια αυτοσχέδια μπάλα και οι στρατιώτες άρχισαν να την κλοτσούν σαν παιδιά. Κάποιοι Γερμανοί που μιλούσαν αγγλικά μας ρωτούσαν για τις ομάδες μας» αναφέρει ένας Βρετανός στρατιώτης. Δεν επιβεβαιώνεται και πιθανότητα δεν είναι πραγματική η ιστορία πως δύο ομάδες επιλέκτων έπαιξαν ένα κανονικό ματς 90 λεπτών με τους Γερμανούς να επικρατούν 3-2.

«Η σιωπή τελείωσε και ο σκοτωμός ξεκίνησε πάλι»

Η ανακωχή και το κλίμα ευφορίας κράτησε έως το βράδυ των Χριστουγέννων. Σε ελάχιστα σημεία συνεχίστηκε έως και την Πρωτοχρονιά. Η πλειονότητα άρχισε να ανταλλάσσει ξανά πυρά από το πρωινό της 26ης Δεκεμβρίου 1914. Ο Βρετανός στρατιώτης Τζορτζ Ίντι θυμάται έναν Γερμανό που μιλούσε αγγλικά. «Θα μπορούσε να είναι φίλος μου. Μιλήσαμε και όταν έφυγε μου είπε: Σήμερα έχουμε ειρήνη. Αύριο εσύ θα πολεμήσεις για τη χώρα σου κι εγώ για τη δική μου. Καλή τύχη».

Η ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914 ήταν η πλέον μαζική του Πρώτου Παγκοσμίου. Έως το 1918 υπήρξαν κάποιες αναφορές για μικρά διαστήματα που οι μάχες σταμάτησαν αλλά ποτέ σε τέτοια κλίμακα. Η παρατεταμένη παραμονή στα χαρακώματα, οι συνεχείς μάχες και οι τεράστιες απώλειες είχαν φρικτά αποτελέσματα στην ψυχή των νέων παιδιών που σταδιακά έχασαν την όρεξη για ζωή.

Την πιο συγκλονιστική ίσως περιγραφή της Ανακωχής των Χριστουγέννων έδωσε ο Βρετανός στρατιώτης, Άλφρεντ Άντερσον. Σε συνέντευξη που παραχώρησε ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θυμάμαι τη σιωπή, τον ανατριχιαστικό ήχο της σιωπής. Μόνο οι σκοποί ήταν στη θέση τους. Βρισκόμασταν σε μια φάρμα. Βγήκαμε από τα κτίρια και σταθήκαμε να ακούσουμε. Φυσικά σκεφτόμασταν τους δικούς μας πίσω στην πατρίδα. Το μόνο που άκουγα για δύο μήνες ήταν ο ήχος από τις σφαίρες, τα πολυβόλα και μακρινές γερμανικές φωνές. Αλλά εκείνο το πρωινό επικρατούσε αυτή τη νεκρική σιγή σε όλη την περιοχή, μέχρι εκεί που μπορούσες να δεις. Φωνάξαμε "Χαρούμενα Χριστούγεννα" αν και κανείς μας δεν ένιωθε χαρούμενος. Η σιωπή τελείωσε νωρίς το απόγευμα και ο σκοτωμός ξεκίνησε πάλι. Ήταν μια μικρή ειρήνη μέσα σε έναν φρικτό πόλεμο».