Μετά ήρθαν για εμένα...

 


Η ιστορία του πάστορα Μάρτιν Νιμέλερ και του διάσημου «ποιήματος» του. Πώς από οπαδός του Χίτλερ και αντισημίτης έγινε σύμβολο αντίστασης και ειρήνης

Πολλές φορές η ιστορία λειτουργεί σαν «χαλασμένο τηλέφωνο». Αν μάλιστα το τελικό αποτέλεσμα της προβληματικής επικοινωνίας είναι ικανοποιητικό, η αλήθεια χάνεται κάπου στη... μετάφραση. Μια τέτοια περίπτωση, ίσως από τις πλέον χαρακτηριστικές, είναι το ποίημα «Πρώτα ήρθαν...». Πολλοί, ειδικά στον αχανή χώρο του διαδικτύου αποδίδουν την φράση αυτή στον σπουδαίο Γερμανό δραματουργό, σκηνοθέτη και ποιητή, Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι στίχοι έχουν προκύψει μέσα από ομιλίες ενός άλλου Γερμανού, του πάστορα Μάρτιν Νιμέλερ, ενός πρώην ναζιστή και αντισημίτη που μεταμορφώθηκε σε υπέρμαχο της ειρήνης. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων το «Πρώτα ήρθαν...» διαμορφώθηκε σε ποίημα με στίχους. Η ιστορία πίσω από τη δημιουργία και τον πνευματικό του «πατέρα» έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελεί μια απόδειξη ότι πράγματι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν.

Οπαδός του Χίτλερ και Ναζιστής

Ο Νιμέλερ γεννήθηκε το 1892 στην πόλη Λίπστατ στη σημερινή Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, η οποία τότε άνηκε στο Βασίλειο της Πρωσίας. Μεγάλωσε σε μια άκρως συντηρητική οικογένεια με τον πατέρα του να είναι Λουθηρανός πάστορας. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα στα υποβρύχια όπου έφτασε ως τη θέση του κυβερνήτη με εντυπωσιακές επιδόσεις στα χτυπήματα κατά του εχθρού. Έτσι, γι’ αυτά του τα επιτεύγματα έλαβε το παράσημο Σιδηρούς Σταυρός Α΄ Τάξεως.


Μετά το τέλος του πολέμου παντρεύτηκε την Έλζε Μπρέμερ και αρχικά εργάστηκε ως γεωργός σε αγροκτήματα, αλλά σύντομα καταλαβε ότι δεν θα μπορούσε να αποκτήσει ποτέ τα δικά του εδάφη μιας και δεν είχε τα χρήματα. Έτσι, αποφάσισε να σπουδάσει θεολογία. Σπούδασε προτεσταντική θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε και ο ίδιος πάστορας. Όσο ήταν ακόμα φοιτητής ξέσπασε η Επανάσταση του Ρουρ των αριστερών εργατών και ο ίδιος σύντομα πήρε μέρος πολεμώντας τους επαναστάτες και διετέλεσε μάλιστα διοικητής του Γ΄ Φοιτητικού Τάγματος του Μύνστερ των ακροδεξιών Φράικορπς, μέλος των οποίων είχε υπάρξει και ο μετέπειτα διοικητής του Άουσβιτς, Ρούντολφ Ες.

Από το 1924, ο Νίμελερ ξεκινά επίσημα να ιερουργεί ως πάστορας θέλοντας όπως έλεγε να δώσει νόημα σε μια αποπροσανατολισμένη κοινωνία μέσω του Χριστιανισμού. Όταν το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία ο Νίμελερ βλέπει τη νέα κυβέρνηση πολύ θετικά. Εξάλλου πάντα στεκόταν αντίθετος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την οποία δεν είχε συγχωρέσει ποτέ για το γεγονός ότι η άνοδός της ουσιαστικά σήμαινε και την εκδίωξη του βασιλιά Γουλιέλμου Β’ και για το γεγονός ότι είχε προωθήσει τόσο προοδευτικές για την εποχή πολιτικές. Όπως και οι περισσότεροι πάστορες στη Γερμανία ήταν συντηρητικός εθνικών πεποιθήσεων και υποστήριξε τον Χίτλερ όταν εναντιώθηκε στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Μάλιστα, στο βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος το 1933 με τίτλο «Vom U-Boot zur Kanzel» (Από το υποβρύχιο στον άμβωνα), στο οποίο αφηγούνταν πώς πέρασε από τον στρατό στην εκκλησία, αποκαλώντας την Δημοκρατία της Βαϊμάρης ως «Το Σύστημα» περιέγραψε την εποχή της εξουσίας της ως «σκοτεινά χρόνια» και χαιρέτησε την «εθνική αναγέννηση», που όπως έγραφε θα έφερνε ο Χίτλερ. Η αυτοβιογραφία του Νιμέλερ έγινε μπεστ σέλερ και έλαβε θετικές κριτικές στις μεγαλύτερες εφημερίδες των Ναζί.

Όπως ο ίδιος θα παραδεχόταν αργότερα, τον Οκτώβριο του 1933 έστειλε προσωπικό συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ επειδή απέσυρε την Γερμανία από την Κοινωνία των Εθνών. Μάρτυρες ανέφεραν ότι αρχικά ο Νιμέλερ χαιρετούσε το ποίμνιό του στην εκκλησία του Ντάλεμ, όπου λειτουργούσε, με τον γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.

Πάντως, ο Νιμέλερ εξαρχής είχε δηλώσει ότι αντιτίθεντο στη λεγόμενη «Αρεία Παράγραφο» των ναζιστών, δηλαδή τον αποκλεισμό των «φυλετικώς ακάθαρτων» Γερμανών από την ιδιότητα του μέλους σε οργανισμούς, εταιρείες, κλπ καθώς η απόκλιση αυτή περιελάμβανε και όσους Εβραίους είχαν ασπαστεί τον λουθηρανισμό.

Παράλληλα, ήδη από το 1933, ο Νιμέλερ ίδρυσε το «Pfarrernotbund», μια οργάνωση παστόρων για την «καταπολέμηση των αυξανόμενων διακρίσεων κατά Χριστιανών εβραϊκής καταγωγής». Ο Νιμέλερ άρχισε να κατακρίνει τους Ναζί, όταν αυτοί προσπάθησαν να επέμβουν στην εκκλησία. Το σχέδιο των Ναζί ήταν ουσιαστικά να καταργηθούν οι διαφορετικές εκκλησίες της Γερμανίας και να υπαχθούν όλες στην οργάνωση «Γερμανοί Χριστιανοί» (Deutsche Christen) με έμβλημα ένα σταυρό από το κέντρο του οποίου αναδύεται η σβάστικα.

Το φθινόπωρο του 1934 ίδρυσε μαζί με άλλους επιφανείς Προτεστάντες, όπως τον Καρλ Μπαρτ και Ντίτριχ Μπονχέφερ τη λεγόμενη Ομολογητική Εκκλησία (Bekennende Kirche), μια προτεσταντική ομάδα που ήταν αντίθετη με τη διείσδυση του ναζισμού στις προτεσταντικές Εκκλησίες της Γερμανίας με τους «Γερμανούς Χριστιανούς» να κηρύσσονται πλέον ως αιρετικοί.

Το 1936 υπέγραψε ψήφισμα μαζί με μια ομάδα ανθρώπων της προτεσταντικής Εκκλησίας που επέκρινε έντονα τις πολιτικές των ναζιστών και κήρυσσε ότι η «Αρεία Παράγραφος» ήταν ασύμβατη με τη χριστιανική αρετή της φιλανθρωπίας προς όλους. Στο ψήφισμα αυτό το ναζιστικό καθεστώς απάντησε με μαζικές συλλήψεις και κατηγορίες κατά σχεδόν 800 παστόρων και δικηγόρων που συνεργάζονταν με χριστιανικές οργανώσεις.

Αν και ο Νιμέλερ είχε αρχίσει έντονα να κατακρίνει τους Ναζί λόγω της επίθεσής των τελευταίων στην Λουθηρανική Εκκλησία, δεν είχε απεκδυθεί ακόμα των εθνικιστικών του απόψεων. Ο Νιμέλερ προέβαινε σε υποτιμητικά σχόλια για όσους Εβραίους είχαν παραμένει στο ιουδαϊκό θρήσκευμα, αλλά την ίδια στιγμή προστάτευε βαπτισμένους Χριστιανούς που διώκονταν από τους ναζί εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής των προγόνων τους. Σε ένα κήρυγμά του το 1935 σχολίασε: «Ποιος είναι ο λόγος για την προφανή τιμωρία [τους], που έχει βαστάξει χιλιάδες χρόνια; Αγαπητοί αδελφοί, ο λόγος δίνεται εύκολα: οι Εβραίοι έφεραν τον Χριστό του Θεού στον σταυρό!».

Το γεγονός ότι η στάση του απέναντι στους Ναζί ήταν τουλάχιστον αμφίσημη τον καθιστά μια αμφιλεγόμενη μορφή ανάμεσα σε όσους αντιτάχθηκαν στο ναζιστικό καθεστώς καθώς έχουν αμφισβητηθεί ακόμα και τα κίνητρά του. Πολλοί τον κατηγορούν ότι ενοχλήθηκε μόνο όταν οι Ναζί «ενόχλησαν» την εκκλησία και όχι τον κυνηγούσαν τους Εβραίους. Ο ιστορικός Ραϊμούντ Λάμερσντορφ έχει γράψει για τον Νιμέλερ ότι ήταν «ένας οπορτουνιστής που δεν διαφωνούσε πολιτικά με τον Χίτλερ και άρχισε να αντιτίθεται στους ναζιστές μόνον όταν ο Χίτλερ απείλησε τις Εκκλησίες». Ωστόσο, άλλοι έχουν διαφωνήσει με αυτή την άποψη και τονίζουν τους κινδύνους που διέτρεξε ο Νιμέλερ αντιτιθέμενος στους Ναζί. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι υπήρξαν πολύ πιο ξεκάθαρες φωνές μέσα στην Ομολογητική Εκκλησία κατά του διωγμού των Εβραίων, όπως του πάστορα Χέρμαν Μάας, ο οποίος ήταν γενικά αντίθετος σε κάθε μορφή αντισημιτισμού και αργότερα του δόθηκε ο τίτλος του Δικαίου των Εθνών από το κράτος του Ισραήλ.

Μετά ήρθαν για εμένα...

Η αντιπαράθεση του Νιμέλερ με τους Ναζί λόγω της εκκλησίας τελικά οδήγησε στη σύλληψή του την 1η Ιουλίου 1937. Ο Νιμέλερ δικάστηκε στις 2 Μαρτίου 1938 από ένα «Ειδικό Δικαστήριο» (Sondergerichte), κατηγορούμενος για δραστηριότητες κατά του Κράτους. 

Πάντως και στη δίκη του είχε μιλήσει για την πατριωτική του κίνηση να μην παραδώσει το υποβρύχιό του στους Βρετανούς τον Νοέμβριο του 1918 στον Α’ Παγκόσμιο και είχε περηφανευτεί για την ηγετική του θέση στους ακροδεξιούς Φράικοπς, ενώ είχε υποστηρίξει ότι ψήφιζε τους Ναζί από το 1924. Στην κατάθεσή του είχε δηλώσει ότι έβρισκε τους Εβραίους «δυσάρεστους και ξένους», κάτι που ήταν τυπικό για έναν αξιωματικό στο ναυτικό του Κάιζερ που καταγόταν από μια οικογένεια Βεστφαλών αγροτών και κληρικών. Ωστόσο, όπως είπε, θα έπρεπε κανείς να παραδεχθεί ότι ο «Θεός είχε αποκαλύψει τον εαυτό του μέσω του Εβραίου Ιησού από τη Ναζαρέτ».

Του επιβλήθηκε πρόστιμο 2.000 μάρκων και φυλάκιση επτά μηνών, την οποία είχε καλύψει κατά την προφυλάκισή του, οπότε απελευθερώθηκε. Ωστόσο, συνελήφθη αμέσως ξανά από την Γκεστάπο επειδή από ό,τι φαίνεται ο Ρούντολφ Ες είχε βρει την ποινή υπερβολικά ελαφριά και είχε αποφασίσει να αναλάβει «ανελέητη δράση» εναντίον του. Από το 1938 έως και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ο Νιμέλερ έζησε στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάξενχαουζεν και στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. 

Όταν ο πόλεμος ξέσπασε το 1939, ο Νιμέλερ προσφέρθηκε να καταταχθεί στον ναζιστικό στρατό και στα υποβρύχιά του, ωστόσο  το αίτημά του απορρίφθηκε. Σε συνεντεύξεις το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1945, ο Νιμέλερ είχε δικαιολογήσει αυτό το αίτημά του λέγοντας ότι ήθελε να στηρίξει την πατρίδα από μια θέση από την οποία θα μπορούσε να εργαστεί για να εκτοπίσει την ναζιστική κυβέρνηση.

Ένας διαφορετικός άνθρωπος

Ο Νιμέλερ ως Γερμανός αντιφρονούντας κρατούμενος πιθανότατα δεν έζησε ο ίδιος τα απάνθρωπα βασανιστήρια που έζησαν οι Εβραίοι, οι Ρομά και οι ομοφυλόφιλοι κρατούμενοι. Ωστόσο, ήταν εκεί και έγινε μάρτυρας όσων συνέβαιναν και αυτό φαίνεται ότι άρχισε από νωρίς να τον αλλάζει.

Ο πρώην συγκρατούμενός του στο ίδιο κελί Λίο Στάιν, ο οποίος απελευθερώθηκε από το Ζάξενχαουζεν και πήγε στην Αμερική, το 1941 έγραψε ένα άρθρο για τον Νιμέλερ στο The National Jewish Monthly. Εκεί αναφέρει ότι είχε ρωτήσει τον Νιμέλερ γιατί υποστήριξε κάποτε το Ναζιστικό Κόμμα και ο Νιμέλερ τού είχε απαντήσει:

«Βρίσκω τον εαυτό μου να αναρωτιέται κι αυτός το γιατί. Αναρωτιέμαι γι’ αυτό, τόσο όσο μετανιώνω για αυτό. Είναι αλήθεια όμως πως ο Χίτλερ με πρόδωσε. Με είχε δεχθεί σε ακρόαση, ως αντιπρόσωπο της Προτεσταντικής Εκκλησίας, λίγο προτού γίνει Καγκελάριος, το 1932. Ο Χίτλερ μού είχε υποσχεθεί στον λόγο της τιμής του ότι θα προστάτευε την Εκκλησία και δεν θα νομοθετούσε αντιεκκλησιαστικούς νόμους. Επίσης είχε συμφωνήσει να μην επιτρέψει πογκρόμ κατά των Εβραίων, διαβεβαιώνοντάς με ως εξής: «Θα υπάρξουν περιορισμοί κατά των Εβραίων, αλλά δεν θα υπάρχουν γκέτο, ούτε πογκρόμ στη Γερμανία».

Πίστευα πραγματικά, με δεδομένο και τον ευρύτατο αντισημιτισμό στη Γερμανία τότε, πως οι Εβραίοι θα έπρεπε να αποφεύγουν να διεκδικούν κυβερνητικές θέσεις ή βουλευτικές έδρες. Υπήρχαν πολλοί Εβραίοι, ιδίως μεταξύ των Σιωνιστών, που είχαν παρόμοια άποψη. Η διαβεβαίωση του Χίτλερ με είχε ικανοποιήσει τότε. Από την άλλη πλευρά, μισούσα το αυξανόμενο αθεϊστικό κίνημα, το οποίο υπέθαλπαν και προήγαγαν οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες. Η εχθρότητά τους κατά της Εκκλησίας με έκανε να εναποθέσω τις ελπίδες μου στον Χίτλερ για λίγο. Προσεύχομαι για εκείνο το λάθος, τώρα. Και όχι μόνο εγώ, αλλά χιλιάδες άνθρωποι σαν κι εμένα».

Λίγο πριν το επίσημο τέλος του πολέμου, στα τέλη Απριλίου του 1945, ο Νιμέλερ μαζί με περίπου 140 άλλους «σημαντικούς» κρατουμένους του Νταχάου μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερη περιοχή στις Άλπεις. Σκοπός ήταν ίσως η ομάδα αυτή να χρησιμεύσει ως ομάδα ομήρων σε διαπραγματεύσεις παράδοσης με τους Συμμάχους. Οι φρουροί των SS κατά τη μεταφορά είχαν διαταγές να τους σκοτώσουν όλους αν διαφαινόταν άμεσος ο κίνδυνος να πέσουν στα χέρια των δυτικών Συμμάχων. Ωστόσο, στην περιοχή του Νότιου Τυρόλου, η ομάδα τέθηκε υπό την προστασία σώματος του τακτικού γερμανικού στρατού. Σύσσωμη η ομάδα απελευθερώθηκε τελικώς από προωθούμενες μονάδες της 7ης Αμερικανικής Στρατιάς.

Η «ρετσινιά» του υποστηρικτή του Χίτλερ δεν ξεπλύθηκε ούτε μετά από οχτώ χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1947 αρνήθηκαν στον Νιμέλερ την ένταξή του στον επίσημο κατάλογο των θυμάτων του ναζιστικού καθεστώτος, ενώ κατά τον Λάμερσντορφ κάποιες μικρές απόπειρες να «ξεπλυθεί» το παρελθόν του προκάλεσαν σύντομα δριμείς επικρίσεις εξαιτίας του ρόλου του ως υποστηρικτή του Ναζιστικού Κόμματος και της συμπεριφοράς του απέναντι στους Εβραίους.

Μετά τον πόλεμο, ο ίδιος ο Νίμελερ δεν αρνήθηκε ποτέ τη δική του ενοχή τον καιρό του ναζιστικού καθεστώτος. Το 1959 ερωτήθηκε για την τότε στάση του απέναντι στους Εβραίους από τον Άλφρεντ Βίνερ, τον Γερμανοεβραίο δημοσιογράφο ερευνητή των εγκλημάτων πολέμου του Γ΄ Ράιχ. Ο Νίμελερ σε επιστολή του ανέφερε ότι η οκτάχρονη φυλάκισή του από το καθεστώς αποτέλεσε σημείο καμπής στη ζωή του, μετά το οποίο είδε τα πράγματα διαφορετικά.

Ο Νιμέλερ ήταν πρόεδρος της «Προτεσταντικής Εκκλησίας της Έσσης και του Νασσάου» από το 1947 έως το 1961 και υπήρξε ένας από τους συντάκτες της «Διακηρύξεως Ενοχής της Στουτγάρδης» (Stuttgarter Schuldbekenntnis) τον Οκτώβριο του 1945, η οποία υπογράφηκε από ηγετικές μορφές του γερμανικού προτεσταντισμού και δεχόταν ότι οι εκκλησίες τους δεν είχαν κάνει αρκετά για να αντισταθούν στους Ναζί. Από τότε πολλές φορές είχε καταδικάσει την στάση της γερμανικής εκκλησίας απέναντι στους Ναζί.

Όταν το 1954 συνάντησε τον Ότο Χαν, ο οποίος θεωρείται «πατέρας της πυρηνικής χημείας», ο Νιμέλερ μετατράπηκε σε ειρηνιστή και υποστηρικτή του πυρηνικού αφοπλισμού. Σύντομα αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία στο ειρηνιστικό κίνημα της μεταπολεμικής Γερμανίας. Μάλιστα, το 1959 δικάστηκε καθώς είχε μιλήσει με πολύ μειωτικό τρόπο για τον στρατό. Στο αποκορύφωμα του Πολέμου του Βιετνάμ είχε επισκεφτεί τον κομμουνιστή ηγέτη του Βόρειου Βιετνάμ Χο Τσι Μιν, μια κίνηση που προκάλεσε έντονη συζήτηση. Ο Νιμέλερ είχε επίσης ενεργό ρόλο σε διαμαρτυρίες κατά του πολέμου του Βιετνάμ αλλά και της λεγόμενης «Διπλής Απόφασης» του ΝΑΤΟ το 1979, η οποία προέβλεπε διαπραγματεύσεις αφοπλισμού με τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και την απειλή να εγκαταστήσουν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη πυραύλους μέσου βεληνεκούς.


Το 1961 ο Νιμέλερ έγινε πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Τον Δεκέμβριο του 1966 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Ο Μάρτιν Νιμέλερ απεβίωσε στο Βίζμπαντεν της τότε Δυτικής Γερμανίας το 1984, σε ηλικία 92 ετών.

Το ποίημα

Ο Νιμέλερ στην πραγματικότητα δεν έκατσε ποτέ κάτω για να γράψει ένα ολοκληρωμένο ποίημα, «Πρώτα ήρθαν…». Οι ιδέες ωστόσο που περιέχονται στο ποίημα πράγματι προέρχονται από τον ίδιο. Ο Νιμέλερ στους λόγους του μετά τον Πόλεμο είχε χρησιμοποιήσει πολλές εκδοχές αυτών των ιδεών, αλλά κανένας λόγος δεν σώθηκε καταγεγραμμένος. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστορικό του Πανεπιστημίου της Σάντα Μπάρμπαρα, Χάρολντ Μαρκούζε, ο οποίος έχει κάνει εκτεταμένη έρευνα γι’ αυτό το ποίημα, πάντοτε ο Νιμέλερ στους λόγους τους ξεκινούσε με τους Κομμουνιστές και κατέληγε στο «ήρθαν για εμένα». Επίσης, πάντα συμπεριελάμβανε τους Εβραίους, ενώ πολύ συχνά αναφερόταν στους Σοσιολδημοκράτες και τους συνδικαλιστές. Το 1946 και το 1964 είχε αναφερθεί και στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ενώ το 1954 είχε αναφερθεί και στους Καθολικούς ιερείς, με πολλούς από τους οποίους ήταν συγκρατούμενος. Σε κάθε περίπτωση ο Νιμέλερ ήθελε να αναφερθεί σε όλες τις ομάδες ανθρώπων για τους οποίους αδιαφόρησε ο κόσμος όταν οι Ναζί τους στοχοποιούσαν.

Ο μόνος καταγεγραμμένος σωζόμενος λόγος του προέρχεται από τις 6 Ιανουρίου 1946. Πρόκειται για έναν λόγο που εκφώνησε στην Ομολογητική Εκκλησία στην Φρανκφούρτη. Σε αυτόν είναι φανερό ότι αρχίζει να αναφέρεται στις διαφορετικές ομάδες των ανθρώπων που κυνηγήθηκαν.

«… οι άνθρωποι που τοποθετήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τότε ήταν Κομμουνιστές. Αλλά ποιος νοιάστηκε γι’ αυτούς; Το ξέραμε, το είχαν γράψει οι εφημερίδες. Ποιος ύψωσε τη φωνή του; Ίσως η Ομολογητική Εκκλησία; Σκεφτήκαμε: Κομμουνιστές, αυτοί οι εχθροί της πίστης, αυτοί οι εχθροί των Χριστιανών – «Μήπως φύλακας του αδερφού μου είμαι εγώ;» (σημ. Γέννεσις 4:9).

Μετά ξεφορτώθηκαν τους άρρωστους, τους λεγόμενους ανίατους. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα με κάποιον που υποστήριζε ότι ήταν Χριστιανός. Είπε: Ίσως είναι σωστό, αυτοί οι ανίατοι άρρωστοι κοστίζουν πολλά χρήματα στο κράτος, είναι απλώς ένα βάρος για τους εαυτούς τους και για τους άλλους. Δεν είναι το καλύτερο για το συμφέρον όλων να βγουν από τη μέση; Μόνο τότε η εκκλησία άρχισε να προσέχει.

Ύστερα αρχίσαμε να μιλάμε μέχρι που οι φωνές μας πάλι σίγησαν δημόσια. Μπορούμε να πούμε ότι δεν ήμασταν κι εμείς υπεύθυνοι, ένοχοι;

Η δίωξη των Εβραίων, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονταν στις κατεκτημένες χώρες ή όσα έκαναν στην Ελλάδα, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία ή την Ολλανδία ήταν γραμμένα στις εφημερίδες. Πιστεύω ότι εμείς οι Χριστιανοί της Ομολογητικής Εκκλησίας έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε: mea culpa, mea culpa! (σημ. Δικό μου λάθος). Μπορούμε να αφαιρέσουμε την ευθύνη μας με την δικαιολογία ότι θα μας είχε στοιχίσει τη ζωή αν είχαμε μιλήσει;

Προτιμήσαμε να μείνουμε σιωπηλοί. Σίγουρα δεν μας λείπει η ευθύνη και ρωτάω ξανά και ξανά τον εαυτό μου τι θα είχε συμβεί αν το 1933 ή το 1934 – αυτό θα μπορούσε να είναι μια πιθανότητα- 14.000 προτεστάντες ιερείς και όλες οι προτεσταντικές κοινότητες στην Γερμανία είχαν υπερασπιστεί την αλήθεια ως τον θάνατο; Αν είχαμε πει τότε, δεν είναι σωστό ο Χέρμαν Γκέρινγκ να βάζει 100.000 κομμουνιστές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τους αφήσει να πεθάνουν. Μπορώ να φανταστώ ότι 30.000 με 40.000 προτεστάντες Χριστιανοί ίσως έχαναν το κεφάλι τους, αλλά μπορώ επίσης να φανταστώ ότι 30 με 40 εκατ. άνθρωποι θα είχαν σωθεί, γιατί τόσο μας κόστισε τώρα».

Ο αρχικός λόγος του 1946 μέρος του οποίου παρατίθεται παραπάνω μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα αγγλικά το 1947, αν και στη συνέχεια η έκδοση αποσύρθηκε όταν έγινε γνωστό ότι ο Νιμέλερ στο παρελθόν ήταν υποστηρικτής των Ναζί.

Το 1947 σε μια άλλη ομιλία του είχε παραδεχθεί: «Ο Γκέρινγκ έγραψε στις εφημερίδες ότι υπό την εντολή του όλοι οι ενεργοί Κομμουνιστές είχαν σταλεί στα στρατόπεδα το 1933. Το ήξερα. Είχα δει πως διώκονταν οι Εβραίοι σε μεγάλη κλίμακα για πρώτη φορά και είχα μείνει σιωπηλός. Άρχισα να μιλάω μόνο όταν επιτέθηκαν στην Εκκλησία. Το ξέρω ότι είμαι ένοχος».

Η ρήση στη συνέχεια δημοσιεύτηκε το 1955 στο βιβλίο του Μίλτον Μάγιερ, «Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι» (They thought they were free), που είναι βασισμένο σε συνεντεύξεις που πήρε στη Γερμανία αρκετά χρόνια πριν. Σε αυτό ένας Γερμανός δάσκαλος παραθέτει τα λόγια του Νιμέλερ και ανέφερε τους Κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές, τους δασκάλους, τους Εβραίους, τους δημοσιογράφους και την Εκκλησία ως αυτούς που κυνηγήθηκαν και κανείς δεν αντέδρασε.

«Ο πάστορας Νιμέλερ μίλησε εκ μέρους χιλιάδων ανθρώπων, όπως εγώ όταν είπε ότι όταν οι Ναζί επιτέθηκαν στους Κομμουνιστές, ένιωσε λίγο αμήχανα, αλλά τελικά δεν έκανε τίποτα γιατί στο κάτω κάτω δεν ήταν Κομμουνιστής. Και μετά επιτέθηκαν στους Σοσιαλιστές και ένιωσε λίγο αμήχανα, αλλά τελικά δεν έκανε τίποτα γιατί στο κάτω κάτω δεν ήταν Σοσιαλιστής. Και μετά επιτέθηκαν στα σχολεία, τον Τύπο, τους Εβραίους κλπ κλπ και ένιωθε πάντα λίγο αμήχανα, αλλά δεν έκανε τίποτα. Και μετά επιτέθηκαν στην Εκκλησία και ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας και έκανε κάτι γι’ αυτό, αλλά τότε ήταν πολύ αργά», ανέφερε ο Γερμανός δάσκαλος.

Η πρώτη ποιητική μορφή της ρήσης εμφανίζεται σε ένα λόγο του Αφροαμερικανού κομμουνιστή ακτιβιστή, Κλοντ Λάιτφουτ, από το 1955 ο οποίος περιλαμβάνει μια μορφή του ποιήματος αναφέροντας ξεκάθαρα ότι τα λόγια αυτά ανήκουν στον Νιμέλερ. Ο λόγος αυτός συμπεριλήφθηκε σε ένα βιβλίο του 1959.

Η επόμενη αναφορά της ρήσης σε μορφή ποιήματος καταγράφεται το 1958 σε ένα κείμενο σχολικού θεατρικού έργου που βασιζόταν στο Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Κι εκεί αναφέρεται ο Νιμέλερ ως η πηγή των λόγων.

Το 1968 ένας Αμερικάνος βουλευτής παράφρασε τον Νιμέλερ για να πει ότι και οι βιομήχανοι είχαν κυνηγηθεί από τους Ναζί (αν και αυτό έγινε μόνο σε πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα) και φυσικά παρέλειψε να αναφερθεί στους Κομμουνιστές λόγω του αντικομμουνιστικού μένους που επικρατούσε εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ.

Το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος που βρίσκεται στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ έχει χαραγμένο σε μια πλάκα το ποίημα του Νιμέλερ, ωστόσο αντί για «κομμουνιστές» αναφέρει «σοσιαλιστές» ξανά ως αποτέλεσμα του αμερικανικού αντικομμουνιστικού μένους.

Το 1976, ο Νιμέλερ αναφερόμενος στο ποίημα είπε: «Δεν υπάρχουν ηχητικά ή καταγραφές όσων είπα και μπορεί γι’ αυτό κάθε φορά να το έλεγα διαφορετικά. Αλλά η ιδέα ήταν αυτή όπως και να ‘χει: για τους κομμουνιστές το αφήσαμε να γίνει χωρίς να αντιδράσουμε. Το ίδιο και για τους συνδικαλιστές και για τους Σοσιολδημοκράτες. Όλα αυτά δεν ήταν δική μας δουλειά».

Σύμφωνα με την κλασική εκδοχή κατά το Ίδρυμα Μάρτιν Νιμέλερ―εκδοχή, η οποία εγκρίθηκε από τον Μάρτιν Νιμέλερ προσωπικώς― η ρήση έχει ως ακολούθως:

»Als die Nazis die Kommunisten holten,

habe ich geschwiegen,

ich war ja kein Kommunist.

«Όταν οι Ναζί πήραν τους κομμουνιστές,

εσιώπησα,

δεν ήμουν δα κομμουνιστής.

Als sie die Sozialdemokraten einsperrten,

habe ich geschwiegen,

ich war ja kein Sozialdemokrat.

»Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες,

εσιώπησα,

δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης.

Als sie die Gewerkschafter holten,

habe ich geschwiegen,

ich war ja kein Gewerkschafter.

»Όταν πήραν τους συνδικαλιστές,

εσιώπησα,

δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.

Als sie mich holten,

gab es keinen mehr,

der protestieren konnte.

»Όταν πήραν εμένα,

δεν υπήρχε κανείς πλέον,

που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί».