Το τραγούδι που σε οδηγεί στην αυτοκτονία

Ένα διάσημο τραγούδι που κρύβει πίσω του εκατοντάδες αυτοκτονίες. Πού ξεκινά η ιστορία και πού αρχίζει ο μύθος;

 

Ένα έφηβο κορίτσι περπατά στις όχθες του ποταμού Βιέν που διατρέχει την πρωτεύουσα της Αυστρίας. Σε μια ανύποπτη στιγμή βουτά στα νερά του ποταμού και χάνεται για πάντα. Στα χέρια της έχει μια παρτιτούρα. Περίπου 250 χιλιόμετρα πιο ανατολικά, στην Βουδαπέστη, ένας υποδηματοπώλης αυτοκτονεί και αφήνει πίσω του ένα σημείωμα με μερικούς στίχους ενός τραγουδιού. Στο Λονδίνο, ένα βροχερό απόγευμα Κυριακής μια γυναίκα ακούει ξανά και ξανά ένα τραγούδι μέχρι που καταπίνει όσα χάπια μπορεί να βρει στο σπίτι της.

Μια σειρά από αυτοκτονίες με έναν κοινό παρανομαστή: το διάσημο τραγούδι Gloomy Sunday, ένα τραγούδι που έχει χαρακτηριστεί ως «Το Τραγούδι της Αυτοκτονίας» και έγινε διάσημο όταν το ερμήνευσε η Μπίλι Χόλιντεϊ. Το «Gloomy Sunday» από πολύ νωρίς θεωρήθηκε ότι συνδεόταν με ένα κύμα αυτοκτονιών και ιστορίες άρχισαν να κυκλοφορούν σχετικά με το πώς άνθρωποι αυτοκτονούσαν ακούγοντας το τραγούδι. Ακόμα και ο αρχικός δημιουργός του έβαλε τέλος στη ζωή του! Μια ιστορία που έχει περάσει πλέον στη σφαίρα του αστικού μύθου και οδήγησε ακόμα το ραδιόφωνο του BBC να απαγορεύσει την μετάδοση του τραγουδιού για εξήντα έξι χρόνια! Αυτή είναι η ιστορία του τραγουδιού που έχει συνδεθεί με τις περισσότερες αυτοκτονίες.

Η αρχή

Το διάσημο τραγούδι της Μπίλι Χόλιντεϊ στην πραγματικότητα έχει τις ρίζες του στην Ουγγαρία. Το 1933 ο Ρεσό Σέρες ήταν ένας 34χρονος πιανίστας και συνθέτης που προσπαθούσε να γίνει γνωστός. Γι' αυτό είχε καταφύγει στο Παρίσι κυνηγώντας μια καριέρα μουσικού μακριά από το φασιστικό καθεστώς που κυριαρχούσε στην Ουγγαρία, όπου επέστρεψε λίγο αργότερα. Σύμφωνα με την ιστορία όταν η κοπέλα του τον παράτησε ήταν τόσο θλιμμένος που έγραψε τη μελωδία για το τραγούδι που θα γινόταν αργότερα το «Gloomy Sunday».

Σχετικά με τους στίχους που «παντρεύτηκαν» τελικά με τη μελωδία υπάρχουν δύο εκδοχές. Κάποιες αναφορές λένε ότι ο φίλος του Σέρες, ο ποιητής Λάζλο Γιάβορ έγραψε πρώτα τους μελαγχολικούς στίχους μιας και ήταν αυτός που είχε κατάθλιψη επειδή τον άφησε η κοπέλα. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή οι στίχοι του γράφτηκαν πρώτοι για να εμπνεύσουν μετά τη μελωδία του Σέρες (ΦΩΤΟ).


Από την άλλη, η πιο επικρατούσα εκδοχή αναφέρει ότι ο Σέρες έγραψε αρχικά τους δικούς του στίχους σχετικά με τον πόλεμο και τις καταστάσεις αποκάλυψης που ζούσε τότε ο κόσμος (βρισκόμαστε στην εποχή της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης και της ανόδου του φασισμού). Οι στίχοι του Σέρες είχαν τίτλο «Vége a világnak» (Ο κόσμος τελειώνει) και μιλούσαν για την απόγνωση που προκαλείται από τον πόλεμο, ενώ τελείωναν σαν μια προσευχή για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ωστόσο, ο Γιάβορ τους άλλαξε δημιουργώντας μια καταθλιπτική μπαλάντα. Τελικά, υιοθετήθηκαν οι στίχοι του Γιάβορ με τίτλο «Szomorú vasárnap» (Λυπημένη Κυριακή), στους οποίους ο πρωταγωνιστής θέλει να αυτοκτονήσει μετά τον θάνατο της συντρόφου του, την οποία και καλεί στην κηδεία του. Οι στίχοι του Γιάβορ έγιναν πιο δημοφιλείς και οι αρχικοί του Σέρες ξεχάστηκαν, ενώ οι περισσότερες εκδοχές του τραγουδιού σε άλλες γλώσσες βασίστηκαν σε αυτούς τους στίχους για την χαμένη αγάπη.

Όποια κι αν είναι η πραγματικότητα, το τραγούδι δεν έγινε αρχικά ιδιαίτερα επιτυχία. Όμως, δύο χρόνια μετά, μια ηχογραφημένη εκδοχή του τραγουδιού από τον Ούγγρο τραγουδιστή Παλ Κάλμαρ συνδέθηκε με μια επιδημία… αυτοκτονιών στην Ουγγαρία. Κάποιοι αναφέρουν ότι το 1936 καταγράφηκαν πάνω από 100 θάνατοι από ανθρώπους που είτε πριν είχαν ακούσει το τραγούδι είτε στα σημειώματα αυτοκτονίας τους αναφέρονταν στους στίχους του. Φυσικά, πλέον είναι σχεδόν αδύνατο να επιβεβαιωθεί το κατά πόσο η σύνδεση αυτή έχει βάση. Η Ουγγαρία από την άλλη έχει μακρύ ιστορικό πολλών αυτοκτονιών, το μεγαλύτερο από κάθε άλλη χώρα για πολλά χρόνια. Μάλιστα μέχρι και το 1984 σχεδόν 46 άνθρωποι στους 100.000 έβαζαν τέλος στη ζωή τους. Ειδικά τη δεκαετία του ’30, ο ουγγρικός λαός ήρθε αντιμέτωπος με την πείνα και την φτώχεια παράγοντες που είναι πολύ πιο πιθανό να συνέβαλαν στα αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών σε σχέση με ένα τραγούδι.



Σύμφωνα με την ιστορία, εξαιτίας αυτού, το τραγούδι απαγορεύτηκε. Ωστόσο, σύμφωνα με το snopes.com δεν υπάρχουν αναφορές στις ουγγρικές εφημερίδες που να επιβεβαιώνουν κάποια επίσημη απαγόρευση του τραγουδιού από τις αρχές. Είναι πάντως πιθανό να υπήρξε κάποια ανεπίσημη προτροπή για να αποφεύγεται η μετάδοσή του, ώστε να μην ενισχύει το ήδη καταθλιπτικό κλίμα που υπήρχε.

Διεθνής… κατάθλιψη

Πολύ σύντομα, το τραγούδι με την μακάβρια ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον παραγωγών από την Αμερική και την Ευρώπη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30 το τραγούδι έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ρωσικά, τα ιαπωνικά, τα ισπανικά και φυσικά τα αγγλικά και έγινε γνωστό ως το «Ουγγρικό Τραγούδι Αυτοκτονίας».

Ο Αμερικανός συνθέτης Σαμ Μ. Λιούις και ο Βρετανός θεατρικός ποιητής Ντέσμοντ Κάρτερ έγραψαν ο καθένας τη δική του αγγλική εκδοχή. Ωστόσο, η εκδοχή του Λιούις ηχογραφήθηκε το 1936 από τον σαξοφωνίστα Χαλ Κεμπ και την Ορχήστρα του και έγινε αυτή πιο γνωστή. Η εκδοχή του Λιούις μεταφέρει πολύ καλά την απελπισία του αρχικού τραγουδιού, αν και προσφέρει μια νότα αισιοδοξίας προς το τέλος:

«Ονειρευόμουν, μόνο ονειρευόμουν και ξύπνησα και σε βρήκα να κοιμάσαι στα βάθη της καρδιάς μου», λέει αφού έχει περιγράψει πώς σκεφτόταν την αυτοκτονία αλλά τελικά ήταν όλα ένα όνειρο.

Την εκδοχή αυτή χρησιμοποίησε και η Μπίλι Χόλιντεϊ για την θρυλική πλέον εκτέλεση του τραγουδιού το 1941. Και στις ΗΠΑ μια σειρά από αυτοκτονίες άρχισε να συνδέεται με το τραγούδι αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Παράλληλα, υπάρχουν αναφορές ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ λόγω αυτού, ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο επίσημο στοιχείο που να επιβεβαιώνει την απαγόρευση (ή τη σύνδεση με τις αυτοκτονίες). Ωστόσο, το τραγούδι πράγματι απαγορεύτηκε στην Βρετανία. Εκεί, το BBC στις αρχές του ’40 έκρινε ότι το τραγούδι ήταν πολύ καταθλιπτικό για το κοινό και σταμάτησε να το παίζει, αν και επέτρεψε την μετάδοση της ορχηστρικής του εκδοχής χωρίς στίχους. Η απαγόρευση αυτή μάλιστα  άρθηκε μόλις το 2002, 66 χρόνια μετά.


Στην πορεία των ετών πάντως και παρά την «κατάρα» του, το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία και πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες θέλησαν να κάνουν τη δική τους διασκευή: η Μαριάν Φέιθφουλ, ο Έλβις Κοστέλο, η Σινέντ Ο’Κόνορ, η Σάρα Μακλάχλαν, η Björk είναι μερικοί μόνο από τους δεκάδες καλλιτέχνες που το τραγούδησαν, ενώ έχει εμπνεύσει και πολλές ταινίες.

Τι απέγινε ο Ρέσο Σέρες

Ο δημιουργός του τραγουδιού φαίνεται ότι τελικά ήταν αυτός που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την υποτιθέμενη «κατάρα». Ο Σέρες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη από τους Ναζί και οδηγήθηκε σε στρατό συγκέντρωσης καθώς ήταν Εβραίος. Ο ίδιος επιβίωσε όχι όμως και η μητέρα του κάτι που τον επηρέασε βαθιά. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στο θέατρο και σε τσίρκο ως ακροβάτης, ενώ ζούσε πάντα μέσα στην φτώχεια. Αργότερα, άρχισε να γράφει ξανά τραγούδια, ωστόσο κανένα δεν έφτασε την επιτυχία του «Gloomy Sunday».

Παρόλο που το τραγούδι του είχε γίνει διάσημο και στις ΗΠΑ, ο Σέρες δεν έφυγε ποτέ από την Ουγγαρία για την Αμερική, όπου θα μπορούσε να κατοχυρώσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του και να ανταμειφθεί καταλλήλως. Φαίνεται πως είτε δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρίδα του είτε δεν μπορούσε να βγάλει διαβατήριο και βίζα για τις ΗΠΑ καθώς η Ουγγαρία πλέον άνηκε στην Σοβιετική Ένωση. Παρέμεινε να παίζει πιάνο στο εστιατόριο Kispipa όπως και πριν τον πόλεμο, το οποίο προτιμούσαν μουσικοί, μποέμ καλλιτέχνες, η εργατική τάξη των Εβραίων της Ουγγαρίας, αλλά και οι πόρνες.

Σύμφωνα με έναν μύθο μετά την επιτυχία του τραγουδιού, ο Σέρες προσπάθησε να επανενωθεί με την πρώην κοπέλα του που τον είχε εμπνεύσει για να γράψει τη μουσική. Ωστόσο αυτή αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο και κρατώντας ένα αντίγραφο με την παρτιτούρα του τραγουδιού κοντά της. Κατά μια άλλη εκδοχή άφησε ένα σημείωμα αυτοκτονίας γράφοντας απλώς δύο λέξεις: «Gloomy Sunday». Φυσικά, η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί.

Ο Σέρες κάποτε είχε γράψει σχετικά με την επιτυχία του: «Στέκομαι στο μέσο αυτής της θανατηφόρας επιτυχίας σαν ένας άνθρωπος που τον κατηγορούν. Αυτή η μοιραία δόξα με πληγώνει. Έβγαλα όλες τις απογοητεύσεις της καρδιάς μου σε αυτό το τραγούδι και φαίνεται ότι και άλλοι με συναισθήματα όπως τα δικά μου βρήκαν τις δικές τους πληγές μέσα σε αυτό».

Ο ίδιος ο Σέρες τελικά πράγματι αυτοκτόνησε. Στις 11 Ιανουαρίου 1968, σε ηλικία 68 ετών και 35 χρόνια αφού έγραψε το τραγούδι, ο Σέρες έπεσε από το παράθυρο του διαμερίσματός του στην οδό Ντομπ στην Βουδαπέστη. Ωστόσο επιβίωσε από την πτώση και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο. Εκεί… αποτελείωσε τη δουλειά και απαγχονίστηκε με ένα καλώδιο.

Οι στίχοι:

Gloomy Sunday / Θλιμμένη Κυριακή

Sunday is gloomy, my hours are slumberless

Dearest, the shadows I live with are numberless

Little white flowers will never awaken you

Not where the black coach of sorrow has taken you

Η Κυριακή είναι μουντή, οι ώρες μου είναι άυπνες

Πολυαγαπημένη/ε, οι σκιές με τις οποίες ζω, είναι αμέτρητες.

Μικρά λευκά λουλούδια δε θα σε ξυπνήσουν ποτέ

Όχι εκεί που η μαύρη άμαξα της θλίψης σε έχει πάει

 

Angels have no thoughts of ever returning you

Wouldn’t they be angry if I thought of joining you?

Gloomy Sunday

Οι άγγελοι δε σκέφτονται καθόλου να σε επιστρέψουν..

Άραγε θα θύμωναν αν ερχόμουν να σε βρω;

Θλιμμένη Κυριακή

 

Gloomy is Sunday, with shadows I spend it all

My heart and I have decided to end it all

Soon there’ll be candles and prayers that are said I know

But let them not weep, let them know that I’m glad to go

Θλιμμένη είναι η Κυριακή, την περνώ με τις σκιές

η καρδιά μου κι εγώ έχουμε αποφασίσει όλα να τελειώσουν

Σύντομα θα γίνουν προσευχές και θα ανάψουνε κεριά, το ξέρω

Ας μη θρηνούν, ας μάθουν ότι χαίρομαι που φεύγω

 

Death is no dream, for in death I’m caressin’ you

With the last breath of my soul, I’ll be blessin’ you

Gloomy Sunday

Ο θάνατος δεν είναι όνειρο, γιατί στον θάνατο σε αγγίζω

Με την τελευταία μου πνοή θα σε δοξάζω

 Θλιμμένη Κυριακή…

 

Dreaming, I was only dreaming

I wake and I find you asleep in the deep of my heart here

Darling I hope that my dream never haunted you

My heart is tellin’ you how much I wanted you

Ονειρευόμουν, απλά ονειρευόμουν

Ξυπνώ και σε βρίσκω να κοιμάσαι στα βάθη της καρδιάς μου εδώ

Αγάπη μου, ελπίζω ότι το όνειρο μου δε σε στοίχειωσε ποτέ

Η καρδιά μου σου λέει πόσο σε θέλησα