Το χωριό που δολοφόνησε το… τέρας του


O Κεν Ρεξ ΜακΈλροϊ τρομοκρατούσε συστηματικά τους κατοίκους του μικρού χωριού Σκίντμορ στο Μιζούρι. Όταν ο νόμος απέτυχε να τον περιορίσει οι κάτοικοι πήραν τον νόμο στα χέρια τους


Το κλίμα στο μπαρ ήταν πολύ περίεργο, θυμάται η Τρίνα, σύζυγος του Κεν Ρεξ ΜάκΕλροι. «Κερνούσαν μπίρες και υπήρχε πολύς κόσμος. Ήταν παράξενο» θα πει. Βγήκαν από το μαγαζί και πήγαν στο αγροτικό τους. Όσοι βρίσκονταν στο μπαρ τους ακολούθησαν. «Ήμασταν μέσα στο αυτοκίνητο και αυτοί στέκονταν γύρω μας. Μας κοιτούσαν. Απλά μας κοιτούσαν. Γύρω μας και στον δρόμο ήταν 40-50 άτομα. Ένιωθα ότι ήταν εκεί ολόκληρο το χωριό» λέει η Τρίνα.

Ο ΜάκΕλροϊ είχε μόλις ανάψει τη μηχανή όταν τα όπλα τον σημάδεψαν. Όλα συνηγορούν ότι δέχθηκε πυρά από τουλάχιστον δύο  (κάποιοι μιλούν για τρεις) διαφορετικές καραμπίνες. Έπεσε νεκρός πάνω στο τιμόνι. Το Σκίντμορ, ένα μικρό χωριό 300 κατοίκων στη βορειοανατολική γωνιά της πολιτείας του Μιζούρι, είχε πάρει τον νόμο στα χέρια του και έβαλε τέλος στην τρομοκρατία του ΜάκΕλροϊ. Αυτή είναι η ιστορία του χωριού που δολοφόνησε το… τέρας του.

Το Κακό Σκυλί

Ο Κεν Ρεξ ΜάκΕλροι γεννήθηκε το 1934 και ήταν το 13ο από τα 14 παιδιά της οικογένειας. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και πέρασε τα παιδιά του χρόνια περιπλανώμενος στα Όζαρκς (Μιζούρι, Άρκανσο, Οκλαχόμα, Κάνσας) καθώς οι γονείς τους έκαναν διάφορες δουλειές για να επιβιώσουν. Τελικά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο μικρό χωριό Σκίντμορ. Στα 15 του παράτησε το σχολείο και ήδη ήταν διαβόητος για κλοπές και ξυλοδαρμούς. Τεράστιος σωματικά (περίπου δύο μέτρα και πάνω από 120 κιλά) έγινε ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής.

Για δύο δεκαετίες το «Κακό Σκυλί», όπως τον αποκαλούσαν στο Σκίντμορ, ζούσε κλέβοντας κυριολεκτικά τα πάντα. Κατηγορήθηκε δεκάδες φορές αλλά δεν καταδικάστηκε ποτέ. Το σύστημα εκφοβισμού που ακολουθούσε απέδιδε πάντα. Κανείς δεν τόλμησε να καταθέσει εναντίον του. Οι κατηγορίες αποσύρονταν και οι μάρτυρες δεν εμφανίζονταν στο δικαστήριο.

Ήταν ήδη παντρεμένος όταν το 1969 αποπλάνησε την 12χρονη Τρίνα ΜακΚλάουντ. Για να μην το καταγγείλει η οικογένεια της αρχικά σκότωσε τον σκύλο τους και στη συνέχεια έκαψε το σπίτι τους. Στα 14 της η Τρίνα έμεινε έγκυος και άφησε το σχολείο. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του ΜάκΕλροϊ μαζί με τη σύζυγο του Άλις. Για να αποφύγει τις κατηγορίες για αποπλάνηση ανηλίκου χώρισε την Άλις και παντρεύτηκε την Τρίνα. Συνέχισαν όμως να ζουν όλοι μαζί. Ουσιαστικά είχε δύο συζύγους οι οποίος είχαν αποδεχθεί την κατάσταση.


Δύο εβδομάδες αφότου η Τρίνα (αριστερά στη φωτό) γέννησε δραπέτευσε, μαζί με την Άλις (δεξιά), στο σπίτι των γονιών της. Ο ΜάκΕλροϊ όμως πήγε και τις πήρε με τη βία. Στη συνέχεια επέστρεψε και επανέλαβε την τακτική του. Σκότωσε τον σκύλο που είχε η οικογένεια της Τρίνα και έβαλε φωτιά στο σπίτι.

Το 1973 συνελήφθη τελικά για επίθεση, εμπρησμό και αποπλάνηση ανηλίκου. Πλήρωσε εγγύηση 2.500 δολαρίων και αποφυλακίστηκε. Η Τρίνα και το μωρό μεταφέρθηκαν από την Πρόνοια σε ανάδοχη οικογένεια  στο Μέριβιλ του Μιζούρι. Ο ΜάκΕλροϊ τους εντόπισε και στάθμευε καθημερινώς με το αυτοκίνητο του έξω από το σπίτι. Απείλησε τη θετή οικογένεια ότι θα κάνει κακό στα βιολογικά τους παιδιά. Του ασκήθηκαν νέες κατηγορίες αλλά όχι μόνο βρήκε τρόπο να γλιτώσει αλλά και η Τρίνα με το παιδί επέστρεψαν στο σπίτι.

Η απόπειρα δολοφονίας

Τον Ιούλιο του 1976 το «Κακό Σκυλί» ξεπέρασε και τα δικά του όρια. Ο Ρομέιν Χένρι, ένας αγρότης από το Σκίντμορ, βρισκόταν στα σπίτι του όταν τον ενημέρωσαν πως «ο ΜάκΕλροϊ βρίσκεται μέσα σε ένα από τα χωράφια σου και πυροβολεί». Ο Χένρι πήγε να τον βρει.

«Τον είδα στην άκρη του δρόμου να ρίχνει με μια καραμπίνα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και τον ρώτησα τι συμβαίνει. Άρχισε να με βρίζει και να λέει πως έμαθε ότι τον κατηγορώ για διάφορα. Όταν σήκωσε το όπλο δεν πίστευα ότι θα μου ρίξει. Με πυροβόλησε όμως δύο φορές. Με πέτυχε στην κοιλιά. Το αίμα ήταν πολύ και ήμουν σίγουρος ότι θα πεθάνω» λέει ο Χένρι. Τελικά ο αγρότης ήταν τυχερός και επέζησε.

Ο ΜάκΕλροϊ κατηγορούταν αυτή τη φορά για απόπειρα δολοφονίας από πρόθεση αλλά και πάλι βρήκε τρόπο να γλιτώσει. Τα άτομα που τον είχαν δει στο χωράφι του Χένρι δεν κατέθεσαν, αντίθετα ο δικηγόρος υπεράσπισης, Ρίτσαρντ Τζιν ΜακΦάντιν παρουσίασε δύο μάρτυρες οι οποίοι υποστήριξαν ότι την ώρα της επίθεσης είδαν τον ΜάκΕλροϊ στην περιοχή που κυνηγούσαν, πολύ μακριά από τα χωράφια του Χένρι. Το «Κακό Σκυλί» ήταν και πάλι ελεύθερο.


Καταδίκη αλλά…

Ο ΜάκΕλροϊ συνέχισε να τρομοκρατεί το Σκίντμορ και το 1980 έκανε μια ακόμα απόπειρα δολοφονίας. Όλα ξεκίνησαν όταν τρία από τα παιδιά του μπήκαν στο μαγαζί του 70χρονου Μπο Μπόουενκαμπ. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη υποστηρίζει ότι είδε ένα από τα παιδιά να κλέβει καραμέλες και το μάλωσε. Τα παιδιά βγήκαν έξω κλαίγοντας και είπαν τι συνέβη στους γονείς τους, οι οποίοι περίμεναν στο αυτοκίνητο. Ο ΜάκΕλροϊ μπήκε στο κατάστημα και είπε «ήρθε η ώρα να γνωρίσετε να τον Κένεθ Ρεξ ΜάκΕλροϊ». Ακολούθησε ένα διάστημα-κόλαση για την οικογένεια Μπόουενκαμπ. Ο ΜάκΕλροϊ πάρκαρε μόνιμα έξω από το σπίτι τους και τους απειλούσε.

Ένα απόγευμα ο Μπο Μπόουενκαμπ καθόταν στον χώρο εκφόρτωσης πίσω από το κατάστημα του. Ο ΜάκΕλροϊ εμφανίστηκε με μια καραμπίνα στο χέρι. Του είπε ότι ήρθε η ώρα να λύσουν τις διαφορές τους και πυροβόλησε τον 70χρονο στον λαιμό. Παρά το πολύ σοβαρό τραύμα ο Μπόουενκαμπ επέζησε.

Το «Κακό Σκυλί» συνελήφθη και του ασκήθηκαν κατηγορίες για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Το Σκίντμορ πίστεψε ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να ξεμπερδέψει μαζί του. Για πρώτη φορά κάτοικοι του χωριού κατέθεσαν κατά του και τίποτα δεν μπορούσε να τον γλιτώσει, ή τουλάχιστον αυτό νόμιζαν.

Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη από κατοίκους του Σκίντμορ. Όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία η ανακούφιση ήταν τεράστια. Ο ΜάκΕλροϊ κρίθηκε ένοχος.

Επιστρέφοντας από τη δική πολλοί από τους κατοίκους συγκεντρώθηκαν στο τοπικό μπαρ «D&G Tavern» για να γιορτάσουν. Πάγωσαν όταν είδαν τον ΜάκΕλροϊ να μπαίνει στο μπαρ κρατώντας ένα όπλο Μ1 με ξιφολόγχη. Ο δικηγόρος του είχε ασκήσει έφεση αμέσως με την ετυμηγορία και είχε γίνει άμεσα αποδεκτή. Το «Κακό Σκυλί» είχε επιστρέψει και έδινε φρικτές λεπτομέρειες για το τι σκοπεύει να κάνει στον Μπόουενκαμπ και όσους κατέθεσαν στη δίκη. Ήταν η στιγμή που το Σκίντμορ αποφάσισε ότι ο νόμος δεν θα του έδινε λύση και έπρεπε να τον πάρει στα δικά του χέρια.

Η απόφαση και η εκτέλεση

Το πρωινό της 10ης Ιουλίου 1981 η πλειονότητα των ενηλίκων κατοίκων του Σκίντμορ συγκεντρώθηκαν σε μια δημοτική αίθουσα του χωριού. Το θέμα ήταν «τι θα κάνουμε με τον ΜάκΕλροϊ». Τι ακριβώς ειπώθηκε δεν έχει γίνει γνωστό αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν αφήνουν περιθώριο για ερωτηματικά. Ο σερίφης του χωριού έφυγε με το περιπολικό για να μην έχει καμία εμπλοκή υποστηρίζοντας όμως σιωπηρά την απόφαση που πάρθηκε.

Η συγκέντρωση βρισκόταν σε εξέλιξη όταν οι κάτοικοι ενημερώθηκαν ότι ο ΜάκΕλροϊ βρίσκεται στο «D&G Tavern». Σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν στη δημοτική αίθουσα πήγαν στο μπαρ. Ο 47χρονος έπινε την μπίρα του, μαζί με την σύζυγο του, και δεν γνώριζε ότι του είχε επιβληθεί ήδη θανατική καταδίκη.

Μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο οι κάτοικοι των περικύκλωσαν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν νεκρός. Το πόδι του έμεινε κολλημένο στο γκάζι και η μηχανή άρχισε να καπνίζει. Σύμφωνα με μαρτυρίες κάποιος άνοιξε την πόρτα και μετακίνησε το πόδι. Κάποια άλλα άτομα έβγαλαν τη σοκαρισμένη Τρίνα από τη θέση του συνοδηγού και τη μετάφεραν σε ένα κατάστημα εκεί κοντά.

Μέσα σε λίγα λεπτά ο δρόμος είχε αδειάσει. Όλοι οι κάτοικοι κλείστηκαν στα σπίτια τους. «Βγήκα με ένα σεντόνι για να καλύψω το πτώμα αλλά άκουσα να μου φωνάζουν να γυρίσω πίσω και να το αφήσω όπως είναι» θυμάται μια από τις κατοίκους. Το ασθενοφόρο έφτασε με καθυστέρηση και αντίκρυσε ένα απόκοσμο θέαμα. Στη μέση του άδειου δρόμου το γαζωμένο από τις σφαίρες αυτοκίνητο του ΜάκΕλορϊ και μέσα αυτός νεκρός πάνω στο τιμόνι. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και όλα τα γύρω καταστήματα ήταν κλειστά. Το Σκίντμορ είχε εκτελέσει το… τέρας του και κατά κάποιο τρόπο πενθούσε γιατί αναγκάστηκε να φτάσει μέχρι εκεί.

Κλειστά στόματα

Μετά την εκτέλεση οι Αρχές αντιμετώπισαν ένα τείχος σιωπής. Παρότι υπήρξαν πάνω από 40 μάρτυρες κανείς δεν κατέθεσε. «Δεν είδα τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα» ήταν το μοναδικό που άκουγαν οι αστυνομικοί από τους κατοίκους του Σκίντμορ. Τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν εξαφανίστηκαν και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να καταθέσει.

Η Τρίνα παραχώρησε συνέντευξη Τύπου στην οποία αποκάλυψε ότι έχει δώσει στις αρχές το όνομα ενός από τα άτομα που πυροβόλησαν. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μπαρ Ντελ Κλέμεντ ο οποίος, σύμφωνα με την Τρίνα, πήρε μια καραμπίνα από το αγροτικό του και πυροβόλησε τέσσερις φορές. Η ίδια παραδέχθηκε πως ο σύζυγος της δημιουργούσε προβλήματα στο μπαρ του Κλέμεντ. «Όταν ο Κεν έμπαινε στο μπαρ όλοι έφευγαν και μάλλον στον Ντελ δεν άρεσε που έχανε λεφτά» θα δηλώσει.  

Επίσης έδωσε ονόματα μαρτύρων που παρακολουθούσαν την εκτέλεση. Κανείς δεν μίλησε, κανείς δεν έσπασε την ομερτά και η εισαγγελία δεν άσκησε καν διώξεις. Η δολοφονία του ΜάκΕλροϊ μένει ως σήμερα ατιμώρητη και παρότι έχουν γίνει έρευνες και ντοκιμαντέρ τα στόματα έχουν μείνει κλειστά.

Η κατάρα του Κεν

Η Τρίνα κατέθεσε αγωγή κατά του Σκίντμορ και προσωπικά κατά του Ντελ Κλέμεντ. Ζητούσε 5εκατ. ευρώ. Τελικά η υπόθεση έκλεισε με την χήρα του ΜάκΕλροϊ να παίρνει μόλις 17.600 δολάρια. Η οικογένεια καταγγέλλει ότι μετά την δολοφονία δέχθηκε συστηματικό εκφοβισμό και αναγκαστικά μετακόμισε στον Λέμπανον του Μιζούρι. Εκεί η Τρίνα παντρεύτηκε ξανά. Τον Ιανουάριο του 2012 πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 55 ετών. Επτά χρόνια μετά, το ντοκιμαντέρ «No One Saw a Thing» επανάφερε την υπόθεση στο προσκήνιο. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι υπήρξε ένα άτομο που πείστηκε να καταθέσει για τη δολοφονία. Τελικά όμως μετάνιωσε και το πέπλο σιωπής δεν σηκώθηκε.  

Στην πλειονότητα τους οι κάτοικοι του Σκίντμορ οι οποίοι ζούσαν στο χωριό το 1981 συμφώνησαν πως «δεν είναι σωστό να δολοφονείς κάποιον αλλά όταν δεν έχεις πλέον άλλη λύση είσαι αναγκασμένος να το κάνεις». Λένε πως μετά την εκτέλεση του ΜάκΕλροϊ το χωριό ηρέμησε. Από τότε κοιμόμαστε και πάλι χωρίς να κλειδώσουμε τις πόρτες και σταματήσαμε να κουβαλάμε παντού όπλα, υποστηρίζουν.

Υπάρχουν όμως και αυτοί που δήλωσαν πώς, όποιος και αν ήταν ο ΜάκΕλροϊ, οι κάτοικοι του Σκίντμορ δεν είχαν δικαίωμα να του αφαιρέσουν τη ζωή. Μιλούν μάλιστα για την «κατάρα του Κεν». Τη θεωρούν υπεύθυνη για διάφορες τραγωδίες που χτύπησαν το χωριό μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη δολοφονία. Ο ΜάκΕλροι έχει στοιχειώσει τον Σκίντμορ και το εκδικείται, υποστηρίζουν.

Η εκτέλεση του Κεν Ρεξ ΜάκΕρλοϊ τράβηξε την προσοχή ολόκληρης της Αμερικής και αναλύθηκε σε νομικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό επίπεδο.

Οι κάτοικοι του Σκίντμορ ήταν συνωμότες-δολοφόνοι ή ενήργησαν σε αυτοάμυνα; Όταν το κράτος και ο νόμος δεν μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα που απειλεί τη ζωή σου αποκτάς το δικαίωμα στην αυτοδικία; Το Σκίντμορ επέλεξε ως απάντηση το «ναι» και ζει με αυτή την επιλογή…