Ανακάλυψε ότι η κολλητή της φίλη ήταν τελικά η χαμένη της αδερφή!

Όταν η ζωή ξεπερνά και την πιο τρελή φαντασία! Μια απίστευτη ιστορία όπως την διηγήθηκε η γυναίκα που την έζησε...


Ήταν μόλις λίγων ημερών όταν μια γυναίκα μπήκε στο μαιευτήριο και την απήγαγε. Το κοριτσάκι που γεννήθηκε ως Ζέφανι Νερς επρόκειτο να μεγαλώσει για τα επόμενα 17 χρόνια ως Μίσε Σόλομον στα χέρια της γυναίκας που την είχε απαγάγει: της Λαβόνα Σόλομον. Το κορίτσι μεγάλωσε μια φυσιολογική ζωή θεωρώντας ότι οι άνθρωποι που είχε δίπλα της ήταν οι γονείς της. ωστόσο, όταν γνώρισε μια νέα φίλη στο σχολείο με την οποία έμοιαζε πολύ η ιστορία άρχισε να παίρνει άλλη τροπή. Αυτή είναι η συγκλονιστική ιστορία της Ζέφανι όπως την αφηγήθηκε στο Newsweek η μικρότερη αδερφή της, Κάσιντι Νερς, την οποία δεν ήξερε ότι είχε.

«Η πρώτη μου ανάμνηση από την Ζέφανι είναι από όταν ήμουν περίπου τεσσάρων ή πέντε ετών. Οι γονείς μου μού είπαν ότι είχα μια αδελφή, η οποία αγνοούνταν. Ήταν μόλις τριών ημερών όταν απήχθη από το νοσοκομείο Γκρούτε Σούουρ στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το 1997.

Η Ζέφανι λίγο πριν απαχθεί

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας οι γονείς μου μιλούσαν συνεχώς για την αδελφή μου. Αναρωτιούνταν τι να έκανε. Αν ήταν ασφαλής και αν την αγαπούσαν εκεί που βρισκόταν. Μήπως της συμπεριφερόταν άσχημα αυτός που την είχε απαγάγει. Είχα δει ιστορίες στις ειδήσεις για εξαφανισμένα παιδιά που δεν επέστρεφαν ποτέ στο σπίτι. Έτσι, όταν ήμουν μικρότερη, πάντα πίστευα ότι της θα έπρεπε να της είχε συμβεί το χειρότερο.

Ειλικρινά, η παιδική μου ηλικία δεν ήταν εύκολη. Τα πράγματα που κάνεις ως ένα μικρό παιδί, όπως το να παίζεις με τους φίλους σου ή να πας να παίξεις με τους γείτονές σου, εμένα δεν μου επιτρεπόταν να το κάνω. Δεν μπορούσα να μείνω έξω μόνη μου για περισσότερο από δέκα λεπτά χωρίς να έρθουν οι γονείς μου να με αναζητήσουν.

Κάθε χρόνο κάναμε πάρτι γενεθλίων για τη Ζέφανι, αλλά μόνο όταν πήγα στο λύκειο άρχισα να τη σκέφτομαι σωστά. Τη σκεφτόμουν κάθε μέρα. Δεν ξέρω τι άλλαξε, αλλά απλώς είχα αυτό το συναίσθημα στην καρδιά μου ότι ίσως ήταν κάπου εδώ κοντά.

Η πρώτη φορά που άκουσα για την Μίσε Σόλομον ήταν στο μάθημα των Αγγλικών το 2014. Η καθηγήτριά μου με πλησίασε και μου είπε ότι έμοιαζα πολύ με μια άλλη μαθήτρια. Ρώτησα πόσο χρονών ήταν και μου είπε ότι ήταν 17 ετών, δηλαδή στην ίδια ηλικία που θα ήταν και η αδελφή μου εκείνη την εποχή.

Μια μέρα έφυγα από το μάθημα της τεχνολογίας και στο διάδρομο γινόταν παντού χαμός. Όλοι οι μαθητές φώναζαν: «Κοιτάξτε, εκεί είναι τα κορίτσια που μοιάζουν μεταξύ τους!»

Γύρισα και κοίταξα το πρόσωπο της Μίσε. Την ίδια στιγμή είπαμε και οι δύο: «Γιατί όλοι λένε ότι μου μοιάζεις;» Μετά γελάσαμε και οι δύο. Ένιωσα τόσο περίεργα. Είχα αυτό το συναίσθημα στο στομάχι μου, ακόμα και τώρα έχω αυτό το νευρικό συναίσθημα.

Μια μέρα αφού γνωριστήκαμε, καθόμουν στο γρασίδι. Η Μίσε με πλησίασε και με ρώτησε αν ήθελα να κάνω παρέα μαζί της. Ήμουν μόλις 14 ετών. Ήμουν σαν ένα «μωρό» στο λύκειο και μια 17χρονη ήθελε να χαλαρώσει μαζί μου; Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ κουλ, οπότε είπα εντάξει.

Από εκεί και πέρα η σχέση μας αναπτύχθηκε. Τρώγαμε μαζί μεσημεριανό κάθε μέρα και με περίμενε έξω από το σχολείο κάθε πρωί. Ερχόμασταν όλο και πιο κοντά. Είπε ότι θα με πρόσεχε και δεν θα άφηνε κανέναν να με πειράξει. Όταν έμαθε για την αγνοούμενη αδελφή μου είπε: «Θα γίνω η μεγάλη σου αδελφή για τώρα».

Μια μέρα της ζήτησα να μου δείξει φωτογραφίες των γονιών της. Όταν μου τις έδειξε, έμεινα άναυδη. «Οι γονείς σου δεν σου μοιάζουν» της είπα. «Ω, ναι. Πολλοί άνθρωποι μου το λένε αυτό», απάντησε. Δεν υπήρχε καμία απολύτως ομοιότητα, σκέφτηκα. Η επιδερμίδα τους, τα μαλλιά τους, η μύτη τους, τα μάτια τους – όλα ήταν διαφορετικά.

Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να μιλήσω στους γονείς μου γι’ αυτό. Είχα αυτό το συναίσθημα στο στομάχι μου. Όταν είπα στον πατέρα μου για αυτό το κορίτσι που μου έμοιαζε, δεν το πήρε στα σοβαρά.

Είχα προγραμματίσει να τη συναντήσει ο μπαμπάς μου μετά το σχολείο, όταν θα ερχόταν να με πάρει. Όταν τη συνάντησε, τη ρώτησε: «Γιατί μου μοιάζεις;». Αλλά η Μίσε δεν μπορούσε να το δει και λίγο μετά τη γνωριμία τους φύγαμε.

Η Μίσε και εγώ γνωριζόμασταν περίπου ένα χρόνο, όταν αποφασίσαμε να αφήσουμε την αθλητική μέρα του σχολείου μας και να πάμε σε ένα φαστφουντάδικο. Ήξερα ήδη ότι ο μπαμπάς μου θα με μάλωνε που έκανα κοπάνα από το σχολείο, αλλά αποφάσισα να πάω ούτως ή άλλως.

Κάποια άλλα παιδιά του είπαν ότι είχα πάει να πάρω φαγητό με τη «σωσία» μου. Ήρθε να μας βρει και κάθισε στο τραπέζι μας. Ο μπαμπάς μου ζήτησε να δει μια φωτογραφία των γονιών της Μίσε. Είπε ακριβώς το ίδιο πράγμα που είπα κι εγώ όταν τους είδα. Αστειεύτηκε ότι ίσως ήταν υιοθετημένη.

Δεν είχα ιδέα ότι ο μπαμπάς μου ερευνούσε αν μπορεί να είχαμε συγγένεια με τη Μίσε. Δεν είχα ιδέα ότι είχε ανακατέψει και την αστυνομία. Ούτε η Μίσε το ήξερε, απλά εμείς τα πηγαίναμε καλά σαν δύο έφηβοι.

Δεν μπορώ να θυμηθώ την ακριβή ημέρα που όλα άλλαξαν, αλλά νομίζω ότι ήταν Τετάρτη. Ο πατέρας μου υποτίθεται ότι θα με έπαιρνε από το σχολείο, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αντίθετα, ήρθε η θεία μου. Είπε ότι ο μπαμπάς μου ήταν απασχολημένος στη δουλειά, αλλά εγώ είχα άγχος. Ένιωθα ότι κάτι θα συνέβαινε. Μετά πήγα σπίτι. Πέταξα την τσάντα μου κάτω και χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού.

Το σήκωσα και ήταν η Μίσε. Ρώτησα: «Πώς βρήκες αυτό το νούμερο;» Είπε ότι ήθελε να μου πει κάτι, αλλά εγώ ήθελα να μάθω πώς βρήκε τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού μου, γιατί συνήθως μιλούσαμε από τα κινητά μας τηλέφωνα.

Τότε είπε: «Μου το έδωσε ο μπαμπάς. Είμαι η αγνοούμενη αδελφή σου». Είχε κάνει ένα τεστ DNA και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ταυτιζόταν κατά 99,9%.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω, η Μίσε ήταν η Ζέφανι. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πώς να νιώσω, ήμουν απλά πολύ χαρούμενη. Η Ζέφανι δεν ήταν νεκρή. Ήταν ζωντανή και υγιής. Πέταξα το τηλέφωνο και άρχισα να πηδάω μέσα στο σπίτι. Ήμουν τόσο συγκλονισμένη από την ευτυχία, την αγάπη και τη ζεστασιά. Ακόμα και τώρα, δεν μπορώ να το εξηγήσω σωστά.

Στην αρχή δεν μου επιτρεπόταν να μιλήσω στη Ζέφανι. Νομίζω ότι την μετέφεραν σε ένα ασφαλές σπίτι. Στη συνέχεια, μετά από μερικές εβδομάδες ήρθε στο σπίτι μου για να κοιμηθεί εκεί. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου είχαν χωρίσει πλέον, αλλά εγώ, η Ζέφανι και η μητέρα μου μιλούσαμε όλη τη νύχτα. Δεν υπήρχε ακόμη σύνδεση μεταξύ αυτής και της μητέρας μου, επειδή μόλις είχαν γνωριστεί, αλλά υπήρχε ένας δεσμός μεταξύ των δύο μας.

Ήμουν πολύ μικρή για να παρευρεθώ στο δικαστήριο και η Ζέφανι και εγώ δεν επιτρεπόταν να μιλήσουμε όσο διαρκούσε η δίκη εναντίον της Λαβόνα Σόλομον. Μετά από αυτό δεν επικοινωνούσαμε για ένα διάστημα. Νομίζω ότι ήταν μπερδεμένη. Την άφησα να το αντιμετωπίσει. Δεν ήθελα να την καταβάλω ή να την τρομάξω.

Γύρω στο 2019, η σχέση μας άρχισε να αναπτύσσεται και να γίνεται πιο δυνατή. Η Ζέφανι άρχισε να περνάει περισσότερο χρόνο με τους γονείς μας και τα αδέλφια μου και είδε ότι ήμασταν καλοί άνθρωποι. Δεν βλεπόμαστε συχνά, αλλά η σχέση μας αναπτύσσεται καλά.

Όταν επέστρεψε, οι ζωές και των δύο μας άλλαξαν. Δεν ήμουν πια η μεγάλη αδελφή, η Ζέφανι επέστρεψε τώρα. Πρέπει να σεβαστώ ότι είναι μέρος της οικογένειας. Δεν μπορώ να την αρνηθώ ή να την παραμερίσω, επειδή εξακολουθεί να περνάει δύσκολα πράγματα. Έχουμε και οι δύο τα δικά μας παιδιά τώρα, αλλά και οι δύο προσπαθούμε ακόμη να βρούμε τον εαυτό μας.

Η σχέση μας βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία επούλωσης. Προσπαθούμε να φτάσουμε εκεί, παρά όλα τα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μας».

Η Λαβόνα Σόλομον και η Ζέφανι-Μίσε