«Τρώγαμε τα συκώτια των φίλων μας για να επιζήσουμε»

Η σοκαριστική μαρτυρία μιας επιζήσασας από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ των Ναζί ξυπνάει ανατριχιαστικές αναμνήσεις

Η Ρίσα Σίλμπερτ είναι πλέον 93 ετών. Η ίδια γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια στην Κλαϊπέδα της Λιθουανίας το 1929, ωστόσο σήμερα ζει πολύ μακριά, στην Αυστραλία. Παρά τη μεγάλη της ηλικία βρήκε το κουράγιο να μιλήσει ξανά γι’ αυτό από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει όλα αυτά τα χρόνια: τη ζωή της σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί.

Η Σίλμπερτ μίλησε με βιντεοκλήση στο περιφερειακό δικαστήριο του Ίτσεχοε στην γερμανική πολιτεία του Σλέσβιχ. Εκεί δικάζεται η 96χρονη Ίρμγκαρντ Φούρχνερ, η οποία ήταν γραμματέας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στούτχοφ στην Πολωνία, στο οποίο έζησε τον εφιάλτη του Ολοκαυτώματος και η Σίλμπερτ. Η Φούρχνερ κατηγορείται ότι βοήθησε στη δολοφονία περισσότερων από 11.000 ανθρώπων κατά τη διάρκεια της θητείας της στο στρατόπεδο και η Σίλμπερτ κλήθηκε να μοιραστεί την δική της εφιαλτική εμπειρία στο Στούτχοφ. Η μαρτυρία της σόκαρε το δικαστήριο καθώς αποκάλυψε ότι οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να στραφούν στον κανιβαλισμό σχεδόν καθημερινά επειδή οι φύλακες τους άφηναν μόνιμα νηστικούς.

«Το Στούτχοφ ήταν κόλαση. Υπήρχε κανιβαλισμός στο στρατόπεδο. Οι άνθρωποι πεινούσαν και άνοιγαν τα πτώματα και έπαιρναν το συκώτι τους. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα», ανέφερε.

Στην σοκαριστική της κατάθεση περιέγραψε πώς ο πατέρας της και ο αδερφός της δολοφονήθηκαν από συνεργάτες των Ναζί στην Κάουνας της Λιθουανίας το 1941. Η ίδια, η μητέρα της και η αδερφή της τοποθετήθηκαν σε ένα γκέτο πριν τελικά σταλούν στο Στούτχοφ τον Αύγουστο του 1944.

Κάθε πρωί στις 4 ή 5 τα ξημερώματα οι κρατούμενοι έπρεπε να βγουν σε αναφορά. Όσοι δεν μπορούσαν να σταθούν πια όρθιοι από την αδυναμία μαστιγώνονταν ανελέητα από τους φρουρούς, ανέφερε η Σίλμπερτ.

«Σε κανέναν από εμάς δεν απευθύνονταν με το όνομά μας. Αποκαλούμασταν όλοι ‘μπάσταρδοι’», αποκάλυψε.

Μια επιδημία τύφου δεν άργησε να κατακλύσει το στρατόπεδο, το οποίο γέμισε πλέον με άταφα πτώματα. Κάποια στιγμή η Σίλμπερτ, η οποία ήταν 15 ετών τότε, και η μεγαλύτερη αδερφή της κρύφτηκαν από τους φύλακες των SS μπαίνοντας κάτω από τον σωρό των πτωμάτων. Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου αναγκάστηκαν να καθαρίσουν τον χώρο από τα πτώματα ωστόσο άφησαν αυτή και την αδερφή της να κείτονται εκεί. Σύμφωνα με την Σίλμπερτ σχεδόν κάθε μέρα πολλοί κρατούμενοι απλώς εξαφανίζονταν και δεν επέστρεφαν ποτέ.

Η μητέρα της Σίλμπερτ πέθανε επίσης από τύφο τον Ιανουάριο του 1945 και στα μέσα του Απριλίου της ίδιας χρονιάς, ενώ η Γερμανία ήδη υποχωρούσε από το μέτωπο, οι κρατούμενοι αναγκάστηκαν σε μια πορεία ως το Ντάντσιχ πριν διασχίσουν την Βαλτική θάλασσα με ένα φορτηγό πλοίο και προορισμό το Χολστάιν της Γερμανίας. Συνέχισαν την πορεία τους ως το Νόυσταντ και εκεί τελικά απελευθερώθηκαν από Βρετανούς στρατιώτες στις 3 Μαΐου. Όπως είπε η Σίλμπερτ μέχρι και σήμερα έχει στο σώμα της σημάδια από τα μαστιγώματα και τους ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί στο Στούτχοφ.

Όταν ρωτήθηκε εάν ήθελε να πει κάτι στην κατηγορούμενη, η Σίλμπερτ είπε ότι θα έπρεπε να παραδεχτεί την ενοχή της. «Αν δούλευε ως γραμματέας του διοικητή, τότε ήξερε ακριβώς τι συνέβη».

Η δίκη της Φούρχνερ

Η Ίρμγκαρντ Φούρχνερ ήταν 18 χρονών όταν έπιασε δουλειά ως γραμματέας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στούτχοφ τον Ιούνιο του 1943 (ΦΩΤΟ). Εργάστηκε εκεί ως τον Απρίλιο του 1945 και την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ καταγράφοντας λεπτομερώς όλες τις «εργασίες» του στρατοπέδου. Σήμερα, στα 96 της, υποστηρίζει ότι παρόλο που εργαζόταν στο γραφείο του διοικητή δεν είχε καμία γνώση ότι γύρω της γραφόταν μια από τις πιο φρικιαστικές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας.


Η Φούρχνερ κατηγορείται για συνέργεια στο θάνατο 11.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο, ενώ δικάζεται ως ανήλικη καθώς ήταν κάτω από 21 ετών όταν διαπράχθηκαν τα εν λόγω εγκλήματα. Παρόλο που είχε σημαντικά διοικητικά καθήκοντα- ήταν η υπεύθυνη καθημερινά για τη λήψη γραμμάτων και μηνυμάτων ασυρμάτου για τον διοικητή του στρατοπέδου Πάουλ-Βέρνερ Χόπε, ενώ κατέγραφε και τις διαταγές του- η ίδια δηλώνει άγνοια για όσα της καταλογίζουν.

Οι κατήγοροι λένε ότι ήταν αδύνατον να μην ήξερε για τον θάλαμο όπου μέλη των SS, ντυμένοι ως γιατροί, πήγαιναν τους αιχμαλώτους και τους έστηναν, ζητώντας να μείνουν ακίνητοι για να μετρήσουν δήθεν το ύψος τους, ενώ από τρύπα διπλανής αίθουσας άλλοι SS τούς πυροβολούσαν. Εξίσου αδύνατον ήταν να μην ήξερε και για όσους θανατώνοντας στους θαλάμους αερίων καθώς η μυρωδιά της καμμένης σάρκας κατέκλυζε την ατμόσφαιρα. Συνολικά 65.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Στούτχοφ, κυρίως Εβραίοι, μέλη της πολωνικής Αντίστασης και Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου.

Μιλώντας το περασμένο φθινόπωρο στην εφημερίδα Der Spiegel, ο συνήγορος της Φούρχνερ, Βολφ Μόλκεντιν, είχε υποστηρίξει ότι «η πελάτισσά μου εργαζόταν μεταξύ των αντρών των SS, οι οποίοι είχαν μεγάλη εμπειρία στη βία, ωστόσο αυτό σημαίνει  ότι και η ίδια είχε την ίδια γνώση με αυτούς; Δεν είναι απαραίτητα δεδομένο».


Ο συνήγορός της προσπάθησε να δείξει πως η Φούχνερ κρατά αποστάσεις από τους ναζί, πως ποτέ δεν προσέγγισε ακροδεξιούς κύκλους που επιχείρησαν να την κάνουν ηρωίδα τους και πως «δεν αρνείται το Ολοκαύτωμα, ούτε τις τρομακτικές πράξεις που έγιναν και ακούστηκαν. Αλλά απορρίπτει τις κατηγορίες εναντίον της: δεν είναι ένοχη για κάποιο έγκλημα».

Ωστόσο, η υποτιθέμενη άγνοια της Φούρχνερ αμφισβητείται από την μαρτυρία του ίδιου της του συζύγου, αλλά και από τις δηλώσεις ενός ιστορικού.

Το 1954 ο σύζυγος της Φούρχνερ, ένας πρώην στρατιώτης των SS είχε καταθέσει ότι ο ίδιος γνώριζε ότι οι κρατούμενοι δολοφονούνταν στο στρατόπεδο σε θαλάμους αερίων.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφαν Χέρντλερ, ο οποίος ειδικεύεται σε αυτή την εποχή και έχει καταθέσει στη δίκη, η κατηγορούμενη έκρυβε στρατιώτες των SS στο διαμέρισμα της και μεταξύ αυτών και τον διοικητή του στρατοπέδου Πάουλ-Βέρνερ Χόπε. Ο Χόπε είχε δικαστεί τη δεκαετία του 1950 και καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλακή για συνέργεια σε δολοφονίες.

Η Φούρχνερ κλήθηκε σε δίκη τον περασμένο Σεπτέμβριο ωστόσο η διαδικασία αναβλήθηκε καθώς η κατηγορούμενη προσπάθησε να διαφύγει. Νωρίτερα σε μια επιστολή που είχε αποστείλει είχε ισχυριστεί ότι δεν είναι σε θέση να δικαστεί. «Εξαιτίας της ηλικίας μου και των προβλημάτων υγείας δεν θα παραστώ στη δίκη και θα ζητήσω από τον συνήγορό μου να με εκπροσωπήσει. Θα ήθελα να γλιτώσω από αυτή την ντροπή και να μην γίνω αντικείμενο χλευασμού της ανθρωπότητας», είχε γράψει.

Ωστόσο, πριν την έναρξη της δίκης η Φούρχνερ είχε φύγει κρυφά από τον οίκο ευγηρίας όπου διέμενε στο Κουίκμπορν του Αμβούργου παίρνοντας ένα ταξί με άγνωστο προορισμό. Τελικά, η αστυνομία την εντοπισε και την συνέλαβε λίγες ώρες μετά, ενώ τέθηκε υπό κράτηση για πέντε μέρες.

Το στρατόπεδρο συγκέντρωσης του Στούτχοφ είχε ανοίξει από τους Ναζί κοντά στο ομώνυμο χωριό, το οποίο σήμερα ονομάζεται Στούτοβο, στο Πομερανικό Βοεβοδάτο της Πολωνίας τον Σεπτέμβριο του 1939. Σύντομα αναπτύχθηκε σε ένα μεγάλο σύμπλεγμα στρατοπέδων έχοντας 40 υποεγκαταστάσεις. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 110.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν εκεί μέχρι την απελευθέρωσή του από τους Συμμάχους τον Μάιο του 1945. Οι 65.000 ααπό αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο.