Στρίπερ μιλούν για τις εμπειρίες και τον κόσμο τους


Οι πελάτες, τα μαγαζιά, οι απίστευτες ιστορίες. Ένα βιβλίο έρχεται να ρίξει φως στον κόσμο των στριπ-κλαμπς

Ο κόσμος των στριπ-κλαμπς είναι γεμάτος αντιφάσεις. Σαγηνευτικός, ηδονικός και γεμάτος ευκαιρίες από τη μια, σκοτεινός, βρώμικος και καταστροφικός (για κάποιους) από την άλλη. Πάνω απ’ όλα όμως ο κόσμος των «στριπτιτζάδικων» είναι γεμάτος ιστορίες. Τον Μάρτιο του 2022 η Έμιλι Ντίνσντεϊλ και ο Μπρόνουεν Πάρκερ-Ρόουντς εξέδωσαν το βιβλίο «Wanting You to Want Me». Ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας που έκαναν πάνω στην αθέατη και περίπλοκη πλευρά των στριπ-κλαμπς.

Η συνάντηση τους άλλωστε είχε γίνει σε ένα τέτοιο μέρος στο Λονδίνο. Δούλευαν εκεί όταν γνωρίστηκαν και πήραν την απόφαση να πουν την ιστορία από τη μεριά των κοριτσιών που ανεβαίνουν στη σκηνή και προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή των πελατών και τα χρήματα από την τσέπη τους.

«Συζητούσαμε με την Έμιλι για το πόσο θέλαμε να παρουσιάσουμε αυτή την περίπλοκη ομορφιά αυτού του κόσμου. Να δώσουμε στο κοινό τις πραγματικές ιστορίες κοριτσιών που δούλευαν σε στριπ-κλαμπς. Να δείξουμε ότι το να είσαι στρίπερ δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι πιο περίπλοκο και με πολλές αποχρώσεις» λέει ο Πάρκερ-Ρόουνς. «Θέλαμε να μεταφέρουμε τον αναγνώστη στην καρδιά των κλαμπς, στα καμαρίνια και τους διαδρόμους όπου τα κορίτσια ετοιμάζονται, κάνουν παρέα και κουτσομπολεύουν. Να νιώσει ο αναγνώστης ότι βρίσκεται σε μια παρέα φίλων» λέει από την πλευρά της η Ντίνσντεϊλ.

Το βαμπίρ και ο 90χρονος με τις μέντες

Μια από τις κοπέλες που μίλησαν στους συγγραφείς ήταν η Πόπι (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο). Για την εμπειρία της στον κόσμο των «στιπτιτζάδικων» αναφέρει:

«Το πρώτο μου σόου ήταν… Δεν ήξερα τίποτα από στριπτίζ. Φορούσα ένα μικρό μαύρο καπέλο και κρατούσα ένα μπαστούνι. Ήταν άσχημο. Όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου με πήγαινε σε μαθήματα χορού οπότε στη σκηνή έκανα αυτά που είχα μάθει. Πιστεύω ότι πολλοί πρέπει να γελούσαν μαζί μου. Εγώ τότε θεωρούσα ότι ήμουν εξαιρετική, ξέρετε όπως πάντα συμβαίνει όταν είσαι 18. Τώρα όμως που το σκέφτομαι πρέπει τα δύο πρώτα χρόνια τα σόου μου να ήταν τραγικά. Πρέπει να ήταν τόσο αστεία, σκέτη κωμωδία. Θυμάμαι ακόμα το τραγούδι εισόδου, ήταν ίδιο για όλους. Το «No diggity, I like the way you work it». Κάθε φορά που άκουγα το «No diggity» έβγαζα το καπέλο και σήκωνα το πόδι ψηλά.

Στο μαγαζί είχα έναν τύπο. Ήμουν 18 τότε και όλα τα χρήματα που έπαιρνα μου φαίνονταν πολλά. Ήταν τα πιο εύκολα 50 ευρώ που έχω βγάλει ποτέ. Μου έλεγε ότι είναι βαμπίρ. Φορούσε πολλά δαχτυλίδια και μενταγιόν. Φαινόταν περισσότερο να είναι κυνηγός βαμπίρ. Έπινε την μπίρα του και μου έδινε το μπουκάλι. Γέμισε το μου με τα ούρα σου να το πιώ όλο και θα σου δώσω 50 ευρώ, μου έλεγε.

Πήγαινα λοιπόν κατευθείαν στον μπάνιο το γέμιζα και μετά τον παρακολουθούσα να το κατεβάζει κοιτώντας με στα μάτια. Μετά μου έδινε το πενηντάρικο και σκεφτόμουν: Τι ωραία, το πιο εύκολο που πήρα ποτέ. Μου έλεγε ότι είναι βαμπίρ γιατί του άρεσε το αίμα της περιόδου. Με ρωτούσε αν είμαι στις μέρες μου και αν θα του έδινα το ταμπόν μου. Μου αρέσουν αυτοί οι περίεργοι τύποι.

Ένας ακόμα από τους αγαπημένους μου ήταν αυτός που ερχόταν Τετάρτες απόγευμα. Φορούσε μεγάλα γυαλιά, ήταν βρώμικος και πάρα πολύ μεγάλος. Ήταν κοντά στα 90. Ερχόταν κάθε Τετάρτη και ξόδευε τα λεφτά της σύνταξης του. Δεν μου έδινε ποτέ πάρα πολλά αλλά τον θυμάμαι γιατί ήταν τόσο σταθερός. Κάθε Τετάρτη.

Το μόνο που ήθελε να κάνει είναι να πάμε στο πριβέ δωμάτιο. Καθόταν στη γωνία και εγώ ξαπλωμένη στο πάτωμα με ανοιχτά τα πόδια. Ήθελε να βλέπει το αιδοίο μου να κουνιέται. Το έκανα αυτό για 2-3 τραγούδια, έπαιρνα 60 ευρώ και στο τέλος μου προσέφερε μια μέντα. Θα τον θυμάμαι πάντα ως χαρακτήρα παρότι ποτέ δεν έβγαλα πολλά λεφτά από αυτόν».

«Όταν φλερτάρεις και προκαλείς για εννέα ώρες δεν θες να βγεις ραντεβού»

Η «Τσίκι» είναι μια ακόμα κοπέλα μου μιλά στο βιβλίο. Αναφέρεται στην έξαψη που νιώθει όταν βρίσκεται στη σκηνή.

«Το πρώτο μέρος στο οποίο χόρεψα ήταν κάτι σαν παμπ. Μου ταιριάζουν καλύτερα από τα μεγάλα κλαμπ. Σίγουρα δεν ήταν το πιο λαμπερό μέρος στον κόσμο αλλά αυτό το περίεργο περιβάλλον για κάποιο λόγο μου άρεσε περισσότερο από τα μεγάλα κλαμπ με τα λεοπάρ χαλιά και τα 100 κορίτσια σε κάθε βάρδια.  

Ξεκίνησα λοιπόν εκεί και τα λεφτά ήταν καλά τότε. Ήταν 2003. Να πούμε βέβαια ότι είχα έρθει από τη Νότια Αμερική και όλα τα λεφτά μου φαίνονταν πολλά. Πριν δούλευα στην εστίαση.

Παρότι το μέρος ήταν τραγικό ήταν το μοναδικό που βρήκα τόσο μεγάλη ποικιλία από χορευτές. Υπήρχαν εύσωμες κυρίες, μαύρα κορίτσια, Ασιάτισσες, είχαμε ακόμα και μια από το Μπανγκλαντές. Το θυμάμαι με αγάπη για το γεγονός ότι δουλεύαμε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι. Ήταν το πιο διαφορετικό κλαμπ στο οποίο έχω δουλέψει. Είχαμε μια χορεύτρια η οποία ήταν περίπου 70 χρονών, την Μόνα. Ήταν εκπληκτική. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο από τότε. Πλέον η δουλειά έχει αλλάξει. Ζητούν αυτή την εμφάνιση της κούκλας.

Όταν δούλευα πλήρες ωράριο το τελευταίο που ήθελα είναι να βγω ραντεβού με κάποιον. Ήμουν εξαντλημένη από αυτό τον ίδιο διάλογο. Από πού είσαι, πόσο χρονών είσαι, πόσο καιρό είσαι εδώ;

Είχα αυτή τη συζήτηση τουλάχιστον 10 φορές κάθε βράδυ και όταν τελείωνα ήμουν συναισθηματικά εξαντλημένη. Επιπλέον όταν έχεις μπει βαθιά σε αυτό τον κόσμο κάποιες φορές δεν είναι ξεκάθαρο πότε προσποιείσαι και πότε όχι. Φλερτάρεις και προκαλείς για έξι με εννέα ώρες κάθε βράδυ. Μόνο την περίοδο της πανδημίας που σταμάτησα να χορεύω είχα την ενέργεια να βγω ραντεβού και να κάνω μια σχέση επτά μηνών.

Το θέμα είναι ότι πλέον τους έχει δει τόσο καθαρά που δεν έχεις καμία υπομονή με τους άντρες. Δεν μπορώ να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι με έναν άντρα. Ξέρετε κάνουμε σεξ και μετά θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Ίσως βέβαια να είναι και θέμα ηλικίας. Είμαι σχεδόν 40 πλέον και τα όρια μου είναι πιο αυστηρά. Πάντως σίγουρα η δουλειά μας μάς κάνει να ξεχωρίζουμε τους καλούς από τους κακούς άντρες.

Όποιον γνωρίζω του λέω αμέσως τι κάνω. Από το πρώτο ραντεβού του λέω: Αυτό είναι που κάνω και δεν πρόκειται να το αλλάξω γιατί παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου.

Φαίνομαι μικρότερη αλλά ποτέ δεν λέω ψέματα για την ηλικία μου. Κάποιες φορές πετυχαίνεις αυτούς που φρικάρουν γιατί θέλουν μικρά κορίτσια κάτι το οποίο βρίσκω τρομακτικό.

Ξέρετε αν έρθει ένα πατέρας με τον γιό του, ο πατέρας θα επιλέξει μια νεότερη κοπέλα και ο γιός εμένα. Οι νεαρότεροι με βλέπουν σαν πηγή εμπειρίας και τους γοητεύει πολύ. Τραβάω τους 20άρηδες γιατί με βλέπουν σαν μια θεά της γνώσης. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι μεγαλύτεροι που νιώθουν πιο άνετα να έχουν έναν χορό μαζί μου παρά με ένα κορίτσι 21 ετών.

Προσωπικά θα ήθελα να βλέπω μεγαλύτερες γυναίκες στη σκηνή. Εγώ τώρα νιώθω πιο σέξι από ποτέ με όλη αυτή την εμπειρία που έχω. Θα ήταν ωραίο να σπάσουμε κάποια στερεότυπα για το ποιος επιτρέπεται να είναι σέξι στη σκηνή. Εγώ σκέφτομαι ότι θα είμαι για πάντα. Και κάθε φορά που βλέπω μια άλλη γυναίκα με το στήθος έξω πάνω στη σκηνή λέω: Μπράβο σου, πάμε.

Η σκηνή είναι για εμένα το μέρος που είμαι ευτυχισμένη. Στη ζωή μου είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι στη σκηνή και έχω ένα ωραίο κοινό. Είναι καλύτερο από το σεξ και τα ταξίδια, τα οποία αγαπώ. Θέλω απλά να είμαι στη σκηνή και να μαγνητίζω τον κόσμο. Δεν υπάρχει τίποτα σαν κι αυτό. Με κάνει να νιώθω καλύτερα και από μια μακαρονάδα μπολονέζ που την λατρεύω. Η σκηνή με ένα χαρούμενο κοινό είναι το αγαπημένο μου μέρος».

Η «Γαλλίδα» και η σκοτεινή συνειδητοποίηση

Στο βιβλίο, το οποίο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, παρουσιάζονται διάφορες ιστορίες κοριτσιών αλλά και τα όσα συμβαίνουν μέσα σε ένα στριπ-κλαμπ. Η Ζιζέλ λέει πως για 15 χρόνια παρουσιαζόταν ως Γαλλίδα γιατί θεωρούσε ότι έτσι θα είναι πιο σέξι. «Το είπα όταν ήμουν 18 και τελικά παγιδεύτηκα μέσα σε αυτό. Για 15 ολόκληρα χρόνια έπρεπε να διατηρώ αυτή την περσόνα όταν δούλευα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν ότι είμαι από τη Γαλλία». Μια άλλη χορεύτρια, η Αβάνα, μιλάει για έναν μόνιμο πελάτη που ήταν χαμένος μέσα στη θλιβερή πραγματικότητα του. «Προσπαθούσα να το κρατήσω όσο πιο χαλαρό και αστείο γινόταν. Αυτός όμως μου έδειχνε τις φωτογραφίες από την γάτα του και μου έλεγε για το πώς τρώει μόνος του κάθε μέρα. Κάποιες φορές αυτό ήταν ένα σκοτεινό κομμάτι της δουλειάς μου, όταν συνειδητοποιούσα ότι μόνο εγώ γελούσα».

«Οι ιστορίες στο βιβλίο είναι για πραγματικές ανθρώπινες επαφές και εμπειρίες. Νομίζω ότι θα αγγίξει τους πάντες, όχι μόνο όσους εργάζονται στην ερωτική βιομηχανία και τα στριπ-κλαμπ» λέει ο Πάρκερ-Ρόουνς και η Ντίνσντεϊλ προσθέτει: «Ελπίζω οι στρίπερ που θα το διαβάσουν να ταυτιστούν και να νιώσουν ότι το βιβλίο είναι δίκαιο πάνω στις καλύτερες και τις χειρότερες εμπειρίες. Να αναγνωρίσουν καταστάσεις καθώς το διαβάζουν και να νιώσουν ότι βρίσκονται σε μια παρέα φίλων».