Μαρτυρίες μέσα από το Μπατακλάν


Το χρονικό ενός μακελειού. Μαρτυρίες επιζώντων που βρέθηκαν στο θέατρο το βράδυ της σφαγής. Πώς τρεις τζιχαντιστές αφαίρεσαν 90 ζωές


13 Νοεμβρίου 2015: Το ISIS σκορπά τρόμο και φρίκη στο Παρίσι. Εννέα τζιχαντιστές, εξαπολύουν, μέσα σε 37 λεπτά, έξι επιθέσεις στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας. Σκοτώνουν 130 άτομα και τραυματίζουν τουλάχιστον 416 σε μια συντονισμένη τρομοκρατική ενέργεια που συγκαταλέγεται στις πιο φρικτές που έχουν γίνει ποτέ σε ευρωπαϊκό έδαφος. Στο επίκεντρο των επιθέσεων βρέθηκε το θέατρο Μπατακλάν το οποίο φιλοξενούσε μια ροκ συναυλία. Εξήντα άτομα δολοφονήθηκαν εκεί. Οι μαρτυρίες των επιζώντων συγκλονίζουν.

Το χρονικό

Η συναυλία της αμερικάνικης ροκ μπάντας Eagles of Death Metal είχε ξεκινήσει όταν ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το θέατρο Μπατακλάν. Επέβαιναν οι Φουέντ Μοχάμεντ Ατζάντ (23 ετών), Ισαμέλ Ομάρ Μοστεφαΐ (29 ετών) και Σαμί Αμιμούρ (28 ετών). Και οι τρεις Γάλλοι πολίτες με καταγωγή από την Αλγερία.

Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο κρατώντας πυροβόλα όπλα «Zastava M70 AKM» και ξεκίνησαν άμεσα το φονικό τους έργο. Πυροβόλησαν όσους στέκονταν έξω από το θέατρο και προχώρησαν μέσα όπου βρίσκονταν περίπου 1.500 άτομα. 

Η μπάντα έπαιζε την εισαγωγή του κομματιού «Kiss the Devil» όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμού. Σταδιακά η μουσική σταμάτησε και ακούγονταν μόνο τα όπλα. Οι τρομοκράτες στέκονταν πίσω από το κοινό και το θέριζαν. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν σκοτώσει 60 άτομα.

Ήρεμοι και αποφασισμένοι έριχναν στην αρένα και τους εξώστες. Κάποια στιγμή τα φώτα του θεάτρου άναψαν και αποκαλύφθηκε το μέγεθος του μακελειού. Η αρένα ήταν γεμάτη πτώματα και αίμα. Κραυγές πόνου και τρόμου.

Οι τζιχαντιστές προχώρησαν στο εσωτερικό της αρένας προς τη σκηνή και πυροβολούσαν όποιον κινούνταν. Στη συνέχεια χωρίστηκαν, δύο στους εξώστες και ένας στην αρένα. Ο τελευταίος ήταν ο πρώτος που δέχθηκε πυρά από την ειδική αντιτρομοκρατική ομάδα που μπήκε στο θέατρο. Οι άλλοι δύο κράτησαν περίπου 20 ομήρους και οχυρώθηκαν στο τέλος ενός διαδρόμου. Σκοτώθηκαν αμφότεροι στην ανταλλαγή των πυρών με την αστυνομία. Ο ένας πρόλαβε και ενεργοποίησε τον εκρηκτικό μηχανισμό που φορούσε. Ο τελικός απολογισμός ήταν 90 νεκροί.

Οι μαρτυρίες

Έξι επιζώντες αφηγούνται τα γεγονότα εκείνης της τραγικής βραδιάς που τους σημάδεψε για πάντα. Ένα ζευγάρι, μια νεαρή κοπέλα φανατική οπαδός των «Eagles of Death Metal», ένα μέλος της ασφάλειας του Μπατακλάν, ένας μπλόγκερ και ένας νεαρός που πήγε στη συναυλία μαζί με τον αδελφό του.

«Αυτό ήταν, σ’ αγαπώ, αντίο…»

Ο Ντέιβιντ και η Κέιτι είναι ζευγάρι. Την βραδιά την είχε οργανώσει ο Ντέιβιντ γιατί ήθελε να κάνει κάτι ξεχωριστό για τα γενέθλια της συντρόφου του. Βρίσκονταν στη μέση της αρένας όταν οι τρομοκράτες μπήκαν στο Μπατακλάν.

Ντέιβιντ: Ήταν τα γενέθλια της Κέιτι τρεις εβδομάδες πριν και αποφάσισα να της κάνω ένα δώρο, μια ρομαντική απόδραση. Φάγαμε σε ένα μαγαζί έξω από το θέατρο και στις 20:30 μπήκαμε. Ανεβάσαμε ένα βίντεο. Θέλαμε να αποφύγουμε το πλήθος και σταθήκαμε κοντά στην πόρτα.

Κέιτι: Σε αυτή τη φωτογραφία (φωτό πάνω) που βγάλαμε με τον κόσμο και κυκλοφόρησε βρισκόμασταν με την πόρτα της εισόδου ακριβώς πίσω μας.

Ξαφνικά ένιωσα ένα σπρώξιμο και μετά ένιωσα σαν να χύθηκε ένα ζεστό ποτό στον ώμο μου. Ο Ντέιβιντ στεκόταν πίσω μου, με προστάτευε για να μην με σπρώξουν. Γύρισα και τον ρώτησαν αν κάποιος έριξε το ποτό του.

Ντέιβιντ: Υπήρχαν λάμψεις και ο επίμονος ήχος πυροβολισμών.

Ντέιβιντ: Σε εκείνο το σημείο το πλήθος άρχισε να πέφτει.

Κέιτι: Οι άνθρωποι έπεφταν κάτω. Ένας άντρας μπροστά μου έπεσε και σκέφτηκα πως αυτό που νόμιζα ότι ήταν ποτό τελικά ήταν το αίμα του. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν, φαινόταν σαν μια αιωνιότητα. Έπεσε στο πάτωμα και ο Ντέιβιντ έπεσε από πάνω μου για να με προστατέψει. Ήταν τόσο φανερό ότι άνθρωποι πέθαιναν γύρω μας και ότι κάποιου είδους σφαγή συνέβαινε και εμείς ήμασταν μέρος της. Ήταν ο θόρυβος. Οι κραυγές, το αίμα. Πέσαμε στο πάτωμα και το πάτωμα ήταν γεμάτο αίμα.

Κάποια στιγμή τα φώτα άναψαν και όταν έγινε αυτό τελείωσε το «νομίζω ότι αυτή είναι αίμα». Πλέον ήμουν σίγουρη ότι ήμουν καλυμμένη με αίμα. Είμαι σίγουρα μπρούμυτα μέσα στο αίμα, αυτός είναι σίγουρα ένας άνθρωπος που τον έχουν πυροβολήσει, αυτό σίγουρα συμβαίνει. Μπορούμε να το δούμε πλέον. Έβλεπα έναν άντρα να πεθαίνει, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο. Γύρισα το κεφάλι μου και στα δεξιά μου ήταν ένα κορίτσι, ο Ντέιβιντ την είδε επίσης.

Ντέιβιντ: Ναι ήταν ξαπλωμένη και δεν κινούνταν. Ήταν ξεκάθαρο πως πλέον ήταν νεκρή.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να προστατέψω την Κέιτι. Να γίνω ασπίδα της. Όταν αγαπάς κάποιον θέλεις να τον προστατέψεις. Αυτό μου έλεγε το ένστικτο μου. Εξασφάλισε ότι θα είναι καλά.

Κέιτι: Ήρθε η στιγμή που οι πυροβολισμοί έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τα πάτωμα δονούταν με κάθε πυροβολισμό. Ένιωθα ότι είναι δίπλα μας. Είπα στον Ντέιβιντ: Αυτό είναι, σε αγαπώ, αντίο. Του έλεγε συνέχεια ότι τον αγαπώ. Δεν ήθελα να πεθάνει. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς δεν ήθελα ο άντρας μου να πεθάνει κοιτώντας τους.

Ντέιβιντ: Κοίταξα δίπλα μου και είδα μαύρες στρατιωτικές μπότες και απλά πέρασε δίπλα μας. Σκέφτηκα ότι αυτή είναι η στιγμή που θα ρίξει σε εμάς, ότι είμαστε οι επόμενοι που θα πυροβολήσει. Όμως αυτός απλά πέρασε και δεν έστρεψε το όπλο του προς εμάς.

Κάποια στιγμή είδα με την περιφερειακή μου όραση αυτές τις πόρτες να είναι ανοιχτές. Δεν ξέρω ποιος τις άνοιξε, αν ήταν κάποιος απ’ έξω ή από μέσα. Το θέμα είναι ότι τις είδα και είπα στην Κέιτι ότι πρέπει να φύγουμε. Πολλοί έτρεξαν μαζί με εμάς εκείνη τη στιγμή. Υπήρχαν πτώματα στο πάτωμα και σχεδόν πατούσαμε πάνω τους για να φτάσουμε στην πόρτα. Κατεβήκαμε τρία σκαλιά και βγήκαμε στον δρόμο.

Κέιτι: Προσπαθούσαμε να τρέξουμε και κοίταζα τον Ντέιβιντ, ήμουν μπροστά του και του είπα: Κάνε πιο γρήγορα, δεν είναι ώρα να σε παρασύρει και να κλειδώσεις, πρέπει να τρέξουμε. Μου απάντησε: Δεν μπορώ να τρέξω με έχουν πυροβολήσει. Τον ρώτησα πού και μου είπε στο πόδι. ΟΚ θα σε κουβαλήσω του απάντησα.

Ντέιβιντ: Κοίταξα και είδα το παπούτσι μου γεμάτο αίμα. Το αίμα πεταγόταν από το πόδι μου και δεν μπορούσα να τρέξω άλλο. Η Κέιτι με τράβηξε μέχρι ένα ασφαλές σημείο γιατί εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Με τη βοήθεια κάποιων αγνώστων με μετέφεραν στο νοσοκομείο.

Δεν μπορώ να καταλάβω πως γίνεται να σκέφτεσαι έτσι. Ότι θα πυροβολήσεις πισώπλατα ανθρώπους που παρακολουθούν μια συναυλία. Δεν βγάζει κανένα νόημα.

Κέιτι: Δεν νιώθω οργή ή μίσος. Είναι απλά λύπη.  Νιώθω λυπημένη για όλους όσοι βρέθηκαν εκεί είτε είναι αυτοί που πυροβολούσαν, είτε αυτοί που πυροβολήθηκαν. Δεν υπάρχει νόημα να είμαι οργισμένη γιατί έχει συμβεί και δεν αλλάζει.

«Ένιωθα τις ψυχές των ανθρώπων να αφήνουν τα σώματα τους»

Φανατική οπαδός των «Eagles of Death Metal» η Λιντά είχε πάει πολύ νωρίς στο Μπατακλάν. Ήταν από τις πρώτες που μπήκαν στο θέατρο όταν άνοιξαν οι πόρτες και στεκόταν κοντά στο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει την αρένα από τη σκηνή.

«Πιστεύαμε ότι θα περάσουμε μια από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μας. Ήταν πέντε το απόγευμα και περιμέναμε στην ουρά με δύο φίλες. Είδαμε τον Τζέσι (τραγουδιστής της μπάντας) να στέκεται και τον ρωτήσαμε αν μπορούμε να βγάλουμε φωτογραφίες μαζί του. Μας είπε φυσικά και ότι απόψε θα ταρακουνήσει το μέρος για εμάς. Ήμασταν ενθουσιασμένες. Το έγραψα στο Twitter.

Είναι ένας από τους ομορφότερους χώρους στο Παρίσι. Πιθανότατα ήμουν ένα από τα πρώτα άτομα που μπήκαν μέσα. Στάθηκα μπροστά στο διαχωριστικό με τη σκηνή.

Άκουσα αυτό τον ήχο και κατάλαβα ότι δεν ήταν καλός. Ο μόνος τρόπος για να καταλάβω ήταν να κοιτάζω τα μέλη της μπάντας στη σκηνή. Τους είδα να κοιτάζουν πάνω από εμάς, πίσω στην είσοδο. Τα στόματα τους έπεσαν. Μπορούσα να δω τον φόβο στο πρόσωπο τους και ήξερα ότι υπήρχε θάνατος πίσω μας. Το έβλεπα στο πρόσωπο τους, στο βλέμμα τους.

Ένιωσα ανθρώπους να πέφτουν. Όλοι σαν ντόμινο. Το σώμα μου πιέστηκε στο διαχωριστικό. Τότε ήταν που προσπάθησα να πηδήξω αλλά δεν μπορούσα. Διαπίστωσα ότι δεξί μου πόδι ήταν εγκλωβισμένο. Ο κόσμος που έπεσε το είχε εγκλωβίσει. Προσπάθησα να απελευθερωθώ, λύγισα το σώμα μου πάνω στο διαχωριστικό. Συνέχεια σκεφτόμουν: Η επόμενη είναι για εσένα. Ήμουν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα δεχθώ μια σφαίρα.

Δεν μπορούσα να δω τις φίλες μου. Ήταν πολύ σκοτεινά. Ήξερα όμως ότι βρίσκονταν στο πάτωμα πιθανότατα κάτω από κάποιους άλλους ανθρώπους. Έμοιαζαν σαν να ήταν βουνά από ανθρώπους. Και μετά κοίταξα ψηλά και θυμάμαι που είδα το μωβ φως από το μπαρ με την πινακίδα και μετά όλες αυτές τις λάμψεις. Ήξερα ότι αυτό ήταν οι πυροβολισμοί.

Ήξερα ότι το ένα μου πόδι είναι εγκλωβισμένο γιατί είτε οι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι, είτε ήταν νεκροί. Όταν σκέφτηκα να τους ρωτήσω αν μπορούν να με βοηθήσουν είπα στον εαυτό μου ότι αυτό είναι εγωιστικό. Ήξερα, μπορούσα να το νιώσω ότι άνθρωποι πέθαιναν. Γνωρίζω ότι ο κόσμος δεν πιστεύει στα πνεύματα και τις ψυχές όμως όχι, θυμάμαι να νιώθω τις ψυχές των ανθρώπων να αφήνουν τα σώματα τους. Ευχόμουν να μπορούσα να το σταματήσω. Όλη την ώρα σκεφτόμουν τι θα μπορούσες να κάνεις, τι θα μπορούσες… Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσαμε να κάνουμε.

Τελικά με τη βοήθεια μιας φίλης μου κατάφερα να απελευθερωθώ. Οι τρομοκράτες συνέχιζαν να πυροβολούν. Δεν ξέρω αν μας είδαν αλλά πέσαμε και πάλι κάτω, γιατί ξέραμε ότι δεν ήταν ασφαλές. Έμεινα λοιπόν μπρούμυτα και σύρθηκα. Σκούπιζα το αίμα με τα ρούχα μου. Όμως συνέχιζα να σέρνομαι. Ήμουν πολύ τρομαγμένη για να κοιτάξω πίσω μου. Λίγο πριν βγω έξω το έχασα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Κρατούσα το κεφάλι μου και σκεφτόμουν μα τι συμβαίνει. Μετά από λίγο έγινε και πάλι. Για πολύ καιρό είχα αυτό το όνειρο. Κάθε βράδυ το ίδιο. Μαύρο υπόβαθρο, βουνά από πτώματα και σφαίρες…».

«Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μας πυροβόλησε»

Ο Μπενουά πήγε στη συναυλία με τον αδελφό του. Παρακολουθούσαν το σόου από τον εξώστη. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν τρομοκράτη αλλά επέζησε.

«Είναι μια από τις πιο μυθικές μουσικές σκηνές στο Παρίσι. Στη συναυλία πήγα με τον αδελφό μου. Βρήκαμε θέσεις στον εξώστη. Η μπάντα εμφανίστηκε λίγο μετά τις εννέα. Ανέβασα την παραδοσιακή μου φωτογραφία στο Facebook, τράβηξα κάποια βίντεο. Θυμάμαι που λέγαμε ότι πιθανότατα είναι μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχουμε δει λόγω της ενέργειας του συγκροτήματος και του κοινού επίσης.

Ξαφνικά ακούσαμε αυτό το κλακ-κλακ-κλακ-κλακ. Κάτι πολύ περίεργο. Κρυφτήκαμε με τον αδελφό μου και κάποιες φορές προσπαθούσαμε να σηκωθούμε για να δούμε τι συμβαίνει. Ξέραμε ότι κάποιοι πυροβολούν και προσπαθούσαμε να προστατευτούμε.

Φύγαμε από το σημείο που βρισκόμασταν και πήγαμε προς μια πόρτα. Την ανοίξαμε και στην άλλη άκρη είδαμε μια άλλη πόρτα και από πάνω μια ανοιχτή καταπακτή. Εγώ πρόλαβα και βγήκα από την πόρτα όμως ένας άντρας με καλάσνικοφ σταμάτησε τον αδελφό μου. Ήμουν μπροστά σε αυτό τον τρομοκράτη και σκεφτόμουν ότι θα σκοτώσει τον αδελφό μου. Του μίλησα και του ζήτησα να αφήσει τον αδελφό μου να έρθει μαζί μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μας πυροβόλησε. Περάσαμε από την πόρτα και την μπλοκάραμε ώστε να μην μπορεί να μπει ο τρομοκράτης. Άνθρωποι ανέβαιναν στην καταπακτή. Πιστεύω ότι από εκεί βγήκαν περίπου 50 άτομα. Όταν φτάσαμε στην ταράτσα ήταν αυτός ο τύπος του οποίου η φωνή απέπνεε ασφάλεια. Μας έλεγε: Ελάτε εδώ, εμπιστευτείτε μας. Νομίζω ότι ήταν κάποιος από την ασφάλεια του Μπατακλάν (αναφέρεται στον Νουκουμέ). Μπήκαμε σε ένα διαμέρισμα. Κλείσαμε τα παράθυρα, τα φώτα και κάθε συσκευή. Προσπαθήσαμε να κρυφτούμε και βγάλαμε τα κινητά μας για να επικοινωνήσουμε με την οικογένεια και φίλους μας. Όλοι όσοι γνώριζαν ότι ήμασταν εκεί έστελναν μηνύματα ή τηλεφωνούσαν. Πόσταρα κάτι στο Facebook και όταν ο κόσμος κατάλαβε ότι είμαι εκεί δέχθηκα πάρα πολλά μηνύματα. Στο διαμέρισμα υπήρχε απόλυτη ησυχία. Κάποια στιγμή είδαμε τα κόκκινα φωτάκια από τα όπλα των ελεύθερων σκοπευτών και καταλάβαμε ότι η αστυνομία έχει έρθει. Κάποια στιγμή επικοινωνήσαμε με τις αρχές και τους είπαμε πόσοι και πού είμαστε. Μας ρώτησαν αν υπάρχουν τραυματίες και αν είδαμε το γιλέκο με τα εκρηκτικά των τρομοκρατών. Ξαφνικά ακούσαμε πολλούς πυροβολισμούς και εκρήξεις…

Επέζησα και ο εγώ και ο αδελφός μου και δεν σταματήσαμε να πηγαίνουμε σε συναυλίες.

«Ήταν κάτι πέραν του διαβόλου»

Ο Νουμουκέ ανήκε στο προσωπικό ασφαλείας του Μπατακλάν. Όταν ξεκίνησε η επίθεση ήταν κοντά στην είσοδο. Το γεγονός ότι κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του έσωσε πολλές ζωές.

«Εργαζόμουν ήδη 13 χρόνια στο Μπατακλάν. Ήμουν στην ασφάλεια του θεάτρου. Οι Παρασκευές είχαν πάντα πολλή δουλειά. Είχαμε λίγα θέματα κυρίως με κόσμο που κάπνιζε μέσα στον χώρο ή είχε πιει πολύ αλλά ποτέ τίποτα πολύ σοβαρό.

Είδαμε τα παράθυρα της εισόδου να σπάζουν, να διαλύονται. Μπήκα σε λειτουργία επιβίωσης. Παντού έβλεπες πράγματα να διαλύονται. Υπήρχε ένα άτομο που στεκόταν και κάπνιζε και έπεσε. Ήταν σαν πόλεμος από την πρώτη στιγμή. Σκέφτηκα ότι πρέπει να μπω μέσα και να ανοίξω τις πόρτες ώστε ο κόσμος να μπορέσει να διαφύγει. Ήταν παγίδα, έρχονταν κατά πάνω μας. 

Βρήκα μια από τις εξόδους όμως ήταν κλειδωμένη, δεν μπορούσα να την ανοίξω. Εκεί κοντά στις σκάλες ήταν η βίαιη σκηνή. Μπορούσες να ακούσεις τα πάντα, κάθε ήχο απίστευτα καθαρά. Ανέβηκα τη σκάλα και καθώς πήγαινα προς τα πάνω άρχισα πραγματικά να πανικοβάλλομαι.

Μια γυναίκα ούρλιαζε και αυτό με έκανε να συνέλθω. Κοίταξα τον διάδρομο μπροστά μας και είδα μια καταπακτή στο ταβάνι. Μαζί με τον μάνατζερ καταφέραμε να την ανοίξουμε. Αρχίζαμε να βάζουμε εκεί έναν-έναν όσους ήταν μαζί μας

Μετά ανέβηκα στην ταράτσα. Από τη στιγμή που ήμουν εκεί έλεγα στον κόσμο να βιαστεί, να κάνει πιο γρήγορα.

Στην ταράτσα υπήρχε ένα παράθυρο που οδηγούσε σε ένα διαμέρισμα. Υπήρχαν σκαλιά προς το παράθυρο. Είπαμε σε όλους να πάνε στο διαμέρισμα. Εκεί μέσα ακούσαμε ξαφνικά τις εκρήξεις…

Υπάρχει ο διάβολος και υπάρχει πέραν του διαβόλου. Αυτοί ήταν πέραν του διαβόλου. Πήγα πολλές φορές στο Μπατακλάν και προσευχήθηκα.

«Όταν διαπίστωσα ότι δεν είχαν αιτήματα ήμουν σίγουρος ότι θα μας σκοτώσουν»

Ο Στεφάν είχε πάει στη συναυλία για να γράψει στη συνέχεια μια κριτική στο μπλογκ του. Την παρακολουθούσε από τον εξώστη. Βρέθηκε να είναι όμηρος των τρομοκρατών και ήταν ένα από τα τελευταία άτομα που διέσωσε η αστυνομία. 

Στεφάν: Εργαζόμουν σε ένα μουσικό μπλογκ και είχα πάει στη συναυλία για να γράψω μετά μια κριτική. Ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα ζωντανά και ήταν όμορφα, ήταν πολύ όμορφα μέχρι το 5ο ή το 6ο τραγούδι όπου όλα ξεκίνησαν.

Ήμουν στον εξώστη. Δεν πρόλαβα να φύγω. Όταν είδαμε δύο τρομοκράτες στον πρώτο όροφο να έρχονται προς τα εμάς από την άλλη πλευρά του δωματίου προσπαθήσαμε να φύγουμε. Όμως μας εντόπισαν. Μας πλησίασαν και μας ζήτησαν να μαζευτούμε σε μια γωνία. Το πρώτο πράγμα που άκουσα να μας λένε είναι ότι δεν θα μας σκοτώσουν. Ήταν περίεργο γιατί όλοι σκέφτονταν ότι θα μας σκοτώσουν. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του τρίτου τρομοκράτη που ήταν ακόμα κάτω. Μιλούσαν μεταξύ τους, οι δύο στο μπαλκόνι και ο άλλος στην αρένα. Έγινε μια τεράστια έκρηξη στην αρένα και νομίζω ότι κατάλαβαν τι συμβαίνει. Γι’ αυτό μας ζήτησαν να τους ακολουθήσουμε σε έναν στενό διάδρομο. Μέτρησα 12 ομήρους μαζί με εμένα. Εκείνη τη στιγμή έβγαλαν μερικά χαρτονομίσματα από τις τσέπες τους, νομίζω των 50 ευρώ, και ζήτησαν από έναν από τους ομήρους να τα κάψει. Σε αυτό το σημείο φαντάζομαι ήθελα να δείξουν ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Ότι ήρθαν στο Μπατακλάν για να πεθάνουν και δεν χρειάζονται χρήματα πια. Μας είπαν ότι γι' αυτό που έγινε να ευχαριστούμε τον πρόεδρο μας λόγω του βομβαρδισμού στη Συρία και το Ιράκ. Μας είπαν ότι είναι από το ISIS. Έμοιαζαν πολύ αποφασισμένοι, ίσως είχαν πάρει ναρκωτικά, δεν ξέρω. Έκαναν αυτό που ήθελαν να κάνουν.

Σταδιακά όμως γίνονταν νευρικοί. Ήθελαν η αστυνομία να μείνει μακριά τους. Όλοι οι όμηροι ήμασταν πολύ ήσυχοι. Δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Οι τρομοκράτες έδιναν οδηγίες σε τρεις ομήρους. Τους ζητούσαν να ακούσουν τι συμβαίνει μέσα στο Μπατακλάν και σε εμάς, που ήμασταν κοντά στο παράθυρο, μας έλεγαν να δούμε τι συμβαίνει έξω. Τελικά οι τρομοκράτες ζήτησαν από έναν από τους ομήρους να φωνάξει τον αριθμό τηλεφώνου του στην αστυνομία. Ακολούθησαν πέντε ή έξι τηλεφωνήματα. Οι τρομοκράτες έλεγαν μόνο ότι έχουν ομήρους, ότι έχουν εκρηκτικά και ότι αν οι αρχές πλησιάσουν θα τους σκοτώσουν όλους. Δεν φαινόταν να έχουν κάποιο αίτημα. Αυτό με έκανε πιο σίγουρο ότι τελικά θα μας σκοτώσουν.

Η αστυνομία έριξε χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και εγώ έπεσα. Προχώρησαν στον διάδρομο κρατώντας μια ασπίδα. Περνώντας έβαζαν τους ομήρους πίσω από την ασπίδα. Νομίζω ήμουν ο τελευταίος ή ένας από τους τελευταίους ομήρους που διέσωσαν. Θυμάμαι καθαρά την εικόνα ενός από τους τρομοκράτες να έχει το ένα χέρι στο καλάσνικοφ και να ρίχνει και με το άλλο να κρατάει τον διακόπτη για τα εκρηκτικά. Με τράβηξαν στο τέλος του διαδρόμου έως τη σκάλα. Οι δύο τρομοκράτες επιχείρησαν να δραπετεύσουν από τις άλλες σκάλες και η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί. Σκότωσαν τον έναν και ο άλλος ενεργοποίησε τα εκρηκτικά. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί δεν ενεργοποίησαν νωρίτερα τα εκρηκτικά, αν το είχαν κάνει θα είχαμε σκοτωθεί όλοι. Όταν βγήκαμε από τον διάδρομο η αστυνομία μας είπε να μην κοιτάξουμε τι έχει συμβεί στην αρένα. Δεν ήταν όμως εύκολο να μην δούμε τι έχει γίνει…