«Ο πατέρας μας είναι ηγέτης ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης. Έτσι δραπετεύσαμε»


Ο Στίουαρτ Ρόουντς είναι ο ιδρυτής των Oath Keepers και βρίσκεται αντιμέτωπος με 20 χρόνια φυλάκιση. Η οικογένεια του μιλά για την παράνοια του και το πώς κατάφεραν τελικά να γλιτώσουν.

Ήταν μια παγωμένη μέρα του Φεβρουαρίου του 2018. Η ώρα είχε φτάσει. Ο Ντακότα είχε σχεδιάσει τα πάντα. Η μητέρα και τα πέντε μικρότερα αδέλφια του βρίσκονταν ήδη στο φορτηγάκι του. Είπαν μια δικαιολογία ότι πήγαιναν να πετάξουν σκουπίδια.

Πριν ξεκινήσουν όμως ο πατέρας του Ντακότα εμφανίστηκε στην πόρτα του σπιτιού. Ζούσαν σε μια απομονωμένη περιοχή στα βουνά της βορειοδυτικής Μοντάνα. Η μητέρα του Ντακότα, Τάσα, τρόμαξε.

Ο σύζυγος της ήταν ο Στίουαρτ Ρόουντς. O διαβόητος ηγέτης της ακροδεξιάς-παραστρατιωτικής ομάδας «Oath Keepers», με το χαρακτηριστικό κάλυπτρο στο αριστερό μάτι (έχασε το μάτι του το 1993 όταν το 22άρι πιστόλι του έπεσε και αυτοπυροβολήθηκε).

Ο Ρόουντς είχε επιβληθεί απόλυτα στην Τάσα τα περίπου 25 χρόνια που ήταν παντρεμένοι. Ήταν τρομοκρατημένη από τις «μανιακές περιόδους του», όπως τις αποκαλούσε. Τώρα βρισκόταν σε μια από αυτές. Δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Άκουγε μουσική και έκανε γυμναστική, για να είναι έτοιμος

«Θέλαμε να φύγουμε από νωρίς το πρωί αλλά είχε σηκωθεί από τις τέσσερις τα ξημερώματα. Ήταν μια χαρακτηριστική συμπεριφορά του μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια της συναισθηματικής κακοποίησης και του παρανοϊκού μίσους» θα πει ο Ντακότα.  

Όσοι βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο φοβήθηκαν ότι θα προσπαθήσει να τους σταματήσει. Σκέφτηκαν ότι θα ανακάλυψε ότι λείπει το αγαπημένο του όπλο. Ότι θα ρωτήσει γιατί παίρνουν μαζί τους τον σκύλο ενώ πάνε να πετάξουν σκουπίδια. Ο Ρόουντς όμως είπε: «Έι, πάρτε λίγες μπριζόλες καθώς θα γυρίζετε».

Ο Ντακότα πάτησε το γκάζι και το όχημα ξεκίνησε. Δεν κοίταξαν ποτέ πίσω.

Η συνωμοσία

Από τον Σεπτέμβριο του 2022 ο Ρόουντς και ακόμα τέσσερα μέλη των «Oath Keepers», της οργάνωσης που ίδρυσε το 2009, δικάζονται για τον ρόλο τους στην εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Κατηγορούνται για συνωμοσία ανατροπής καθώς επιχείρησαν να σταματήσουν την επικύρωση των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2020. Βρίσκονται αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης έως και 20 έτη. Ολόκληρη η οικογένεια παρακολουθεί τη δίκη.

«Μεγάλωσα πιστεύοντας απόλυτα την εικόνα που είχε ο πατέρας μου για τον κόσμο. Στην κοσμοθεωρία του υπάρχει μια σκιώδης μοχθηρή, κομμουνιστική συνωμοσία που προσπαθούσε να επιβάλει μια Νέα Τάξη Πραγμάτων. Είχε σκοπό να αρπάξει τον απόλυτο έλεγχο και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια κυβέρνηση η οποία εσκεμμένα θα προκαλέσει χάος» λέει ο Ντακότα.

Ήταν στην εφηβεία του όταν αυτή τη πίστη για μια επερχόμενη αποκάλυψη θα κλονιζόταν. Όταν πλέον ενηλικιώθηκε συνειδητοποίησε απολύτως την παράνοια στην οποία ζούσε και είχε επιβάλει ο πατέρας του και αποφάσισε να δραπετεύσει.

Οι φανταστικοί εχθροί

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι η κατάσταση στην οικογένεια. Ο Ντακότα γεννήθηκε στα προάστια της Ουάσινγκτον και πατέρας του ήταν βοηθός του γερουσιαστή Ρον Πολ. Όταν ήταν περίπου πέντε ετών μετακόμισαν στο Κονέκτικατ καθώς ο πατέρας του μπήκε στο νομικό τμήμα του Γέιλ. «Ζούσαμε σε μια γειτονία με τόσο μεγάλη ποικιλία που ο δρόμος μας έμοιαζε με την Sesame Street. Πίστευα ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι έτσι. Τότε είχα μια κανονική παιδική ηλικία. Η εποχή που είχα πραγματικούς φίλους και πραγματική κοινωνική αλληλεπίδραση» λέει.

Η Τάσα όμως τονίζει ότι ακόμα και τότε ο Ρόουντς παρουσίαζε σημάδια παράνοιας. Του είχαν μπει οι σπόροι της αμφισβήτησης για τα πάντα που αργότερα θα αποτελούσαν το καύσιμο για την τρέλα του. «Όταν τον γνώρισα δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος. Όμως πάντα κατέστρωνε στρατηγικές για να αποφύγει φανταστικούς εχθρούς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν τσέκαρε το λάδι στο αυτοκίνητο μου έλεγε να είμαι δίπλα του ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα του κλείσει κάποιος το καπό στο κεφάλι» θυμάται.  

Ο Ντακότα από τη μεριά του έχει κι αυτός κάποιες σκοτεινές αναμνήσεις: «Ήμουν περίπου τεσσάρων και τον ξύπνησα. Πετάχτηκε πάνω και έπιασε ένα μαχαίρι. Μετά έκανε πλάκα ότι ξύπνησα πρώτα τα ζωώδη ένστικτα του. Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο».

Εμμονή με την Αμερικανική Επανάσταση

Το 2004 ο Ρόουντς αποφοίτησε από το Γέιλ και άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος. Η οικογένεια μετακόμιζε συχνά από πολιτεία σε πολιτεία λόγω του επαγγέλματος του. Αριζόνα, Νεβάδα και Μοντάνα. Πλέον είχαν πέντε παιδιά τα οποία δεν πήγαιναν στο σχολείο και κάποια δεν είχαν καν πιστοποιητικό γέννησης. Η παράνοια του Ρόουντς γιγαντωνόταν γεωμετρικά.

«Ήταν πάντα εμμονικός με την Αμερικανική Επανάσταση. Μας έκαναν μαθήματα στο σχολείο και το μόνο που ήθελε να διδαχθούμε ήταν αυτό. Μας έλεγε πόσο σημαντική είναι η ιστορία αλλά το μόνο κομμάτι της ιστορίας που μας ανέφερε ήταν αυτό. Ήθελε να γίνει ο Τζόρτζ Ουάσινγκτον» τονίζει η Σεντόβα, μια από τις κόρες του Ρόουντς.

«Όλοι στο κίνημα του οποίου ήταν μέλος είχαν εμμονή με αυτά τα πράγματα. Θυμάμαι τύπους να έρχονται στο σπίτι και να μας διαβάζουν βιβλία για την Επανάσταση. Ο Στιούαρτ όμως θεωρούσε ότι θα γίνει ένας νέος Ιδρυτής» αναφέρει από την μεριά της η Σεκόια, επίσης κόρη του ιδρυτή των «Oath Keepers».

«Δεν θα υπακούσουμε σε καμία εντολή για αφοπλισμό του αμερικάνικου λαού»

Οι Oath Keepers «ιδρύθηκαν» το 2009 όταν η οικογένεια ζούσε στην Νεβάδα. «Η ομάδα γεννήθηκε μια από τις μανιακές νύχτες του Στιούαρτ. Έγραφε συνέχεια και άκουγε heavy metal. Προσπαθούσα να κοιμίσω ένα από τα παιδιά αλλά δεν με άφηνε να φύγω από το δωμάτιο. Συνέχεια έλεγε: Περίμενε, περίμενε μέχρι να δεις τι έγραψα» θυμάται. Ήταν η «διακήρυξη των εντολών στις οποίες δεν θα υπακούσουμε» (Declaration of Orders We Will Not Obey).

Οι παραστρατιωτικές ομάδες ήταν πάντα ένα μέρος της αμερικάνικης κοινωνίας. Συνήθως αφορούν το δικαίωμα στην κατοχή όπλων και τις ατομικές ελευθερίες. Συχνά οι απόψεις τους φλερτάρουν ή ξεπερνούν τα όρια τις παράνοιας. Το 2021 επισήμως καταγράφηκαν 92 παραστρατιωτικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν σε 30 πολιτείες των ΗΠΑ.

Ο Ρόουντς, ο οποίος είχε θητεία ως αλεξιπτωτιστής, ίδρυσε τους «Oath Keepers» με στόχο να στρατολογήσει βετεράνους στρατιωτικούς και αστυνομικούς. Το όραμα του ήταν να δημιουργήσει «μια λεγεώνα εκπαιδευμένων ατόμων που θα μπορούσε να πολεμήσει την κυβερνητική τυραννία». Η ιδρυτική διακήρυξη του ξεκινούσε με μια φράση του Τζορτζ Ουάσινγκτον, ιδιαιτέρως δημοφιλή στον παραστρατιωτικό κόσμο. «Δεν θα υπακούσουμε σε καμία εντολή για αφοπλισμό του αμερικάνικου λαού» έγραψε ο Ρόουντς.

Προέβλεπε αποκλεισμό πόλεων, στρατόπεδα συγκέντρωσης και έναν πρόεδρο που θα αποκτήσει παράνομα απολυταρχικές εξουσίες. Η διακήρυξη του έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στον ακροδεξιό διαδικτυακό κόσμο.

«Το 2004 έλεγε πως αν δεν εκλεγεί πρόεδρος ο Ρον Πολ θα πρέπει να φύγει από την χώρα. Μετά έλεγε το ίδιο για τον Ομπάμα και μετά φοβόταν ακόμα και τον Μιτ Ρόμνεϊ. Όταν ο Ομπάμα ήταν πρόεδρος έλεγε ότι πρέπει να κάνουν κάτι για να τον περιορίσουν» λέει η Σεκόια.

Η Τάσα από την μεριά της παραδέχεται ότι αρχικά θεωρούσε ότι αυτή η ενασχόληση θα έκανε καλό στον Ρόουντς. «Δεν προσπάθησα να τον σταματήσω. Έλεγε συνέχεια ότι ο λόγος που χάνει τόσο εύκολα την ψυχραιμία του, ο λόγος για το γεγονός ότι είναι βίαιος είναι γιατί δεν έχει βρει τον δρόμο του στη ζωή. Έτσι σκέφτηκα πως ίσως αυτό να διορθώσει το πρόβλημα του».

«Η οικογενειακή μας ζωή ήταν η ζωή των Oath Keepers»

Τον Απρίλιο του 2009 οι «Oath Keepers» έκαναν την πρώτη τους συγκέντρωση. Έγινε στο Λέξινγκτον στη Μασαχουσέτη, το μέρος όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη μάχη του αμερικάνικου πολέμου για την ανεξαρτησία. Ο Ρόουντς άρχισε να ταξιδεύει σε όλη τη χώρα για να στρατολογήσει κόσμο. Εμφανιζόταν σε εκπομπές στο Youtube και πήγε καλεσμένος ακόμα και στο σόου του διάσημου ακροδεξιού συνωμοσιολόγου Άλεξ Τζόουνς.

«Στην αρχή υποτίθεται ότι δεν θα ήταν κάτι πολιτικό. Η ιδέα ήταν να προστατεύσουν τον κόσμο. Όταν έλεγαν όταν είναι παραστρατιωτική ομάδα τους διόρθωνε. Μετά όμως ο κόσμος άρχισε να κάνει δωρεές και αυτός άρχισε να ταξιδεύει και να βγάζει λόγους σε διάφορα μέρη. Το μόνο που ήθελε ήταν η κατάρρευση ώστε με τον μικρό στρατό του να γίνει βασιλιάς της κατάρρευσης. Δεν υπήρχε επιστροφή μετά από κάποιο σημείο» θα πει η Σεκόια.

Η οικογένεια του πλέον είναι γίνει απλά ένα κομμάτι του παραστρατιωτικού του πρότζεκτ. «Η οικογενειακή μας ζωή ήταν η ζωή των Oath Keepers. Μέλη έρχονταν στο σπίτι μας. Ο Ντακότα απαντούσε σε μέιλ και ήταν ο οδηγός του πατέρα του» λέει η Τάσα.

«Δεν υπήρχε καμία ανεξαρτησία. Σύμφωνα με αυτόν ήταν ο λίγος χρόνος ύπαρξης που είχαμε πριν ο κόσμος τελειώσει» τονίζει η Σεντόνα ενώ η Σεκόια προσθέτει: «Από τότε που ήμουν παιδί δεν πίστευα ότι έχω μέλλον. Μας έλεγε ότι πρόκειται να έρθει το τέλος του κόσμου».

«Ήμασταν τόσο εσωστρεφείς, τόσο απομονωμένοι που η μέρα, η ώρα και η χρονιά δεν έπαιζαν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή μας. Ήμασταν εξαρτήματα της φίρμας Στίουαρτ Ρόουντς. Έκανε την οικογένειά του το επίκεντρο αυτής της προσωπικότητας που ήθελε να χτίσει για τον εαυτό του. Σε αυτή την πραγματικότητα που έχτιζε ήταν ένας από τους σημαντικότερους σωτήρες στην αμερικανική ιστορία» τονίζει ο Ντακότα και συνεχίζει:

«Ζουσα σε μια συνεχή και τεράστια πίεση για να διατηρήσω αυτή την εικόνα. Έπρεπε να συμμετέχω σε εκπαιδευτικές αποστολές. Να μάθω να επιζώ στο δάσος, να κάνω προπόνηση σε πολεμικές τέχνες και σκοποβολή. Στο σπίτι κάναμε μαθήματα ιστορίας που εστίαζαν στην Αμερικανική Επανάσταση και τη μάχη των Θερμοπυλών. Όπως κάθε γιός όμως έψαχνα την επιδοκιμασία από τον πατέρα μου. Όταν ήμουν μικρός είχα αυτό τον θαυμασμό που σταδιακά ξεθώριασε. Έβλεπα τον εαυτό μου σαν μια τεράστια αποτυχία για την οικογένεια μου. Ένιωθα ότι ποτέ δεν θα ανταποκρινόμουν στα στάνταρ του Στιούαρτ».

Τραύματα

Ο Ντακότα θυμάται ένα γεγονός που τον έχει σημαδέψει: «Ήταν περίπου το 2012. Είχαμε ένα σκυλάκι τον Γέτι. Ήταν άρρωστος και τελικά πέθανε μέσα στο σπίτι. Ο Στιούαρτ ήταν απασχολημένος με τηλεφωνήματα και μέιλ. Του ζητούσα να πάρει τον σκύλο και να τον βγάλει έξω να τον κάψει αλλά όλο το ανέβαλε. Πέρασαν τρεις μέρες. Με ειρωνευόταν για την μυρωδιά και το γεγονός ότι είχα στενοχωρηθεί τόσο πολύ με τον θάνατο του ζώου. Ήμασταν στο αυτοκίνητο και ήθελα να βγω έξω από το αυτοκίνητο να πάω στη θέση του οδηγού να τον πετάξω στο οδόστρωμα και να τον πλακώσω στο ξύλο».

Η Τάσα θυμάται δεκάδες περιστατικά λεκτικής και σωματικής βίας. Ο Ρόουντς να έχει πιάσει από τον λαιμό μια από τις κόρες τους και να την πνίγει. «Μέχρι να ενηλικιωθώ ζούσα υπό τον απόλυτο έλεγχο ενός ψυχολογικού τρομοκράτη. Μου είχε κάνει όμως πλύση εγκεφάλου. Η Σεντόνα προσπάθησε να μου μιλήσει κάποια στιγμή αλλά δεν την άκουγα» αναφέρει ο Ντακότα.

Στις αρχές του 2010 ο Ρόουντς αποφάσισε ότι η οικογένεια πρέπει να απομονωθεί. Μετακόμισαν σε ένα ξύλινο σπίτι μέσα στο δάσος. Στην περιοχή έμεναν μόνο παραστρατιωτικοί, «πρέπερς» και ερημίτες. «Πέρασα έναν καλοκαίρι σκάβοντας τούνελ διαφυγής καθώς ο πατέρας μου ήταν βέβαιος πως είναι αναπόφευκτη μια κυβερνητική επίθεση» τονίζει ο Ντακότα.

Απομονωμένος σε ένα παρανοϊκό περιβάλλον ο νεαρός περνούσε τον ελεύθερο του χρόνο στο διαδίκτυο. Σε ακροδεξιά φόρουμ και ιστοσελίδες. «Ήμουν καταθλιπτικός. Είχα παραμελήσει τον εαυτό μου και καθόμουν όλη την ώρα μπροστά στον υπολογιστή» παραδέχεται.

Ταξίδια, ομιλίες και εξοπλισμός

Σταδιακά οι «Oath Keepers» γιγαντώνονταν. Το 2015 εμφανίστηκαν στο Φέργκιουσον. Με στρατιωτικές στολές και οπλισμένοι περιπολούσαν στην πόλη στην επέτειο ενός έτους από τον θάνατο του νεαρού Μάικλ Μπράουν από αστυνομικά πυρά. Η ομάδα του Ρόουντς είχε στόχο να… διατηρήσει την τάξη. Στο απόγειο τους οι «Oath Keepers» έφτασαν τα 38.000 μέλη. Η συνδρομή ήταν αρχικά 30 δολάρια και στη συνέχεια 50. Κανείς δεν γνωρίζει πόσα χρήματα έφτασαν στον Ρόουντς. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν πλήρωσαν συνδρομή ενώ ο ίδιος δεν έκανε φορολογική δήλωση μετά το 2009.

Η οικογένεια του λέει ότι ο Ρόουντς χρησιμοποιούσε τα χρήματα για τα προσωπικά του έξοδα. Ταξίδια, εξοπλισμός, όπλα, πυρομαχικά και διαφημιστικό υλικό. Όπως λέει η Τάσα στο σπίτι περνούσαν δύσκολα. «Ο Στίουαρτ έκανε τα ταξίδια του και επέστρεφε με ιστορίες για εντυπωσιακά γεύματα και εκπαιδεύσεις» τονίζει.

Η Σεκόια από τη μεριά της αναφέρει: «Είχε τον πιο ακριβό εξοπλισμό επιβίωσης που υπάρχει αλλά ποτέ δεν είδαμε χρήματα. Ξόδευε πολλά στα ταξίδια. Γύριζε σπίτι και δεν είχαμε φαγητό. Η μητέρα μου έδινε αγώνα για να πληρώσει τους λογαριασμούς. Αναγκαζόταν να πουλήσει πράγματα».

«Όταν χρειάζονταν χρήματα δημιουργούσαν μια… επείγουσα κατάσταση. Πάντα υπήρχε ένα επείγον περιστατικό όταν πλησίαζαν γιορτές. Τον άκουγα στο τηλέφωνο να λέει: Λοιπόν χρειαζόμαστε χρήματα πρέπει να δημιουργήσουμε μια επείγουσα κατάσταση.

Έτσι έπαιρνε δωρεές οι οποίες υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν στην επικείμενη καταστροφή. Ήταν ο τρόπος να συγκεντρώσουν χρήματα» αποκαλύπτει η Σεντόνα.

Η μεγάλη απόφαση

Ο Ντακότα πλέον είχε απομυθοποιήσει τον πατέρα του και δεν πίστευε στα περί επερχόμενης «αποκάλυψης».

«Άρχισα να βλέπω τον Στίουαρτ όπως πραγματικά είναι και δεν πίστευα πλέον σε αυτά που έλεγε, δεν πίστευα στην αποκάλυψη. Ξανά και ξανά οι προβλέψεις για κοινωνική κατάρρευση και σαρωτική κυβερνητική καταστολή είχαν διαψευσθεί. Το τέλος δεν ήταν κοντά. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε κάτι από το δικό μου μέλλον που μπορούσα να σώσω. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω την οικογένεια μου μακριά από τον Στιούαρτ».  

Το ζήτημα είναι πώς θα έκανε κάτι τέτοιο. Ο Ντακότα δεν είχε μόρφωση, δεν είχε κοινωνικό κύκλο και δεν είχε χρήματα. Ήταν όμως αποφασισμένος. Έμαθε να οδηγεί και κατάφερε να πάρει έναν τύπο απολυτηρίου Λυκείου. Η καταλυτική στιγμή όμως ήταν μια συνάντηση σε ένα βενζινάδικο. Ένας υπάλληλος του μίλησε για μια τοπική ομάδα εθελοντών πυροσβεστών. Ο Ντακότα πήγε σε μια συνάντηση τους και άλλαξε η ζωή του.

Οι άνθρωποι εκεί δεν μιλούσαν για μάχες, αποκάλυψη και όπλα. Δεν είχαν οργή για την κυβέρνηση. Συζητούσαν για το πώς μπορούν να βοηθήσουν. «Μέσα από αυτή την ομάδα δημιούργησα κοινωνικές επαφές και βρήκα δουλειά. Έπρεπε να κάνω ταξίδια για να βοηθώ στην κατάσβεση πυρκαγιών. Ευτυχώς αυτό ταίριαζε στο μάτσο προφίλ που ήθελε ο Στίουαρτ να έχω και μου το επέτρεψε» τονίζει.

Φτάνοντας πλέον στα 20 αποφάσισε ότι είναι καιρός να δραπετεύσει. Διαπίστωσε ότι όλη η οικογένεια ήθελε κάτι τέτοιο. «Τελικά κατάλαβα ότι ήμουν το τελευταίο παιδί που διατηρούσα κάποιο είδος πίστης σε αυτά που έλεγε ο Στίουαρτ» λέει και συνεχίζει: «Καταρτήσαμε ένα σχέδιο. Μια διαφυγή… μαργαρίτας. Ένας, ένας θα μετακομίζαμε μακριά από το σπίτι. Όποιος έφευγε πρώτος θα βοηθούσε τους άλλους. Ένα βράδυ μίλησα με τη μητέρα μου και συνειδητοποίησα ότι ήθελε και αυτή να φύγει. Με χτύπησε σαν κεραυνός».

Η δραπέτευση και η μετάβαση

Το καλοκαίρι του 2017 ο Ντακότα δούλεψε πυρετωδώς και κατάφερε να αγοράσει το δικό του φορτηγάκι. Είχε πλέον το όχημα διαφυγής που χρειαζόταν. Για δύο περίπου χρόνια σχεδίαζαν την απόδραση. Η έλλειψη χρημάτων όμως τους περιόριζε. «Θα έπρεπε να πάμε στο χειρότερο σενάριο. Να μην έχουμε χρήματα και να είμαστε άστεγοι και ο Στίουαρτ να μας ακολουθεί» λέει ο Ντακότα.

Τελικά πήραν τη μεγάλη απόφαση και το βράδυ πριν δραπετεύσουν η Τάσα ετοίμασε την αίτηση διαζυγίου. Λίγο μετά είχαν βγει για ένα ποτό με τον Ρόουντς ώστε να μην σκεφτεί ότι κάτι δεν πάει καλά. «Έκλαιγα ουσιαστικά όλο το βράδυ. Ο μπάρμαν με κοιτούσε συνέχεια αλλά ο Στίουαρτ δεν κατάλαβε τίποτα» λέει η Τάσα. Τον Φεβρουάριο του 2018 δραπέτευσαν.

Η μετάβαση από μια παραστρατιωτική σέχτα σε μια κανονική ζωή δεν ήταν εύκολη. Τα μικρότερα παιδιά έπρεπε να πάνε στο σχολείο και οι υπόλοιποι να εργαστούν. Παράλληλα δημιουργούσαν κοινωνικό κύκλο με ανθρώπους που δεν είχαν μανία με την… επικείμενη αποκάλυψη. Η Τάσα ακόμα περιμένει να οριστικοποιηθεί το διαζύγιο παρότι έχουν περάσει πάνω από 4 χρόνια.

Ιδιωτικός στρατός του Τραμπ

Όπως πολλά άλλα πολιτικά κινήματα έτσι και ο κόσμος των παραστρατιωτικών μεταλλάχθηκε μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ, το 2015, ότι θα διεκδικήσει την προεδρία. Από αντικυβερνητική ομάδα οι «Oath Keepers» του Ρόουντς μετατράπηκαν σε προστάτες αυτό που ονομάστηκε «Τραμπισμός». «Ενώ παλιότερα ασκούσε κριτική στον Τραμπ, σταδιακά άλλαξε. Φοβόταν ότι ένας Δημοκρατικός πρόεδρος θα έβαζε το FBI να τον συλλάβει για κάτι που είχε κάνει» λέει ο Ντακότα.

Μετά την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ το 2020 οι «Oath Keepers» ετοιμάστηκαν για σύγκρουση. Όπως δείχνουν τα στοιχεία συγκέντρωσαν οπλισμό και πυρομαχικά και όξυναν τη ρητορική τους. Ο Ντακότα και η Τάσα λένε πως δεν χρειάστηκε καν να ανοίξουν την τηλεόραση για να δουν ότι ο Ρόουντς ήταν στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021. Ήταν σίγουροι ότι βρισκόταν εκεί. Οι «Oath Keepers» είχαν σχηματίσει μια συμπαγή γραμμή και έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό. Τελικά μπήκαν μέσα στο Καπιτώλιο.

Ο Ντακότα λέει πως υπήρξε μάρτυρας της μεταμόρφωσης του πατέρα του. Από σκεπτικιστής έγινε φανατικός οπαδός του Τραμπ. Ο άνθρωπος που αμφισβητούσε τα πάντα και ήταν μονίμως ύποπτος αποδεχόταν άκριτα ό,τι και αν έλεγε ο επιχειρηματίας-πολιτικός.

Μετά τις εκλογές του 2020 ο Ρόουντς έβλεπε την ομάδα του σαν την τελευταία γραμμή υπεράσπισης του «Τραμπισμού». Όπως κατέθεσε ο ίδιος στο δικαστήριο ήταν σίγουρος ότι ο Τράμπ θα ενεργοποιούσε τον νόμο περί εξέγερσης. Πρόκειται για μια διάταξη 200 ετών που επιτρέπει στον πρόεδρο να καλέσει τον στρατό και την εθνοφρουρά για να επιβάλουν την τάξη. Στο μυαλό του Ρόουντς οι «Oath Keepers» θα γίνονταν ο ιδιωτικός στρατός του Τραμπ.

«Γνώριζα ότι ο Στίουαρτ είχε δέσει το βαγόνι του στον Τραμπ και θα τα ρίσκαρε όλα για να διατηρηθεί στην εξουσία είτε κέρδιζε τις εκλογές, είτε όχι» λέει ο γιός του ο οποίος δεν τον αποκαλεί ποτέ πατέρα.

Τελικά αυτό που κατάφερε ο Ρόουντς και ένα ακόμα μέλος της ομάδας του (Κέλι Μεγκς) της ομάδας του είναι να αντιμετωπίζουν φυλάκιση έως και το 20 ετών. Τρία ακόμα άτομα που ανήκαν στους «Oath Keepers» κρίθηκαν ένοχοι για ελαφρύτερες κατηγορίες.

Μια νέα ζωή 

Τα παιδιά και η Τάσα λένε πως πλέον μπορούν να αναπνέουν λίγο πιο ευκολά. Δραπετεύοντας από την επιρροή του Ρόουντς χτίζουν μια νέα ζωή. Έχουν φίλους και δεν μισούν τον κόσμο. Ο Ντακότα το 2020 κατέβηκε σε μια διαδήλωση του κινήματος Black Lives Matter. Εκεί ήταν και παραστρατιωτικές ομάδες. «Ένας από αυτούς κόλλησε το πρόσωπο του στο δικό μου. Όταν κατέβασα το μαντήλι μου, πάγωσε. Συνειδητοποίησε ότι είμαι ο γιός του Στιούαρτ και τον σόκαρε ότι ήμουν απέναντι του» τονίζει.

Πλέον του αρέσει να περνά τον χρόνο διαβάζοντας, σχεδιάζοντας και γράφοντας. Δεν έχει αποχωριστεί όμως τα όπλα του και πάει κάποιες φορές για σκοποβολή. Όταν τον ρωτούν γιατί απαντά: «Δεν εμπιστεύομαι τις Ηνωμένες Πολιτείες στην αντίσταση κατά του αναπτυσσόμενου φασιστικού κινήματος».

Με τον πατέρα του συναντήθηκε κάποιες φορές μετά την δραπέτευση. Μετά την εμφάνιση της πανδημίας όμως έκοψαν πλήρως τις επαφές. «Σποραδικά μου έστελνε κάποια μηνύματα αλλά δεν απάντησα ούτε σε ένα» θα πει.