Μακελειό στην Εκάλη: Η άγρια δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ



Τα τέσσερα μέλη της οικογένειας βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν σταδιακά. Ο ρόλος του Ταϊλανδού μπάτλερ, οι μυστηριώδεις συνεργοί του και τα αναπάντητα ερωτήματα

«Με την αστυνομία πήγαμε στον τόπο των εγκλημάτων. Είδαμε πράγματα που εγώ τουλάχιστον που ήμουν σχετικά νέος, περίπου δέκα χρόνια ιατροδικαστής, δεν είχα συναντήσει ποτέ και ούτε θέλω να τα συναντήσω ξανά» θα πει ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης μιλώντας για την φρικτή δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη. Τον Ιούνιο του 1991 τα τέσσερα μέλη της οικογένειας, ο 48χρονος πατέρας Μιχάλης, η 43χρονη μητέρα Ελίζαμπεθ και οι δύο έφηβοι γιοι Μιχάλης-Δημήτρης (16) και Γιώργος (18) βασανίστηκαν άγρια και δολοφονήθηκαν σε διάστημα λίγων ημερών. Ο Ταϊλανδός μπάτλερ, ο οποίος διέφυγε, μπήκε στο στόχαστρο των αρχών όπως όλα συνηγορούν. Αυτή είναι το χρονικό μιας από τις πλέον φρικτές πολλαπλές δολοφονίες που έχουν γίνει στη χώρα μας.

Η τελευταία συνάντηση

Η οικογένεια Χρυσαφίδη ζούσε σε πολυτελή βίλα που βρίσκεται στον αριθμό 10 της οδού Θησέως στην Εκάλη. Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης ήταν ήταν βιομήχανος, ιδιοκτήτης της εταιρείας Χρυσαφίδης Α.Ε. μιας εισαγωγικής και εμπορικής εταιρείας βιομηχανικών και υδραυλικών ειδών, που ιδρύθηκε το 1882 και δραστηριοποιείται στις Βαλκανικές χώρες και στην Αφρική. Ταυτόχρονα είχε 6 ακόμη εταιρείες με συνολικό ετήσιο τζίρο περισσότερο από 600 εκατομμύρια δραχμές. Η οικογένεια ήταν ιδιαίτερα εύπορη.

Το βράδυ της 17ης Ιουνίου 1991, η οικογένεια Χρυσαφίδη είχε καλεσμένη τη φίλη της Λιζ, Αγγελική Παπαλεξανδράτου. Η συζήτηση είχε επικεντρωθεί στο πάρτι που οργάνωναν για την κόρη της Παπαλεξανδράτου. Στο σπίτι βρίσκονταν όλα τα μέλη της οικογένειας και αποχαιρέτησαν την καλεσμένη τους λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η Παπαλεξανδράτου ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα έβλεπε ζωντανή την οικογένεια, πριν αυτή έρθει αντιμέτωπη με τους δολοφόνους της.

«Έχουν φύγει για διακοπές»

Το πρωινό της 18ης Ιουνίου ο Μιχάλης Χρυσαφίδης δεν πηγαίνει στο εργοστάσιο του που βρίσκεται σε μια πάροδο της Πειραιώς. Οι συνεργάτες του ανησυχούν γιατί ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα συνεπής. Σκέφτονται πως για να μην εμφανιστεί χωρίς να ενημερώσει θα του έχει συμβεί κάτι σοβαρό. Τηλεφωνούν έτσι στο σπίτι.

Απαντά ο μπάτλερ της οικογένειας, ο 28χρονος Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα (γνωστός και ως Τάι). Λέει πως η οικογένεια Χρυσαφίδη έφυγε για 10 ημέρες διακοπές στο εξωτερικό και θα επιστρέψουν στις 28 Ιουνίου. Λίγο μετά, στο σπίτι φτάνει ο Κυριάκος Κοίλιαρης, κηπουρός της βίλας. Έχει δικό του κλειδί και μπαίνει στον κήπο. Ο «Τάι» του επαναλαμβάνει αυτό που είπε στους συνεργάτες του Χρυσαφίδη. «Η οικογένεια έφυγε για διακοπές έως τις 28 Ιουνίου».

Η ίδια απάντηση επαναλήφθηκε στους συνεργάτες, το οικογενειακό και το φιλικό περιβάλλον της οικογένειας Χρυσαφίδη, αφήνοντας σε όλους την απορία πώς είναι δυνατόν να έχει προγραμματιστεί ένα τέτοιο ταξίδι χωρίς να έχει ενημερωθεί κανείς.

Επιστροφή στην Ταϊλάνδη οικογενειακώς

Ο «Τάι» εργαζόταν στην οικογένεια Χρυσαφίδη από το 1989. Ζούσε σε ένα δωμάτιο στη βίλα και ήταν πολύ αγαπητός τόσο στα μέλη της οικογένειας όσο και στους φίλους τους. Όλοι όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραψαν ως έναν χαρούμενο νεαρό, πάντοτε ευγενικό και χαμογελαστό.

Γεννημένος το 1963 στην Μπανγκόκ, ήρθε στην Ελλάδα στα εφηβικά του χρόνια στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα του Κάνυα και την θεία του (αδελφή της μητέρας του, Μαλιράτ). Η Κάνυα εργαζόταν στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη.

Τον Απρίλιο του 1991 ο «Τάι» παντρεύτηκε την Ουαζίτα (φωτό), μια νεαρή κοπέλα από την Ταϊλάνδη η οποία εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Πουλιάση, στη Βάρη.

Στις 08:00 π.μ. της 19ης Ιουνίου 1991 χτυπά ο συναγερμός στο σπίτι της οικογένειας Χρυσαφίδη. Ένα περιπολικό φτάνει σημείο. Ο «Τάι» διαβεβαιώνει τον αστυνομικό ότι ο συναγερμός χτύπησε κατά λάθος.

Το ίδιο πρωινό η σύζυγος του «Τάι» επισκέπτεται την πεθερά της, Κάνυα, στο σπίτι όπου εργάζεται. Η Ουαζίτα λέει ότι ο πατέρας της είναι σοβαρά άρρωστος και πρέπει να τον επισκεφθεί στην Ταϊλάνδη. Στις 12:30 η Ουαζίτα πηγαίνει μαζί με μια φίλη σε γραφεία αεροπορικής εταιρίας στο κέντρο της Αθήνας. Κλείνει δύο εισιτήρια, ένα δικό της και ένα για τον «Τάι». Τα χρήματα τής τα έχει δώσει η Κάνυα. Την ίδια μέρα η Κάνυα επισκέφθηκε την αδελφή της και θεία του «Τάι», Μαλιράτ. Της λέει ότι πρέπει να φύγουν για Ταϊλάνδη. Στις 20 Ιουνίου 1991 η Κάνυα έκλεισε δύο ακόμα εισιτήρια για Ταϊλάνδη, ένα δικό της και έναν για την αδελφή της Μαλιράτ.

Στις 17:40 της 21ης Ιουνίου 1991 ο Τάι, η σύζυγός του, η μητέρα του και η θεία του, επιβιβάστηκαν στην πτήση για Ταϊλάνδη. Πριν φύγει από την βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη ο Ταϊλάνδός έβαλε στην πόρτα ένα ανορθόγραφο σημείωμα στα ελληνικά. Έγραφε ότι η οικογένεια Χρυσαφίδη λείπει για διακοπές και θα επιστρέψει στις 28 Ιουνίου.

Η εργοδότρια της Ουαζίτα, Μαρία Πουλιάση θα καταθέσει ότι η Ουαζίτα έφυγε χωρίς να την ειδοποιήσει. «Την Παρασκευή (21 Ιουνίου) το πρωί ξύπνησα και δεν τη βρήκα στο σπίτι. Τη Δευτέρα, αφού δεν είχε επιστρέψει ακόμα, κοίταξα στο δωμάτιό της. Είχε αφήσει όλα τα χειμωνιάτικα ρούχα της, αλλά είχε πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα, το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αλλά και τα καλοκαιρινά της ρούχα» θα πει.

Η αποκάλυψη της φρίκης

Στις 20 και 22 Ιουνίου ο κηπουρός πηγαίνει και πάλι στο σπίτι. Είναι έρημο αλλά τον παραξενεύει ότι τα αυτοκίνητα της οικογένειας είναι εκεί. «Αυτό που επίσης που έκανε εντύπωση είναι ότι το πιάτο του σκύλου ήταν υπερβολικά γεμάτο με φαγητό όμως ο σκύλος δεν το είχε αγγίξει» θα πει ο Κοίλιαρης.

Το απόγευμα της 24ης Ιουνίου 1991 ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, ο φίλος και γείτονας της οικογένειας, Βασίλης Σαλαπάτας, και ο συνεργάτης του Χρυσαφίδη και διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης έχουν δώσει ραντεβού έξω από την βίλα. Βέβαιοι πλέον πως κάτι περίεργο έχει συμβεί έχουν φωνάξει κλειδαρά για να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού.

Κατεβαίνοντας στο υπόγειο βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σκηνικό φρίκης. Ο κλειδαράς ανοίγει τα τρία δωμάτια του υπογείου όπου βρίσκουν τα πτώματα των τεσσάρων μελών της οικογένειας.

Τους βασάνισαν και τους σκότωσαν

Σε ένα δωμάτιο βρίσκουν τον 16χρονο Μιχάλη-Δημήτρη. Είναι σκεπασμένος με μία κουβέρτα. Τον είχαν φιμώσει με ένα πουκάμισο. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί. Είχε ξυλοκοπηθεί άγρια σε σημείο που του έχει σπάσει το στέρνο. Τον έχουν αποτελειώσει συνθλίβοντάς του το κρανίο με μια βαριοπούλα. Σε διπλανό δωμάτιο βρέθηκε ο 18χρονος Γιώργος. Είναι φιμωμένος με πετσέτα και τα χέρια του ήταν δεμένα. Είχε ξυλοκοπηθεί και είχε σκεπαστεί επίσης με μία κουβέρτα. Τον έχουν σκοτώσει με σκεπάρνι.

Δίπλα του ήταν το πτώμα του 48χρονου πατέρα, Μιχάλη Χρυσαφίδη. Ξυλοκοπημένος αλλά όχι δεμένος, κι αυτός σκεπασμένος με κουβέρτες και πετσέτες. Στο τρίτο δωμάτιο βρέθηκε νεκρή η 43χρονη Λιζ. Δεν είναι δεμένη, όπως και ο σύζυγος της. Φορά ένα επίσημο φόρεμα αλλά όχι εσώρουχο, κάτι που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να έχει βιαστεί. Και αυτή η σορός είναι σκεπασμένη με κουβέρτες.

Τα όπλα του εγκλήματος βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από έναν νεροχύτη. Ήταν μια βαριοπούλα, ένα σκεπάρνι κι ένα τσεκούρι. Και τα τρία είχαν πάνω τους το αίμα των θυμάτων. Η ατμόσφαιρα μυρίζει ξεραμένο αίμα, αποσύνθεση και άρωμα. Ο δράστης ή οι δράστες έχουν ρίξει άρωμα στα θύματα ίσως σε μια προσπάθεια να καλύψουν την οσμή της αποσύνθεσης. Στη συνέχεια έκλεισαν και κλείδωσαν τις πόρτες των δωματίων και κάλυψαν με πετσέτες (στις οποίες είχαν επίσης ρίξει άρωμα) τις χαραμάδες στη βάση τους.

Η δολοφονία της Λιζ Χρυσαφίδη άλλαξε τα δεδομένα της υπόθεσης

Η έρευνα απέδειξε ότι και τα τέσσερα θύματα είχαν βασανιστεί πριν δολοφονηθούν. Το χρονικό του φρικτού εγκλήματος «αποκάλυψαν» τα ιατροδικαστικά ευρήματα. Οι δολοφονίες έγιναν σταδιακά. Τα παιδιά βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν στις 20 Ιουνίου. Εικάζεται ότι οι θύτες ανάγκασαν τους γονείς να παρακολουθούν σαν να ήθελαν να αποσπάσουν από αυτούς κάποιες πληροφορίες. Την επόμενη μέρα (21/6) δολοφονήθηκε ο πατέρας. Μέχρι εκεί η υπόθεση έμοιαζε ξεκάθαρη. Ο «Τάι», πιθανότητα με τη βοήθεια κάποιου ή κάποιον σκότωσε την οικογένεια Χρυσαφίδη. Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι η Λιζ Χρυσαφίδη έχει δολοφονηθεί στις 23 Ιουνίου 1991. Εκείνη την ημέρα ο Ταϊλανδός βρίσκεται ήδη στην πατρίδα του. Μάλιστα ο ιατροδικαστής άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμα και η δολοφονία του Μιχάλη Χρυσαφίδη να είχε γίνει αφότου έφυγε ο «Τάι».

Επιπλέον εντύπωση προκαλεί ότι το χρηματοκιβώτιο ήταν κλειδωμένο. Όταν οι αρχές το άνοιξαν με τη βοήθεια ειδικού μέσα βρέθηκαν κοσμήματα, χρυσός και ομόλογα, όχι όμως χρήματα.

Το γεγονός ότι ο ιατροδικαστής έκρινε πέραν αμφιβολίας ότι η Λιζ Χρυσαφίδη είχε ξεψυχήσει 24 έως 30 ώρες πριν βρεθεί το πτώμα της οδηγεί σε δύο ενδεχόμενα. Είτε ο δολοφόνος της τη χτύπησε και την άφησε να πεθάνει (πράγμα απίθανο με τη σπουδή που έδειξαν οι δράστες) ή ο «Τάι» δεν ήταν ο θύτης και είχε συνεργό ή συνεργούς που έμειναν πίσω για να αποτελειώσουν την Λιζ. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι Φίλιππος Κουτσάφτης τονίζει ότι η Λιζ Χρυσαφίδη έλειπε από το σπίτι την ώρα των πρώτων εγκλημάτων. «Η γυναίκα έλειπε από το σπίτι σίγουρα. Είχε πρόσφατα φάει φρούτα και κάτι άλλο. Δεν ήταν εκεί και πήγε μετά. Να τονίσουμε επίσης ότι οι δράστες την σκότωσαν χωρίς καν να της πάρουν τα κοσμήματα».

Το άρωμα και τα γυαλιά του «Τάι»

Μιλώντας για τον τόπο του εγκλήματος και τις σορούς ο Φίλιππος Κουτσάφτης θα πει: «Στο ισόγειο ήταν όλα τακτοποιημένα. Τίποτα δεν έδειχνε ότι στο υπόγειο είχαν γίνει αυτά τα πράγματα. Τα αγόρια είχαν αθλητική σωματοδομή. Πιστεύω ότι τα αιφνιδίασαν και έτσι κατάφεραν να τα δέσουν και να τα σκοτώσουν. Είχαν πολλάπλές κακώσεις σε όλο το σώμα. Γενικά θεωρώ πως οι δράστες ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι και μελετημένοι. Σκεφτείτε αυτό που έκαναν με τις πετσέτες με το άρωμα με τις οποίες έκλεισαν τη βάση της κάθε πόρτας. Η μητέρα ήταν σε διαφορετικό χώρο από τους άντρες. Δεν είχε τόσα πολλά χτυπήματα όσο οι άλλοι και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι δράστες δεν πήραν τα πανάκριβα κοσμήματα που φορούσε. Η σήμανση θα βρει στο δωμάτιο όπου βρέθηκαν πατέρας και γιός μια βαλίτσα. Μέσα είχε έναν χαρτοφύλακα ο οποίος περιείχε προσωπικά αντικείμενα του Μιχάλη Χρυσαφίδη. Σε αποθήκη κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο βρέθηκε σακούλα με ατζέντες, έναν φάκελος επιστολής με παραλήπτη τον «Τάι», ένας σκελετός γυαλιών με έναν βραχίονα και ένα τετράδιο με ετικέτα που έγραφε το όνομα της αδελφής του Ταϊλανδού. Ο άλλος βραχίονας των γυαλιών βρέθηκε στο υπόγειο και η έρευνα έδειξε ότι σκελετός ανήκε στον «Τάι». Ήταν επίσης φανερό ότι οι δράστες είχαν προσπαθήσει να καθαρίσουν τα αίματα που υπήρχαν στο υπόγειο.

Οι άκαρπες προσπάθειες και τα σενάρια

Μετά την αποκάλυψη του φρικτού εγκλήματος ξεκινά από τις ελληνικές αρχές μια προσπάθεια συνεργασίας με τους Ταϊλανδούς. Ζητούν αρχικά να στείλουν ανακριτές στην ασιατική χώρα και στη συνέχεια να εκδοθεί ο «Τάι» στην Ελλάδα. Οι Ταϊλανδοί δεν συνεργάζονται παρότι έχουν εντοπίσει τον «Τάι». Τονίζουν ότι δεν υπάρχει διακρατική συμφωνία για έκδοση υπόπτων. Παρ’ όλα τα το 1993 και το 1995 στέλνουν αξιωματικούς τους για να συζητήσουν για την υπόθεση με τις ελληνικές αρχές. Δεν σημειώνεται όμως καμία πρόοδος. Ο «Τάι» δεν συλλαμβάνεται και δεν ανακρίνεται ποτέ.

Μέχρι σήμερα η φρικτή δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη παραμένει ανεξιχνίαστη. Η εμπλοκή του μπάτλερ θεωρείται δεδομένη όπως και δεδομένο πρέπει να θεωρείται ότι είχε συνεργό ή συνεργούς. Ήταν όμως ο εγκέφαλος;

Με δεδομένο ότι οι δράστες δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τα τιμαλφή η αστυνομία εικάζει ότι ίσως να ήθελαν να αποσπάσουν κάποιο μυστικό από τον Χρυσαφίδη ή τη σύζυγό του. Αυτό εξηγεί τους βασανισμούς και το γεγονός ότι οι δολοφονίες έγιναν σταδιακά. Ένα σενάριο θέλει τον «Τάι» να χρησιμοποιήθηκε ή να απειλήθηκε από τους δράστες ώστε να μπουν στο σπίτι. Στη συνέχεια του δόθηκε η επιλογή να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι η Λιζ Χρυσαφίδη εξέπνευσε όταν ο «Τάι» ήταν στην πατρίδα του. Τόσο ψυχροί εγκληματίες όμως θα ρίσκαραν να αποκαλυφθούν κάποια στιγμή στο μέλλον αν ο «Τάι» αποφάσιζε να μιλήσει;

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Ταϊλάνδός γνώριζε ότι ήταν ένας «βολικός ένοχος» και δεν θα μιλούσε ποτέ. Πιθανό είναι και το σενάριο οι αρχές της Ταϊλάνδης να μίλησαν με τον «Τάι» και να πείστηκαν ότι δεν είναι ο δολοφόνος γι’ αυτό αντιστάθηκαν τόσο σθεναρά στην έκδοση του.

Μια άλλη διάσταση στην υπόθεση έδωσε η πληροφορία ότι βρέθηκε ένα χειρόγραφο σημείωμα του Χρυσαφίδη στο οποίο αναφέρεται ότι στην περίπτωση που πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα πήγαινε στον ανιψιό του, Αλέξανδρο Μακρίδη. Δεν βρέθηκε ποτέ κανέναν στοιχείο που να εμπλέκει τον κ.Μακρίδη στην υπόθεση και δεν είναι επιβεβαιωμένο επισήμως ότι πράγματι υπάρχει το συγκεκριμένο σημείωμα.

Οι φωτογραφίες και η βίλα

Τον Ιανουάριο του 2019 εμφανίστηκαν στο e-bay δύο φωτογραφίες, προς πώληση. Στην πρώτη απεικονίζεται ο Τάι μαζί με τη Ουαζίτα και στη δεύτερη ο Μιχάλης Χρυσαφίδης στο γιοτ του. Οι δυο αυτές φωτογραφίες έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στον ελληνικό τύπο. Οι φωτογραφίες πωλούνταν από μια αγνώστων στοιχείων εταιρεία με την επωνυμία nordicpix, με έδρα στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Παρόλη τη χαμηλή τιμή (12 δολάρια) κανένας δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να τις αγοράσει.

Έναν χρόνο μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος η βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη διατέθηκε προς πώληση σε ιδιαίτερα ελκυστική τιμή. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Τράγκας κατέθεσε προσφορά αλλά  σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν κάποια δημοσιεύματα δεν πήρε ποτέ το σπίτι. Η βίλα κατέληξε στον επιχειρηματία κ.Παπαδιαμαντίου. 

«Ο μπάτλερ άνοιξε την πόρτα αλλά…»

Πάνω από τρεις δεκαετίες έχουν περάσει από ένα από πλέον ειδεχθή εγκλήματα στην ιστορία της χώρας μας. Τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Ποιος ήταν ο ρόλος του «Τάι» και ποιοι οι συνεργοί του, ποιο ήταν το κίνητρο πίσω από τις δολοφονίες και τι ακριβώς συνέβη εκείνες τις μέρες του Ιουνίου μέσα στη βίλα της Εκάλης. Κάνοντας τη δική του εκτίμηση ο Φίλιππος Κουτσάφτης τονίζει: «Μάλλον ο μπάτλερ ευθύνεται στο γεγονός ότι άνοιξε στους δράστες την πόρτα. Ίσως να τους γνώριζε. Τη γυναίκα πάντως σίγουρα δεν την σκότωσε αυτός. Βρισκόταν ήδη πίσω στην πατρίδα του. Το έκαναν αυτοί που είχαν μείνει πίσω». Πλέον το έγκλημα έχει παραγραφεί αλλά η μνήμη των θυμάτων αξίζει την αλήθεια.