Η αρχαία Ελλάδα δεν ήταν πάντα ηλιόλουστη. Τι έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες όταν χιόνιζε και τι σκέφτονταν για το χιόνι;
Συνήθως όταν σκεφτόμαστε την Αρχαία Ελλάδα, έρχονται στο μυαλό μας εικόνες ανθρώπων ντυμένων με αέρινους χιτώνες και σανδάλια να κάνουν βόλτες στους ηλιόλουστους δρόμους. Φυσικά στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να συνέβαινε όλο το χρόνο καθώς όπως και στην εποχή μας, η Ελλάδα μπορεί να έχει «τσουχτερούς» χειμώνες και χιονοπτώσεις ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας και σε παραθαλάσσιες περιοχές.
Τι συνέβαινε τελικά στην αρχαία Ελλάδα και κατά πόσο οι
αρχαίοι ήταν εξοικειωμένοι με το χιόνι;
Οι ερευνητές θεωρούν ότι το κλίμα της αρχαίας Ελλάδας ήταν
σε έναν μεγάλο βαθμό παρόμοιο με το σημερινό εύκρατο κλίμα της Μεσογείου με
μακρά, ζεστά καλοκαίρια και μικρούς, σχετικά ήπιους χειμώνες.
Στην αρχαία ελληνική τέχνη, κυρίως στα αγάλματα και στα
αγγεία από τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., τόσο οι άντρες όσο
και οι γυναίκες αναπαριστώνται φορώντας απλά, αέρινα ρούχα που συνάδουν με ένα
ζεστό και ξηρό κλίμα.
Τα ρούχα του χειμώνα
Ωστόσο, οι χιονοπτώσεις αν και σίγουρα όχι τόσο συχνές, δεν
ήταν άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, όταν το
κρύο έκανε την εμφάνισή του οι αρχαίοι καλύπτονταν με μια κάπα που ονομαζόταν «ἱμάτιον»
και αποτελούσε ένα ενιαίο, ορθογώνιο κομμάτι χοντρού μάλλινου υφάσματος. Αυτό,
το περνούσαν πάνω από τον ώμο τους και στη συνέχεια και το τύλιγαν σφιχτά γύρω
από το σώμα τους. Αντίστοιχα φορούσαν παπούτσια καλυμμένα με δέρμα.
Το χιόνι εμφανίζεται και σε αρκετά σημεία των αρχαίων ελληνικών κειμένων.
Ενδεικτικά, ο Ησιόδος στο έργο του Ἔργα καὶ Ἡμέραι (στ.535-546),
ένα διδακτικό ποίημα του 700 π.Χ. δίνει συμβουλές για το πώς να προστατευθεί
κάποιος από το χιόνι και το κρύο γενικά. Αναφέρει συγκεκριμένα:
Ίδια με τούτον τριγυρνάν, το χιόνι το λευκό ζητώντας να
ξεφύγουν.
Τότε σκέπη για το κορμί σου να ντυθείς, καθώς σου
παραγγέλλω,
μια χλαίνη μαλακή κι έναν χιτώνα που φτάνει ως τα πόδια.
Σε αραιό στημόνι πυκνό το υφάδι να περάσεις.
Αυτήν να τυλιχτείς, για να ‘ναι οι τρίχες σου ακίνητες
κι ούτε ν’ αναρριγούνε σηκωμένες όρθιες σε όλο σου το σώμα.
Γύρω απ’ τα πόδια σου πέδιλα ταιριαστά να δέσεις από βόδι
που βίαια θανατώθηκε, με πίλημα από μέσα ντύνοντάς τα.
Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου,
δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να
τυλίξεις,
για προστασία απ’ τη βροχή. Και πάνω στο κεφάλι σου
να έχεις σκούφο καλοκαμωμένο, τα’ αυτιά να μην σου
βρέχονται.
Παράλληλα, ο Όμηρος χρησιμοποίησε το χιόνι ως βάση για
αρκετές μεταφορές και παρομοιώσεις στα επικά του ποιήματα. Ενδεικτικά, στην
Ραψωδία τ (203- 210) παρομοιάζει τα κλάματα που έτρεχαν από τα μάγουλα της Πηνελόπης
με τα νερά που τρέχουν όταν τα χιόνια λιώσουν:
Έλεγε ψέματα πολλά, που σαν αλήθειες μοιάζαν,
κι η Πηνελόπη έκλαιγε
κι η όψη της χαλούσε.
Κι όπως το χιόνι χάνεται ψηλά στα κορφοβούνια που αφού το
στρώσει ο Ζέφυρος, μετά Νοτιάς το
λιώνει,
κι όταν τα χιόνια λιώσουνε, γεμίζουν τα ποτάμια,
έτσι έλιωνε απ' τα κλάματα η λαμπερή της όψη
κι έκλαιγε για τον άντρα της που δίπλα της καθόταν. Κι εκείνος τη γυναίκα του θρηνούσε με αγάπη.
Η μυθολογία του χιονιού
Ως γνωστόν, η ελληνική μυθολογία είχε μια ιστορία για τα
πάντα! Έτσι, δεν θα μπορούσε να μην υπήρχε και μια ιστορία για το χιόνι. Στην πραγματικότητα
η ελληνική μυθολογία περιλαμβάνει αρκετές ιστορίες σχετικά με το πώς
δημιουργήθηκε το χιόνι ή ποιος είναι ο ρόλος του στον κόσμο.
Ένας γνωστός μύθος ανέφερε ότι το χιόνι προκαλείται από τον
Δία. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος αναφέρεται στον Δία που φέρνει το χιόνι στην
ανθρωπότητα με τα βέλη του. Τα βέλη του θεωρούνταν υπεύθυνα για ορισμένα
καιρικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένης της χιονόπτωσης.
Σε κάποια κείμενα, το χιόνι συνδέεται με μια νύμφη με το
όνομα Χιόνη, η οποία αποδίδεται με τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα. Από την μια
αναφέρεται ως κόρη του ποτάμιου θεού Νείλου και της Ωκεανίδας Καλλιρρόης. Η
Χιόνη ζούσε στους αγρούς και κάποτε κακοποιήθηκε από κάποιο γεωργό. Γι’ αυτό, η
Χιόνη μεταμορφώθηκε από το θεό Ερμή, μετά από εντολή του θεού Δία, σε νεφέλη
χιονιού, το οποίο πέφτοντας καταστρέφει τα σπαρτά.
Σε μια άλλη ιστορία αναφέρεται ως κόρη του Βορέου και της
Ωρειθυίας, της κόρης του βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέως. Ο πατέρας της ο Βορέας
ήταν η προσωποποίηση του βοριά και του Χειμώνα. Ως θεός του βοριά, λέγεται ότι
έφερνε τον ψυχρό αέρα προς την Ελλάδα από τον βορρά και συγκεκριμένα από τη
Θράκη. Μάλιστα, οι Αθηναίοι προσευχήθηκαν στον Βορέα ώστε να τους βοηθήσει στους
Περσικούς Πολέμους εναντίον του Ξέρξη και φαίνεται ότι εισακούστηκαν. Η Χιόνη γέννησε
ένα παιδί θεού, τον Εύμολπο από το θεό Ποσειδώνα και για να το κρύψει (από φόβο
να μην το μάθει ο πατέρας της), το πέταξε στη θάλασσα. Παρόλα αυτά ο Ποσειδώνας
έσωσε το παιδί και το μεγάλωσε.
Ακόμα μια ιστορία την αναφέρει ως κόρη του Αρκτούρου που την
άρπαξε ο Βορέας, με τον οποίο απέκτησαν τρεις γιους, που έγιναν ιερείς του θεού
Απόλλων στη χώρα των Υπερβορέων.
Τέλος, στις «Μεταμορφώσεις» του Ρωμαίου ποιητή Οβιδίου (ΧΙ
339) η Χιόνη ήταν η πανέμορφη κόρη του Δαιδαλίωνα. Κοιμήθηκε την ίδια νύχτα με
δύο θεούς, το θεό Απόλλωνα και το θεό Ερμή, και έκανε παιδιά μαζί τους. Έχοντας
κάνει δύο θεούς να την ερωτευτούν μέσα σε μία μέρα, η Χιόνη μην μπορώντας να
κρύψει την υπερηφάνειά της, άρχισε να καυχιέται για την ομορφιά και τα
γυναικεία της προσόντα, τολμώντας να πει ότι είναι ομορφότερη από τη θεά
Άρτεμη. Ακούγοντάς το αυτό η θεά, έστειλε τα βέλη της να της πάρουν τη ζωή.
Άρεσε στους αρχαίους Έλληνες
το χιόνι;
Από τον Όμηρο και τις αναφορές του στο χιόνι καταλαβαίνουμε
αρκετά σχετικά με την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με το χιόνι.
Στην Οδύσσεια, συναντάμε μια περιγραφή των Ηλύσιων Πεδίων, το
ονειρικό μέρος που πήγαιναν οι ήρωες και οι αγαθοί μετά το θάνατό τους με την
έγκριση των θεών-κάτι σαν τον δικό μας παράδεισο. Ο Όμηρος περιγράφει τα Ηλύσια
Πεδία ως το μέρος «όπου η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει
εκεί χιόνι, ούτε δυνατή καταιγίδα, ούτε βροχή».
Είναι λοιπόν φανερό ότι το χιόνι θεωρούνταν κάτι που
δυσκόλευε τη ζωή και όχι κάτι που το απολάμβανε κάποιος.
Παράλληλα, το χιόνι δεν ήταν απλώς δυσάρεστο αλλά πραγματικά
επικίνδυνο σε εποχές πολέμου. Υπάρχουν αρκετές αρχαίες αναφορές στρατευμάτων
που βάδιζαν μέσα σε χιονισμένο έδαφος και σε αυτές τονίζονται οι κίνδυνοι που
αυτό κρύβει. Τα στρατεύματα και τα ζώα τους συχνά κολλούσαν σε αυτό και
πέθαιναν από το κρύο. Γι’ αυτό άλλωστε οι πόλεμοι στην Αρχαία Ελλάδα
σταματούσαν την περίοδο του χειμώνα.
Ενδεικτικά, ο Ξενοφών στο «Κύρου Ανάβασις» περιγράφει τις
ταλαιπωρίες των Μυρίων – που προσπαθούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά την
ήττα του Κύρου- στις περιοχές της χιονισμένης Αρμενίας μέχρι να φτάσουν στην
Τραπεζούντα.
«Από τους Έλληνες στρατιώτες επίσης έμεναν πίσω και όσοι από
το χιόνι είχαν χάσει την όρασή τους και όσοι από το κρύο είχαν πάθει
κρυοπαγήματα και τους είχαν σαπίσει τα δάχτυλα των ποδιών. Προφυλακτικό μέσο
για τα μάτια ήταν να κρατεί κανείς την ώρα της πορείας κάτι μαύρο πράγμα εμπρός
στα μάτια του και για τα πόδια να κινείται συνεχώς και να μην σταματά καθόλου
και τη νύχτα να βγάζει τα παπούτσια του», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ξενοφών σε
ένα σημείο της αφήγησής του.
Χιόνι και στην
φιλοσοφία
Δεν είναι λίγοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι που αναφέρθηκαν
στα έργα τους στο χιόνι. Ο φιλόσοφος Αναξαγόρας που έζησε τον 5ο
αιώνα π.Χ. υποστήριξε ότι παρά το γεγονός ότι το χιόνι μας φαίνεται λευκό, στην
πραγματικότητα ήταν σκοτεινό. Όπως έλεγε το χιόνι είναι απλώς παγωμένο νερό και
σύμφωνα με τον Αναξαγόρα το νερό είναι σκοτεινό. Χρησιμοποίησε μάλιστα τη λέξη «μέλαινα»,
η οποία συνήθως μεταφράζεται ως «μαύρο». Η λέξη μερικές φορές χρησιμοποιήθηκε
για να περιγράψει το χρώμα του κρασιού ή και το σκούρο χρώμα του ωκεανού. αυτό
που αξίζει εδώ να σημειωθεί είναι ότι ήδη οι αρχαίοι είχαν κατανοήσει πλήρως
ότι το χιόνι αποτελεί ουσιαστικά παγωμένο νερό. Άλλωστε, ο Αναξαγόρας είχε καταφέρει να λύσει το πρόβλημα
των πλημμυρών του Νείλου, υποστηρίζοντας ότι αυτές οφείλονταν στο λιώσιμο του
χιονιού στα βουνά της Αιθιοπίας κάτι φυσικά που ίσχυε.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα προοπτική προέρχεται από τον Σενέκα
τον νεότερο, έναν Ρωμαίο Στωικό φιλόσοφο του 1ου αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα
με αυτόν το χιόνι περιέχει περισσότερο αέρα από ό,τι νερό. Η σύγχρονη επιστήμη
έχει αποδείξει ότι αυτό είναι απολύτως αληθές. Στην πραγματικότητα, το χιόνι
αποτελείται περίπου κατά ενενήντα τοις εκατό από αέρα.
Χιόνι στο… κρασί
Είναι ιδιαίτερα γνωστή η αγάπη των αρχαίων Ελλήνων για το
κρασί, τον «θείο οίνον», τον οποίο γεύονταν όλοι, ακόμα και γυναίκες και
παιδιά, και ειδικά οι άντρες στα ατελείωτα συμπόσια. Οι αρχαίοι Έλληνες
προτιμούσαν να καταναλώνουν τον οίνο τους κεκραμένο, αναμεμειγμένο δηλαδή με
νερό (εξ ου και η προέλευση της λέξης ‘κρασί’), καθώς έτσι δεν μεθούσαν εύκολα.
Σπάνια και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο
κρασί, «άκρατον οίνον».
Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα
ευρύστομα αγγεία, στους κρατήρες, προσθέτοντας συνήθως τρία μέρη νερού και ένα
οίνου. Την αναλογία αυτή προτείνει και ο Ησίοδος, ωστόσο υπάρχουν γραπτές
μαρτυρίες που κάνουν λόγο για μείξη με νερό σε μεγαλύτερη αναλογία. Κατά κανόνα
για το αραίωμα του κρασιού φρόντιζαν να χρησιμοποιούν νερό από «σκιαράν παγάν»
(πηγή), από «κρήνην αέναον και απόρρυτον» ή από «ψυχρόν φρέαρ». Με λίγα λόγια προτιμούσαν
νερό από δροσερές πηγές και έτσι εκτός από την ανάμειξη πετύχαιναν και την ψύξη
του ποτού τους. Με την ίδια λογική, όταν χιόνιζε, ήταν η τέλεια ευκαιρία για
δροσερό κρασί καθώς αναμείγνυαν τον οίνο με το παγωμένο χιόνι. Υπάρχουν μάλιστα
αναφορές ότι το νερό που προερχόταν από λιώσιμο χιονιού, το συντηρούσαν ακόμη
και το καλοκαίρι και το εμπορεύονταν.
Υπήρχαν μάλιστα και ειδικά αγγεία τα οποία μπορούσαν να
τοποθετηθούν σε μεγάλα βαρέλια που γεμίζονταν με παγωμένο νερό ή χιόνι. Τα αγγεία
γεμίζονταν με κρασί και επέπλεαν μέσα στο νερό ή το χιόνι ώστε να κρατούν το
ποτό δροσερό.