«Μας εγκατέλειψαν σε ένα σταθμό στη Βαρκελώνη και δεν ξέραμε ούτε τα ονόματα των γονιών μας»


Ένας μυστηριώδης άντρας παρατά τρία μικρά παιδιά σε σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρκελώνης. Δεν θυμούνται ούτε πως λένε τους γονείς τους, ούτε που μένουν. Ένα μυστήριο στο οποίο ακόμα δεν έχουν δοθεί όλες οι απαντήσεις

22 Απριλίου 1984, Εσταθιόν ντε Φράνθια, Βαρκελώνη: Μια λευκή Mercedes-Benz παρκάρει μπροστά στον σιδηροδρομικό σταθμό της καταλανικής πρωτεύουσας. Οδηγός είναι ο γαλλικής καταγωγής, Ντενίς. Μαζί του από το αυτοκίνητο κατεβαίνουν τρία μικρά παιδιά. Ο 5χρονος Ραμόν, ο 4χρονος Ρικάρντ και η μόλις δύο ετών Ελβίρα. Ο Ντενίς μπαίνει με τα παιδιά στην κεντρική αίθουσα του τεράστιου σταθμού. «Περιμένετε με εδώ. Πάω να σας αγοράσω γλυκά» τους λέει κι εξαφανίζεται.

Μετά από αρκετή ώρα αναμονής η μικρή Ελβίρα ξεσπάσει σε κλάματα. Ένας υπάλληλος την προσέχει και πλησιάζει τα παιδιά. Ρωτά τι συμβαίνει και ο Ραμόν, ο οποίος μιλά ισπανικά και γαλλικά, του εξηγεί. Όταν φτάνει η αστυνομία το πρώτο πράγμα που θέλει να μάθει είναι το όνομα των γονιών των παιδιών. Δεν το γνωρίζουν. Δεν ξέρουν καν το επώνυμο τους ούτε πού ακριβώς μένουν. Λένε απλά ότι κάποια στιγμή ζούσαν στο Παρίσι.

Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν να δώσουν βασικές πληροφορίες προβλημάτισε τις αρχές αλλά θεωρούσαν ότι σύντομα θα εμφανιστεί κάποιος που θα τα αναζητήσει και το μυστήριο θα λυθεί. Γι’ αυτό επέλεξαν να μην ενημερώσουν τον Τύπο και να ζητήσουν πληροφορίες από το κοινό.

Τα παιδιά μεταφέρθηκαν αρχικά σε ένα ορφανοτροφείο της Βαρκελώνης και στη συνέχεια σε ένα ίδρυμα. Οι γαλλικές αρχές και η Interpol ενημερώθηκαν για την υπόθεση.

Το προσωπικό του ιδρύματος διαπίστωσε πως τα παιδιά μπλόκαραν κάθε φορά που δέχονταν ερωτήσεις για τους γονείς τους. Είτε δεν απαντούσαν, είτε έφευγαν μακριά από όποιον προσπαθούσε να μάθει κάτι περισσότερο.

Μια νέα οικογένεια

Τον Μάιο του 1984 η ψυχολόγος Μαρίσα Μανέρα είδε μια φωτογραφία των παιδιών σε μια υπηρεσία της πόλης με τη σημείωση πως αναζητούνται πληροφορίες. Αποφάσισε μαζί με τον σύζυγο της, Λουίς Μοράλ, να προσφέρει μια προσωρινή στέγη στα παιδιά. Στα τέλη Ιουνίου μετακόμισαν μαζί τους.

Καθώς οι μέρες περνούσαν τα παιδιά χαλάρωναν και είπαν στην Μανέρα ότι θυμούνται πως ο πατέρας τους είχε εντυπωσιακά αυτοκίνητα. Μια μαύρη Porsche, μια πράσινη Jaguar και μια λευκή Mercedes-Benz. Η Ελβίρα βλέποντας κάποια στιγμή μια λευκή Mercedes φώναξε: «Κοιτάξτε, το αυτοκίνητο του μπαμπά».

Τα χρόνια πέρασαν και το 1986 η Μανέρα και ο Μοράλ υιοθέτησαν επισήμως τα παιδιά που πήραν  και τα δύο επώνυμα, όπως συνηθίζεται στην Ισπανία. «Κερδίσαμε το τζάκ-ποτ. Ζήσαμε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια με αγάπη» θα πει η 41χρονη σήμερα Ελβίρα.  

Τονίζει ότι το θέμα της υιοθεσίας δεν ήταν ποτέ ταμπού στην οικογένεια και αποκαλύπτει πως συζητούσε με τα αδέλφια της για τις αναμνήσεις που είχαν από την προηγούμενη ζωή τους. Θυμούνταν πως ζούσαν στο Παρίσι αλλά και τη γαλλική εξοχή και πως είχαν ταξιδέψει σε Ελβετία και Βέλγιο. Θυμούνταν ταξίδια με οδηγό τον πατέρα τους και μια μαυροφορεμένη φιγούρα η οποία συμπέραναν ότι ήταν γιαγιά τους.

Η μητρότητα επανέφερε στο προσκήνιο τα ερωτηματικά

Η Ελβίρα δεν ένιωθε κάποια ιδιαίτερη ανάγκη να μάθει περισσότερα για τους βιολογικούς της γονείς. Αυτό άλλαξε όταν το 2014 έγινε μητέρα. Σκέφτηκε πως κάποιο πολύ σοβαρό γεγονός είχε οδηγήσει στην εγκατάλειψη της και αναρωτήθηκε πως γίνεται ένας 5χρονος να μην θυμάται τα ονόματα των γονιών του.

Τον Δεκέμβριο του 2020 έκανε τεστ DNA για να βρει συγγενείς της. Προς έκπληξη της αποκάλυψε πως υπήρχαν λίγες «αντιστοιχίες» στη Γαλλία και πολύ περισσότερες στη Νότια Ισπανία. Γενικότερα πάντως τα αποτελέσματα δεν προσφέραν κάποια άλλη πληροφορία. Δεν το έβαλε όμως κάτω και συνέχισε την αναζήτηση της.

Ο Γάλλος μαφιόζος

Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα όταν κάλεσε τα αδέλφια της για να τους δείξει κάτι. Ήταν αποκόμματα εφημερίδων από τον Ιούλιο του 1984 και αφορούσαν έναν Γάλλο μαφιόζο, τον Ρεϊμόντ Βακαριζί. Είχε μετακομίσει από τη Λιόν στο παραλιακό χωριό Λ’Εσκάλα, 200 περίπου χλμ βόρεια της Βαρκελώνης. Διοικούσε ένα δίκτυο εκβιασμών και πορνείας. Συνελήφθη το 1983 και φυλακίστηκε στη Βαρκελώνη. Από το παράθυρο του μιλούσε συχνά με τη σύζυγο του, Αντουανέτ. Σε μια από αυτές τις συζητήσεις, στις 14 Ιουλίου 1984, ελεύθερος σκοπευτής πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι τον Βακαριζί και τον σκότωσε. Η γυναίκα του εξαφανίστηκε και τον έφηβο γιό τους ανέλαβε μια άλλη μαφιόζικη οικογένεια.

Τα αποκόμματα τα είχε κρατήσει η Μαρίσα Μανέρα καθώς θεωρούσε ότι η ιστορία του Βακαριζί ίσως να είχε σχέση με τα παιδιά που υιοθέτησε. Ίσως να ήταν δικά του παιδιά.

Όπως ο Ραμόν, που είχε τις πιο ζωντανές μνήμες από τον βιολογικό τους πατέρα, απέρριψε το ενδεχόμενο. Τόνισε ότι ο πατέρας τους είχε άσπρα-γκρίζα μαλλιά και δεν έμοιαζε με τον Βακαριζί. H Ελβίρα έστρεψε αλλού την έρευνα της.

Ο πατέρας μας ήταν εγκληματίας

Σε επίσημα έγγραφα που βρήκε και αφορούσαν την εγκατάλειψη τους εντόπισε το όνομα του Ντενίς, του ανθρώπου που τους είχε αφήσει στον σταθμό. Στα έγγραφα τονιζόταν ότι τα παιδιά υποστήριξαν πως, πριν εγκαταλειφθούν, ζούσαν με τον πατέρα τους μαζί με την οικογένεια τους Ντενίς. Μιλώντας στις αρχές τα παιδιά είχαν πει πως δεν είχαν για αρκετό καιρό τη μητέρα τους και πως ο πατέρας τους «σταμάτησε να τα αγαπάει».

Εν τω μεταξύ σε μια συνάντηση τους η Ελβίρα και ο Ραμόν επανάφεραν μια παιδική τους ανάμνηση. Θυμήθηκαν ότι σε ένα σπίτι όπου έμεναν βρήκαν ένα πιστόλι. Ο Ρικάρντ πάτησε το σκανδάλη και όπως αποδείχθηκε το όπλο ήταν γεμάτο. Θυμόταν λεπτομέρειες από το σπίτι και ότι ο πατέρας τους ήταν εξοργισμένος μετά το περιστατικό.

Θυμήθηκε επίσης πως μια φορά πήγαν μαζί του σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο. Τους άφησε στο αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη. Όταν γύρισε το πρόσωπο του ήταν γεμάτο αίματα. Είπε ακόμα ότι πάρκαρε την μαύρη Porsche έξω από ένα διαμέρισμα σε έναν λόφο στο Παρίσι από το οποίο έβλεπες καθαρά τον πύργο του Άιφελ και θυμήθηκε ότι πήγαιναν να δουν τον πατέρα τους στο νοσοκομείο. Η Ελβίρα πείστηκε ότι ο βιολογικός τους πατέρας εμπλεκόταν με το οργανωμένο έγκλημα.

Συνταρακτικές αποκαλύψεις

Τον Μάρτιο του 2021 η Ελβίρα είπε την ιστορία της στον κορυφαίο καταλανικό ραδιοφωνικό σταθμό RAC-1. Η συνέντευξη αυτή έκανε την προσωπική αναζήτηση θέμα όλης της Καταλονίας. Εθελοντές έφτιαξαν μια σελίδα στο Facebook για να συγκεντρωθούν πληροφορίες και πολλοί ήταν εκείνοι που επικοινώνησαν με την Ελβίρα. Έτσι γνώρισε τον 51χρονο ιατροδικαστή Μοντσέ Ντελ Ρίο ο οποίος έγινε ένας ακούραστος σύμμαχος και σύμβουλος της.

Εν τω μεταξύ στη Γαλλία η 54χρονη Καρμέν Παστόρ είχε πάθει εμμονή με την υπόθεση. Ζήτησε από την Ελβίρα τα αποτελέσματα του τεστ DNA και επικοινώνησε με άτομα που είχαν πολύ μακρινή συγγένεια μαζί της. Μια γυναίκα είπε στην Παστόρ ότι η ιστορία με τα τρία εξαφανισμένα παιδιά κάτι της θυμίζει.

Στις 15 Μαΐου 2021 η Παστόρ τηλεφώνησε στην Ελβίρα. «Νομίζω ότι βρήκαμε κάποια μέλη της οικογένειας σου» της είπε και προσέθεσε: «Μίλησα με μια δεύτερη ξαδέλφη σου τη Λορένα. Μου είπε για τα τρία χαμένα παιδιά. Το μεγαλύτερο το έλεγαν Ραμόν. Αυτό είναι και το όνομα του πατέρα σου. Η μητέρα σου λέγεται Ροσάριο. Είναι από τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη αντίστοιχα».

Την ίδια ημέρα η Λορένα τηλεφώνησε προσωπικά στην Ελβίρα. Της εξήγησε πως αν πράγματι είναι συγγενείς έχει μεγάλη οικογένεια. Λίγο μετά η Ελβίρα μίλησε με την πρώτη της ξαδέλφη τη Μαρί και τη θεία της (αδελφή της μητέρας της) Φελίσα οι οποίες ζούσαν σε ένα προάστιο της Μαδρίτης.

Το σοκ ήταν τεράστιο και θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερο. Η Μαρί της έδειξε μια σειρά από φωτογραφίες. Ήταν η Ελβίρα ως μωρό και τα αδέλφια της. Δεν ήταν μόνοι τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα τους κρατούσαν, τους τάιζαν, κάθονταν μαζί τους. Ήταν οι γονείς τους. Υπήρχε φωτογραφία και της μαύρης Jaguar που θυμόταν ο Ραμόν αλλά και της μαυροφορεμένης γυναίκας. Ήταν η γιαγιά τους η Ινές που είχε πεθάνει το 2013.

Ραμόν και Ροσάριο

Οι γονείς των τριών παιδιών που εγκαταλείφθηκαν στο σταθμό της Βαρκελώνης ήταν ο Ραμόν Μάρτος Σάντσεθ και η Ροσάσιο Κουέτος Κρουθ. Ήταν 34 και 35 ετών όταν εγκατέλειψαν τα παιδιά τους. Η Ελβίρα πλέον ήλπιζε ότι θα μπορούσε να τους εντοπίσει όμως η θεία της, της είπε ότι δεν τους έχει δει από το 1983.

Ακολούθησε επικοινωνία με συγγενείς του πατέρα της στη Σεβίλλη όπου της είπε ότι είχε έξι αδέλφια. Ζούσε μόνο η θεία Λουίσα αλλά ήταν πολύ άρρωστη. Πέθανε λίγες μέρες μετά την ανακάλυψη της Ελβίρα.

Μέσω συναντήσεων και τηλεφωνημάτων κάποια κομμάτια του παζλ συγκεντρώθηκαν. Ο πατέρας τους ήταν ληστής και είχε συλληφθεί το 1973. Πέντε χρόνια μετά διέφυγε μαζί με τη σύζυγο του στην Γαλλία μετά από συμπλοκή με την αστυνομία. Αρχικά έμειναν με συγγενείς στο Παρίσι και μετά έπιασαν το δικό τους σπίτι.

Στη Γαλλία η εγκληματική δράση του Ραμόν Μάρτος Σάντσεθ συνεχίστηκε. Πλαστογραφίες, κλοπή κοσμημάτων και λαθραία. Πιθανότατα συμμετείχε και σε κάποιες από τις διαβόητες ληστείες που έγιναν στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Τα παιδιά γεννήθηκαν στη Γαλλία αλλά η οικογένεια διατήρησε την επικοινωνία με τους Ισπανούς συγγενείς. Μάλιστα κάποιες φορές τα παιδιά ταξίδεψαν στην Ισπανία και έμειναν εκεί για διακοπές. Τον Μάιο του 1983 όμως η επικοινωνία σταμάτησε. Οι συγγενείς στη Μαδρίτη θυμούνται μόνο μια Γαλλίδα να τηλεφωνεί κάποιες φορές και να λέει τα ονόματα Ροσάριο και Ραμόν. Δεν μιλούσε όμως ισπανικά και δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν. Γνωρίζοντας τη δράση του Ραμόν Μάρτον Σάντσεθ οι συγγενείς αποφάσισαν να μην ενημερώσουν τις αρχές για την εξαφάνιση της οικογένειας. Η θεία της Ελβίρα, Φελισα, της είπε ότι στα τελευταία τηλεφωνήματα η Ροσάριο της είπε ότι ο Ραμόν είναι πολύ άρρωστος.

Έχοντας πλέον τα ονόματα των γονιών της η Ελβίρα εντόπισε το πιστοποιητικό γέννησής της. Έγραφε 29 Δεκεμβρίου 1981, Παρίσι. Και τα πιστοποιητικά των δύο αγοριών ανέφεραν ότι είχαν γεννηθεί στη γαλλική πρωτεύουσα αλλά είχαν άλλη διεύθυνση κατοικίας.

Τα ερωτήματα παραμένουν

Η Ελβίρα (φωτο) λέει πως ξέρει ότι με τη νέα της οικογένεια είχε μια καλύτερη ζωή από αυτή που την περίμενε με τους βιολογικούς της γονείς. Τόσο ο Ραμόν όσο και η Ροσάριο είχαν μια σκοτεινή πλευρά. Έμαθε ότι η μητέρα της σπάνια γελούσε και ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Ο Ραμόν την χτυπούσε και είχε ερωμένες.

Παρ’ όλα αυτά η Ελβίρα αναρωτιέται τι πήγε τόσο στραβά που έφτασαν στο σημείο να εγκαταλείψουν και τα τρία παιδιά. «Στις φωτογραφίες φαινόμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τι συνέβητονίζει. Έμαθε πως πριν εξαφανιστεί ο πατέρας της είπε σε έναν ξάδελφο του ότι ετοιμάζει μια πολύ μεγάλη δουλειά. Ίσως αυτό να ήταν τελικά η αιτία. Ίσως να σκοτώθηκαν λόγω αυτής της… δουλειάς, ίσως να τους δολοφόνησαν αντίπαλοι.  

Σε μια από τις φωτογραφίες ο Ραμόν λέει πως αναγνώρισε τον Ντενίς, τον άνθρωπο που τους άφησε στον σταθμό. Ήταν φίλος και συνεργάτης του πατέρα τους. Υποστηρίζει επίσης ότι η οικογένεια είχε περάσει ένα διάστημα στην Λ’Εσκάλα, το χωριό που είχε εγκατασταθεί ο Γάλλος μαφιόζος, Βακαριζί. Μήπως τελικά σχετιζόταν με τον πατέρα τους;

«Με όλα αυτά που πέρασα, με όλα αυτά που έμαθα άλλαξα ως άνθρωπος. Είμαι πλέον διαφορετική αλλά και πιο ολοκληρωμένη» λέει η Ελβίρα που πλέον διατηρεί στενές επαφές με τους βιολογικούς συγγενείς της.

Αναρωτιέται όμως τι έχει συμβεί με τους γονείς της. Θα μπορούσαν να είναι ζωντανοί ακόμα και σήμερα. «Ξέρω πως το γεγονός ότι δεν προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή λέει ότι πιθανότατα είναι νεκροί. Ίσως τους σκότωσαν και τους εξαφάνισαν» τονίζει. Μαζί με τον Ραμόν ετοιμάζει ένα ακόμα ταξίδι στη Λ’Εσκάλα για να μιλήσει με ανθρώπους που ίσως να ξέρουν κάτι για τους γονείς της. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να βρεις κάτι. Μου συνέβη μια φορά και μπορεί να συμβεί και πάλι» λέει.