Θεοφιλογιαννάκος: Από εδώ μέσα φεύγεις ή φίλος ή σακάτης


Η ιστορία του αμετανόητου αρχιβασανιστή της Χούντας. Μέχρι το τέλος της ζωής του υποστήριζε ότι έκανε αυτό που έπρεπε για να διατηρηθεί το καθεστώς που υπηρετούσε. Μαρτυρίες που παγώνουν το αίμα για τη δράση του

«Εγώ είμαι ο Θεοφιλογιαννάκος! Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Από εδώ μέσα φεύγεις ή φίλος ή σακάτης». Έτσι υποδεχόταν τα θύματα του ο αρχιβαστανιστής της Χούντας. Αμετανόητος ως το τέλος και ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της τυφλής βίας και της παράνοιας που κυριάρχησε την περίοδο της καταστροφικής για τη χώρα μας Επταετίας.

Στη δική της Χούντας ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ θα πει με στόμφο: «Θέλουμε να ακούει ο κόσμος πως βασανίζουμε και να τρέμει. Γκάνγκστερς δεν μας λέτε; Ε λοιπόν τέτοιοι είμαστε. Εγώ είμαι ο Θεοφιλογιαννάκος, ο γνωστός βασανιστής». Μέχρι το τέλος της ζωής του θα υποστήριζε ότι απλά έκανε τη δουλειά του και πως η βία ήταν αναγκαία για να προστατευτεί η… Επανάσταση.

Ο γιός του δάσκαλου που έγινε διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ

Ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος μεγάλωσε στη Σπάρτη (η καταγωγή του είναι από το ορεινό χωριό Λογγάστρα της Λακωνίας). Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Αρχικά φοίτησε στη Σχολή Αεροπορίας (σημερινή Σχολή Ικάρων), όμως τον έδιωξαν λόγω ανικανότητας (ο ίδιος θα υποστηρίξει ότι η αποπομπή του έγινε γιατί ήταν ακραιφνής εθνικόφρων).

Μεταπήδησε στη Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του Πεζικού. Υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ όπου μέσω των καταθέσεων του έγινε φανερό πως δεν είναι ιδιαίτερα ευφυής. Όχι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά πιστός και ανελέητος, θα πουν όσοι τον γνώριζαν.

Είχε ενεργή συμμετοχή στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ως λοχαγός Πεζικού, ενώ το 1968 έγινε υποδιοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε τη διοίκηση του σώματος ασφαλείας της Χούντας την οποία και κράτησε έως το 1972. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Θεοφιλογιαννάκος ήταν ουσιαστικά επικεφαλής του ΕΑΤ-ΕΣΑ και ως υποδιοικητής καθώς ο Πέτρος Κούτρας (πρώτος διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί Χούντας) ήταν αδύναμος χαρακτήρας και δεν μπορούσε να του επιβληθεί. Τελικά το 1972 ο Θεοφιλογιαννάκος παρέδωσε τη διοίκηση του ΕΑΤ-ΕΣΑ στον φίλο του Νικόλαο Χατζηζήση. Προήχθη αρχικά σε ταγματάρχη και έπειτα σε αντισυνταγματάρχη, ωστόσο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας καθαιρέθηκε στο βαθμό του απλού στρατιώτη.

«Έμαθα να σέβομαι τους ανωτέρους μου, να αναλαμβάνω πάντοτε τις ευθύνες μου και να μισώ τον κομμουνισμό»

Ξεκινώντας την απολογία του στη Δίκη της Χούντας ο Θεοφιλογγιανάκος θα παρουσιαστεί τονίζοντας:  «Είμαι Λάκων, υιός διδασκάλου, έχω ανατροφή ελληνοχριστιανική και είχα την τιμή να συμμετάσχω ενεργώς στην επανάσταση της 21ης Απριλίου. Σαν Σπαρτιάτης είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος, γιατί το επάγγελμα που διάλεξα αρμόζει με τον τόπο της καταγωγής μου. Η Σπάρτη φιάχνει Λεωνίδες, Μαυρομιχάληδες, Δαβάκηδες! Από μικρός έμαθα να αγαπώ την πατρίδα μου και έζησα στα πρώτα χρόνια της ζωής μου έναν εμφύλιο πόλεμο. Στη Σπάρτη έμαθα ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός και οι συνοδοιπόροι του! Ο κομμουνιστής είναι ένα τομάρι που δεν σκέπτεται την πατρίδα. Ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις μπήκα στη Σχολή Ικάρων και με έδιωξαν από κει, όχι λόγω ανικανότητος, όπως υποστήριξε στην κατάθεσή του ο Αναστάσιος Μήνης, αλλά επειδή ήμουν ακραιφνής εθνικόφρων. Επειδή αγαπούσα το επάγγελμα του αξιωματικού, κατατάχθηκα στη Σχολή Ευελπίδων. Εκεί έμαθα να σέβομαι τους ανωτέρους μου, να αναλαμβάνω πάντοτε τις ευθύνες μου και να μισώ τον κομμουνισμό!».

Ο στρατοδίκης Μιχάλης Ζούβελος μιλώντας τον Θεοφιλογιαννάκο τόνισε: «Οργάνωσε κατά ζηλευτόν τρόπον ένα πλήρες δίκτυο παρακολουθήσεως, συλλήψεων, εκφοβισμού. Διαπνεόμενος από τυφλόν αντικομμουνισμόν, είμαι βέβαιος ότι αν συνέβαινε ένας ισχυρός καταστρεπτικός σεισμός ο μόνος εν Ελλάδι που θα τον απέδιδε στους κομμουνιστάς είναι ο ταγματάρχης τότε Θεοφιλογιαννάκος».

Οι ανακρίσεις και το… τσάι με φρυγανιές

Το πλάνο βασανιστηρίων, το οποίο ακολουθούσε ο Θεοφιλογιαννάκος και η ομάδα του, περιέγραψε στο δικαστήριο ο μετανοημένος βασανιστής στρατονόμος Μιχάλης Πέτρου. Ξεκινούσε με την ανάκριση Νο 1 και ακολουθούσαν το Νο 2 και το Νο 3.

Στο Νο 1, ο κρατούμενος ήταν στημένος όρθιος μέσα σε κύκλο, για να «σιτέψει». Μετά, είχε τρέξιμο γύρω γύρω στο κελί ή «λαγουδάκια», ξύλο με κλομπ στα οπίσθια οριζοντίως και καθέτως. Αν ο κρατούμενος δεν έλεγε αυτά που ήθελαν, εφαρμοζόταν το σχέδιο Νο 2, που ήταν ξυλοδαρμός. Το Νο 3 ήταν ορθοστασία με συνεχή ξυλοδαρμό.

Η ανάκριση, με το κωδικό όνομα «τσάι χωρίς φρυγανιές», ήθελε τον κρατούμενο στη μέση του κελιού και γύρω του να στέκονται 4-5 ΕΣΑτζήδες. Φωνές, βρισιές, διαταγές, απειλές, χειρονομίες και ουρλιαχτά. Το «τσάι με φρυγανιές» εμπεριείχε ανηλεές ξυλοκόπημα και πιο εξεζητημένα βασανιστήρια όπως φάλαγγα, βελόνα στην ουρήθρα για τους άντρες και σε κάποιες περιπτώσεις βιασμό με αιχμηρό αντικείμενο. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένας γιατρός παρακολουθούσε και έκρινε πότε κινδυνεύει η ζωή του θύματος. Έδινε εντολή για διάλλειμα και για να ανακτήσει δυνάμεις και να αρχίσει και πάλι ο βασανισμός το… φάρμακο ήταν πορτοκαλάδα.

Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων, έδινε εντολές αλλά και συμμετείχε προσωπικά στους βασανισμούς. Κατά τη διάρκεια της Δίκης της Χούντας μάρτυρες κατέθεσαν πως ο αρχιβασανιστής φώναζε ατάκες όπως:  «Τον θέλω μπλε!», «Θα σε κόψω ρε, και σένα και τον καθένα», «Εδώ μέσα πρέπει να πεθάνουν όλοι. Είναι όλοι κομμουνιστές», «Πάρτε τον , ζυγίστε τον, ξεβρακώστε τον και αύριο τον θέλω 10 κιλά λιγότερο!». Όταν το θύμα αντιστεκόταν σθεναρά ο Θεοφιλογιαννάκος έλεγε: «Το κοντέρ έφτασε στην κόκκινη γραμμή».

Ο βασανισμός του Παναγούλη

Τον αρχιβασανιστή γνώρισε από τις πρώτες στιγμές της σύλληψης του, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου, ο Αλέκος Παναγούλης. Στη Δίκη της Χούντας θα καταθέσει:

«Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος και στη συνέχεια προχωρήσαμε για να φτάσουμε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη. Ο ίδιος ο Θεοφιλογιαννάκος υπήρξε μάρτυρας όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα και εθέρμαιναν το εκτός της ουρήθρας μέρος...». Ο Παναγούλης θα καταθέσει επίσης ότι «ο Θεοφιλογιαννάκος επιχείρησε να μου κλείσει τις αναπνευστικές οδούς με το χέρι αλλά τον δάγκωσα. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα μαξιλάρι. Τα σημάδια από τα βασανιστήρια υπάρχουν ακόμα στο κορμί μου. Υπάρχουν σημάδια εις το δεξιό μέρος του στήθους μου το οποίο μου προξένησε ο κατηγορούμενος Θεοφιλογιαννάκος με χαρτοκόπτη».

«Μαζοχίστρια. Ηδονίζεσαι που σε κτυπώ. Έτσι μ’ αρέσεις. Έτσι μ’ αρέσεις»

Θύμα του Θεοφιλογιαννάκου ήταν και η Βασιλική Ζωγράφου η οποία κατέθεσε:  «Με παρέλαβαν και με μετέφεραν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Αρχικά με έβαλαν σε ένα γραφείο και περίμενα για λίγο και στη συνέχεια με πήγαν σ’ ένα άλλο γραφείο όπου ήταν δύο κύριοι με πολιτικά. Μόλις μπήκα ο ένας απ’ αυτούς μου συστήθηκε σαν ταγματάρχης Θεοφιλογιαννάκος.

Μου υπέβαλαν μια ερώτηση κι όταν απάντησα δεν γνωρίζω γιατί με ρωτάτε, σηκώθηκε ο Θεοφιλογιαννάκος και μου είπε: “Θα πρέπει να ντρέπεσαι γιατί μας κοροϊδεύεις. Θα σε αφήσω μισή ώρα… Αν στο διάστημα αυτό δεν μας έχεις απαντήσει θα τα πούμε αργότερα”.

Αφού τελικά δεν μπορούσαμε να.. συνεννοηθούμε μου είπε ότι από δω κανείς δεν έφυγε σωστός. Παράλληλα άρχισε να με κτυπά με γροθιές στο πρόσωπο. Αρχικά τα χτυπήματα ήταν λίγο άτσαλα μα αργότερα έγιναν ρυθμικά και συστηματικά. Αποτέλεσμα ήταν να νιώθω ρίγη σ’ όλο μου το σαγόνι, ενώ ταυτόχρονα το αίμα έρρεε από τα δόντια μου.

Ο Θεοφιλογιαννάκος μου είπε το παρακάτω χαρακτηριστικό. Ότι ανάμεσα σε διακόσιους διαγωνιζομένους διεθνώς ανακριτάς είχε πρωτεύσει. Πράγματι το πίστεψα γιατί τα χτυπήματα ήταν ρυθμικά και υπολογισμένα!

Με τοποθέτησαν στο κρεβάτι και γρήγορα άρχισε πάλι ο Θεοφιλογιαννάκος να μου κάνει φάλαγγα. Από την άλλη πλευρά ο Χατζηζήσης (σ.σ. ο επόμενος διοικητης του ΕΑΤ-ΕΣΑ) μου ακινητοποίησε το κεφάλι γιατί κατάλαβε πως με την κίνηση αυτή έβρισκα διέξοδο στους πόνους που ένιωθα στα πόδια μου. Και ο Θεοφιλογιαννάκος φώναξε: Μαζοχίστρια… Ηδονίζεσαι που σε κτυπώ. Έτσι μ’ αρέσεις. Έτσι μ’ αρέσεις…».

Ο Θεοφιλογιαννάκος και η ομάδα του βασάνισαν εκατοντάδες ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Χούντας. Αυτό που τον έκανε ιδιαίτερα απεχθή στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ότι ο ίδιος ξυλοκόπησε και βασάνισε συνάδελφούς του αξιωματικούς, όπως ο στρατηγός Καλαμάκης, ο ναύαρχος Εγκολφόπουλος, ο ηρωικός ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο Γιάννης Παπαδονικολάκης, ο Αλέξανδρος Παπαδόγγονας και πολλούς άλλους.

Ο Νίκος Κωνοταντόπουλος είχε συλληφθεί από όργανο της Γενικής Ασφάλειας για συμμετοχή στην οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα». Για τον Θεοφιλογιαννάκο θα πει: «Βρισκόμουν μπροστά σε τυπικές εγκληματολογικές περιπτώσεις. Οι αντιδράσεις τους ήταν τυπικών σχιζοειδών τύπων. Ο Θεοφιλογιαννάκος αλλοιωνόταν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, ώστε σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν ένας τρίτος. Δυο φορές έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: "με δυο άρχισα, ο τρίτος πού βρέθηκε;"».

«Εγώ είμαι εθνικόφρων με περικεφαλαία»

Μετά την πτώση της Χούντας προφυλακίστηκε και το 1975 δικάστηκε. Στις καταθέσεις του παρουσιάστηκε αμετανόητος και όταν κλήθηκε να ορκιστεί ζήτησε να καθαριστεί το Ευαγγέλιο γιατί «έχουν βάλει τα χέρια τους πάνω κομμουνιστές». Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ένα ξέσπασμα του ήταν χαρακτηριστικό. Εξεμάνη όταν ο Μιχάλης Ζούβελος τον χαρακτήρισε οπλίτη και του είπε ότι κάποια μέρα όλοι θα μιλούν με τρόμο για τα όσα έκανε. «Μιλάνε για τούτα για να ξεχάσουμε εκείνα. Αν για τούτα τα ελάχιστα όταν έγιναν να βοηθήσουν την ταλαίπωρη την πατρίδα θα καταφέρουν μια ιστορία ντροπής και αίσχους τότε με γεια τους με χαρά τους» θα πει χαρακτηριστικά και θα προσθέσει: «Εγώ είμαι εθνικόφρων με περικεφαλαία».

Επιχείρησε να δώσει μια πολιτική χροιά στη δίκη και οι καταθέσεις του αφορούσαν κυρίως τον Εμφύλιο και όχι τη δράση του κατά τη διάρκεια της Χούντας. Γι’ αυτή ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε μετανιώσει και τη θεωρούσε αναγκαία και… πατριωτική. «Η δίκη είναι πολιτική. Η κατηγορία είναι πολιτική. Αν δικαστεί έστω ένας στρατιώτης της ΕΣΑ η πειθαρχία του στρατεύματος θα διαλυθεί παντελώς. Θα παίξουμε το παιχνίδι του Κομμουνιστικού Κόμματος» τόνισε.  

Την υπεράσπιση του Θεοφιλογιαννάκου είχε αναλάβει η δικηγόρος σύζυγος του Σοφία. Επέλεξε και αυτή μια εμφυλιακή ρητορική ενώ χαρακτηριστική είναι η απάντηση της στις κατηγορίες του Νίκου Κωνσταντόπουλο.

 «Ο κ. Κωνσταντόπουλος πέρασε επτά θαυμάσιες ημέρες στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και παίζει πολιτικό παιχνίδι στην πλάτη του άνδρα μου και της οικογένειάς μου. 0 σύζυγός μου υπήρξε θύμα πολιτικής σκοπιμότητος. Δεν αναφέρομαι στην προσωπικότητά του, διότι θα κινδύνευα να μην είμαι μετριόφρων. Να ξέρετε μόνο ότι σε λίγο θα κρίνετε ένα παλικάρι!» υποστήριξε.

Ένοχος

Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ένοχος για σωρεία αδικημάτων (βαρεία σωματική βλάβη, κατάχρηση εξουσίας, ηθική αυτουργία σε απλή σωματική βλάβη κ.α.). Η ποινή στην πρώτη δίκη ήταν κάθειρξη 20 ετών και δεκαετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Στη δεύτερη (γνωστή ως Δίκη των Βασανιστών) του επιβλήθηκαν ακόμα επτά χρόνια. Έμεινε συνολικά στη φυλακή 18 χρόνια και αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1992 σε ηλικία 64 ετών λόγω κλονισμένης υγείας. Η Δημοκρατία, στης οποίας την κατάλυση συνέβαλε, τον αντιμετώπισε ως άνθρωπο και δεν «τον έβγαλε στο Σύνταγμα να βλέπει ο κόσμος το τέρας» όπως ο ίδιος φοβόταν.

«Έπρεπε να διατηρήσουμε το καθεστώς που υπηρετούσαμε»

Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά ο Θεοφιλογιαννάκος πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μεταξύ του σπιτιού της κόρης του στη Φώκαια, μια γκαρσονιέρας στην Πλατεία Βικτωρίας και του ξενοδοχείου «Καλυψώ» στην Ανάβυσσο. Το ξενοδοχείο του νοσταλγού της Χούντας, Σωτήρη Τεννέ έγινε καταφύγιο για κορυφαία στελέχη του καθεστώτος όπως ο Παττακός και ο Ζουρνατζής. Με τον Παττακό ο Θεοφιλογιαννάκος περνούσε πολλές ώρες παίζοντας τάβλι και μιλώντας για το παρελθόν (φωτό).

Σε συνέντευξη του θα επιχειρήσει για πολλοστή φορά να δικαιολογήσει τα όσα έκανε.

«Κοιμάμαι με ήσυχη συνείδηση. Διαταγές εκτελούσαμε. Ανακρίσεις κάναμε. Έπρεπε να διατηρήσουμε το καθεστώς που υπηρετούσαμε. Πώς μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι στη σχολή Ευελπίδων αυτό που μου μάθαιναν ήταν μόνο ένα πράγμα: Καλημέρα ίσον μισείτε τον κομμουνισμό. Χαίρετε ίσον μισείτε τον κομμουνισμό. Καληνύχτα ίσον μισείτε τον κομμουνισμό. Τι θα πει εθνικόφρων; Σας είπα και ότι κάθε λογής -ισμοί έσβησαν διά παντός. Σας ξαναλέω, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον. Μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει το ξύσιμο στις πληγές. Δεν σκέφτομαι τίποτα απ' όλα αυτά. Δεν ήμουν πάντα διοικητής του ΕΑΤ/ΕΣΑ, ξέρετε. Κάποτε ήμουν κι εγώ παιδί, μαθητής, φοιτητής, είχα γονείς, οικογένεια, φίλους, παρέες. Υπάρχουν πράγματα που έχω να θυμηθώ με νοσταλγία. Η ιστορία έκλεισε αυτό το κεφάλαιο. Κάναμε μια επανάσταση, έτσι την ονομάζαμε εμείς, που απέτυχε. Όταν γκρεμίστηκε όλο αυτό, ήταν επόμενο να σωριαστεί μ' αυτό τον πάταγο και να κατασκευαστούν υπεύθυνοι. Θα μπορούσα πριν την πτώση να είχα φύγει στην Αμερική, όπως μου είχαν προτείνει. Δεν το έκανα. Έχω μάθει να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου. Έκανα το καθήκον μου, εκτελούσα υπηρεσία όπως τόσοι άλλοι. Ήμουν σε κείνο ακριβώς το πόστο όπου έπρεπε να ασκήσω βία. Και να ξέρετε, οι καρέκλες δημιουργούν πολλές φορές θύματα» θα πει.

Ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος έκανε την τελευταία δημόσια εμφάνιση του στην κηδεία του Νικόλαου Ντερτιλή το 2013. Εκφώνησε μάλιστα και επικήδειο. Πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 2015 σε ηλικία 87 ετών. Σύμφωνα με τα όσα έχει γράψει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Θεοφιλογιαννάκος αποτελούσε υπό εξέταση στόχο της «17 Νοέμβρη».

Επίλογος

«Τι υπολογίζεις; Πόσο θα μείνει η επανάσταση;», είχε ρωτήσει κάποτε ο Θεοφιλογιαννάκος τον Αναστάσιο Μήνη στο κρατητήριο του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Χωρίς να περιμένει απάντηση, είπε με στόμφο: «Θα μείνει 100 χρόνια! Έπρεπε να είχε γίνει πριν από 10-15 χρόνια!».

Η Χούντα τελικά έμεινε 93 χρόνια λιγότερα από την πρόβλεψη του Θεοφιλογιαννάκου αλλά πρόλαβε να σκοτώσει, να βασανίσει, να καταστρέψει ζωές και οικογένειες και να προκαλέσει μια ανεπανόρθωτη έως σήμερα εθνική τραγωδία.