H σφαγή των φοιτητών: «Ήρθαμε να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε»


Τα ξημερώματα της 2ας Απριλίου 2015 τέσσερις τρομοκράτες της Αλ Σεμπάαμπ εισέβαλαν σε Πανεπιστήμιο στην Κένυα. Σκότωσαν 148 φοιτητές. Οι μαρτυρίες από το μακελειό συγκλονίζουν

«Ήταν περίπου πέντε το πρωί. Πετάχτηκα και στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτοί οι ήχοι. Σύντομα κατάλαβα» λέει η Ντέιζι Ονιάργκο. Έμενε στους κοιτώνες του Πανεπιστημίου στης πόλης Γκαρίσα στην Κένυα. Στις 2 Απριλίου 2015 μια ομάδα τρομοκρατών μπήκε στο Πανεπιστήμιο με στόχο «να σκοτώσει και να σκοτωθεί» όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Οπλισμένοι με καλάσνικοφ, πιστόλια και μαχαίρια άφησαν πίσω τους 148 νεκρούς φοιτητές και 79 τραυματίες. Η Ντέιζι ήταν από τους τυχερούς που επέζησαν και η μαρτυρία της παγώνει το αίμα.

«Μετά από έναν καταιγισμό πυρών τους άκουσα να πηγαίνουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ζητούσαν από τον κόσμο να βγει έξω. Έλεγαν ότι θα είμαστε ασφαλείς αλλά ήξερα ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Εκτελούσαν όποιον επιχειρούσε να ξεφύγει. Έξω από το δωμάτιο μου υπήρχαν πτώματα. Έμεινα κρυμμένη και περίμενα. Δεν ξέρω γιατί δεν μπήκαν μέσα. Ήταν τόσο μικρός ο χώρος που ίσως θεώρησαν ότι είναι τουαλέτα.

Συγκέντρωσαν τον κόσμο και τους άκουγα που χώριζαν τα κορίτσια από τα αγόρια. Ρωτούσαν ποιοι είναι μουσουλμάνοι. Αν τους έλεγες ότι είσαι σου έκαναν ερωτήσεις. Αν περνούσες το τεστ σε άφηναν να φύγεις. Αν έκανες λάθος σε πυροβολούσαν επί τόπου»

Άκουσα να βασανίζουν ανθρώπους. Κάποιοι έκλαιγαν και κάποιοι άλλοι ούρλιαζαν και ικέτευαν για τη ζωή τους. Οι τρομοκράτες ζητούσαν από κάποιους να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους πριν τους εκτελέσουν. Τους ανάγκασαν να πουν ότι θα πεθάνουν, γιατί η Κένυα δεν αποσύρει τα στρατεύματα της από τη Σομαλία»

Κάποια στιγμή άκουσα έναν τρομοκράτη να μιλά σουαχίλι, τη γλώσσα της Κένυας. Μεταξύ τους μιλούσαν σομαλικά.

Είχε πάρει κάποιον τηλέφωνο και του έλεγε: Έχω εδώ μερικούς ομήρους και είναι όλες γυναίκες, δεν ξέρω τι να κάνω με αυτές. Προφανώς πήρε την εντολή να τις σκοτώσει και οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν και πάλι.

Ήταν περίπου 18:30 όταν άκουσα να στρατό να μπαίνει και να πυροβολεί. Έμεινα κάτω από το κρεβάτι μου περίπου 13 ώρες πριν τελικά βγω».

«Ρίξτε σε όποιον αναπνέει»

Ο 22χρονος Τζιτόνγκα Ενγακνγκά κρύφτηκε επίσης κάτω από το κρεβάτι του. Οι τρομοκράτες μπήκαν στο δωμάτιο του αλλά δεν τον εντόπισαν. «Άκουγα τους συμφοιτητές μου να φωνάζουν και να κλαίνε. Όταν τους συγκέντρωσαν οι τρομοκράτες είπαν με δυνατή φωνή: 'Είμαστε εδώ για να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε'. Για να γλιτώσω χρειάστηκε να περάσω πάνω τα ματωμένα πτώματα των καλύτερων μου φίλων. Είναι πολύ δύσκολο να το θυμάμαι. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί δεν σκοτώθηκα κι εγώ».

Η Έλεν Τίτους είχε κλειστεί μέσα σε μια ντουλάπα αλλά οι τρομοκράτες την εντόπισαν. «Μου είπα να βγω έξω και ότι δεν θα με πυροβολήσουν. Έλεγαν ψέματα. Μας μάζεψαν σε ένα δωμάτιο στο οποίο βλέπαμε τηλεόραση. Ήμασταν περίπου 40 άτομα. Μας διέταξαν να ξαπλώσουμε μπρούμυτα και μας έκαναν μια διάλεξη. Έλεγαν ότι το Κοράνι απαγορεύει να σκοτώσεις γυναίκες. Μετά πυροβόλησαν τους άντρες στο κεφάλι.

Ένας από τους τρομοκράτες φώναζε: Ρίξτε τους, ρίξτε τους!

Στη συνέχεια άρχισε πάλι το κήρυγμα. Μας έλεγαν ότι η γη δεν ανήκει στους άπιστους και πως είχαν δύο αποστολές, να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Μετά άρχισαν να πυροβολούν και τις γυναίκες.

Άκουσα έναν να λέει: Ρίξτε σε όποιον αναπνέει.

Εμείς απλά ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα χωρίς ελπίδα γιατί ξέραμε ότι επρόκειτο να μας εκτελέσουν. Είδα αίμα να βγαίνει από το σώμα που βρισκόταν δίπλα μου. Έβαλα στο πρόσωπο και το κορμί μου. Ήλπιζα ότι έτσι θα φαίνομαι κι εγώ νεκρή. Δεν με πυροβόλησαν και επέζησα».

«Έλεγαν στα κορίτσια ότι δεν θα τα σκοτώσουν. Ήταν παγίδα»

Ο Τζακ Μουσιγιόκα σώθηκε γιατί κρύφτηκε στη στέγη των κοιτώνων. «Πριν την επίθεση υπήρχαν φήμες. Ένιωθες τον φόβο στο Πανεπιστήμιο. Εκείνη την Πέμπτη είχα ξυπνήσει και πήγαινα από το δωμάτιο μου στην τουαλέτα όταν άκουσα πυροβολισμούς. Ο αδελφός μου ακόμα ετοιμαζόταν. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι γινόταν επίθεση. Ακολούθησαν όμως ουρλιαχτά και όλοι έτρεχαν να σωθούν.

Μέναμε στο ισόγειο και ενστικτωδώς ανέβηκα τις σκάλες προς το μπαλκόνι για να μπορώ να δω τι γίνεται. Έβλεπα τους τέσσερις μαυροφορεμένους τρομοκράτες να πηγαίνουν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Οι φοιτητές που ήταν μέλη της Χριστιανικής Ένωσης είχαν συγκεντρωθεί σε μια τάξη για πρωινή προσευχή. Τους εκτέλεσαν όλους.

Στον πρώτο κοιτώνα κάποιος είχε ειδοποιήσει τους φοιτητές και είχαν προλάβει να φύγουν. Έρχονταν πλέον προς τον δεύτερο όπου έμενα κι εγώ. Ανέβηκα στη στέγη και κρύφτηκα. Μπορούσα να τους δω. Μπήκαν στους κοιτώνες και έκλεισαν την κεντρική είσοδο με αλυσίδες και λουκέτα. Στη συνέχεια πήγαν από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Κάποια στιγμή οι γονείς μου με πήραν τηλέφωνο. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Τους έστειλα μήνυμα ότι κρύβομαι και ότι δεν ήξερα πού είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μου.

Ένας από τους τρομοκράτες φώναξε στα κορίτσια να βγουν έξω. 'Κανένα κορίτσι δεν θα πεθάνει. Θα σας ελευθερώσουμε. Θέλουμε μόνο τα αγόρια', είπε. Ήταν παγίδα.

Όταν τα κορίτσια συγκεντρώθηκαν τις έβαλαν μπρούμυτα στο πάτωμα. Άφησαν αυτές που μπορούσαν να αποδείξουν ότι είναι μουσουλμάνες. Τις υπόλοιπες τις εκτέλεσαν. Στη συνέχεια πήγαιναν και κλοτσούσαν τα σώματα. Αν κάποιο κορίτσι ήταν ζωντανό το πυροβολούσαν και πάλι.

Περίπου στις 14:00 είδα για πρώτη φορά την αστυνομία. Ένας τρομοκράτης τους πυροβολούσε. Αποδεχόμενοι ότι το τέλος πλησιάζει ακολούθησαν άλλη τακτική. Ένας από τους τρομοκράτες άρχισε να φωνάζει ότι είναι αστυνομικός και ζητούσε από τους φοιτητές να βγουν από τις κρυψώνες τους. Πολλοί εμφανίστηκαν. Τους συγκέντρωσαν και εκτέλεσαν όσους δεν ήταν μουσουλμάνοι.

Τελικά ένα τανκ έριξε την είσοδο και ξεκίνησε η μάχη. Περίπου στις 18:00 είχαν εξουδετερώσει τους τρομοκράτες. Βγαίνοντας είδα τα πτώματα και το αίμα. Σκέφτηκα τον αδελφό μου. Ήταν όμως κι αυτός τυχερός, επέζησε».

Ο Ρουμπέν Νιαόρα ήταν από εκείνους που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο μετά το τέλος της επίθεσης. «Είχα δει πολλά πράγματα, αλλά ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα κινητά. Ακούγονταν ήχοι από κινητά. Γονείς έψαχναν τα παιδιά τους που κείτονταν νεκρά στο πάτωμα του Πανεπιστημίου» λέει. 

Οι τέσσερις τρομοκράτες έπεσαν νεκροί από τα πυρά της αστυνομίας. Το 2019 καταδικάστηκαν σε ισόβια τρία άτομα για συμμετοχή στην οργάνωση του μακελειού. Η επίθεση στο Πανεπιστήμιο Γκαρίσα είναι μια από τις χειρότερες τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων δεκαετιών.