«Μα φορούσα τον χυμό λεμόνι»


Η απίστευτη υπόθεση ληστείας τραπεζών από δύο άντρες που μεταμφιέστηκαν με... χυμό λεμονιού. Οι περιπτώσεις τους προκάλεσαν μια μεγάλη έρευνα και οδήγησαν στο Φαινόμενο Ντάνινγκ-Κρούγκερ

Νωρίς το απόγευμα της 6ης Ιανουαρίου 1995 δύο άντρες μπήκαν σε μια τράπεζα στα προάστια του Πίτσμπεργκ. Ο ένας περίμενε στην ουρά ενώ ο άλλος πλησίασε τον ταμία. Έβγαλε ένα ημιαυτόματο πιστόλι και τον απείλησε ζητώντας να του δώσει χρήματα. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγο αργότερα σε μια άλλη τράπεζα.

Μια ευχάριστη έκπληξη περίμενε τους αστυνομικούς που εξέτασαν το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας. Κανείς από τους δύο ληστές δεν είχε προσπαθήσει να κρύψει το πρόσωπο του, έστω να καλύψει κάποια χαρακτηριστικά με καπέλο ή γυαλιά.

Η κάμερα είχε καταγράψει και τους δύο δράστες που έδειχναν να μην ενδιαφέρονται για το αν θα αναγνωριστούν από τις αρχές.

Συλλήψεις και αποκάλυψη

Έξι μέρες μετά τις ληστείες ο ένας εκ των δραστών συνελήφθη. Ήταν ο Κλίφτον Ερλ Τζόνσον ο οποίος ομολόγησε και αποκάλυψε ότι είχε συμμετάσχει σε δύο ακόμα ληστείες το 1994. Στις 19 Απριλίου τα τηλεοπτικά Μέσα του Πίτσμπεργκ μετέδωσαν μια φωτογραφία του δεύτερου δράστη. Μέσα σε περίπου μισή ώρα η αστυνομία δέχθηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα το οποίο αποκάλυψε όχι μόνο το όνομα του ληστή αλλά και το πού βρισκόταν.

Ήταν ο ΜακΆρθουρ Γουίλερ ο οποίος συνελήφθη λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 19ης Απριλίου. Αρνήθηκε ότι έχει ανάμειξη στην υπόθεση και όταν του έδειξαν τη φωτογραφία από την κάμερα ασφαλείας, φανερά σοκαρισμένος, είπε: «Μα φορούσα τον χυμό λεμόνι, φορούσα τον χυμό λεμόνι».  

Στην ανάκριση που ακολούθησε οι Αρχές βρέθηκαν… αντιμέτωπες με μια από τις πλέον περίεργες και αστείες εξηγήσεις όλων των εποχών.

Ο Γουίλερ είπε πως δεν έκαναν καμία προσπάθεια να καλύψουν τα πρόσωπα τους γιατί ήταν βέβαιοι ότι οι κάμερες δεν μπορούν να τους καταγράψουν. Ο Τζόνσον τον είχε πείσει πως αν έβαζαν στα πρόσωπα τους χυμό λεμόνι τότε οι κάμερες εξουδετερώνονταν.

Υποστήριξε μάλιστα πως είχε τεστάρει το… κόλπο με μια φωτογραφική μηχανή Polaroid. Έβαλε λεμόνι και φωτογραφήθηκε. «Δεν μπορούσα να με δω» είπε στους αστυνομικούς οι οποίοι συμπέραναν πως είτε το φιλμ ή η μηχανή είχαν πρόβλημα, είτε δεν είχε κεντράρει σωστά.

Πεπεισμένος πλέον πως ο χυμός λεμόνι «δουλεύει» ο Γουίλερ προχώρησε μαζί με τον Τζόνσον στις δύο ληστείες. Ο δεύτερος συνεργάστηκε με τις αρχές και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια. Στον Γουίλερ επιβλήθηκε ποινή περίπου 25 ετών.

Φαινόμενο Ντάνινγκ-Κρούγκερ, η μάστιγα της εποχής μας

Το 1996 ο καθηγητής ψυχολογίας Ντέιβιντ Ντάνινγκ διάβασε για την υπόθεση σε ένα περιοδικό. Μαζί με τον τελειόφοιτο του τμήματος ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, Τζάστιν Κρούγκερ ξεκίνησαν μια έρευνα πάνω στον θέμα.

Η έρευνα αφορούσε άτομα περιορισμένων δεξιοτήτων που αποκτούν μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι οι γνωστικές τους ικανότητες, είναι υψηλότερες από ό,τι πραγματικά είναι. Από τη μελέτη προέκυψε το Φαινόμενο Ντάνινγκ-Κρούγκερ το οποίο χαρακτηρίζεται και ως μάστιγα της εποχής μας.

Το άτομο αδυνατεί να αξιολογήσει την επάρκεια του και να αναγνωρίσει την παντελή έλλειψη γνώσεων ή την ημιμάθεια του πάνω σε ένα θέμα. Συγκεκριμένα αποτυγχάνει να:

-αναγνωρίσει τη δική του έλλειψη δεξιοτήτων

-αναγνωρίσει την έκταση της ανεπάρκειας

-υπολογίσει με ακρίβεια τις δεξιότητες άλλων

-αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει τη δική του έλλειψη ικανότητας μόνο αφού εκτεθεί σε κατάρτιση για αυτή τη δεξιότητα.

Το Φαινόμενο Ντάνινγκ-Κρούγκερ απέκτησε μορφή μάστιγας μέσω του διαδικτύου και των Social Media. Άτομα με ελάχιστες ή επιλεκτικές γνώσεις θεωρούν τον εαυτό τους αυθεντία και επιχειρούν να χειραγωγήσουν άλλους. Μη έχοντας στοιχεία ή βασιζόμενοι σε ψευδείς πληροφορίες είναι σίγουροι πως κατέχουν την απόλυτη γνώση γιατί αυτή ικανοποιεί τις κοινωνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές τους απόψεις.

Επίσης χωρίς καμία ειδίκευση ή μόρφωση πιστεύουν ότι είναι αυθεντίες πάνω σε ιδιαίτερα πολύπλοκα θέματα όπως η ιατρική, η γεωπολιτική, η αστροφυσική κτλ. Το πιστεύουν σε τόσο απόλυτο βαθμό που κάνουν «διαλέξεις» σε άτομα του περιβάλλοντός τους ή φτάνουν ακόμα και στο σημείο να δίνουν συμβουλές για ιατρικά θέματα με αποτέλεσμα να απειλούν ακόμα και τη ζωή αυτών που τους πιστεύουν.