Ο μέσος Έλληνας μένει με τους γονείς του ως τα 30 του-Τι φταίει γι' αυτό


Όλο και περισσότεροι νέοι και νέες στη χώρα μας αναγκάζονται να μείνουν στο παιδικό τους δωμάτιο ακόμα και σε πιο μεγάλη ηλικία. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη για τους άντρες

Αν κάποιος περιηγηθεί στις ιστοσελίδες που περιέχουν αγγελίες για ενοικίαση σπιτιών αναζητώντας το επόμενο μέρος για να μείνει, το συναίσθημα που θα νιώσει είναι μάλλον απόγνωση. Σπίτια ακόμα και μισού αιώνα (ή παραπάνω) ενοικιάζονται για πολύ περισσότερα από έναν βασικό μισθό, ενώ την ίδια στιγμή ενοικιαστές ακούν από τους ιδιοκτήτες των σπιτιών που μένουν την είδηση για «αναπροσαρμογή» του ενοικίου πάντα προς τα – πολύ- πάνω.

Παράλληλα, το κόστος διαβίωσης είναι αυξημένο για όλους καθώς σε πολλούς τομείς της αγοράς, όπως στα σούπερ μάρκετ, επικρατεί αυτό που το ίδιο το οικονομικό επιτελείο του κράτους και ο πρωθυπουργός ονομάζει «πληθωρισμό της απληστίας»: λόγω των διάφορων κρίσεων και διαταραχών, οι εταιρείες βρίσκουν ευκαιρία να αυξήσουν τα κέρδη τους, αυξάνοντας τις τιμές δυσανάλογα συγκριτικά με τα κόστη. Κι όλα αυτά συνδυάζονται με τους μισθούς που για τους περισσότερους έχουν παραμείνει πολύ πιο χαμηλά συγκριτικά με το κατά πολύ αυξημένο κόστος διαβίωσης.

Στο πλαίσιο αυτό τα στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) δεν προκαλούν καθόλου εντύπωση. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες οι νέοι εγκαταλείπουν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία το πατρικό τους σπίτι και το παιδικό τους δωμάτιο.

Τρίτοι πανευρωπαϊκά

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2022 οι νέοι σε ολόκληρη την ΕΕ εγκατέλειψαν το πατρικό τους σπίτι κατά μέσο όρο σε ηλικία 26.4 ετών. Την ίδια στιγμή όμως στη χώρα μας ο μέσος Έλληνας και Ελληνίδα έφυγε από το σπίτι του σε ηλικία 30 ετών και 7 μηνών. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που έφυγαν σε πιο μικρή ηλικία, αλλά και σε πολύ πιο μεγάλη ή και ποτέ.

Την χώρα μας ξεπερνά μόνο η Κροατία, όπου οι νέοι φεύγουν από τα πατρικά τους κατά μέσο όρο στα 33.4 έτη και η Σλοβακία με μέση ηλικία τα 30,8 έτη. Την πρώτη τριάδα ακολουθεί η Βουλγαρία και η Ισπανία, οι οποίες καταγράφουν και οι δύο κοινό μέσο όρο ηλικίας στα 30.3 έτη, η Μάλτα (30.1) και η Ιταλία (30.0).


Αντίθετα, οι χαμηλότερες μέσες ηλικίες καταγράφηκαν στον ευρωπαϊκό βορρά και συγκεκριμένα στη Φινλανδία (21,3 έτη), τη Σουηδία (21,4), τη Δανία (21,7) και την Εσθονία (22,7).

Αυτό που προκαλεί επίσης ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι σε διάστημα 10 ετών, η μέση ηλικία των νέων που εγκαταλείπουν το πατρικό τους σπίτι αυξήθηκε σε 14 χώρες της ΕΕ, αν και ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος παρέμεινε σχετικά σταθερός. Και πάλι εδώ, η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις χώρες με την μεγαλύτερη αύξηση (+1,7 έτη). Προηγήθηκε μόνο η Κροατία (+1,8 έτη), ενώ την ακολούθησε η Ισπανία (+1,6).

Το 2012, ο χαμηλότερος μέσος όρος στην ΕΕ ήταν στη Σουηδία, όπου οι νέοι εγκατέλειπαν το πατρικό τους σπίτι σε ηλικία 19,9 ετών, ωστόσο μέσα σε 10 χρόνια ο μέσος αυτός όρος αυξήθηκε κατά 1,5 έτη.

Σε επίπεδο ΕΕ, μεταξύ των ετών 2012 και 2022, ο μέσος όρος ηλικίας διαφοροποιήθηκε ελαφρώς. Ο χαμηλότερος μέσος όρος καταγράφηκε το 2019 με 26.2 έτη, ενώ ο υψηλότερος ήταν τα 26,5 έτη τις χρονιές 2012, 2014, 2020 και 2021.

Πιο γρήγορα φεύγουν οι γυναίκες

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι γυναίκες φεύγουν πιο νωρίς από το πατρικό σπίτι σε σχέση με τους άντρες.

Στο μέσο όρο του 2022 για όλη την ΕΕ, οι άνδρες εγκαταλείπουν τη γονική εστία κατά δύο χρόνια αργότερα από τις γυναίκες: οι άνδρες σε ηλικία 27,3 ετών και οι γυναίκες σε ηλικία 25,4 ετών.

Οι άνδρες εγκατέλειψαν το πατρικό τους σπίτι, κατά μέσο όρο, μετά την ηλικία των 30 ετών σε 9 χώρες της ΕΕ (Κροατία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σλοβακία, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Σλοβενία και Πορτογαλία), ενώ αυτό ισχύει για τις γυναίκες μόνο σε μία χώρα, την Κροατία.

Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των φύλων καταγράφεται στη Ρουμανία, όπου οι νέοι άνδρες έφυγαν από το πατρικό τους στα 29,9 έτη και οι γυναίκες στα 25,4 έτη καταγράφοντας 4,5 έτη διαφορά μεταξύ των φύλων. Ακολουθεί η Βουλγαρία (4,1 έτη διαφορά), με τους άνδρες να απομακρύνονται στα 32,3 έτη και οι γυναίκες στα 28,2 έτη. Αντίθετα, η μικρότερη διαφορά καταγράφεται στο Λουξεμβούργο (0,5 έτη διαφορά), τη Σουηδία (0,6), τη Δανία και τη Μάλτα (και οι δύο 0,7), χώρες που κατέγραψαν τις μικρότερες διαφορές μεταξύ νεαρών ανδρών και γυναικών που εγκαταλείπουν το πατρικό τους.


Στην Ελλάδα, οι άντρες έφυγαν κατά μέσο όρο από το πατρικό τους σπίτι σε ηλικία 32.1 έτη, ενώ οι γυναίκες σε ηλικία 29,2. Οι Έλληνες άντρες είναι και πάλι στην τρίτη θέση των αντρών σε όλη την ΕΕ που φεύγουν πιο μεγάλοι από το σπίτι τους (προηγούνται οι Κροάτες στα 34,7 έτη και οι Βούλγαροι στα 32,3 έτη). Στον αντίποδα, οι άντρες στην Σουηδία είναι αυτοί που φεύγουν μικρότεροι από το πατρικό τους μόλις στα 21.4 έτη

Από την άλλη, οι Ελληνίδες γυναίκες βρίσκονται στην πέμπτη θέση πανευρωπαϊκά, όπου προηγούνται οι γυναίκες από την Κροατία (32 έτη), την Μάλτα (29.8 έτη), την Σλοβακία(29.7 έτη), και την Ισπανία (29.5 έτη). Στον αντίποδα, οι γυναίκες στην Φινλανδία φεύγουν από το πατρικό τους μόλις στα 20.5 έτη.

Ανάγκη και όχι επιλογή

Είναι δεδομένο ότι στην πλειονότητα των νέων, η παραμονή στο πατρικό για όλο και περισσότερο χρόνο είναι πιο πολύ ανάγκη, παρά επιλογή. Δεν είναι τυχαίο ότι τις χειρότερες «επιδόσεις» καταγράφουν κατά κύριο λόγο οι χώρες των Βαλκανίων και της Μεσογείου (με εξαίρεση την Σλοβακία), ενώ αντίθετα στον βορρά οι νέοι φεύγουν πολύ σύντομα από το παιδικό τους δωμάτιο.

Στην Ελλάδα και σε πολλές ακόμα χώρες κυρίως του Νότου, η απόκτηση στέγης θεωρείται πλέον άπιαστο όνειρο. Συγκριτικά με δύο δεκαετίες πριν,  ο βαθμός δυσκολίας εύρεσης κατοικίας έχει αυξηθεί ραγδαία, ενώ και τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατακόρυφα από το 2005. Χαμηλοί μισθοί, ανασφάλεια, κρίσεις και ανατιμήσεις είναι από τους βασικούς παράγοντες που πλέον οι Έλληνες μένουν όλο και πιο μακριά από το όνειρο της ιδιοκατοίκησης. Από την κρίση του 2009 ξεκίνησε μια στροφή προς το ενοίκιο, ωστόσο πλέον με την εκτόξευση των τιμών και των ενοικίων, οι νέοι επιλέγουν όλο και πιο συχνά να μένουν με τους γονείς τους.

Εξάλλου, σύμφωνα με άλλη μελέτη της Eurostat τον Φεβρουάριο του 2023, το υψηλότερο κόστος στέγασης στις πόλεις παρατηρήθηκε με διαφορά στην Ελλάδα, όπου κατά μέσο όρο το 32,4% του διαθέσιμου εισοδήματος δαπανάται μόνο για το σπίτι. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι ένα στα τρία νοικοκυριά στις αστικές περιοχές δαπανούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 40%. Ακολουθούσαν η Δανία (21,9%) και η Ολλανδία (15,3%). Ανάλογα και στις αγροτικές περιοχές συνέβη το ίδιο με την Ελλάδα και πάλι να καταγράφει το υψηλότερο κόστος (22%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (13,3%) και τη Ρουμανία (10,8%). 

Όσον αφορά την ανεργία, σύμφωνα και πάλι με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα τον Φεβρουάριο, ήταν πρωταθλήτρια στην ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών καταγράφοντας ποσοστό της τάξης του 29,7%, ενώ ακολουθoύσε η Ισπανία με ποσοστό 29,3% και τρίτη η Ιταλία με ποσοστό 22,4%.

Ακόμη και οι υπόλοιποι νέοι που εργάζονται συνήθως απασχολούνται σε θέσεις αναντίστοιχες με τα προσόντα τους, συχνά κακοπληρωμένες  ενώ πολλές φορές περιορίζονται σε καθεστώτα ειδικής απασχόλησης με τη μερική απασχόληση (ημιαπασχόληση) να κυριαρχεί.