Ο άνθρωπος που έκαψε ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου για να γίνει διάσημος

 

Το όνομά του καταδικάστηκε να χαθεί για πάντα όμως το έσωσε η ιστορία

Γύρω στο 1.000 πΧ, οι Αττικοί και Ίωνες κάτοικοι της Αθήνας ανέβηκαν στα πλοία τους και διέσχισαν το Αιγαίο Πέλαγος μέχρι την απέναντι στεριά της Μικράς Ασίας. Αναζητούσαν νέα εδάφη για να αποικήσουν και να αναπτυχθούν. Εκεί, έφτασαν στην Έφεσο την πόλη που σύμφωνα με την μυθολογία ίδρυσαν οι Αμαζόνες όταν ξεκίνησαν από τον Καύκασο, για να κατακτήσουν περιοχές στη Μικρά Ασία. Οι Αμαζόνες στην προέλασή τους κατέλαβαν διάφορα εδάφη και οι πόλεις που έχτισαν πήραν το όνομα των ικανοτέρων εξ αυτών, όπως η Έφεσος, η Σμύρνη, η Κύμη, η Μύρινα και η Σινώπη.

Όταν αιώνες μετά οι Αρχαίοι Αθηναίοι έφτασαν στην Έφεσο μετέφεραν μαζί τους τα ήθη και τα έθιμά τους και σύστησαν στους ντόπιους τη δική τους θρησκεία. Στο πλαίσιο αυτό εισήγαγαν στην Έφεσο τη λατρεία της Άρτεμης, της δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα και θεάς των βουνών, των δασών, των άγριων ζώων και του κυνηγιού, αλλά προστάτιδα των μικρών παιδιών και της αγνότητας. Οι Εφέσιοι – ντόπιοι και άποικοι Αθηναίοι- λάτρεψαν ιδιαίτερα την θεά Άρτεμη και θέλησαν να φτιάξουν προς τιμήν της έναν λαμπρό ναό.

Ο ναός - ο οποίος σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο χρειάστηκε πάνω από έναν αιώνα, για να χτιστεί – ήταν τόσο ξεχωριστός και μεγαλοπρεπής που σύντομα θεωρήθηκε ως ένα θαύμα.

Το Αρτεμίσιο, όπως ήταν επίσης γνωστό, ήταν ο τέταρτος κατά σειρά ναός που κατασκευάστηκε στην πόλη από την Εποχή του Χαλκού, όμως ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο ξεχωριστός. Ήταν ένας από τους πρώτους ελληνικούς ναούς που κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από μάρμαρο. Είχε μήκος 131 μέτρα και πλάτος 79 μέτρα με περίπου 120 μαρμάρινους κίονες ύψους 20 μέτρων. Συγκριτικά, ο ναός ήταν σχεδόν διπλάσιος από τον Παρθενώνα που βλέπουμε κι εμείς σήμερα και χτίστηκε κάποια χρόνια αργότερα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι χτίστηκε σε ένα υπερυψωμένο οροπέδιο, κάτι που το προστάτευε τόσο από πλημμύρες όσο και από σεισμούς.

Την εντολή για την κατασκευή του έδωσε ο Κροίσος, ο ξακουστός για τα αμύθητα πλούτη του βασιλιάς της Λυδίας, γύρω στο 560 π.Χ. Την κατασκευή του ανέλαβε ο γνωστός αρχιτέκτονας Χερσίφρονας από την Κρήτη, ο οποίος με τη βοήθεια του γιου του Μεταγένη και του Θεόδωρου από τη Σάμο, σχεδίασε έναν ναό από τους μεγαλύτερους του κλασικού κόσμου.

Σύμφωνα με μαρτυρίες που διέσωσε και κατέγραψε αργότερα ο Ρωμαίος φιλόσοφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο ναό υπήρχαν 127 στήλες, ύψους 20 μέτρων η καθεμία, διακοσμημένες με σκηνές από την ελληνική μυθολογία. Οι στήλες αυτές ήταν κατασκευασμένες κατά τον ιωνικό ρυθμό της κλασικής αρχιτεκτονικής, όπως αποδεικνύεται από ένα δείγμα που στάλθηκε στο Βρετανικό Μουσείο κατά τον 19ο αιώνα.

Εκτός από την μοναδική του δομή, ο ναός ξεχώριζε και για τα εντυπωσιακά αγάλματα που βρίσκονταν σε αυτόν, τα οποία ξεπερνούσαν το φυσικό μέγεθος με το πιο μεγάλο και γνωστό να είναι φυσικά το άγαλμα της ίδια της Άρτεμης, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του ναού κάτω από ένα υπόστεγο.

Παρά την εντυπωσιακή του κατασκευή, το Αρτεμίσιο σήμερα είναι λιγότερο γνωστό γι’ αυτό και περισσότερο γνωστό για την περιβόητη κατεδάφισή του το 356 π.Χ., η οποία δεν συνέβη —όπως φοβούνταν οι κατασκευαστές του— λόγω κάποιας φυσικής καταστροφής, αλλά εξαιτίας των ενεργειών ενός πολίτη, του Ηρόστρατου.

Damnatio memoriae

Σήμερα, πολύ λίγα είναι γνωστά για τον Ηρόστρατο, τον άνθρωπο που κατέστρεψε εσκεμμένα ένα από τα θαύματα της αρχιτεκτονικής του αρχαίου κόσμου. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν χαμηλής κοινωνικής θέσης και ήταν είτε γιος δούλου είτε ήταν ο ίδιος πρώην σκλάβος. Ο Ηρόστρατος φαίνεται ότι προσπάθησε να βγει από την ασημαντότητα και την ανωνυμία του καταστρέφοντας τον διάσημο ναό, ώστε να γίνει ο διασημότερος, ίσως, εμπρηστής στην ιστορία και να αποκτήσει το πολυπόθητο «κλέος» (δόξα) της αρχαιότητας.

Όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Ρώσος ποιητής Σέμιον Νάντσον, ο Ηρόστρατος μπορεί να οδηγήθηκε από τη ζοφερή συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν παρά ένα «σκουλήκι που στριμώχτηκε από το πεπρωμένο, ανάμεσα στις αμέτρητες ορδές» και ότι η καταστροφή του Ναού της Άρτεμης ήταν ο μόνος τρόπος για να αφήσει το στίγμα του στην ιστορία.

Ο ναός τυλίχθηκε στις φλόγες κατά σύμπτωση το ίδιο βράδυ που γεννήθηκε ο Μακεδόνας κατακτητής Μέγας Αλέξανδρος, δηλαδή στις 21 Ιουλίου του 356 π.Χ. Παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των αρχών δεν κατέστη δυνατό να σώσουν σχεδόν τίποτα από αυτόν. Μετά το πρώτο σοκ και αφού οι φλόγες έσβησαν, άρχισαν να αναζητούν τον ένοχο. Δεν δυσκολεύτηκαν να τον εντοπίσουν καθώς ο Ηρόστρατος φέρεται να καυχιόταν ήδη για το… κατόρθωμά του.

Αφού συνελήφθη και ομολόγησε την ενοχή του μετά από βασανισμό στον τροχό, οι αρχές της Εφέσου αποφάσισαν να τιμωρηθεί με την θανατική ποινή. Ωστόσο, ακόμα και αυτό για τους Εφέσιους δεν έμοιαζε αρκετή τιμωρία για ένα τέτοιο ακατανόητο έγκλημα που τους είχε στερήσει το κόσμημα της πόλης τους. Για να τιμωρηθεί πραγματικά ο εγκληματίας που αναζητούσε τη φήμη, αποφασίστηκε ότι εκτός από τη ζωή του θα έπρεπε να στερηθεί και αυτό που αναζητούσε περισσότερο απ’ όλα: την υστεροφημία. Έτσι, αποφασίστηκε ότι ο Ηρόστρατος θα καταδικαζόταν σε αυτό που οι Ρωμαίοι αργότερα ανέφεραν ως «damnatio memoriae» (λήθη διά της μνήμης), το οποίο σήμαινε ότι από εκεί και πέρα θα απαγορευόταν στον οποιοδήποτε να αναφέρει το όνομά του είτε σε προφορικά είτε γραπτώς.

Η πρακτική αυτή ήταν αρκετά συχνή στην κλασική αρχαιότητα, αλλά και στον ρωμαϊκό κόσμο με τον Ρωμαίο συγγραφέα και γραμματικό Αύλο Γέλλιο να εξηγεί ότι όροι όπως inlaudatus και inlaudabilis (ανάξιος) χρησιμοποιούνταν για να αναφερθούν σε «αυτόν που δεν αξίζει ούτε αναφορά ούτε ανάμνηση και δεν πρέπει ποτέ να κατονομαστεί».

Ωστόσο, κατά ειρωνικό τρόπο, το damnatio memoriae είχε συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα. Μέσα στο πλήθος των ανθρώπων θα βρεθεί πάντα κάποιος που θα αναφέρει το «λογοκριμένο» όνομα και ακριβώς εξαιτίας αυτού τελικά η μνήμη του ατόμου διατηρείται αντί να χαθεί. Είναι ενδεικτικό ότι ο Οκταβιανός Αύγουστος είχε επιβάλει damnatio memoriae στον αντίπαλό του Μάρκο Αντώνιο, ωστόσο το όνομά του και η ιστορία του κατάφερε να διατηρηθεί στην παγκόσμια ιστορία όσο και αυτό του Αυγούστου.

Με τον ίδιο τρόπο και ο Ηρόστρατος σήμερα είναι πιο διάσημος ακόμα και από τους ίδιους τους κατασκευαστές του ναού. Αν και πράγματι στην Έφεσο τηρήθηκε η καταδίκη του στη λήθη δύο ιστορικοί ανέλαβαν να κάνουν αυτό που ούτως ή άλλως ήταν προορισμένοι να κάνουν: να διασώσουν την μνήμη.

Αρχικά, ο Θεόπομπος, ένας ιστορικός από το νησί της Χίου που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Εφέσου, θέλησε να καταγράψει τα γεγονότα της καταστροφής του Ναού της Αρτέμης όσο το δυνατόν ακριβέστερα και έτσι ανέφερε και το όνομα του Ηρόστρατου, ως καταστροφέα του Ναού.

Η πληροφορία αυτή που αρχικά παρείχε ο Θεόπομπος παραδόθηκε και από τον αρχαίο Έλληνα γεωγράφο Στράβωνα: «Ο Χερσίφρων ήταν ο αρχιτέκτονας του ναού της Αρτέμιδος και αργότερα κάποιος άλλος τον διεύρυνε, αλλά όταν ο Ηρόστρατος έβαλε φωτιά σε αυτόν, οι κάτοικοι έχτισαν έναν ωραιότερο ναό. Συγκέντρωσαν για τον σκοπό αυτό τα κοσμήματα των γυναικών, τις εισφορές από την ιδιωτική περιουσία και τα χρήματα που προέκυψαν από την πώληση κιόνων του παλιού ναού. Αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στα διατάγματα εκείνης της εποχής», αναφέρει ο Στράβων [Γεωγραφικά, (ΙΔ΄.1.22)]. Αναφορά στον Ηρόστρατο κάνουν και οι Ρωμαίοι ιστορικοί Πλούταρχος, Βαλέριος Μάξιμος και Γέλλιος στηλιτεύοντας την ανόσια πράξη του.

Το σύνδρομο του Ηρόστρατού

Το όνομα του Ηρόστρατου όχι μόνο  διασώθηκε στην ιστορία, αλλά δημιούργησε και έναν νέο όρο καθώς έγινε συνώνυμο αυτού που διακατέχεται από τη μανία να γίνει γνωστός, ακόμα και αν χρειαστεί να διαπράξει κάτι καταστροφικό.

Από αυτόν τον άσημο κατά τα άλλα σκλάβο της Εφέσου οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι ονόμασαν το σύνδρομο «ηροστράτειος δόξα», το οποίο αναφέρεται στη φήμη που αποκτά κάποιος εξαιτίας κάποιας καταστροφικής του πράξης, ενώ αντίστοιχα και η φράση «ηροστράτειο έργο», αναφέρεται στο μάταιο έργο. Σήμερα, στα Γερμανικά η λέξη «Herostrat» δηλώνει τον εγκληματία που «διψά για δόξα», ενώ ο όρος Herostratic fame στην Αγγλική γλώσσα δηλώνει την «δόξα με κάθε μέσο».

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είχε αναφέρει ο Άγγλος πολυμαθής και συγγραφέας, Τόμας Μπράουν στο βιβλίο του Hydriotaphia το 1658: «Αλλά η φαυλότητα της λήθης σκορπίζει τυφλά τα άνθη της και διαιωνίζει τη μνήμη των ανθρώπων χωρίς να κάνει διάκριση ως προς την αξία του αιωνίου… Ο Ηρόστρατος που έκαψε τον ναό της Άρτεμης «ζει», αλλά σχεδόν χάθηκε αυτός που τον έχτισε… Ποιος ξέρει αν έχουν μείνει γνωστά τα καλύτερα των ανθρώπων ή μήπως δεν υπάρχουν πιο αξιοσημείωτα πρόσωπα ξεχασμένα από όλα αυτά που έχουν διατηρηθεί στη μνήμη του χρόνου;».

Η ίδια ειρωνεία έχει τονιστεί από τον συγγραφέα του Δον Κιχώτη Μιγκέλ ντε Θερβάντες, τον Άγγλο ποιητή Τζέφρι Τσόσερ και τον Ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι στην ταινία του Stalker. Ο Γάλλος υπαρξιστής Ζαν Πολ Σαρτρ απέτισε έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στον Ηρόστρατο με ένα ομώνυμο διήγημα του 1939. Ο Σαρτρ ακολουθεί έναν Παριζιάνο που ονομάζεται Paul Hilbert, ο οποίος διακατέχεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση και ανικανότητα και αποφασίζει να αρπάξει ένα πιστόλι και να αρχίσει να δολοφονεί τυχαία περαστικούς. Ακόμα και σήμερα αρκετές φορές στις ειδήσεις ακούμε για εγκληματίες που διέπραξαν σοκαριστικά εγκλήματα με σκοπό να γίνουν γνωστοί.

Κοιτώντας την ιστορία του, φαίνεται ότι ο Ηρόστρατος είπε την τελευταία λέξη. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν ισχύει. Αν και πράγματι απέκτησε μια μικρή θέση στα βιβλία της ιστορίας, αυτό που έχει μείνει στην ιστορία είναι η πράξη του και όχι το ποιος  ήταν ο ίδιος, για το οποίο ξέρουμε ελάχιστα, ενώ άγνωστα παραμένουν ακριβώς και τα κίνητρά του.

Η συνέχεια του ναού

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η ιστορία του ναού, αφού τυλίχθηκε στις φλόγες. Οι Πέρσες θεώρησαν κακό οιωνό την καταστροφή του, ενώ όταν αργότερα έγινε γνωστό ότι το ίδιο βράδυ γεννήθηκε ο Αλέξανδρος στη Μακεδονία από την Ολυμπιάδα αρκετοί έκαναν λόγο για έναν όχι τυχαίο οιωνό.

«Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις έξι του Εκατομβαιώνα, που οι Μακεδόνες ονομάζουν Λώο, την ημέρα που κάηκε ο Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Παίρνοντας αφορμή από αυτό το γεγονός ο Ηγησίας από τη Μαγνησία είχε πει μια εξυπνάδα ικανή με την κρυάδα της να σβήσει την πυρκαγιά εκείνη· είπε δηλαδή ότι ήταν αναμενόμενο να καεί ο ναός, αφού η Άρτεμις ασχολούνταν με τη γέννηση του Αλέξανδρου» θα γράψει κάποιους αιώνες αργότερα ο Πλούταρχος με αρκετά δηκτικό ύφος. [Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος (3.5 -3. 6)].

Οι Εφέσιοι σύντομα άρχισαν να κτίζουν ξανά τον ναό πάνω από τα ερείπια του κατεστραμμένου με την οικονομική βοήθεια και των γειτονικών πόλεων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Αλέξανδρος προσφέρθηκε το 334 π.Χ. να ολοκληρώσει την ανέγερση του νέου ναού. Ωστόσο, η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική, καθώς οι κάτοικοι της πόλης δεν ήθελαν στον ναό τους το όνομα ενός ξένου.

Οι νέοι αρχιτέκτονες, ο Παιώνιος και ο Δημήτριος (κατά τον Στράβωνα στον ναό δούλεψε και ο Χειροκράτης, ενώ κατά τον Βιτρούβιο και ο Δεινοκράτης) κατάφεραν να κατασκευάσουν έναν ναό ακόμα λαμπρότερο από τον προγενέστερο, τον οποίο ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος συμπεριέλαβε τελικά στη λίστα με τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, μαζί με το Μαυσωλείο στην Αλικαρνασσό, τον Κολοσσό της Ρόδου, το Άγαλμα του Δία στην Ολυμπία και άλλα. Μάλιστα θεωρούσε τον ναό της Άρτεμης το πιο εντυπωσιακό μνημείο από όλα τα υπόλοιπα της λιστας.

«Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν βλέπω τον Ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό, τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο ήλιος δεν φάνηκε πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ» θα γράψει. [Αντίπατρος, Ελληνική μυθολογία, (IX, 58)]

Ο ναός καταστράφηκε ξανά το 262 μ.Χ. από τους Γότθους και σταδιακά η Έφεσος παρήκμασε, όπως και η λατρεία της θεάς, καθώς ο Χριστιανισμός άρχισε να επεκτείνεται. Αν και μετά την καταστροφή των Γότθων ο ναός επισκευάστηκε μερικώς μετά την απόλυτη επικράτηση του Χριστιανισμού αυτός έκλεισε οριστικά το 401 μ.Χ.

Η Έφεσος χτυπήθηκε πολλές φορές από τις πλημμύρες του ποταμού Καΰστρου και αρκετοί κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη. Πολλά από τα γλυπτά του ναού μετατράπηκαν σε ασβεστοκονίαμα και κάποιοι από τους κίονες χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με σπαράγματα άλλων αρχαίων ναών.

Το 1863 μ.Χ. το Βρετανικό Μουσείο έστειλε στην Έφεσο τον αρχιτέκτονα - αρχαιολόγο Τζον Τερτλ Γουντ, για να ανακαλύψει τον ναό. Μετά από έξι χρόνια ανασκαφών βρήκε τη βάση του βυθισμένη στη λάσπη και μετέφερε όσα γλυπτά βρήκε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

Σήμερα, στον αρχαιολογικό χώρο της Εφέσου μπορεί να δει κανείς έναν αναστηλωμένο κίονα και διάσπαρτους σπονδύλους. Ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου είναι πλέον σχεδόν χαμένο. Τα ονόματα των αρχιτεκτόνων, των γλυπτών και των ζωγράφων που συνέβαλαν στη δημιουργία του έχουν επίσης ξεχαστεί. Το όνομα του Ηρόστρατου ωστόσο παραμένει στην ιστορία.