Το τροπάριο της Κασσιανής: Μύθοι και πραγματικότητα για την αληθινή Κασσιανή

Το μεγαλειώδες τροπάριο που ακούμε τη Μεγάλη Τρίτη. Ποια ήταν η Κασσιανή και ποια η «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή»

Η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί μια πορεία προετοιμασίας για την Ανάσταση του Χριστού. Οι ακολουθίες που τελούνται κάθε βράδυ της εβδομάδας αποτελούν ένα ακόμα βήμα που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό το σημαντικό γεγονός.

Έτσι, το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης αυτά που ξεχωρίζουν είναι οι δύο παραβολές που μας προετοιμάζουν για την έλευση του τέλους (αυτή με τις επτά Παρθένες και αυτή με τους δίκαιους και τους αδικοπραγούντες) αλλά και το επιβλητικό τροπάριο της Κασσιανής.

Το τροπάριο της Κασσιανής αναφέρεται στην «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», την γυναίκα που είχε περιπέσει σε πολλές αμαρτίες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αλλά ζήτησε τη συγχώρεση από τον Ιησού Χριστό πλένοντάς του τα πόδια με μύρο και με τα ίδια της μαλλιά λίγο πριν αυτός παραδοθεί για να οδηγηθεί στο μαρτύριο και τελικά στην Ανάσταση.

Εξαιτίας του θέματος του τροπάριου αυτού πολλοί θεωρούν ότι η αμαρτωλή αυτή γυναίκα στην πραγματικότητα είναι η ίδια η Κασσιανή. Ωστόσο, η αλήθεια που γνωρίζουμε μέσα από τους βυζαντινούς χρονικογράφους απέχει κατά πολύ από αυτήν την θεωρία.

Ποια ήταν όμως η Κασσιανή, η οποία αποτελεί αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έχει δώσει το όνομά της στο τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης; Η ιστορία της καλύπτεται σε ένα μέρος από ασάφεια με κάποια στοιχεία σχετικά με την ζωή της να μην μπορούν να διασταυρωθούν με απόλυτη σιγουριά.

Η παρ’ ολίγον αυτοκράτειρα

Η Κασσιανή φαίνεται ότι άνηκε στην πλούσια αριστοκρατική τάξη του Βυζαντίου. Θεωρείται ότι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 805 και 810. Ενδιαφέρον έχει ότι ακόμα και για το όνομά της υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές εκδοχές. Αν και επικρατεί το όνομα Κασσιανή, αναφέρεται και ως Κασ(σ)ία, Εικασία και Ικασία. Όπως αναφέρει η συγγραφέας Φωτεινή Βλαχοπούλου στο βιβλιογραφικό δοκίμιο για την Κασ(σ)ία-Κασ(σ)ιανή, «Ο θρύλος γύρω από τη βυζαντινή ποιήτρια και η ιστορικότητά του», το όνομα Κασσιανή προέκυψε επειδή ίσως το όνομά της δεν ήταν συνηθισμένο και όταν έγινε μοναχή της δόθηκε όνομα καλογερικό, δηλαδή η θηλυκή μορφή του γνωστού καλογερικού ονόματος Κασσιανός. Το δεύτερο, Κασ(σ)ία, χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού σωζόμενου κανόνα της. Τέλος, οι δύο τελευταίες παραλλαγές, Εικασία και Ικασία, φέρεται να προέκυψαν από το λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το γράμμα «Ι».

Στην Κασσιανή αναφέρονται τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι: ο Συμεών ο μεταφραστής ή Μάγιστρος, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός. Σύμφωνα με αυτούς, η Κασσιανή ήταν ευγενικής καταγωγής και είχε λάβει σπουδαία μόρφωση, ενώ θρυλική ήταν και η ομορφιά της.

Και οι τρεις χρονικογράφοι, που όμως έζησαν πάνω από εκατό χρόνια μετά την Κασσιανή, υποστηρίζουν ότι όταν αυτή ήταν νέα είχε φτάσει κοντά να γίνει η σύζυγος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Σύμφωνα με την ιστορία, η μητριά του Θεόφιλου και κόρη του παλαιού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΣΤ’, Ευφροσύνη, θέλησε να βρει γυναίκα στον θετό της γιο και νέο απόλυτο άρχοντα της Αυτοκρατορίας. Έτσι, περί το 830 διοργάνωσε στην μεγαλόπρεπη αίθουσα Τρικλίνιο των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης μια μεγάλη εκδήλωση στην οποία κλήθηκαν οι πιο όμορφες κοπέλες της Αυτοκρατορίας, ώστε ο Θεόφιλος να επιλέξει την σύζυγό του. Ανάμεσά τους βρισκόταν και η Κασσιανή, η οποία θεωρείται ότι ήταν η πιο όμορφη απ’ όλες. Οι κοπέλες παρατάχθηκαν στη σειρά καθισμένες πάνω σε πολυτελή ανάκλιντρα και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος πήγε κοντά τους για να επιλέξει δίνοντας στην «εκλεκτή» του ένα χρυσό μήλο.

Οι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο Θεόφιλος εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της Κασσιανής ωστόσο πριν της δώσει το μήλο θέλησε να διαπιστώσει και την εξυπνάδα της. Έτσι της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» («Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα»), υπονοώντας την Εύα με τον απαγορευμένο καρπό που οδήγησε στην εξορία των ανθρώπων από τον Παράδεισο. Η Κασσιανή όμως δεν δίστασε να ανταπαντήσει στον Θεόφιλο: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» («Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα»), υπονοώντας την Παναγία, που έφερε στον κόσμο τον Θεάνθρωπο.


Η ιστορία λέει ότι ο Θεόφιλος εντυπωσιάστηκε από την απάντηση της Κασσιανής, αλλά ένιωσε ταυτόχρονα ότι θίγεται ο εγωισμός τους καθώς μια γυναίκα μπόρεσε να τον αποστομώσει. Έτσι, έδωσε το μήλο στην κοπέλα που καθόταν δίπλα της, την Θεοδώρα, η οποία έμελλε να γίνει η νέα Αυτοκράτειρα.

Λίγο αργότερα η Κασσιανή αποφάσισε να απομακρυνθεί από τα εγκόσμια και να γίνει μοναχή. Υπάρχουν αναφορές ότι η θλίψη της για την απόρριψή της από τον Θεόφιλο την οδήγησε να λάβει αυτήν την απόφαση, ωστόσο αυτές είναι μόνο εικασίες και δεν μπορούν να αποδειχθούν. Στο ίδιο πλαίσιο φέρεται να ανήκει και η φράση που υποτίθεται ότι είπε η ίδια μετά την απόρριψη: «Θα γίνω υπήκοος της αιώνιας βασιλείας του Χριστού κι όχι περαστική αρχόντισσα της επίγειας ζωής».

Μάλιστα, οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν εν πολλοίς ως θρύλο ακόμα και την «συνάντηση» του Θεόφιλου με την Κασσιανή πόσο μάλλον ότι η απόρριψη οδήγησε την Κασσιανή στον μοναχισμό. Οι ιστορικοί βασίζονται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι η Κασσιανή είχε επιστολική επικοινωνία με τον Θεόδωρο Στουδίτη, κορυφαίο λόγιο και μοναχό της περιόδου της Εικονομαχίας, ο οποίος αναφέρεται ξεκάθαρα στην Κασσιανή ως μοναχή. Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης πέθανε το 826 οπότε το 830 που υποτίθεται ότι έγινε η συνάντηση της Κασσιανής με τον Θεόφιλο αυτή στην πραγματικότητα ήταν ήδη μοναχή.

Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ο μύθος αυτός δημιουργήθηκε από υποστηρικτές των Εικόνων, προκειμένω να μειώσουν τον εικονομάχο Θεόφιλο και να εξυψώσουν την Θεοδώρα, η οποία αναστήλωσε οριστικά τις Ιερές Εικόνες το 843 (έναν χρόνο μετά το θάνατο του Θεόφιλου) και έβαλε τέλος στην εκατονταετή εικονομαχική διαμάχη. Υπενθυμίζουμε ότι τα χρόνια εκείνα ήταν τα χρόνια της Εικονομαχίας και ο Θεόφιλος ήταν φανατικός εικονομάχος σε αντίθεση με την σύζυγό του Θεοδώρα.

Η σπουδαία υμνογράφος

Το σίγουρο είναι ότι η Κασσιανή ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα και περίπου το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Η Μονή μάλιστα στη συνέχεια πήρε το όνομά της και για τα στοιχεία αυτά υπάρχουν αναφορές από το καταστατικό της Μονής.

Εκεί άρχισε να μελετά σε βάθος και σύντομα συνέθετε ύμνους, τροπάρια και ιδιόμελα στα οποία μάλιστα έγραφε τόσο τους στίχους όσο και τη μουσική. Ήδη από την εποχή της θεωρούνταν σπουδαία ποιήτρια ενώ εκτός από τη θρησκευτική ποίηση η Κασσιανή ασχολήθηκε και με την κοινωνική ποίηση, ενώ έγραψε πολλά γνωμικά και επιγράμματα. Τα θέματά τους αφορούσαν το χαρακτήρα του ανθρώπου, τους καλούς τρόπους, τη γυναίκα, τη φιλία, την ευτυχία, το ήθος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κασσιανή συγκαταλέγεται μεταξύ των έξι μόνο γυναικών υμνογράφων-μελωδών της εποχής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι οποίες μας είναι γνωστές ως σήμερα σε αντίστιξη με τους εκατοντάδες άντρες υμνογράφους που γνωρίζουμε. Αυτές είναι η Θέκλα, η Θεοδοσία, η Κασσιανή, η Μάρθα (μητέρα του Συμεών του Στυλίτη), η Θυγάτηρ Κλαδά και η Παλαιολογίνα, οι οποίες όλες ανεξαιρέτως ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και προέρχονταν από εύπορες οικογένειες και γι’ αυτό ήταν μορφωμένες και μπόρεσαν να ασχοληθούν με την ποίηση.

Σύμφωνα με μία ανεπιβεβαίωτη παράδοση η Κασσιανή ταξίδεψε στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας και αργότερα εγκαταστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της στην Κάσο, όπου και απεβίωσε μεταξύ του 867 και του 890.

Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 θρησκευτικά έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αμφιβόλου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».

Το τροπάριο της Κασσιανής

Οι παρανοήσεις γύρω από το τροπάριο της Κασσιανής που ακούγεται στην Εκκλησία το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης είναι πολλές. Όπως ήδη αναφέρθηκε η εικασία ότι η αμαρτωλή γυναίκα του τροπαρίου είναι η ίδια η Κασσιανή δεν έχει καμία βάση. Το γεγονός ότι η Κασσιανή επέλεξε με έναν ευρηματικό τρόπο να γράψει το τροπάριο της σε α' ενικό πρόσωπο οδήγησε πιθανότατα σε αυτήν την παρανόηση.

Άλλοι υποθέτουν ότι η γυναίκα αυτή είναι Μαρία η Μαγδαληνή. Εδώ συναντάται μια άλλη βαθιά παρανόηση. Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε ποτέ πόρνη παρόλο που έχει περάσει ως τέτοια στην κοινή αντίληψη. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που είχε καταληφθεί από κάποιο δαιμόνιο από το οποίο την έσωσε ο Χριστός. Από τότε είχε γίνει μια από τις πιο πιστές του μαθήτριες.

Διαβάστε ΕΔΩ: Μαρία Μαγδαληνή: Μύθοι και πραγματικότητα

Η αμαρτωλή πόρνη και μοιχαλίδα στην οποία αναφέρεται η Κασσιανή φαίνεται να είναι η γυναίκα που ο Χριστός έσωσε από τον λιθοβολισμό του έξαλλου πλήθους των Φαρισαίων για το ηθικό της παράπτωμα με τα λόγια Του: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν». Η γυναίκα αυτή αναφέρεται στους τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές (Λουκάς, Ματθαίος, Μάρκος) για την οποία όμως κανείς δεν αναφέρει το όνομά της και παραμένει πάντα ανώνυμη.

Η αμαρτωλή αυτή γυναίκα έσπευσε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, όταν κατέλυσε εκεί ο Χριστός. Θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της σε αυτόν που την έσωσε έπλυνε τα πόδια του με τα ίδια της τα μαλλιά, μύρο αλλά και με τα δάκρυα των ματιών της ζητώντας συγχώρεση και αγάπη.

Η θλίψη και η συντριβή αυτής της γυναίκας φαίνεται ότι ενέπνευσαν την Κασσιανή για να ξεδιπλώσει το μεγάλο της στιχουργικό και μουσικό ταλέντο, ενώ σε μια πουριτανική εποχή τόλμησε να γράψει ένα ιδιόμελο με θέμα μια πόρνη και αμαρτωλή γυναίκα το οποίο εντάχθηκε τελικά στο υμνολόγιο της Εκκλησίας.

Η συνέχεια της… ρομαντικής ιστορίας

Μια ρομαντική ιστορία που θυμίζει τα βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα που θα γίνονταν διάσημα λίγους αιώνες μετά δεν θα μπορούσε να μην έχει ένα αντάξιο τέλος.

Έτσι, η λαογραφία σχετικά με την σχέση του Θεόφιλου με την Κασσιανή είχε ένα ακόμα επεισόδιο για το… τέλος. Σύμφωνα με τον μύθο ο Θεόφιλος δεν μπόρεσε να ξεχάσει ποτέ την όμορφη Κασσιανή και ίσως να είχε μετανιώσει για την αυθόρμητη απόφασή του να την απορρίψει μόνο και μόνο εξαιτίας του πληγωμένου του εγωισμού. Έτσι, πολλά χρόνια μετά αποφάσισε να την επισκεφτεί στο μοναστήρι της. Ωστόσο, πριν ο αυτοκράτορας φτάσει στο κελί της, η Κασσιανή είχε μάθει την άφιξή του και πρόλαβε να κρυφτεί εγκαίρως μέσα σε μια ντουλάπα. Από εκεί παρακολούθησε τον Θεόφιλο να μπαίνει στο δωμάτιο για να το βρει όμως άδειο. Ο Θεόφιλος βρήκε ωστόσο πάνω στο γραφείο της το μισοτελειωμένο Τροπάριο που έγραφε η Κασσιανή για την αμαρτωλή γυναίκα.

Συγκεκριμένα η Κασσιανή είχε συνθέσει το Τροπάριο της μέχρι το σημείο που λέει:

«Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις…» (Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου)

Ο Θεόφιλος τότε έκατσε το γραφείο, πήρε την πένα της Κασσιανής και συμπλήρωσε μια φράση: «ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,τω φόβω εκρύβη» (αυτά τα πόδια, που όταν η Εύα κατά το δειλινό τ’ άκουσε να περπατάνε στον Παράδεισο, από το φόβο της κρύφτηκε).

Η φράση αυτή θεωρήθηκε σαν υπαινιγμός στην Κασσιανή που κρύφτηκε από τον φόβο της, όταν άκουσε τον Θεόφιλο να φτάνει κοντά της.

Όταν ο αυτοκράτορας έφυγε, η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της και είδε την ιδιόχειρη προσθήκη του Θεόφιλου αλλά δεν την διέγραψε. Την άφησε και συνέχισε να γράφει και το υπόλοιπο Τροπάριο, το οποίο είναι αυτό που ακούμε το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης.

Φυσικά, σχεδόν όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η τελική αυτή ιστορία είναι μάλλον απίθανο να συνέβη. Εξάλλου το έργο της Κασσιανής είναι αξιόλογο και αξεπέραστο από μόνο του γεμάτο ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο ακόμα και χωρίς την βοήθεια του Θεόφιλου ή κάποιου άλλου.

Η Κασσιανή ανακηρύχθηκε Οσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το σπουδαίο της έργο και η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Σεπτεμβρίου.


Τροπάριο της Κασσιανής

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,

την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,

οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,

ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.

------

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,

ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,

κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,

ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

-----

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,

αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,

ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,

τω φόβω εκρύβη.

------

Αμαρτιών μου τα πλήθη

και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,

ψυχοσώστα Σωτήρ μου;

Μη με την σήν δούλην παρίδης,

Ο αμέτρητον έχων το έλεος».

Μετάφραση στο τροπάριο της Κασσιανής από τον Φώτη Κόντογλου:

«Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,

σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά

πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:

Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,

η μανία της ασωτίας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,

εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.

Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,

εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου,

και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου•

αυτά τα πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε,

από το φόβο της κρύφτηκε.

Των αμαρτιών μου τα πλήθη

και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,

ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,

εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος».