Η υπόθεση που συγκλόνισε το Ισραήλ και παραμένει έως σήμερα ένα μυστήριο. Ψυχοπαθής, εγκληματική ιδιοφυία η εκδικητής ο 14χρονος δολοφόνος;
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Φεβρουαρίου 1986 η αστυνομία στην Ιερουσαλήμ δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από το χωριό-προάστιο της πόλης Εΐν Καρέμ. Πυροβολισμοί ακούστηκαν από το σπίτι της οικογένειας Κοέν. Οι αρχές φοβήθηκαν τρομοκρατικό χτύπημα και έσπευσαν στη γειτονιά.
Ο ντετέκτιβ Αβί
Σαμουέλ ήταν ο πρώτος που μπήκε στο διώροφο σπίτι. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν
φρικιαστικό. Στο ισόγειο ο Νισάμ Κοέν (44 ετών) και η σύζυγος του Λεά (40 ετών)
κείτονταν αιμόφυρτοι στο κρεβάτι τους. Κάποιος τους είχε πυροβολήσει στο κεφάλι
από κοντινή απόσταση. Το ταβάνι, πάνω από το κρεβάτι, ήταν γεμάτο αίμα. Ο Νισάμ
είχε δεχθεί σφαίρα στο μέτωπο και είχε πεθάνει επί τόπου, την Λεά τα πυρά την είχαν
βρει στο μάγουλο και έχασε τη μάχη κατά τη μεταφορά της στο νοσοκομείο.
Ο Σαμουέλ ανέβηκε
στον 1ο όροφο όπου διαπίστωσε ότι τα θύματα τελικά ήταν τέσσερα. Δύο
κορίτσια, η 19χρονη Ανάτ και η 18χρονη Σίρα, είχαν εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο
στο σημείο που κοιμούνταν. Μέσα στο σπίτι βρέθηκε το φονικό όπλο. Ένα πολυβόλο
Μ-16 που ανήκε στον Νισάμ Κοέν ο οποίος ήταν έφεδρος στρατιώτης.
«Η πρώτη μας
σκέψη ήταν ότι τους σκότωσαν τρομοκράτες. Το σκηνικό στο σπίτι όμως δεν έδινε
τέτοια εντύπωση. Αποκλείσαμε και το ενδεχόμενο της ληστείας καθώς βρήκαμε πολύτιμα
αντικείμενα. Τότε μας είπαν για το παιδί…» θυμάται ο Σαμουέλ.
«Με
διέταξε ένα πράσινο πλάσμα»
Σε γειτονικό
σπίτι βρισκόταν ο 14χρονος γιός της οικογένειας Κοέν, ο μοναδικός επιζώντας από
το μακελειό. Μετά τους πυροβολισμούς είχε βγει στο μπαλκόνι και φώναζε «κλέφτης».
Αυτή ήταν και η αρχική εξήγηση που έδωσε στην αστυνομία. «Κάποιος μπήκε στο
σπίτι για να κλέψει, σκότωσε την οικογένεια μου κι εγώ πρόλαβα και έφυγα», θα
υποστηρίξει.
Η αστυνομία ήξερε
ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Όταν πίεσαν τον 14χρονο να τους πει τι είχε
πραγματικά συμβεί βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σενάριο ταινίας τρόμου.
«Την Πέμπτη
ο πατέρας μου μου έμαθε να λύνω και να χρησιμοποιώ το όπλο. Την επόμενη μέρα
κάναμε εκπαίδευση και πάλι. Φάγαμε όλοι μαζί και είδαμε μια ταινία. Όταν έπεσα
στο κρεβάτι σκέφτηκα την ταινία «Ο Πεταλούδας», άκουσα ήχο από καμπάνες και
είδα ένα πράσινο πλάσμα. Με διέταξε να σκοτώσω την οικογένεια μου και το έκανα.
Στη συνέχεια άλλαξα τα ρούχα μου…» θα πει ο 14χρονος.
«Ήταν
απίστευτος ο τρόπος που διηγούταν τη δολοφονία της οικογένειας του. Ψυχρός,
χωρίς κανένα συναίσθημα. Δεν έσπασε ούτε μια στιγμή. Φαινόταν μάλιστα να γνωρίζει
πάρα πολλά πράγματα για τη διαδικασία της ανάκρισης. Πώς γίνεται ένα παιδί να φέρεται
έτσι, πώς γίνεται να ξέρει τόσο πράγματα για τις τακτικές μας;» αναρωτιέται ο
αστυνομικός Γιόσι Κοέν που συμμετείχε στην ανάκριση.
Ψυχρός μέχρι το τέλος
Οι αρχές
πίστεψαν ότι κατά της διάρκεια της αναπαράστασης το παιδί θα άλλαζε στάση και θα
ομολογούσε το πραγματικό του κίνητρο. Με τις κάμερες να καταγράφουν ο 14χρονος επέστρεψε
στο σπίτι του τετραπλού εγκλήματος. Με ανατριχιαστική ψυχραιμία, χωρίς να «σπάσει»
ούτε για μια στιγμή, εξήγησε βήμα-βήμα πώς πήρε το όπλο από την ντουλάπα του υπνοδωματίου
και εκτέλεσε τους γονείς του. Αποκάλυψε μάλιστα ότι το τελευταίο του θύμα, η
αδελφή του Ανάτ ξύπνησε και βλέποντας από πάνω της με το όπλο πρόλαβε να πει «Τι
συμβαίνει;».
Επόμενη ιδέα
της αστυνομίας ήταν να πάει τον 14χρονο στο νεκροταφείο όπου είχε ταφεί η
οικογένεια του. Θεωρούσαν πως εκεί δεν θα αντέξει και αυτό το ψυχρό προσωπείο
θα πέσει. Όπως αποδείχθηκε όμως το παιδί δεν ένιωθε τίποτα. Κατά την επίσκεψη στους
τάφους η συμπεριφορά του δεν άλλαξε. Ήταν ψυχρός και έδειξε μόνο ένα «ψήγμα»
συναισθήματος όταν τον ρώτησαν για την αδελφή του Ανάτ με την οποία ήταν πολύ
δεμένος. «Φοβάμαι πώς θα νιώσω όταν καταλάβω ότι την έχασα για πάντα» είπε.
«Τον
ικανοποιούσε η απόγνωση μου»
Οι αρχές
πλέον ήταν πεπεισμένες ότι ο 14χρονος ήταν ψυχοπαθής και τον μετέφεραν σε
κλινική για αξιολόγηση. Ο ψυχίατρος Σμουέλ Τιανό θυμάται: «Ήταν φανερό ότι είχα
να κάνω με έναν ιδιαίτερα έξυπνο νεαρό. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα που θα τον ενοχοποιούσε.
Ήταν σαν να μιλούσε τόσο ώστε να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να μιλήσει.
Δεν έχω αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο στην καριέρα μου. Έμοιαζε να το
διασκεδάζει. Να νιώθει την απόγνωση μου και να ικανοποιείται». Η ψυχιατρική αξιολόγηση
έκρινε ότι ο 14χρονος δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, κατανοεί απολύτως τι
έκανε και είναι σε θέση να δικαστεί.
Το σχέδιο
Ο Γιόσι
Αρνόν ήταν ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπεράσπιση του. Μίλησε με τον 14χρονο
και από την πρώτη στιγμή κατέστρωσαν ένα συγκεκριμένο πλάνο. «Το γνωρίζαμε μόνο
εμείς οι δύο, κανείς άλλος. Από την αρχή είχαμε έναν συγκεκριμένο στόχο και τον
πετύχαμε» λεει ο Αρνόν. Ο στόχος ήταν να καταλήξουν σε συμφωνία με το
δικαστήριο και ο 14χρονος να καταδικαστεί για ανθρωποκτονία με αποτέλεσμα να
παραμείνει κληρονόμος της οικογένειας που ο ίδιος είχε ξεκληρίσει.
Ήταν σαν το
παιδί να είχε στήσει από την αρχή μια παρτίδα σκάκι και να γνώριζε τις κινήσεις
που πρέπει να κάνει για την κερδίσει. Καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλακή,
κληρονόμησε όλη την περιουσία της οικογένειας του και στα έξι χρόνια ήταν ελεύθερος.
«Θα τα καταλαβαίνατε όλα…»
Παντρεύτηκε,
έγινε στέλεχος μεγάλης οικονομικής εταιρίας και ζούσε μια άνετη ζωή. Μια πρώην
συμμαθήτρια του τον συνάντησε σε μαθήματα σέρφινγκ και την χαιρέτησε σαν να μην
έχει συμβεί τίποτα. To 2020 ανέβηκε στο Netflix η σειρά ντοκιμαντέρ «The Motive». Η υπόθεση ήρθε ξανά στο προσκήνιο
και ο Τύπος στο Ισραήλ αποκάλυψε το όνομα του θύτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
απολυθεί. Πλέον έχει αλλάξει το όνομα του και ζει σε διαφορετική περιοχή.
Άγνωστό
παραμένει το κίνητρο πίσω από την τετραπλή δολοφονία. Κάποιοι υποστήριξαν ότι
τον κακοποιούσε ο πατέρας του, κάποιοι άλλοι μίλησαν για τον ρόλο της αδελφής
του Ανάτ και τη σχέση που είχαν. Τίποτα δεν αποδείχθηκε. Ο δικηγόρος Γιόσι
Αρνόν αφήνει να εννοηθεί πώς υπήρξε σοβαρό κίνητρο και το γνωρίζει. «Αν το
ξέρατε κι εσείς δεν θα σας φαινόταν τόσο περίεργη η υπόθεση. Θα τα
καταλαβαίνατε όλα..» δηλώνει.