«Ο γιός μου μπήκε στο δωμάτιο και μου είπε ότι πρέπει να με σκοτώσει»


Ο Έρικ Σμιθ έδωσε μάχη με τη σχιζοφρένεια και την ανοσογνωσία. Ο ίδιος και η μητέρα του μιλούν για τις πολύ δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν και τον αγώνα για μια κανονική ζωή

«Καθόμουν στο γραφείο που έχουμε στο σπίτι όταν ο Έρικ μπήκε μέσα. Έδειχνε ήρεμος και με σταθερή φωνή μου είπε: Μαμά μου λένε ότι πρέπει να σε σκοτώσω. Είμαι πράκτορας και παίρνω πληροφορίες από αυτό.

Μου έδειξε το ρολόι του και μου είπε ότι αυτή τη φορά δεν θα υπακούσει. Βγήκε έξω και το πέταξε. Ήμουν τρομοκρατημένη. Ο Έρικ δεν ήταν πια μαζί μας, αυτό είχε γίνει η δική του πραγματικότητα. Χρειαζόμασταν κάτι περισσότερο από βοήθεια» θυμάται η Νάνσι Σμιθ.

Ο γιός της Έρικ ήταν τότε 28 ετών και είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Έδινε μάχη για πάνω από μια δεκαετία και πλέον η νόσος τον είχε βυθίσει σε έναν σκοτεινό κόσμο. «Ήμουν πεπεισμένος, ήμουν σίγουρος ότι έσωζα την ανθρωπότητα από τον επόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με κρατούσε όμηρο το ίδιο μου το μυαλό. Οι γονείς και οι γιατροί μου έβλεπαν πόσο ψυχωτικός ήμουν, εγώ όχι…» λέει ο ίδιος ο Έρικ Σμιθ.

Έπασχε, όπως συμβαίνει σε μεγάλο ποσοστό σχιζοφρενών, κι από ανοσογνωσία, μια πάθηση στην οποία ο εγκέφαλος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι υπάρχει πρόβλημα. «Κάποιος με αυτή την πάθηση ουσιαστικά δεν μπορεί να κατανοήσει ότι κάτι δεν πάει καλά στον εγκέφαλο του, είναι σαν ένα άτομο που βρίσκεται σε κώμα. Επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και μπορεί να σε κάνει εχθρικό» λέει ο κλινικός ψυχολόγος Ξαβιέρ Αμαντόρ ο οποίος ειδικεύεται στην ανοσογνωσία. Η συγκεκριμένη πάθηση σπάνια θεραπεύεται πλήρως.

Στην παιδική του ηλικία ο Έρικ δεν έδειχνε σημάδια των προβλημάτων που θα ακολουθούσαν. «Ήταν ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδί, πολύ μπροστά από την ηλικία του. Στο δημοτικό συνέθετε μουσική στο πιάνο. Στο Γυμνάσιο όμως όλα άλλαξαν. Άρχισε να μην πηγαίνει στα μαθήματα και ένιωθε μια ιδιαίτερη έλξη για ψυχοτρόπα ναρκωτικά. Οι γιατροί μας είπαν ότι συχνά η σχιζοφρένεια εμφανίζεται κατά την εφηβική ηλικία. Ο κόσμος μας γύρισε ανάποδα» τονίζει η Νάνσι Σμιθ.

Ο Έρικ παράτησε το σχολείο και μπήκε σε έναν κόσμο παραισθήσεων. «Ήμουν πεπεισμένος ότι εργαζόμουν στο FBI και έσπαζα κώδικες. Έμενα άυπνος τρεις μέρες ψάχνοντας στο διαδίκτυο για απειλές κατά των ηγετών του πλανήτη. Ένιωθα ότι αν κοιμηθώ ένας ηγέτης θα δολοφονηθεί.

Πήγαινα στο σπίτι των γονιών μου πριν ξημερώσει και χτυπούσα με μανία τη δύναμη. Κάποια στιγμή απείλησα τον πατέρα μου ότι θα του σπάσω τα μούτρα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο πατέρας μου ήταν πράγματι αυτός ή τον είχε αντικαταστήσει κάποιος πράκτορας» λέει ο Έρικ.

Δεν πέρασε το όριο της λεκτικής βίας αλλά η Νάνσι Σμιθ παραδέχεται ότι «κοιμόμασταν με την πόρτα κλειδωμένη».

Η οικογένεια ήταν σε απόγνωση καθώς ο Έρικ (δεξιά στη φωτό, αριστερά η μητέρα του) ήταν σε μόνιμη άρνηση. Δεν θεωρούσε ότι είχε πρόβλημα και δεν χρειαζόταν βοήθεια. «Έφτασε στο σημείο να ζει στο αυτοκίνητο του και τον χάναμε για μέρες. Δεν ξέραμε αν το επόμενο τηλεφώνημα θα είναι από νοσοκομείο ή αστυνομικό τμήμα. Θα τον σκότωναν; Θα πέθαινε από υπερβολική δόση; Τι θα του συνέβαινε στον δρόμο; Δεν μπορώ να σας πω πόσες νύχτες πέρασα κλαίγοντας» λέει η μητέρα του Έρικ.

Παρουσιάζοντας την κατάσταση σε έναν ψυχίατρο τους τόνισε πως η μοναδική λύση ήταν να προκαλέσουν τη σύλληψη του από την αστυνομία. Όταν επέστρεψε μια μέρα στο σπίτι οι γονείς του τηλεφώνησαν στις αρχές και τον συνέλαβαν για παραβίαση ιδιωτικού χώρου.

Στη φυλακή ο Έρικ έτρωγε μόνο βούτυρο γιατί ήταν σίγουρος πως όλες οι υπόλοιπες τροφές ήταν δηλητηριασμένες. Η οικογένεια του κατάφερε να πείσει τις αρχές να τον κρατήσουν μέχρι να βρεθεί κρεβάτι σε ψυχιατρική κλινική. Μετά από έναν μήνα μεταφέρθηκε τελικά σε ψυχιατρείο.

«Χρειάστηκε χρόνος και υπομονή. Τελικά βρέθηκε ένα φάρμακο που τον βοήθησε και του έδωσε το κίνητρο να συνεχίσει. Ξαφνικά το μυαλό του άρχισε να δουλεύει κανονικά» λέει η Νάνσι Σμιθ.

Ο Έρικ επέστρεψε στην πραγματικότητα. Σπούδασε, πήρε πτυχίο στην ψυχολογία και μάστερ στην κοινωνική εργασία και όπως τονίζει «προσπαθούμε να επανορθώσουμε για τα χαμένα χρόνια. Τα χρόνια στα οποία δεν πρέπει να επιστρέψουμε. Οι γονείς μου έχασαν τόσο καιρό της ζωής τους λόγω της ασθένειας μου όμως η αγάπη τους ήταν αμετακίνητη».

Σταθερός από το 2012 στα 41 του πλέον ο Έρικ λέει πως άνθρωποι με τα δικά του προβλήματα πρέπει να λαμβάνουν στήριξη και βοήθεια. Χρειάζονται τους άλλους γιατί οι ίδιοι δεν μπορούν να αποδεχθούν το πρόβλημα. Ο ίδιος παραδέχεται ότι μεγάλο διάστημα φοβόταν ότι η ασθένεια θα επιστρέψει. «Είχα εμμονή με τα φάρμακα μου και ο φόβος υπέβοσκε. Ο γιατρός μου μου λέει ότι πλέον υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να χρειαστώ πάλι νοσηλεία. Πλέον νιώθω ότι αξίζει να ζω. Κάνω ό,τι μπορώ για να προσφέρω στην οικογένεια μου και να δείξω στην οικογένεια μου πως όσα πέρασαν δεν ήταν για το τίποτα».