Πώς η Καθολική Εκκλησία της Ιρλανδίας «εξαφάνιζε» εκατοντάδες μωρά για δεκαετίες

 

Για δεκαετίες ένα ορφανοτροφείο της Καθολικής Εκκλησίας της Ιρλανδίας φαίνεται ότι εξαφάνιζε βρέφη και παιδιά που πέθαιναν εκεί. Τουλάχιστον 796 τέτοια μωρά κρύβονται κάτω από το γρασίδι...

Ένα μικρό οικόπεδο στην πόλη Τούαμ, της Κομητείας Γκάλγουεϊ, στα δυτικά της Ιρλανδίας έμοιαζε σαν οποιοδήποτε άλλο στην περιοχή. Μια έκταση καλυμμένη με γρασίδι κλεισμένη ανάμεσα σε μάντρες και μια καγκελόπορτα. Αυτό όμως που δεν γνώριζε σχεδόν κανείς είναι ότι κάτω από το γρασίδι και το χώμα βρίσκονται  θαμμένα τουλάχιστον 800 μωράκια και μικρά παιδιά, τα οποία «εξαφανίστηκαν» στην διάρκεια τρεισήμισι δεκαετιών χωρίς να ξέρει κανείς πώς και γιατί.

Τίποτα δεν είχε γίνει γνωστό μέχρι το 2014 όταν μία ερασιτέχνης ιστορικός στην Ιρλανδία ανακάλυψε στοιχεία για έναν μυστικό ομαδικό τάφο που ίσως βρισκόταν σε μια πρώην δεξαμενή λυμάτων. Δεν υπήρχαν αρχεία ταφής, ταφόπλακες ή μνήματα, αλλά στην περιοχή κάποτε λειτουργούσε το ορφανοτροφείο St Mary’s, ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα που φιλοξένησε χιλιάδες γυναίκες και παιδιά από το 1925 έως το 1961.

Τώρα, οι αρχές ξεκινούν τη Δευτέρα 14 Ιουλίου μια ανασκαφή που αναμένεται να διαρκέσει δύο χρόνια και να ρίξει φως σε ένα έγκλημα δεκαετιών, το οποίο έμενε κρυφό ως τώρα.

Όπως αναφέρει το BBC, πολλές από τις γυναίκες που είχαν πάει στο ορφανοτροφείο St Mary’s είχαν μείνει έγκυες εκτός γάμου, απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους και χωρίστηκαν από τα παιδιά τους μετά τον τοκετό.

Σύμφωνα με τα αρχεία θανάτου, ο Πάτρικ Ντερέιν ήταν το πρώτο μωρό που πέθανε στο St Mary’s – το 1925, σε ηλικία πέντε μηνών. Η Μέρι Κάρτι, στην ίδια ηλικία, ήταν το τελευταίο το 1960.

Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των θανάτων τους, άλλα 794 μωρά και μικρά παιδιά είναι γνωστό ότι πέθαναν εκεί και πιστεύεται ότι θάφτηκαν σε αυτό που ο πρώην Ιρλανδός πρωθυπουργός, Έντα Κένι, αποκάλεσε «θάλαμο φρίκης».

Τα «παιδιά του ιδρύματος»

Ο Π.Τζ. Χάβερτι πέρασε τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του στο St Mary’s, μέρος που ο ίδιος αποκαλεί φυλακή, αλλά θεωρεί τον εαυτό του έναν από τους τυχερούς.

«Βγήκα από εκεί», είπε.

Θυμάται πώς τα «παιδιά του ιδρύματος», όπως ήταν γνωστά, τα απέφευγαν στο σχολείο.

«Έπρεπε να πηγαίνουμε 10 λεπτά αργότερα και να φεύγουμε 10 λεπτά νωρίτερα, γιατί δεν ήθελαν να μιλάμε με τα άλλα παιδιά», δήλωσε ο Χάβερτι.

«Ακόμη και στο διάλειμμα στο σχολείο, δεν μας επέτρεπαν να παίξουμε μαζί τους – μας είχαν αποκλείσει. Ήσουν ο βρωμιάρης από τον δρόμο», τόνισε.

Το στίγμα παρέμεινε με τον Χάβερτι σε όλη του τη ζωή, ακόμη και όταν βρήκε μια ανάδοχη οικογένεια που τον αγάπησε και όταν αργότερα εντόπισε τη βιολογική του μητέρα, από την οποία τον χώρισαν όταν ήταν ενός έτους.

Το ίδρυμα, το οποίο διοικούνταν από τις μοναχές των Αδελφών του Τάγματος Μπον Σέκουρς, ήταν ένα αόρατο φάντασμα που πλανιόταν πάνω από αυτόν και πολλούς άλλους που έζησαν στο Τούαμ για δεκαετίες – έως ότου η ερασιτέχνης ιστορικός Κάθριν Κόρλες έφερε στο φως το σκοτεινό παρελθόν του St Mary’s.

 


Ανακαλύπτοντας τον μαζικό τάφο

Η Κάθριν Κόρλες ενδιαφερόταν να ερευνήσει το παρελθόν της οικογένειάς της και γι’ αυτό παρακολούθησε μαθήματα τοπικής ιστορίας το 2005. Αργότερα, το ενδιαφέρον της στράφηκε στο ίδρυμα St Mary’s και στα «παιδιά του ιδρύματος» που πήγαιναν στο σχολείο χωριστά από εκείνη και τους συμμαθητές της.

«Όταν ξεκίνησα, δεν είχα ιδέα τι θα ανακάλυπτα», παραδέχθηκε η ίδια.

Αρχικά, η Κάθριν εξεπλάγη όταν τα αθώα ερωτήματά της αντιμετωπίζονταν με κενές απαντήσεις ή ακόμα και με καχυποψία. Αυτό όμως αντί να την αποθαρρύνει ενίσχυε την αποφασιστικότητά της να μάθει περισσότερα για τα παιδιά αυτά.

«Κανείς δεν βοηθούσε και κανείς δεν είχε κανένα αρχείο», είπε.

Η πρόοδος στις έρευνες επήλθε όταν μίλησε με έναν επιστάτη του νεκροταφείου, ο οποίος την οδήγησε στον οικισμό όπου κάποτε βρισκόταν το ίδρυμα. Στο πλάι μιας παιδικής χαράς, υπήρχε γκαζόν σε σχήμα τετραγώνου, ενώ σε μια γωνία υπήρχε ένα μικρό προσκυνητάρι με άγαλμα της Παναγίας.

Ο επιστάτης είπε στην Κάθριν ότι δύο αγόρια έπαιζαν σε εκείνη την περιοχή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετά την κατεδάφιση του ιδρύματος και βρήκαν μια σπασμένη τσιμεντένια πλάκα. Την τράβηξαν και αποκάλυψαν μια τρύπα. Μέσα είδαν οστά. Ο επιστάτης είπε ότι ειδοποιήθηκαν οι αρχές και το σημείο καλύφθηκε.

Οι άνθρωποι αρχικά θεωρούσαν ότι τα λείψανα ήταν από τον ιρλανδικό λιμό της δεκαετίας του 1840. Πριν από το ορφανοτροφείο, το ίδρυμα ήταν ένα πτωχοκομείο της εποχής του λιμού, κατά τον οποίο είχαν πεθάνει πολλοί άνθρωποι.

Όμως κάτι δεν ταίριαζε στην ιστορία, όπως πίστευε η Κόρλες. Η επίδοξη ιστορικός γνώριζε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ταφεί με σεβασμό σε ένα χωράφι μισό μίλι μακριά. Μάλιστα, υπήρχε ένα μνημείο που προσδιόριζε το σημείο.

Οι υποψίες της ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο όταν συνέκρινε παλιούς χάρτες της περιοχής. Ένας από αυτούς, του 1929, χαρακτήριζε την περιοχή που τα αγόρια βρήκαν τα οστά ως «δεξαμενή λυμάτων». Ένας άλλος, από τη δεκαετία του 1970 μετά την κατεδάφιση του ιδρύματος, είχε μια χειρόγραφη σημείωση δίπλα στην περιοχή αυτή που έγραφε «νεκροταφείο».

Ο χάρτης φαινόταν να υποδεικνύει ότι υπήρχε ένας τάφος στην περιοχή και η Κάθριν είχε διαβάσει ότι η δεξαμενή λυμάτων που αναγραφόταν στον χάρτη είχε τεθεί εκτός λειτουργίας το 1937, οπότε, θεωρητικά, ήταν άδεια.

Αλλά ποιος ήταν θαμμένος εκεί;

Η Κόρλες τηλεφώνησε στο γραφείο καταγραφής γεννήσεων, θανάτων και γάμων στην περιοχή Γκάλγουεϊ και ζήτησε τα ονόματα όλων των παιδιών που είχαν πεθάνει στο ίδρυμα.

Δύο εβδομάδες μετά ένα μέλος του προσωπικού τηλεφώνησε για να τη ρωτήσει αν τα ήθελε πραγματικά όλα. Η Κόρλες περίμενε «20 ή 30», αλλά ήταν εκατοντάδες.

Ο πλήρης κατάλογος, όταν τον παρέλαβε η Κόρλες, περιείχε 796 νεκρά παιδιά.

Ήταν εντελώς σοκαρισμένη. Τα στοιχεία της άρχισαν να δείχνουν ποιος ήταν πιθανόν να βρίσκεται κάτω από εκείνο το κομμάτι γκαζόν στο St Mary’s.

Πριν κάνει οτιδήποτε άλλο, έλεγξε τα αρχεία ταφής για να δει αν κάποιο από αυτά τα εκατοντάδες παιδιά ήταν θαμμένο σε νεκροταφεία στο Γκάλγουεϊ ή στη γειτονική κομητεία Μάγιο - και δεν μπόρεσε να βρει κανένα.

Πίστευε τώρα ότι εκατοντάδες παιδιά είχαν ταφεί σε έναν ανώνυμο ομαδικό τάφο, πιθανώς σε μια εγκαταλελειμμένη δεξαμενή λυμάτων, στο St Mary's. Χωρίς ανασκαφή όμως, η Κάθριν δεν μπορούσε να το αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας.

Όταν τα ευρήματά της έγιναν διεθνής είδηση το 2014, υπήρξε σημαντική εχθρότητα εναντίον της στην πόλη της.

«Οι άνθρωποι δεν με πίστευαν», θυμήθηκε. Πολλοί αμφισβητούσαν ότι ένας ερασιτέχνης ιστορικός θα μπορούσε να αποκαλύψει ένα τόσο τεράστιο σκάνδαλο.

Αλλά υπήρχε μια μάρτυρας που το είχε δει με τα ίδια της τα μάτια.

Εκατοντάδες λείψανα κρυμμένα σε μια τρύπα

Η Μαίρη Μοριάρτι ζούσε σε ένα από τα σπίτια που βρίσκονταν κοντά στο χώρο του ιδρύματος στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η Μοριάρτι μίλησε στο BBC News για όσα είδε εκεί, αλλά λίγο μετά απεβίωσε. Ωστόσο, η οικογένειά της συμφώνησε να επιτρέψει τη δημοσίευση όσων είπε.

Η Μαίρη θυμόταν δύο γυναίκες που την επισκέφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 λέγοντας ότι είδαν έναν νεαρό παιδί που περιφερόταν με ένα κρανίο καρφωμένο σε ένα ξύλο. Η Μαίρη και οι γείτονές της ρώτησαν το παιδί πού είχε βρει το κρανίο. Τους έδειξε μερικούς θάμνους και η Μαίρη, που πήγε να κοιτάξει, «έπεσε σε μια τρύπα».

Μέσα στην τρύπα είδε «μικρούς μπόγους», τυλιγμένους σε υφάσματα που είχαν μαυρίσει από τη σήψη και την υγρασία, και ήταν «στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σε σειρές που έφταναν μέχρι το ταβάνι».

Όταν οι δημοσιογράφοι του BBC την ρώτησαν πόσα είχε δει αυτή απάντησε: «Εκατοντάδες».

Λίγο καιρό αργότερα, όταν γεννήθηκε ο δεύτερος γιος της Μαίρης στο μαιευτήριο στο Τουάμ, της τον έφεραν οι μοναχές που εργάζονταν εκεί τυλιγμένο «μέσα σε έναν παρόμοιο μπόγο από υφάσματα» - ακριβώς όπως αυτά που είχε δει σε εκείνη την τρύπα.

«Τότε κατάλαβα ότι αυτό που είχα δει αφού έπεσα σε εκείνη την τρύπα ήταν μωρά», λέει η Μαίρη.

Το 2017, τα ευρήματα της Κόρλες επιβεβαιώθηκαν, καθώς η έρευνα που ξεκίνησε με εντολή της ιρλανδικής κυβέρνησης έφερε στο φως «μεγάλο αριθμό ανθρώπινων λειψάνων» κατά τη διάρκεια μιας δοκιμαστικής ανασκαφής του χώρου.

Τα οστά δεν προέρχονταν από τον λιμό και το «εύρος ηλικίας θανάτου» κυμαινόταν από έμβρυα περίπου 35 εβδομάδων έως και παιδιά δύο ή τριών ετών.

Μετά από αυτό, ξεκίνησε μια εκστρατεία με την οποία ζητούνταν η πλήρης έρευνα του χώρου. Η Άννα Κόριγκαν ήταν μεταξύ εκείνων που ήθελαν οι αρχές να ξεκινήσουν το σκάψιμο ξανά.

«Πλέον τα παιδιά έχουν αποκτήσει φωνή»

Μέχρι τα 50 της, η Άννα πίστευε ότι ήταν μοναχοπαίδι. Ωστόσο, όταν έκανε έρευνα για το οικογενειακό της ιστορικό το 2012, ανακάλυψε ότι η μητέρα της είχε γεννήσει δύο αγόρια στο ίδρυμα St Mary's το 1946 και το 1950, τον Τζον και τον Γουίλιαμ.

Η Άννα δεν μπόρεσε να βρει πιστοποιητικό θανάτου για τον Γουίλιαμ, αλλά βρήκε ένα για τον Τζον. Επίσημα καταγράφει τον θάνατό του στους 16 μήνες. Στην αιτία θανάτου αναφέρονταν «εκ γενετής ηλίθιος» (όρος που συνήθως χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για παιδιά με σύνδρομο Down ή άλλα νοητικά προβλήματα) και «ιλαρά».

Μια έκθεση επιθεώρησης του ιδρύματος το 1947 έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για τον Τζον.

«Γεννήθηκε φυσιολογικός και υγιής, με βάρος σχεδόν τέσσερα κιλά», αναφέρει η Άννα. «Μέχρι να γίνει 13 μηνών, είναι υποσιτισμένος αλλά με μια ακόρεστη όρεξη και δεν έχει κανέναν έλεγχο στις σωματικές του λειτουργίες. Τρεις μήνες αργότερα πεθαίνει».

Μια καταχώρηση από το βιβλίο «εξιτηρίων» του ιδρύματος αναφέρει ότι ο Γουίλιαμ πέθανε το 1951, αλλά η Άννα δεν γνωρίζει πού είναι θαμμένος κανένας από τους δύο.

Η Άννα, η οποία ίδρυσε την Οικογενειακή Ομάδα Βρεφών του Τουάμ (Tuam Babies Family Group) για επιζώντες και συγγενείς, είπε ότι τα παιδιά έχουν αποκτήσει φωνή.

«Όλοι γνωρίζουμε τα ονόματά τους». Όλοι γνωρίζουμε ότι υπήρχαν ως ανθρώπινα όντα.

Τώρα, η εργασία αρχίζει να αποκαλύπτει την πλήρη έκταση του τι βρίσκεται κάτω από αυτό το κομμάτι γρασιδιού στο Τουάμ.

«Απολύτως μικροσκοπικό»

Η ανασκαφή αναμένεται να διαρκέσει περίπου δύο χρόνια.

«Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία - πραγματικά κάτι που γίνεται για πρώτη φορά παγκοσίμως», δήλωσε ο Ντάνιελ ΜακΣούινι, επικεφαλής της επιχείρησης, ο οποίος έχει βοηθήσει στην εύρεση αγνοούμενων σορών σε ζώνες συγκρούσεων όπως το Αφγανιστάν.

Εξήγησε ότι τα λείψανα των διαφόρων βρεφών και παιδιών θα έχουν μπλεχθεί μεταξύ τους και ότι το μηριαίο οστό ενός βρέφους - το μεγαλύτερο οστό του σώματος - έχει το μέγεθος ενός δακτύλου ενήλικα.

«Είναι απολύτως μικροσκοπικά», είπε. «Πρέπει να ανακτήσουμε τα λείψανα πολύ, πολύ προσεκτικά - για να μεγιστοποιήσουμε την πιθανότητα ταυτοποίησης».

Η δυσκολία ταυτοποίησης των λειψάνων «δεν μπορεί να υποτιμηθεί», πρόσθεσε.

Για όσο καιρό κι αν χρειαστεί, θα υπάρχουν άνθρωποι σαν την Άννα που θα περιμένουν νέα - ελπίζοντας να ακούσουν για αδελφές, αδέρφια, θείους, θείες και ξαδέρφια που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουν.