«Πες στον Φιντέλ θα νικήσουμε, πες στη γυναίκα μου να παντρευτεί»




Στις 9 Οκτωβρίου 1967 ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε στη Βολιβία. Ο πράκτορας της CIA που ήταν "παρών", με μια συγκλονιστική αφήγηση, θυμάται τις τελευταίες στιγμές του Κομανταντέ



«Σήκωσα το τηλέφωνο και η φωνή μου είπε: "Ανώτερες εντολές, 500-600". Το 500 ήταν ο Τσε το 600 νεκρός. Το 700 να τον κρατήσουμε ζωντανό. Ζήτησα να μου επαναλάβουν. 500-600 μου είπαν". Πενήντα χρόνια μετά από την εκτέλεση του Τσε ο Κουβανός πράκτορας της CIA, Φέλιξ Ροντριγκες αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες του τραγικού επιλόγου του Κομαντάντε. Από το σπίτι του στο Μαϊάμι επιστρέφει νοητά μισό αιώνα πίσω, στο μικρό χωριό Λα Ιγκουέρα της Βολιβίας.

Ποζάροντας με μια φωτογραφία στο χέρι λέει: "Είναι η τελευταία φωτό του Τσε όσο ήταν ζωντανός". Στέκεται δίπλα στον Κομαντάντε χαμογελαστός. "Μετά τον εκτέλεσαν. Τη φωτό την έβγαλε ο πιλότος του ελικοπτέρου ο Χάιμε Νίνιο ντε Γκουσμάν" θυμάται. Οι αναμνήσεις τον "βομβαρδίζουν" και ξεκινά έναν συγκλονιστικό μονόλογο.

"Αφήστε με να σας πω την ιστορία. Μάθαμε για τη σύλληψη του Τσε το πρωί της 8ης Οκτωβρίου. Ήταν τραυματισμένος στο πόδι και οι περισσότεροι στρατιώτες του είχαν σκοτωθεί. Τον είχαν μεταφέρει σε ένα μικρό σχολείο στη Λα Ιγκουέρα. Στο ίδιο δωμάτιο είχαν βάλει και τα πτώματα των συντρόφων του.

Μου έστειλαν την εντολή "ο μπαμπάς είναι κουρασμένος" που σήμαινε ότι ο αρχηγός των ανταρτών έχει συλληφθεί ζωντανός. Δεν ξέραμε όμως αν είναι ο Τσε η ο Βολιβιανός Ίντε Περέδο. Όταν έφτασαν είδα ότι είναι ο Τσε. Μάλλον όχι ο Τσε, ο ξένος, έτσι τον έλεγαν οι Βολιβιανοί στρατιώτες. Ο ξένος.

Το βράδυ γιορτάσαμε τη σύλληψη του, είχα φέρει ουίσκι μαζί μου και ήπιαμε. Ήταν Κυριακή και το πρωί της Δευτέρας πήγα στο σχολείο. Μου έδωσα μια δερμάτινη τσάντα που είχε ο Τσε μαζί του. Μέσα είχε ένα ημερολόγιο. Οι μήνες ήταν γραμμένοι στα γερμανικά και μου έκανε εντύπωση. Μέσα έγραφε τα πάντα από το 1967. Βρήκα φωτογραφίες της οικογένειας του, φάρμακα για το άσθμα του, μερικά βιβλία. Κρυπτογραφημένα μηνύματα και σημειώσεις από γραφομηχανή υπογεγραμμένες από κάποια Άριελ. Ήταν μηνύματα που του είχαν στείλει από την Κούβα. Αυτός δεν μπορούσε να στείλει γιατί του είχαν δώσει χαλασμένο ασύρματο. Πιστεύω το έκαναν επίτηδες γιατί τον έστειλαν στη Βολιβία για να τον σκοτώσουν. Ο Τσε ήταν υπέρ της Κίνας και η Κούβα είχε εξάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί δεν ενδιαφέρονταν για νίκη στη Βολιβία. Τον άφησαν εκεί μόνο του για να σκοτωθεί.

Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και ο Τσε ήταν στο πάτωμα με δεμένα και τα χέρια και τα πόδια. Ήταν δίπλα σε ένα παράθυρο και λίγο πιο πέρα δύο πτώματα. Ο μόνος που μιλούσε ήταν ο συνταγματάρχης, Αμάγια. Τον ρωτούσε συνέχεια αλλά ο Τσε τον κοιτούσε και δεν μιλούσε. Ο Αμάγια ήταν εκνευρισμένος και είπε: "Άκουσε με είσαι ένας ξένος που εισέβαλε στη χώρα μου και πρέπει να απαντήσεις". Αλλά τίποτα...

Άρχισα να φωτογραφίζω τα έγγραφα και τα πράγματα του Τσε. Το μεσημέρι ένας στρατιώτης ήρθε και μου είπε: "Καπιτάν έχεις ένα τηλεφώνημα". Ήταν η εντολή. 500-600. Μίλησα με τον Αμάγια και του είπα: "Συνταγματάρχη ήρθαν εντολές από την κυβέρνηση σου να σκοτώσουμε τον κρατούμενο. Η δικιά μου κυβέρνηση θέλει να τον κρατήσουμε ζωντανό και να τον πάμε με ελικόπτερο στον Παναμά για τον ανακρίνουμε". Ο Αμάγια μου απάντησε: "Κοίτα Φέλιξ είναι εντολή από τον πρόεδρο και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων. Έχεις δύο ώρες να τον ανακρίνεις μέχρι τις δύο το απόγευμα και μετά μπορεί να τον εκτελέσεις με όποιο τρόπο θέλεις γιατί ξέρω το κακό που έκανε στη χώρα σου. Εγώ όμως θέλω στις δύο το απόγευμα να μου φέρεις το πτώμα του Τσε Γκεβάρα".

Πήγα και μίλησα με τον Τσε. Ήρθε ο πιλότος, Νίνιο ντε Γκουσμάν με μια φωτογραφική μηχανή του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών. "Ο αρχηγός μου θέλει μια φωτογραφία με τον κρατούμενο". Κοίταξα τον Τσε και τον ρώτησα αν υπάρχει πρόβλημα. "Όχι, με εμένα όχι" απάντησε. Σηκώθηκε με δυσκολία λόγω τις σφαίρας στο αριστερό πόδι. Βγήκαμε από το σχολείο και βγάλαμε τη φωτογραφία. Έδωσα στον πιλότο και τη δική μου μηχανή και είπα στον Τσε: "Κομαντάντε κοίτα το πουλάκι". Χαμογέλασε γιατί είναι κάτι που το λέμε στα παιδιά στην Κούβα.

Μάλιστα πίστευα ότι θα βγει χαμογελαστός στην φωτογραφία αλλά τελικά άλλαξε έκφραση. Έμοιαζε σαν ζητιάνος. Δεν τον είχα δει πότε ξανά από κοντά. Τον ήξερα από τις φωτογραφίες και τώρα ήταν μπροστά μου σε τραγική κατάσταση. Τι κρίμα. Δεν πιστεύω ότι είχε αρετές αλλά πρέπει να πω ότι ήταν ταγμένος στα ιδανικά του. Αυτό τον κατέστρεψε. Ήταν αποφασισμένος και ακόμα και αν ήταν νεκρός από κούραση θα συνέχιζε. Από την άλλη όμως για εμένα ήταν ο εχθρός που ήταν γεμάτος μίσος για τους αντιπάλους του. Ένα άτομο που σκότωσε χιλιάδες Κουβανούς.



Του είπα: "Κομαντάντε λυπάμαι, είναι εντολή άνωθεν". Κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσα. "Καλύτερα έτσι. Δεν έπρεπε ποτέ να συλληφθώ ζωντανός" μου απάντησε και μου έδωσε την πίπα του. "Θέλω να την δώσεις σε έναν Βολιβιανό στρατιώτη που μου φέρθηκε καλά". Τον ρώτησα αν θέλει κάτι για την οικογένεια του και μου απάντησε: "Αν μπορείς πες στον Φιντέλ ότι σύντομα θα δει μια θριαμβευτική επανάσταση στη Λατινική Αμερική. Αν μπορείς πες στην κυρία μου να παντρευτεί ξανά και να είναι ευτυχισμένη". Αυτές ήταν οι τελευταία τους λέξεις. Δώσαμε τα χέρια και σκεφτόταν πως εγώ θα είμαι αυτός που θα τον εκτελέσει.

Θα σας πω και κάτι που το έχω μετανιώσει. Μετά την εκτέλεση ήρθε ο λοχίας Μάριο Τεράν και μου είπε: "Καπιτάν θέλω την πίπα. Εγώ τον σκότωσα και εγώ την αξίζω". Ένιωσα τότε ότι δεν έπρεπε να πραγματοποιήσω την τελευταία επιθυμία του Τσε και έδωσα την πίπα. "Πάρτη για να θυμάσαι τι έκανες" του είπα. Την πήρε και έφυγε με σκυμμένο κεφάλι.

Ο Τσε στο τέλος ήταν ένας κατεστραμμένος άνθρωπος. Δεν μου απαντούσε ποτέ σε ερωτήσεις σχετικά με τις τακτικές του αλλά για μια στιγμή  όταν μιλούσαμε για την οικονομία μου είπε: "Θέλεις να ξέρεις πως έγινα πρόεδρος της τράπεζας; Μια μέρα πίστεψα ότι ο Φιντέλ έψαχνε έναν αφοσιωμένο κομμουνιστή (comunista) και σήκωσα το χέρι. Αλλά αυτός έψαχνε έναν αφοσιωμένο οικονομολόγο (economista)".

Δεν παρακολούθησα την εκτέλεση. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να το δω αυτό. Ήμουν σε άλλο μέρος, σε ένα παγκάκι εκατό μέτρα μακριά. Άκουσα έναν πυροβολισμό και σημείωσα το τέλος. Ήταν μια και τέταρτο το απόγευμα. Ήταν η ώρα που εκτελέστηκε..."