Τρέλα και παράνοια στα γυρίσματα του «Αποκάλυψη Τώρα»


Πτώματα, ναρκωτικά και αλκοόλ, τυφώνες, καρδιακές προσβολές και νευρικοί κλονισμοί: Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Αποκάλυψη Τώρα» θυμόμαστε τα όσα απίστευτα συνέβησαν στα γυρίσματά της.

«Η φρίκη… η φρίκη έχει πρόσωπο. Πρέπει να γίνεις φίλος με την φρίκη. Η φρίκη και ο ηθικός τρόμος να είναι φίλοι σου, γιατί αλλιώς είναι εχθροί που θα πρέπει να τρέμεις», λέει ο Μάρλον Μπράντο ως Γουόλτερ Κουρτζ σε μια από τις πιο εκπληκτικές σκηνές του «Αποκάλυψη Τώρα» λίγο πριν πέσει νεκρός από τα χέρια του Μπέντζαμιν Γουίλαρντ (Μάρτιν Σιν). Και την στιγμή του θανάτου επαναλαμβάνει ξεψυχώντας: «η φρίκη… η φρίκη».

Πριν από περίπου σαράντα χρόνια το «Αποκάλυψη Τώρα» κατάφερε να αποτυπώσει την φρίκη, τον τρόμο και την παράνοια του πολέμου του Βιετνάμ – και κάθε πολέμου- στο έπακρο, όσο λίγες ταινίες είχαν καταφέρει πριν ή μετά από αυτήν και ίσως ο λόγος να ήταν ότι όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτήν έγιναν στην πραγματικότητα «φίλοι» με την φρίκη και την παράνοια καθ’ όλη την διάρκεια των γυρισμάτων.

Η δημιουργία της «Αποκάλυψης Τώρα» ήταν ένα ταξίδι που κράτησε μια δεκαετία και κάθε στιγμή των γυρισμάτων σημαδεύτηκε από τρέλα, ναρκωτικά, ποτό και στιγμές που έμοιαζαν ότι όλα είναι έτοιμα να διαλυθούν. Αυτή είναι η ιστορία πίσω από τις κάμερες του «Αποκάλυψη Τώρα» που πολλές φορές ήταν πιο σκοτεινή απ’ όσα συνέβαιναν μπροστά από αυτές.

Η δύσκολη αρχή

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα το 1969 ίδρυσε μαζί με τον Τζορτζ Λούκας το στούντιο American Zoetrope με στόχο να δημιουργούν ταινίες που θα χρηματοδοτούνταν από ανεξάρτητες πηγές εκτός του συστήματος του Χόλιγουντ. Σκοπός τους ήταν να ξεκινήσουν με την ταινία «Αποκάλυψη Τώρα», το σενάριο της οποίας θα βασιζόταν στο βιβλίο «Η Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ. Γραμμένο το 1899, το βιβλίο ακολουθεί τον Τσάρλι Μάρλοου, ο οποίος απεσταλμένος κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρίας αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ένα ταξίδι στα βάθη του ποταμού Κογκό και να βρει τον αντιπρόσωπο Κουρτς. Ωστόσο στην πορεία παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των αγρίων.

Ο σεναριογράφος Τζον Μίλιους ανέλαβε το σενάριο και μετέφερε την ιστορία στον πόλεμο του Βιετνάμ αντικαθιστώντας τους αποικιοκράτες με τους στρατιώτες του αμερικανικού στρατού, ενώ ο Κόπολα ήθελε τον Τζορτζ Λούκας να σκηνοθετήσει την ταινία. Ήταν η εποχή που ο πόλεμος του Βιετνάμ γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ήταν παράλογος και το αντιπολεμικό κίνημα γιγαντωνόταν όλο και πιο πολύ. Έτσι, οι περισσότεροι ανεξάρτητοι χρηματοδότες δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με μια ταινία για ένα τόσο αμφιλεγόμενο θέμα και η ταινία σταμάτησε πριν καν αρχίσει. Παράλληλα, ο Κόπολα θέλοντας να βρει χρήματα για το δικό του στούντιο συμφώνησε με την Paramount Pictures να σκηνοθετήσει μια ταινία. Ήταν ο Νονός, ο οποίος και θα του έδινε τελικά το κεφάλαιο για να γίνει πραγματικότητα το «Αποκάλυψη Τώρα».

Είχαμε φτάσει πια στο 1976 και το στούντιο American Zoetrope είχε όσα χρήματα χρειαζόταν για να ξεκινήσει το «Αποκάλυψη Τώρα». Όμως, ο Τζορτζ Λούκας ήταν πια απασχολημένος με… κάτι άλλο. Είχε αρχίσει να ετοιμάζει μια νέα του δημιουργία με το όνομα… Star Wars! «Νομίζω ότι είναι κρίμα που έμπλεξε με το Star Wars», δηλώνει ο Κόπολα μέχρι και σήμερα. «Ο Τζορτζ Λούκας ήταν ένας τρελός τύπος που του άρεσε να πειραματίζεται και σχεδόν χάθηκε μέσα σε αυτήν την μεγάλη παραγωγή και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από αυτή».

Αρχικά, ο Κόπολα πρότεινε την σκηνοθεσία στον σεναριογράφο της, Τζορτζ Μίλιους, ωστόσο αυτός αρνήθηκε. Κάπως έτσι ο Κόπολα αναγκάστηκε να αναλάβει την σκηνοθεσία μιας ταινίας που έμελλε να τον σύρει ως τον πάτο για να τον οδηγήσει στη συνέχεια στην κορυφή.

Τα γυρίσματα ξεκινούν ή… όχι;

Ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε πια τελειώσει και η ιστορία της ταινίας είχε διαμορφωθεί πλέον με τέτοιο τρόπο που δεν ήταν μια απλή ντοκιμαντερίστικη καταγραφή του πολέμου, αλλά περισσότερο μια κατάδυση στην βιαιότητα και τον παραλογισμό του. Ο Κόπολα αποφάσισε τα γυρίσματα να γίνουν στις Φιλιππίνες και υποτίθεται ότι θα ολοκληρώνονταν σε 14 εβδομάδες. Είχε στη διάθεσή του 12 εκατ. δολάρια, ωστόσο πριν ξεκινήσει έπρεπε να βρει τους ηθοποιούς κι αυτό μόνο εύκολο δεν ήταν.



Ο Κόπολα ήθελε στον ρόλο του Κουρτζ τον Όρσον Γουέλς, ο οποίος όμως τον απέρριψε. Η δεύτερη επιλογή του ήταν ο Μάρλον Μπράντο, ωστόσο αυτός δεν μπορούσε να του δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Ο Κόπολα άρχισε να μιλά με τον Αλ Πατσίνο, τον Τζακ Νίκολσον και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ωστόσο τελικά ο Μπράντο είπε το «ναι».

Το ίδιο δύσκολο ήταν να βρει και τον ιδανικό ηθοποιό για τον ρόλο του Μπέντζαμιν Γουίλαρντ. Αρχικά, προσέγγισε τον Αλ Πατσίνο και τον Στιβ ΜακΚουίν, οι οποίοι αρνήθηκαν. Τελικά, επιλέχθηκε ο Χάρβεϊ Καϊτέλ και τα γυρίσματα ξεκίνησαν. Ωστόσο δύο εβδομάδες μετά, ο Κόπολα θεώρησε ότι η ερμηνεία του ήταν πολύ έντονη για τον χαρακτήρα. Έτσι, αντικαταστάθηκε με… συνοπτικές διαδικασίες από τον Μάρτιν Σιν, ο οποίος θα αποδεικνυόταν η καλύτερη… χειρότερη επιλογή καθώς η περίοδος αυτή δεν ήταν η ιδανικότερη για τον Σιν που πάλευε με το αλκοόλ.

Αλκοόλ, ναρκωτικά και ατελείωτο πάρτι

Όταν ο Μάρτιν Σιν έφτασε στις Φιλιππίνες βρήκε το απόλυτο χάος. Ο Κόπολα έγραφε και ξανάγραφε την ταινία, απέλυε και προσλάμβανε προσωπικό, πολλοί από τους οποίους αρρώσταιναν με τροπικές ασθένειες, ενώ τα ελικόπτερα που χρειάζονταν για τις σκηνές, τα ζητούσε συνεχώς ο πρόεδρος των Φιλιππινών Φερντινάρντο Μάρκος ο οποίος πολεμούσε τους αντικυβερνητικούς αντάρτες.

Την ίδια ώρα όμως όλο το συνεργείο βρισκόταν σε ένα ατελείωτο πάρτι. Ο Νταγκ Κλέιμπορν ανέλαβε βοηθός παραγωγής. Ήταν βετεράνος του Βιετνάμ, ένας από τους δυο τρεις βετεράνους που δούλευαν στην ταινία και θυμάται: «Στο ξενοδοχείο όπου έμενε το συνεργείο ήταν ο παράδεισος του πάρτι. Είχαμε εκατοντάδες μπύρες σε παράταξη περιμετρικά της πισίνας. Υπήρχαν άνθρωποι που πηδούσαν στο νερό από την ταράτσα, ήταν μια τρέλα».

Ο ίδιος ο Κόπολα και πολλά από τα μέλη του συνεργείου και τους ηθοποιούς ήταν συχνά υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ακόμα και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο ηθοποιός Σαμ Μπότομς είχε πάντα μαζί του μαριχουάνα και LSD και ο Ντένις Χόπερ επιβίωνε με ναρκωτικά και αλκοόλ στην καθημερινή του διατροφή: έπινε καθημερινά μια εξάδα μπύρες, μισό μπουκάλι ποτό και έπαιρνε τριάντα γραμμάρια κοκαΐνης.

Την ίδια ώρα ο Μάρτιν Σιν έδινε τη μάχη με τον δικό του δαίμονα, το αλκοόλ, ενώ βρισκόταν σε πολύ εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση κάτι που ο Κόπολα το εκμεταλλεύτηκε προς όφελος της ταινίας. Στο γύρισμα της σκηνής στην οποία o ήρωας που υποδύεται ο Σιν είναι σε άσχημη κατάσταση περιμένοντας εντολές για την αποστολή του σε ένα ξενοδοχείο στη Σαϊγκόν, ο ηθοποιός έπινε στην πραγματικότητα για δύο μέρες ασταμάτητα, ενώ ο Κόπολα άφηνε τις κάμερες να καταγράφουν τα πάντα. 



Ο σκηνοθέτης την ίδια στιγμή φρόντιζε να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τον Σιν και να τον ωθεί στα άκρα υποβάλλοντάς τον ουσιαστικά σε ψυχολογική κακοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια θρυλική σκηνή της ταινίας που συλλαμβάνει απόλυτα την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ήρωας ακριβώς γιατί αυτή ήταν και η κατάσταση του ίδιου του Μάρτιν Σιν.


«Ο Κόπολα είχε αυτόν τον τρόπο να σκηνοθετεί. Έλεγε στον Μάρτιν "Είσαι διαβολικός. Θέλω όλη την κακία, την βία, το μίσος σου να βγει προς τα έξω". Ο Κόπολα έκανε κάτι πολύ επικίνδυνο και κακό. Φέρθηκε σαν ψυχολόγος και έκανε πλύση εγκεφάλου σε έναν άνθρωπο που ήταν πολύ ευαίσθητος. Οδήγησε τον Μάρτιν σε ένα μονοπάτι και δεν τον έφερε ποτέ πίσω», λέει ένα μέλος του συνεργείου.

Ο τυφώνας χτυπά

Ενώ η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν ένας τυφώνας χτύπησε την περιοχή των γυρισμάτων. Μεγάλο μέρος των σκηνικών καταστράφηκε και το συνεργείο και οι ηθοποιοί αναγκάστηκαν να γυρίσουν στις ΗΠΑ. Όταν όμως ήρθε η ώρα της επιστροφής, ο Μάρτιν Σιν δεν ήθελε να γυρίσει.

«Όταν ο Μάρτι ήρθε στο σπίτι μετά τον τυφώνα έμοιαζε πραγματικά τρομαγμένος. Είπε "Δεν ξέρω αν θα επιβιώσω από αυτό. Αυτοί οι γ#$@νοι είναι τρελοί"», ανέφερε ένας φίλος του Σιν και συμπλήρωσε ότι όταν τελικά αποφάσισε να πάει πίσω αποχαιρετούσε τους πάντες σα να μην επρόκειτο να τους δει ξανά.

Ο Μάρτιν Σιν επέστρεψε και δεν πέρασε πολύς καιρός πριν βρεθεί στο χείλος του θανάτου. Υπέστη μια ελαφριά καρδιακή προσβολή και νευρικό κλονισμό ταυτόχρονα. Ένα βράδυ άρχισε να νιώθει πόνους στο στήθος που εντείνονταν καθώς περνούσε η ώρα.

«Το ξημέρωμα σηκώθηκα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Ήμουν χάλια. Τότε άρχισα να νιώθω περίεργα και ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Άρχισα να ντύνομαι , ενώ ήμουν πεσμένος στο πάτωμα και σύρθηκα έξω μέχρι τον δρόμο. Εμφανίστηκε ένα λεωφορείο, το οποίο με πήρε και με πήγε στο νοσοκομείο. Προσπαθούσα να μην χάσω τις αισθήσεις μου γιατί ήξερα ότι αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα ξυπνήσω ξανά», περιέγραφε ο ίδιος ο Σιν λίγο καιρό μετά στο Rolling Stone. Στο νοσοκομείο ο Σιν διαγνώστηκε με ελαφριά καρδιακή προσβολή και νευρικό κλονισμό, ενώ έφεραν ακόμα και έναν παπά για να τον ευλογήσει! Τελικά, ο Σιν κατάφερε να επανέλθει όχι όμως χωρίς κόστος. «Κατέρρευσα εντελώς. Το πνεύμα μου είχε ξεγυμνωθεί. Έκλαιγα ξανά και ξανά. Έγινα γκρι, τα μάτια μου, τα γένια μου όλα έγιναν γκρι», αναφέρει ο ίδιος.

Η κατάρρευση του Κόπολα και οι απειλές για αυτοκτονία

Τα γυρίσματα είχαν ξεφύγει προ πολλού από το χρονικό όριο των 14 εβδομάδων, ενώ ο τυφώνας είχε διαλύσει τα πάντα και ο Μάρκος ήθελε συνεχώς τα ελικόπτερά του. Ο Κόπολα έπρεπε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα καθώς το κεφάλαιο των 12 εκατ. δολαρίων που είχε στην αρχή είχε πλέον εξαφανιστεί. Έτσι, αναγκάστηκε να βάλει υποθήκη το σπίτι του και το οινοποιείο του για να εξασφαλίσει το ποσό των 30 εκατ. δολαρίων από την τράπεζα. Ύστερα και από την καρδιακή προσβολή του Μάρτιν Σιν, ο Κόπολα κατηγόρησε τον εαυτό του και κατέρρευσε ενώ υπέστη επιληπτική κρίση.



Τουλάχιστον τρεις φορές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δήλωσε στους δικούς του ανθρώπους ότι δεν άντεχε άλλο και σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, ενώ είχε υποστεί νευρικό κλονισμό. «Ήμασταν στη ζούγκλα, ήμασταν τόσοι πολλοί, είχαμε πρόσβαση σε τόσα πολλά χρήματα, τόσο πολύ εξοπλισμό και σιγά σιγά αρχίσαμε να τα χάνουμε», εξομολογήθηκε αργότερα ο Κόπολα και ο Ντένις Χόπερ συμφώνησε: «Ρωτήστε όποιον θέλετε που ήταν εκεί. Νιώθαμε σαν να πολεμούσε πραγματικά σε πόλεμο».

Ο Μάρλον Μπράντο έρχεται

Τελικά, ήρθε η στιγμή που έπρεπε να γυριστούν οι σκηνές του Μάρλον Μπράντο. Μόλις ο Μπράντο έφτασε στις Φιλιππίνες όλοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα θα γίνονταν μόνο χειρότερα. Ο Μπράντο ήταν τεράστιος και ζύγισε περίπου 130 κιλά. Δεν έκανε μπάνιο και μύριζε  άσχημα, ενώ ήταν συνεχώς πιωμένος και «φτιαγμένος» με κοκαΐνη. Ο Κόπολα είχε οραματιστεί τον Κουρτζ του ως έναν αδύνατο, μυώδη και νευρικό στρατηγό και ο Μπράντο απείχε πολύ από την εικόνα αυτή. 



Θέλοντας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα αποφάσισε να τον παρουσιάσει ως έναν άνθρωπο που είχε παχύνει εξαιτίας της τρυφηλής ζωής του ως «θεός», περιτριγυρισμένος από φαγητό, ποτό και γυναίκες. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι που δεν δέχθηκε ο Μπράντο ο οποίος μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν σύμβολο του σεξ. Απαίτησε μάλιστα να είναι ντυμένος πάντα με μαύρα ρούχα, να τον τραβούν μόνο προφίλ για να μην φαίνονται τα κιλά του και σε κάθε του πλάνο να βρίσκεται κρυμμένος σε σκιές. Ο Κόπολα δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχτεί.

Τα παραπανίσια κιλά θα ήταν όμως τελικά το μικρότερο πρόβλημα! Φτάνοντας ο Μπράντο στις Φιλιππίνες αποδείχθηκε ότι δεν είχε ιδέα για το έργο. Δεν είχε μάθει το σενάριο και δεν είχε καν διαβάσει το βιβλίο του Κόνραντ.
«Ο Φράνσις έπρεπε να αρχίσει μαζί του από το μηδέν και να τον κατατοπίσει για τι πράγμα μιλούσε η ταινία και ποιος ήταν ο χαρακτήρας που θα ενσάρκωνε». Σύμφωνα με τον Ντένις Χόπερ, όλη η παραγωγή σταμάτησε για μια εβδομάδα επειδή ο Κόπολα προσπαθούσε να μάθει στον Μπράντο τα βασικά για την ταινία. «Εννιακόσιοι άνθρωποι, καστ και συνεργείο, έπρεπε να κάτσουν και να περιμένουν», λέει ο Χόπερ.

Ωστόσο ο Μπράντο αδυνατούσε να απομνημονεύσει τις ατάκες του. Μια μέρα εμφανίστηκε έχοντας ξυρίσει όλα τα μαλλιά του και δήλωσε ότι θα γύριζε τις σκηνές του αυτοσχεδιάζοντας και αφήνοντας να τον καταγράφουν. Απελπισμένος ο Κόπολα άρχισε να μαγνητοσκοπεί τον Μπράντο ενώ αυτός αυτοσχεδίαζε για μέρες. Στη συνέχεια έγραφε ξανά και ξανά το σενάριο προσπαθώντας να το προσαρμόσει πάνω σε αυτά που έλεγε ο Μπράντο και να τα αναμείξει με αυτά του αρχικού σεναρίου. Ο Μπράντο φορούσε στη συνέχεια ένα ακουστικό και του έλεγαν το σενάριο με τον ηθοποιό να απαγγέλλει αυτά που άκουγε. Με κάποιο μυστήριο τρόπο αυτή η ανορθόδοξη μέθοδος χάρη και στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Μπράντο μας έδωσαν μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ερμηνείες στην ιστορία του σινεμά. Παρά το αποτέλεσμα ο Κόπολα περιέγραφε τον Μπράντο αργότερα «σαν παιδί, πολύ ανεύθυνος».

Εκτός από τις υπόλοιπες ιδιοτροπίες του Μπράντο, ο Κόπολα έπρεπε να αντιμετωπίσει ακόμα μια: ο Μπράντο δεν ήθελε να έχει καμία επαφή με τον συμπρωταγωνιστή του Ντένις Χόπερ. Ο Κόπολα έπρεπε να βρει πού θα μείνει ο μεγάλος του σταρ για να μην συναντά τον Χόπερ, ενώ για τις κοινές του σκηνές έπρεπε να τις γυρίζουν ξεχωριστά σε διαφορετικές βραδιές!

Ο «τρελός» Χόπερ

Ο Ντένις Χόπερ υποδυόταν έναν «τρελό» φωτορεπόρτερ και η ερμηνεία του ήταν άκρως πειστική ίσως γιατί η κατάστασή του εκείνη την περίοδο δεν απείχε πολύ από το ρόλο που υποδυόταν.



Ο δημιουργός Τζορτζ Χικενλούπερ που σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ για την ταινία «Hearts of Darkness» λέει ότι ο Ντένις Χόπερ του αφηγήθηκε αργότερα ότι ο Κόπολα τον είχε ρωτήσει τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει να παίξει τον ρόλο καλύτερα και αυτός του είχε ζητήσει μόνο να του φέρει κοκαΐνη. Έτσι, η παραγωγή φρόντιζε πλεον να τον προμηθεύει με όσα ναρκωτικά ήθελε καθ’όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων.

«Ο Χόπερ ήταν το ίδιο μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Αλλά ήταν διασκεδαστικός και όλοι τον αγαπούσαν. Η τρέλα του δεν έφτανε καθόλου στα άκρα. Στην πραγματικότητα τώρα που δεν είναι τόσο «τρελός», είναι πιο σοβαρός και όχι τόσο φιλικός πια», αναφέρει ο συμπαραγωγός Γκρεγκ Φρεντέρικσον.

«Περίμενε να ακούσει για τα πτώματα»

Τα γυρίσματα της ταινίας τα είχαν όλα, ακόμα και… νεκρούς, οι οποίοι παραλίγο να πρωταγωνιστήσουν σε μια σκηνή!

Ο συμπαραγωγός Γκρεγκ Φρεντέρικσον διηγείται ότι η σύζυγος του Μάρτιν Σιν πήγε μια μέρα σε αυτόν και παραπονέθηκε για τα σκουπίδια και την άσχημη μυρωδιά που υπήρχε σε όλο τον χώρο των γυρισμάτων απαιτώντας να καθαριστούν όλα και απειλώντας ότι δεν θα άφηνε τον Σιν να συνεχίσει τα γυρίσματα καθώς ήταν επικίνδυνο για την υγεία του.

Ο Φρεντέρικσον πήγε στον υπεύθυνο του σχεδιασμού παραγωγής, τον Ντιν Ταβουλάρη. «Συνεχώς παραπονιούνται για σένα, υπάρχουν παντού  νεκροί αρουραίοι», του είπε. Ο Ταβουλάρης χωρίς να δείχνει ιδιαίτερα ενοχλημένος του απάντησε: «Αυτό γίνεται επίτηδες, για να είναι η ατμόσφαιρα πιο αληθοφανής», ενώ ένας τύπος που ήταν κοντά μουρμούρισε: «Περίμενε να ακούσει και για τα πτώματα» κάνοντας τον Φρεντέρικσον να πέφτει από τα σύννεφα.

Ήδη υπήρχαν φήμες ότι στο πλατό βρίσκονταν πτώματα ανθρώπων, αλλά ο Φρεντέρικσον δεν τις πίστευε. Τότε όμως τον πήγαν σε ένα δωμάτιο, το οποίο βρισκόταν πίσω από μια τέντα  όπου έτρωγαν όλοι και εκεί ήταν στοιβαγμένα τα πτώματα. Ο Φρεντέρικσον βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε να φωνάζει ότι πρέπει να τα ξεφορτωθούν, ενώ από το τμήμα σχεδιασμού επέμεναν ότι θα είναι πολύ αυθεντικό αν τα χρησιμοποιήσουν για να τα κρεμάσουν από τα δέντρα σε μια σκηνή που ετοίμαζαν.

Τα πτώματα τα είχαν βρει από έναν τύπο που προμήθευε ιατρικές σχολές για αυτοψίες, ωστόσο όπως αποδείχτηκε έβρισκε το… εμπόρευμά του κλέβοντας τάφους. Έτσι, μια μέρα εμφανίστηκε στα γυρίσματα η αστυνομία και πήρε τα διαβατήρια όσων ήταν εκεί.

«Δεν ήξεραν ότι δεν είχαμε σκοτώσει εμείς αυτούς τους ανθρώπους επειδή δεν ήξερε κανείς ποιοι είναι. Ήμουν πολύ ανήσυχος για μέρες, αλλά τελικά η αστυνομία ανακάλυψε την αλήθεια και συνέλαβε τον τυμβωρύχο», αναφέρει ο Φρεντέρικσον.

Τελικά, ένα φορτηγό με στρατιώτες ήρθε στα γυρίσματα για να φορτώσει τα πτώματα. Ένας από αυτούς ρώτησε τον Φρεντέρικσον πού να πάει τα πτώματα. «Δεν ξέρω, στο νεκροταφείο;», υπέθεσε ο Φρεντέρικσον. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποιος να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας τους. «Μην ανησυχείτε, θα τους παρατήσουμε κάπου», του απάντησαν οι στρατιώτες και έφυγαν χωρίς κανείς να μάθει ποτέ τι απέγιναν τα πτώματα.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι τα πραγματικά πτώματα δεν εμφανίστηκαν στην ταινία. «Τελικά για τις σκηνές της ταινίας βάλαμε κομπάρσους να κρέμονται από τα δέντρα και όχι πτώματα», αναφέρει ο Φρεντέρισκον.



Δέκα χρόνια μετά

Χρειάστηκε να περάσουν  δέκα χρόνια από την στιγμή που ο Κόπολα και Λούκας ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την «Αποκάλυψη Τώρα» μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία. Ο αρχικός σχεδιασμός μιλούσε για 14 εβδομάδες γυρισμάτων ωστόσο τελικά χρειάστηκαν 68 κατά τη διάρκεια των οποίων όλοι κινούνταν πολύ κοντά στα σύνορα με την παράνοια και την καταστροφή. Τα αρχικά 12 εκατομμύρια δολάρια που είχαν υπολογιστεί χρειάστηκε να γίνουν πολλά περισσότερα απειλώντας τον Φράνσις Κόπολα με προσωπική χρεωκοπία. Ακόμα και μετά το τέλος των γυρισμάτων χρειάστηκε ακόμα δύο χρόνια μοντάζ για να προβληθεί η ταινία.

Το 1979 η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών χωρίς μάλιστα να έχει ολοκληρωθεί τελείως. Η συμμετοχή του ήταν επίσημα ως ένα «έργο σε εξέλιξη» πριν την ολοκλήρωση του μοντάζ. Οι κριτικοί που παρακολούθησαν την ταινία έμειναν άφωνοι και η ταινία παρόλο που δεν ήταν ολοκληρωμένη κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα.

Η ταινία είναι το Βιετνάμ

Με τον πόλεμο να έχει πια τελειώσει και τους στρατιώτες να έχουν γυρίσει για να μοιραστούν τις σοκαριστικές τους εμπειρίες ήταν πλέον ήδη φανερό σε όλους ότι το «Βιετνάμ» για τους Αμερικανούς δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα σκοτεινό ταξίδι στην τρέλα, μια κατάδυση στην παράνοια, τον παραλογισμό και τον ανώφελο θάνατο. Κάθε στιγμή της ταινίας καταγράφει όλα όσα βίωσαν πνευματικά οι άνθρωποι που ταξίδεψαν ως το Βιετνάμ και άφησαν εκεί ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής τους. Στις 68 εβδομάδες των γυρισμάτων σχεδόν κάθε συντελεστής της ταινίας βυθίστηκε στην ίδια παράνοια, έφτασε μέχρι «την καρδιά του σκότους» ζώντας και ο ίδιος ένα ταξίδι στην «τρέλα», ένα δικό του μικρό "Βιετνάμ". Γι’ αυτό όταν ο Κόπολα φώναζε στην συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ των Κανών ότι το Αποκάλυψη Τώρα «δεν είναι για το Βιετνάμ, είναι το ίδιο το Βιετνάμ» δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα της ταινίας του.