Την ώρα που όλοι εμείς μένουμε σπίτι, όπως οφείλουμε, για να
σταματήσουμε την εξάπλωση της πανδημίας, οι επιστήμονες προσπαθούν ασταμάτητα
να δημιουργήσουν το εμβόλιο που θα σταματήσει μια για πάντα τον κοροναϊό. Πότε
όμως μπορεί να υπάρξουν αποτελέσματα;
Η πανδημία Covid-19
βρίσκεται σε απόλυτη έξαρση και αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το
επίκεντρο της είναι η Ευρώπη, ενώ έχει σκοτώσει πάνω από 6.000 άτομα παγκοσμίως.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα γύρω από τον νέο κοροναϊό SARS-CoV2 είναι ότι δεν υπάρχει φάρμακο για την καταπολέμησή του και
κυρίως δεν υπάρχει εμβόλιο που θα προστάτευε τους ανθρώπους, ώστε να μην
αρρωστήσουν.
Αυτή τη στιγμή περίπου 35 φαρμακευτικές εταιρείες και
πανεπιστημιακά εργαστήρια προσπαθούν να δημιουργήσουν το εμβόλιο που θα έδινε
ανοσία στους ανθρώπους στο συγκεκριμένο ιό.
Η πρώτη ελπιδοφόρα είδηση ήρθε χθες από τις ΗΠΑ. Η
φαρμακευτική εταιρεία Moderna με έδρα την Βοστώνη σε συνεργασία με το Εθνικό
Ινστιτούτο Υγείας έκανε την πρώτη δοκιμή ενός υποψήφιου εμβολίου της σε
εθελοντές. Η 43χρονη μητέρα Τζένιφερ Χάλερ έλαβε την πρώτη δόση του εμβολίου, ενώ σε έναν μήνα θα λάβει την επόμενη. Η πρώτη
κλινική δοκιμή θα γίνει σε 45 νέους ασθενείς εθελοντές, στους οποίους θα
χορηγηθούν 45 διαφορετικές δόσεις του φαρμάκου. Σκοπός είναι να εντοπιστούν οι
πιθανές παρενέργειες και η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, καθώς είναι άγνωστο
αν το συγκεκριμένο εμβόλιο θα «κάνει τη δουλειά».
Ωστόσο, ακόμα και αυτή η εξέλιξη μας κρατά στην καλύτερη
περίπτωση έναν χρόνο με 18 μήνες μακριά από το να έχουμε όλοι στα χέρια μας το
πολυπόθητο εμβόλιο, αλλά γιατί συμβαίνει αυτό;
Αρχή με προβάδισμα
Παρά τις αρχικές προβλέψεις που τοποθετούσαν την έναρξη των
δοκιμών πολύ πιο μετά, τα εργαστήρια που προσπαθούν να βρουν το εμβόλιο
μπόρεσαν να δράσουν γρηγορότερα και να έχουν ήδη στα χέρια τους τα πρώτα
δοκιμαστικά εμβόλια χάρη στη συμβολή των Κινέζων επιστημόνων.
Οι ερευνητές από την Κίνα άρχισαν να μελετούν τον ιό SARS-CoV2 σχεδόν την στιγμή που παρουσιάστηκε
και ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου είχαν καταφέρει να αποκωδικοποιήσουν την
ακολουθία του γενετικού κώδικα του ιού, ένα στοιχείο που το μοιράστηκαν με τους
ερευνητές σε όλον τον κόσμο. Έτσι, τα εργαστήρια ξεκίνησαν την μελέτη με ένα
σημαντικό προβάδισμα καθώς το DNA
του νέου κοροναϊού ήταν ήδη γνωστό και μπόρεσαν πολύ γρήγορα να τον μελετήσουν
καλύτερα και να καταλάβουν πώς εισβάλει στα ανθρώπινα κύτταρα και τα μολύνει.
Ωστόσο, οι ερευνητές είχαν ένα ακόμα όπλο στην φαρέτρα τους.
Από την εποχή της επιδημίας δύο άλλων θανατηφόρων κοροναϊών, του SARS στην Κίνα το 2002-2004 και του MERS, που ξεκίνησε στην Σαουδική Αραβία
το 2012, οι επιστήμονες δεν είχαν πάψει ποτέ να μελετούν τον τρόπο που
λειτουργεί αυτή η ιδιαίτερη κατηγορία ιών.
«Η ταχύτητα με την οποία μπορέσαμε να δημιουργήσουμε αυτά τα
υποψήφια εμβόλια έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την επένδυση που είχαμε κάνει
όλα αυτά τα χρόνια για να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν και πώς διαμορφώνονται
τα εμβόλια για τους άλλους κοροναϊούς», αναφέρει ο Ρίτσαρντ Χάτσετ, CEO της μη κερδοσκοπικής
οργάνωσης Coalition for Epidemic Preparedness Innovations
(Cepi), η οποία ηγείται
της καμπάνιας για την εύρεση χρηματοδότησης για την μελέτη του κοροναϊού. Γι’
αυτό το λόγο, η εταιρεία Novavax
με έδρα το Μέριλαντ βάσισε τα εμβόλια που έχει ήδη έτοιμα για δοκιμή σε
ανθρώπους στα αντίστοιχα εμβόλια που υπάρχουν για τον SARS και τον MERS. Από την άλλη η Moderna βάσισε τα δικά της υποψήφια
εμβόλια στην εξονυχιστική μελέτη για τον κοροναϊό MERS που είχε γίνει από το Εθνικό
Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμώξεων των ΗΠΑ.
Εξάλλου, ο SARS CoV-2
μοιράζεται κοινό γονιδίωμα με τον SARS κατά 80%-90%, γι’ αυτό έχουν και παρεμφερές όνομα. Και οι
δύο κοροναϊοί αποτελούνται από μια λωρίδα ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA) που βρίσκεται μέσα σε μια
σφαιρική πρωτεϊνική κάψουλα, η οποία περικλείεται από πρωτεϊνικά πεπλομερή, τα
οποία μοιάζουν σαν καρφιά που προεξέχουν του ιού. Τα πεπλομερή και των δύο κοροναϊών «κλειδώνουν» στους
υποδοχείς των ίδιων ανθρώπινων κυττάρων που βρίσκονται στους πνεύμονες των
ανθρώπων. Έτσι, ο ιός εισβάλει μέσα στο κύτταρο. Μόλις μπει αντιγράφει τον
μηχανισμό αναπαραγωγής του ανθρώπινου κυττάρου και δημιουργεί πολλά αντίγραφά
του εαυτού του, ενώ στην συνέχεια βγαίνει από το κύτταρο, το οποίο «σκοτώνει»
κατά τη διαδικασία αυτή.
Όλα τα εμβόλια λειτουργούν σύμφωνα με την ίδια βασική αρχή.
Εισάγουν με ενέσιμο συνήθως τρόπο στον ανθρώπινο οργανισμό ένα μέρος ή ολόκληρο
τον εκάστοτε παθογόνο οργανισμό σε χαμηλή δόση, ώστε να ωθήσουν το
ανοσοποιητικό μας σύστημα να δημιουργήσει αντισώματα κατά του παθογόνου. Τα
αντισώματα είναι η «μνήμη» του οργανισμού μας απέναντι σε οτιδήποτε το βλάπτει.
Όταν ο οργανισμός εντοπίσει ξανά μέσα του το κάθε παθογόνο ενεργοποιείται
αμέσως και το σκοτώνει.
Πολλά από τα παραδοσιακά εμβόλια επιτυγχάνουν την ανοσία
εισάγοντας στον οργανισμό ενεργούς, αλλά εξασθενημένους, ολόκληρους τους ιούς.
Ωστόσο, η μέθοδος αυτή έχει αρκετά ψεγάδια. Αρχικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι
ο ιός παραμένει ενεργός είναι πιθανό να προκαλέσει στον άνθρωπο κάποια από τα
συμπτώματά του και να τον κάνει να αρρωστήσει ελαφρά. Παράλληλα, για να γίνει ο
εμβολιασμός πιο ανθεκτικός θα πρέπει να χορηγηθούν πολλαπλές δόσεις του
εξασθενημένου ιού. Κάποια από τα εργαστήρια που προσπαθούν να δημιουργήσουν τα
εμβόλια για τον Covid-19
χρησιμοποιούν αυτή την παραδοσιακή μέθοδο, ωστόσο κάποια άλλα πάνε ένα βήμα
παραπέρα ακολουθώντας πιο σύγχρονη τεχνολογία.
Για παράδειγμα, η εταιρεία Novavax προσπαθεί να δημιουργήσει ένα
ανασυνδυασμένο εμβόλιο. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί να αποσπάσει τον γενετικό
κώδικα των πρωτεϊνικών πεπλομερών του SARS-CoV-2,
τα οποία είναι και το μέρος του ιού που είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν την ανοσοαντίδραση
του ανθρώπινου οργανισμού. Στη συνέχεια σκοπός είναι να τα εισάγει στο
γονιδίωμα ενός βακτηρίου ή μύκητα, αναγκάζοντας αυτούς τους μικροοργανισμούς να
παράγουν μεγάλες ποσότητες της πρωτεΐνης των πεπλομερών.
Άλλες εταιρείες ακολουθούν ακόμα πιο σύγχρονες μεθόδους. Η Moderna και
η CureVac με βάση τη
Βοστώνη δεν στέκονται στα πεπλομερή, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν τα
εμβόλιά τους από τον γενετικό κώδικα του ίδιου του κοροναϊού. Έτσι, δημιουργούν
εμβόλια από το Αγγελιαφόρο RNA, το οποίο μεταφέρει τη γενετική πληροφορία από
το DNA στα ριβοσώματα για την πρωτεΐνοσύνθεση των κυττάρων.
Τα εμπόδια
Ωστόσο, η δημιουργία ενός εμβολίου που τελικά θα είναι
απόλυτα επιτυχημένο δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Ακόμα και μετά τις πρώτες
δοκιμές όλοι οι επιστήμονες συμφωνούν σε ένα πράγμα: Δεν γίνεται να δοθεί το
εμβόλιο στην κυκλοφορία πριν περάσουν τουλάχιστον δώδεκα με δεκαοχτώ μήνες.
«Η εμπειρία μας με τη δημιουργία εμβολίων μάς λέει ότι θα
πρέπει να περιμένεις συνέχεια πού θα σκοντάψεις», αναφέρει ο Χάτσετ. Αυτό που
εννοεί είναι ότι το «κλειδί» είναι η ποικιλία και το στάδιο που είναι το πιο
πιθανό να σκοντάψει η οποιαδήποτε προσέγγιση είναι οι κλινικές δοκιμές σε
ανθρώπους.
Οι κλινικές δοκιμές, οι οποίες είναι απαραίτητες για την
έγκριση των εμβολίων, έχουν τρεις φάσεις. Αρχικά, εφαρμόζεται σε μια ομάδα
λίγων δεκάδων υγιών εθελοντών, οι οποίοι παρακολουθούνται για παρενέργειες και
αποτελέσματα. Στη συνέχεια, η δοκιμή γίνεται σε μερικές εκατοντάδες εθελοντών
συνήθως σε κάποιο σημείο του κόσμου που είναι βαθιά επηρεασμένο από την
επιδημία. Τέλος, η δοκιμή γίνεται σε μια ομάδα χιλιάδων εθελοντών. Ωστόσο, το
ρίσκο που υπάρχει κατά τη διάρκεια των δοκιμών είναι το υψηλό επίπεδο της
αποχώρησης των εθελοντών μεταξύ των διαφορετικών φάσεων.
«Δεν φτάνουν στον τερματισμό όλα τα άλογα που ξεκινούν την
κούρσα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπρους Γκέλιν, ο οποίος διευθύνει ένα
παγκόσμιο εμβολιαστικό πρόγραμμα για το μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο Sabin Vaccine, το οποίο αναζητά
επίσης το εμβόλιο του Covid-19.
Οι λόγοι γι’ αυτήν την αποχώρηση είναι πολλοί. Αυτό μπορεί
να συμβεί διότι οι υποψήφιοι ίσως τελικά δεν είναι ασφαλές δείγμα ή δεν είναι
αποτελεσματικοί ή πολύ συχνά και τα δύο. Η επιλογή και η απόρριψη των υποψηφίων
είναι κρίσιμης σημασίας και γι’ αυτό το λόγο οι κλινικές δοκιμές δεν μπορούν να
παραλειφθούν ή να γίνουν βιαστικά.
Επιπλέον, η ταχύτητα έγκρισης του εμβολίου για τον SARS-CoV-2
θα είναι αργή καθώς δεν έχει δημιουργηθεί ξανά εμβόλιο για τον συγκεκριμένο ιό
και οι τεχνολογίες βάσει των οποίων θα κατασκευαστούν τα περισσότερα από τα
εμβόλια δεν έχουν ελεγχθεί επαρκώς στο παρελθόν. Όπως μάλιστα τονίζουν οι
επιστήμονες μέχρι τώρα δεν έχει εγκριθεί κανένα εμβόλιο που δημιουργήθηκε από
το γενετικό υλικό του ιού, όπως αυτό που ετοίμασε η Moderna. Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ
σημαντικό να μην υπάρξει βιασύνη στους ελέγχους.
Εξαιτίας όλων αυτών ένα υποψήφιο εμβόλιο χρειάζεται συνήθως
μια δεκαετία για να λάβει έγκριση ακολουθώντας τις κλασικές διαδικασίες. Έτσι,
όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ζήτησε στις 2 Μαρτίου το εμβόλιο να
είναι έτοιμο μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, οι περισσότεροι
ερευνητές απλώς… γέλασαν.
«Όπως όλοι οι ερευνητές εμβολίων δεν θεωρώ ότι μπορούμε να
έχουμε έτοιμο ένα εμβόλιο σε λιγότερο από 18 μήνες», αναφέρει η επιστήμονας
Ανελί Γουάιλντερ-Σμιθ του Πανεπιστημίου Υγιεινής και Τροπικής Φαρμακευτικής του
Λονδίνου, ένα χρονικό περιθώριο που είναι ήδη πολύ σύντομο και με την
προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κανένα εμπόδιο.
Βρέθηκε, εγκρίθηκε,
αλλά τα εμπόδια συνεχίζονται
Ωστόσο, ακόμα και όταν φτάσει η στιγμή της έγκρισης θα
πρέπει να αντιμετωπιστούν δυο ακόμα πιθανά προβλήματα. Αμέσως θα χρειαστούν
τεράστιες ποσότητες του εμβολίου και πολλές από τις εταιρείες που αναζητούν το
εμβόλιο δεν έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για μια μαζική παραγωγή. Εξάλλου
ήδη επενδύουν πολύ χρόνο, χρήματα και προσπάθεια για την δημιουργία υποψήφιων
εμβολίων, τα περισσότερα από τα οποία δεν θα είναι κατάλληλα. Γι’ αυτό
οργανώσεις όπως η Cepi
προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα κονδύλια στα εργαστήρια.
Κι όταν ξεπεραστεί κι αυτό το εμπόδιο μένει ακόμα ένα, ίσως
το πιο κρίσιμο απ’όλα. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ειδικός στην παγκόσμια υγεία,
Τζόναθαν Κουίκ του Πανεπιστημίου Ντιούκ της Βόρειας Καρολίνας «το να αποδειχθεί
ότι το εμβόλιό σου είναι ασφαλές και αποτελεσματικό στους ανθρώπους είναι μόλις το 1/3 όσων
πρέπει να γίνουν για ένα παγκόσμιο πρόγραμμα εμβολιασμού. Η βιολογία των ιών
και η τεχνολογία των εμβολίων μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες, ωστόσο η
πολιτική και η οικονομία μπορεί να αποτελέσουν το πραγματικό εμπόδιο στον
εμβολιασμό».
Το πρόβλημα έγκειται στο πώς θα επιβεβαιώσεις ότι το εμβόλιο
θα φτάσει σε όλους αυτούς που το έχουν ανάγκη και κάθε χώρα έχει θεσπίσει τους δικούς
της κανόνες. Για παράδειγμα, στην Βρετανία, σε μια υποτιθέμενη επιδημία γρίπης
λαμβάνουν προτεραιότητα στον εμβολιασμό όσοι δουλεύουν στον χώρο της υγείας,
αλλά και οι ευπαθείς ομάδες, όπως παιδιά και έγκυες γυναίκες. Ωστόσο, σε μια
πανδημία οι χώρες θα πρέπει να «παλέψουν» μεταξύ τους για να έχουν τα εμβόλια
που χρειάζονται και συνήθως αυτές που βγαίνουν χαμένες είναι οι πιο φτωχές
χώρες με τα πιο προβληματικά συστήματα υγείας, με λίγα λόγια αυτές που το έχουν
περισσότερο ανάγκη. Για παράδειγμα, στην πανδημία της γρίπης Η1Ν1, η
πλειονότητα των εμβολίων λήφθηκε από χώρες που μπορούσαν να τα αποκτήσουν πιο
εύκολα αφήνοντας τις φτωχές χώρες με λίγα περισσεύματα.
Σε περιπτώσεις απλών επιδημιών, ο Παγκόσμιος Οργανισμός
Υγείας προσπαθεί να φέρει σε επαφή κυβερνήσεις, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς
που φροντίζουν για την χρηματοδότηση και τους δημιουργούς των εμβολίων για να
χαράξουν μια παγκόσμια στρατηγική διανομής τους, ενώ διασφαλίζονται και
κονδύλια για να εξασφαλίσουν την διανομή εμβολίων και στις φτωχές χώρες.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις πανδημίας οι χώρες δεν δεσμεύονται από τις προτάσεις του
ΠΟΥ και αποφασίζουν με βάση το καλό και τις ανάγκες τους.
Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι οι ερευνητές είναι ότι η
πανδημία θα τελειώσει πιθανότατα πριν να υπάρξει διαθέσιμο κάποιο εμβόλιο κατά
του νέου κοροναϊού. Ακόμα κι έτσι, το εμβόλιο θα σώσει πολλές ζωές, ειδικά αν
ιός γίνει ενδημικός ή εποχιακός, όπως η γρίπη. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει
να αναμένουμε πολλά εποχιακά ξεσπάσματα κάθε χρόνο. Ως τότε η μόνη θεραπεία
είναι η πρόληψη και ο περιορισμός της ασθένειας όσο περισσότερο γίνεται.
Ως τότε η μόνη «θεραπεία» είναι μια: Πλύντε τα χέρια σας και
μείνετε σπίτι.
*Με στοιχεία από ρεπορτάζ του Guardian