«Τυφλή» η δικαιοσύνη στις ΗΠΑ όταν αστυνομικοί σκοτώνουν Αφροαμερικανούς



Πώς κατέληξαν δικαστικά τέσσερις «διάσημες» υποθέσεις φόνου Αφροαμερικανών από αστυνομικούς, οι οποίες είχαν προκαλέσει παγκόσμιο σάλο και διαδηλώσεις


Στο ίδιο έργο θεατές βρίσκονται οι πολίτες της Αμερικής και όλου του κόσμου, ενός δραματικού έργου που επαναλαμβάνεται συνεχώς στις πολιτείες των ΗΠΑ και το μόνο ποτ αλλάζει είναι τα ονόματα των δραστών και των θυμάτων. Από την άλλη, η ταυτότητά τους παραμένει πάντοτε ίδια: Δράστες λευκοί αστυνομικοί και θύματα άοπλοι Αφροαμερικάνοι.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που σύμφωνα με μια έρευνα, η πρώτη αιτία θανάτου των νεαρών Αφροαμερικανών είναι ο πυροβολισμός από αστυνομικό. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο πεθάνει ένας στους χίλιους μαύρους άντρες ή αγόρια στα χέρια της αστυνομίας, ένας αριθμός που είναι 2,5 φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο για τους αντίστοιχους λευκούς άντρες.

Την τελευταία δεκαετία έχουμε γίνει μάρτυρες δεκάδων αναίτιων φόνων Αφροαμερικανών από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες γέννησαν το κίνημα «Black Lives Matter» (Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία) και προκάλεσαν μεγαλειώδεις διαδηλώσεις στις ΗΠΑ. Ωστόσο η δικαιοσύνη στις ΗΠΑ μοιάζει να είναι τυφλή σε περιπτώσεις αστυνομικής βίας ειδικά όταν αυτή αφορά Αφροαμερικανούς. Παρά τις διαδηλώσεις, τον ξεσηκωμό του κόσμου και την κοινωνική κατακραυγή, οι αστυνομικοί τις περισσότερες φορές τελικά απαλλάσσονται. Οι παρακάτω είναι μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις δολοφονίας Αφροαμερικανών που προκάλεσαν πλήθος αντιδράσεων με τους δράστες ωστόσο να αθωώνονται πλήρως.

Τρέιβον Μάρτιν

Η δολοφονία του 17χρονου Τρέιβον Μάρτιν ήταν αυτή που γέννησε το κίνημα «Black Lives Matter» και οδήγησε εκατομμύρια Αμερικανούς στους δρόμους. Στις 26 Φεβρουαρίου 2012, ο 17χρονος Τρέιβον πέφτει νεκρός από τα πυρά του Τζορτζ Ζίμερμαν στο Σάνφορντ της Φλόριντα. Ο Ζίμερμαν είναι ο οργανωτής της πολιτοφυλακής στην περιοχή του, η οποία υπόκειτο στην αστυνομία. Ο νεαρός είχε επισκεφτεί με τον πατέρα του το σπίτι της μητριάς του και το βράδυ της 26ης επέστρεφε με τα πόδια από το ψιλικατζίδικο στο σπίτι της γυναίκας, όπου έβλεπε τηλεόραση με τον γιο της. Ο Ζίμερμαν βλέποντάς τον τόν θεώρησε «ύποπτο» επειδή φορούσε κουκούλα (εκείνη την ημέρα έβρεχε) και ενημέρωσε την αστυνομία. Όπως ακούγεται να λέει στην κλήση την αστυνομία «μοιάζει να ετοιμάζει κάτι ή να σαν να έχει πάρει ναρκωτικά». Αν και από την αστυνομία του είπαν να μην τον ακολουθήσει, λίγο αργότερα υπήρξε διαπληκτισμός μεταξύ του Ζίμερμαν και του Μάρτιν και ο πρώτος τον πυροβόλησε στο στήθος. Ο Μάρτιν έπεσε αμέσως νεκρός, ωστόσο ο Ζίμερμαν δεν κατηγορήθηκε για τίποτα, τουλάχιστον αρχικά.


Ύστερα από την κατακραυγή που ακολούθησε, οι αρχές αναγκάστηκαν τελικά να του ασκήσουν κατηγορίες και ο Ζίμερμαν οδηγήθηκε σε δίκη. Τελικά, τον Ιούλιο του 2013, ο Ζίμερμαν αθωώθηκε πλήρως από τις κατηγορίες καθώς οι ένορκοι δεν θεώρησαν ότι έδρασε παράνομα, αλλά απλώς υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Η έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης που ακολούθησε απάλλαξε επίσης τον Ζίμερμαν από τις κατηγορίες για ρατσιστικό έγκλημα. Η αθώωσή του προκάλεσε κύμα οργής σε όλες τις ΗΠΑ με τον πρόεδρο της χώρας, Μπαράκ Ομπάμα, να δηλώνει ότι «Θα μπορούσα να ήμουν εγώ ο Τρέιβον». Ο Ζίμερμαν τον Δεκέμβριο του 2019 μήνυσε για 100 εκατ. δολάρια την οικογένεια του Τρέιβον Μάρτιν για διασπορά ψευδών κατηγοριών και παρενόχληση.

Έρικ Γκάρνερ

Ο θάνατος του Έρικ Γκάρνερ σόκαρε όσο λίγοι την παγκόσμια κοινότητα καθώς φωνάζει στους αστυνομικούς ότι δεν μπορεί να ανασάνει, ενώ ένας αστυνομικός του κόβει τον αέρα με ένα κεφαλοκλείδωμα. Η αστυνομία του Στέιτεν Άιλαντ πίστευε ότι ο 44χρονος Αφροαμερικανός πουλούσε λαθραία τσιγάρα κι έτσι στις 17 Ιουλίου 2014, τον πλησίασε ενώ αυτός βρισκόταν σε ένα πεζοδρόμιο. Ο Γκάρνερ είπε στους αστυνομικούς ότι βαρέθηκε να τον παρενοχλεί η αστυνομία καθώς δεν πουλούσε παράνομα τσιγάρα. Οι αστυνομικοί αντέδρασαν με έναν από αυτούς, τον Ντάνιελ Πανταλέο, να επιχειρεί να του περάσει χειροπέδες. Όταν ο Γκάρνερ αντιστάθηκε, ο Πανταλέο του έκανε κεφαλοκλείδωμα και τον έριξε στο έδαφος. Για αρκετή ώρα τον κρατούσε από τον λαιμό, ενώ οι υπόλοιποι αστυνομικοί προσπαθούσαν να τον κρατήσουν ακίνητο μπρούμυτα. Ένα βίντεο περαστικού κατέγραψε όλη τη σκηνή και ο Γκάρνερ ακούγεται 11 φορές να λέει «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Όταν τελικά έχασε τις αισθήσεις του, οι αστυνομικοί τον γύρισαν στο πλάι, κάλεσαν ασθενοφόρο και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατός του.



Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατός του ήταν δολοφονία, το οποίο ωστόσο ορίζεται ως «θάνατος που προκλήθηκε από κάποιον άλλο χωρίς να υποδηλώνει αναγκαστικά εγκληματική ενέργεια». Συγκεκριμένα, ο θάνατος του Γκάρνερ προκλήθηκε από την πίεση της αναπνευστικής του οδού καθώς και της πίεσης του στήθους του στο έδαφος σε συνδυασμό με το άσθμα που είχε ο  44χρονος. Η υπόθεση παραπέμφθηκε σε σώμα ενόρκων για να αποφασίσει αν ο Πανταλέο θα πρέπει να οδηγηθεί σε δίκη. Εκεί, ο αστυνομικός που έκανε το κεφαλοκλείδωμα στον Γκάρνερ κρίθηκε αθώος και οι ένορκοι αποφάσισαν να μην του ασκήσουν καμία κατηγορία. Για ακόμα μια φορά ακολούθησαν γιγαντιαίες διαδηλώσεις με σύνθημα το «I cant breath» (Δεν μπορώ να ανασάνω) που φώναζε ο Γκάρνερ. Τελικά, το 2015 η πόλη της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε την συμφωνία σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την οικογένεια του Γκάρνερ για το ποσό των 5,9 εκατ. δολαρίων. Ο Πανταλέο τελικά απολύθηκε από την αστυνομία της Νέας Υόρκης τον Αύγουστο του 2019, πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Γκάρνερ.

Ταμίρ Ράις

Ο Ταμίρ Ράις στις 22 Νοεμβρίου 2014 ήταν 12 χρονών. Εκείνη την ημέρα γυρνούσε σε μια γειτονιά του Κλίβελαντ με ένα ψεύτικο αεροβόλο όπλο. Η αστυνομία έλαβε κλήση σχετικά με έναν ύποπτο που κρατούσε ένα πιστόλι και απειλούσε διερχόμενους και δύο αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, ζήτησαν πολλές φορές από τον Ταμίρ να σηκώσει τα χέρια του στον αέρα, αλλά εκείνος δεν υπάκουσε και προσπάθησε να πιάσει το όπλο του, το οποίο οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν ότι είναι ψεύτικο. Ο ένας εκ των αστυνομικών, ο Τίμοθι Λόχμαν, πυροβόλησε τον Ράις στον κορμό με αποτέλεσμα ο 12χρονος να πεθάνει μια μέρα μετά.


Τέσσερις μέρες μετά την δολοφονία του, δόθηκε στη δημοσιότητα ένα βίντεο από κάμερα κλειστού κυκλώματος στο οποίο φαίνεται ότι ο Ταμίρ Ράις παίζει με ένα ψεύτικο όπλο στην άκρη ενός πάρκου. Ένα περιπολικό σταματάει και δευτερόλεπτα αργότερα ο Ράις πυροβολείται. Το βίντεο προκάλεσε μεγάλη κατακραυγή καθώς ο χρόνος που μεσολάβησε από την άφιξη του περιπολικού και τον πυροβολισμό δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό των αστυνομικών ότι φώναξαν τρεις φορές στον Ράις να σηκώσει τα χέρια του. Παράλληλα, μαρτυρίες από ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά αναφέρουν ότι δεν άκουσαν την αστυνομία να προειδοποιεί τον Ράις.

Παράλληλα, στη δημοσιότητα δόθηκε και το τηλεφώνημα του πολίτη προς την αστυνομία, ο οποίος ενημέρωσε για την ύπαρξη κάποιου που γυρνάει με όπλο. Όπως αποδείχτηκε ο πολίτης πολλές φορές είπε ότι το πιστόλι είναι «πιθανότατα ψεύτικο», αλλά ήθελε να καταγγείλει το γεγονός γιατί ο νεαρός τρόμαζε τους περαστικούς. Παράλληλα, τους ανέφερε ότι ο ύποπτος είναι «πιθανότατα έφηβος».

Στη προδικαστική διαδικασία που ακολούθησε, το σώμα των ενόρκων αποφάσισε να μην ασκήσει κατηγορίες εναντίον ούτε του Λόχμαν ούτε του δεύτερου αστυνομικού που βρισκόταν στο περιπολικό, του Φρανκ Γκάρμπακ, και κατ’ επέκταση να μην οδηγηθούν σε δίκη. Η οικογένεια του Ράις κατηγόρησε τον εισαγγελέα που είχε αναλάβει να τους εκπροσωπήσει ότι ενήργησε μεροληπτικά και έδρασε περισσότερο ως συνήγορος των Λόχμαν και Γκάρμπακ παρουσιάζοντας τα στοιχεία με ανάλογο τρόπο. Τον Δεκέμβριο του 2014, η οικογένεια του Ράις κατέθεσε μήνυση κατά των δύο αστυνομικών και της πόλης του Κλίβελαντ και τελικά οδηγήθηκαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με αποζημίωση έξι εκατ. δολαρίων.


Ο Λόχμαν απολύθηκε τελικά από την αστυνομία το 2017, καθώς ανακαλύφθηκε ότι σε μια προηγούμενη εργασία του ως αστυνομικός σε ένα μικρό προάστιο του Κλίβελαντ είχε θεωρηθεί ψυχικά ασταθής και ακατάλληλος για την δουλειά αυτή. Ο Λόχμαν δεν είχε συμπεριλάβει αυτήν την αναφορά στην αίτηση για εργασία που είχε καταθέσει στην αστυνομία του Κλίβελαντ και απολύθηκε επειδή «απέκρυψε στοιχεία».

Μάικλ Μπράουν

Στις 9 Αυγούστου 2014, ένας ακόμα θάνατος Αφροαμερικανού έρχεται να ξεσηκώσει όλες τις ΗΠΑ και να οδηγήσει σε πολυήμερες διαδηλώσεις με πολλά επεισόδια. Ο 18χρονος Μάικλ Μπράουν έπεσε νεκρός από τα πυρά του αστυνομικού Ντάρεν Γουίλσον στο Φέργκιουσον του Μισούρι.

Ο Γουίλσον υποστήριξε ότι ο Μπράουν του επιτέθηκε ενώ ακόμα αυτός ήταν μέσα στο περιπολικό και μάλιστα του έριξε δύο γροθιές. Αυτός προσπάθησε να αμυνθεί και όπως είχε δηλώσει σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα γκλομπ ή τον φακό του για να αμυνθεί, όμως πρόσθεσε ότι φοβήθηκε πως τίποτε από τα δύο δεν θα ήταν αποτελεσματικό. Τότε, τράβηξε το όπλο του, το οποίο ο Μπράουν άρπαξε και το έστριψε μέχρι που το έχωσε στον γοφό του Γουίλσον. Όταν τελικά ο Γουίλσον ελευθερώθηκε,  έριξε έναν πυροβολισμό από το εσωτερικό του περιπολικού. Ο Μπράουν απομακρύνθηκε, αλλά μετά του επιτέθηκε και πάλι. Ο Γουίλσον πυροβόλησε ξανά και τότε ο Μπράουν άρχισε να τρέχει. Ο αστυνομικός βγήκε από το περιπολικό και τον κυνήγησε. Μόλις διέσχισε τον δρόμο ο Μπράουν γύρισε και κοίταξε τον Ουίλσον, που στεκόταν λιγότερα από 3 μέτρα μακριά. Ο αστυνομικός του είπε να πέσει στο έδαφος, ο νεαρός δεν τον υπάκουσε. Υποχωρώντας γρήγορα, ο Γουίλσον πυροβόλησε πολλές φορές.



Την μαρτυρία του Γουίλσον ωστόσο αντέκρουσε αυτή του Ντόριαν Τζόνσον, του φίλου του Μάικλ Μπράουν που βρισκόταν μαζί του. Αυτός υποστήριξε ότι ο Γουίλσον σταμάτησε με το περιπολικό ξυστά δίπλα τους γιατί νόμιζε ότι είπαν κάτι γι’ αυτόν και άνοιξε απότομα την πόρτα χτυπώντας μάλιστα τον Τζόνσον. Ο νεαρός είπε πως ο Μπράουν έκλεισε την πόρτα του περιπολικού, αλλά ο αστυνομικός τον τράβηξε από την μπλούζα προς το όχημα του, χωρίς να τον αφήνει να φύγει. Σύμφωνα με τον φίλο του, ο Μπράουν κατάφερε να πιάσει τους καρπούς του αστυνομικού και να τον ακινητοποιήσει προσπαθώντας να διαφύγει. Πράγματι, τότε σημειώθηκε ο πρώτος πυροβολισμός μέσα από το περιπολικό. Σύμφωνα με τον Τζόνσον, ο Μπράουν τραυματισμένος άρχισε να τρέχει και τότε δέχθηκε τη δεύτερη βολή από πίσω που τον ακινητοποίησε. Ο Μπράουν γύρισε προς τον Γουίλσον και σήκωσε τα χέρια ψηλά φωνάζοντας: «Μην πυροβολείτε, δεν έχω όπλο». Ο Γουίλσον τον πυροβόλησε τότε άλλες τέσσερις φορές.

Στη συνέχεια, η ιδιωτική νεκροψία που διενεργήθηκε από τον πρώην ιατροδικαστή της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπέιντεν, ανέφερε πως μία από τις σφαίρες εισήλθε από την κορυφή του κρανίου, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο 18χρονος ήταν με το κεφάλι του σκυμμένο όταν τον πυροβόλησε ο αστυνομικός. Ο Μπράουν είχε δεχθεί ακόμα πέντε σφαίρες, όλες από μπροστά.


Λίγους μήνες μετά, συστήθηκε ένα σώμα ενόρκων για να κρίνει αν πρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες κατά του αστυνομικού Ντάρεν Γουίλσον. Οι ένορκοι αποφάσισαν ότι δεν θα πρέπει να κατηγορηθεί για τίποτα καθώς ενήργησε υπό το καθεστώς της αυτοάμυνας. Το 2015 μετά από έρευνά του, το υπουργείο Δικαιοσύνης επίσης απάλλαξε τον Γουίλσον από κάθε κατηγορία.

Ύστερα από την πλήρη απαλλαγή του Γουίλσον το Φέργκιουσον πήρε κυριολεκτικά «φωτιά». Σχεδόν για δέκα ημέρες οι διαδηλώσεις, οι μάχες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών, οι πυρπολήσεις και τα επεισόδια ήταν συνεχή. Λίγο μετά την αθώωσή του ο Γουίλσον παραιτήθηκε από την αστυνομία της πόλης καθώς όπως είπε δεχόταν απειλές για  τη ζωή του.