Ξεκλήρισέ την οικογένειά του και έζησε 18 χρόνια σαν να μην είχε συμβεί τίποτα


Η ιστορία του ευσεβούς λογιστή από το Νιου Τζέρσεϊ, ο οποίος το 1971 σκότωσε τη σύζυγό του, τη μητέρα του και τα τρία παιδιά του. Εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος και συνελήφθη δύο δεκαετίες αργότερα χάρη σε μια τηλεοπτική εκπομπή

Το σπίτι στο Westfield του Νιου Τζέρσεϊ, ήταν ένα τριώροφο αρχοντικό βικτωριανού στυλ. Για εβδομάδες, στα τέλη του Νοεμβρίου του 1971, κανείς δεν έμπαινε ούτε έβγαινε. Τα φώτα ήταν αναμμένα μέρα και νύχτα, και τα γράμματα έμεναν στην πόρτα.

Οι γείτονες θεώρησαν πως η οικογένεια Λιστ είχε φύγει σε ταξίδι. Μέχρι που, στις 7 Δεκεμβρίου, η αστυνομία μπήκε στο σπίτι και αποκάλυψε την φρίκη

Μια ολόκληρη οικογένεια είχε ξεκληριστεί και ο πατέρας, ο 46χρονος Τζον Λιστ ήταν άφαντος…

Μια… τέλεια οικογένεια

Ο Τζον Εμίλ Λιστ γεννήθηκε το 1925 στο Μίσιγκαν, σε μια γερμανικής καταγωγής λουθηρανική οικογένεια. Ο πατέρας του, Τζον Φρέντερικ Λιστ, ήταν αυστηρός και θρησκόληπτος, ενώ η μητέρα του, Άλμα, ήταν μια σιωπηλή, πειθαρχημένη γυναίκα που έβλεπε στον μοναχογιό της ένα παιδί προορισμένο για «καθαρή ζωή και σωτηρία».
Από νωρίς, ο Τζον έμαθε πως η πίστη, η τάξη και η υπακοή ήταν οι θεμέλιοι λίθοι του κόσμου.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε στον στρατό και στη συνέχεια σπούδασε λογιστική στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Ο ίδιος περιγραφόταν από συμφοιτητές του ως «άκαμπτος, ευγενικός αλλά ψυχρός». Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τις κοινωνικές εξόδους των συνομηλίκων του.

Το 1951 γνώρισε την Έλεν Μόρις Τέιλρο, χήρα ενός συναδέλφου του από τον στρατό. Ήταν μεγαλύτερή του κατά δύο χρόνια, ζωηρή, και έμοιαζε να φέρνει ισορροπία στην ψυχρή του ιδιοσυγκρασία. Παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά, και σύντομα απέκτησαν τρία παιδιά: Το 1955 την Πατρίσια, έναν χρόνο μετά τον Τζον τζούνιορ και το 1958 τον Φρέντερικ.

Η οικογένεια μετακινούνταν συχνά λόγω της εργασίας του Τζον Λιστ. Το 1965 εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Westfield, Νιου Τζέρσεϊ, σε ένα επιβλητικό αρχοντικό που ονόμασαν Breeze Knoll.

Εξωτερικά, η οικογένεια φάνταζε υποδειγματική. Παρακολουθούσαν κάθε Κυριακή τη λειτουργία στην λουθηρανική εκκλησία , όπου ο Τζον δίδασκε κατηχητικό. Ο ίδιος περιέγραφε αργότερα αυτή την περίοδο ως «μια ζωή που έμοιαζε σωστή, αλλά στην ουσία ήταν μια πρόβα της κατάρρευσης».

Η οικονομική πίεση και η θρησκευτική εμμονή

Πίσω από τους τοίχους του Breeze Knoll όμως, η ζωή των Λιστ άρχισε σταδιακά να καταρρέει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Τζον Λιστ έχασε τη θέση του ως οικονομικός διευθυντής σε εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Παρά το κύρος και την εκπαίδευσή του, ο χαρακτήρας του ψυχρός, τελειομανής και άκαμπτος, τον καθιστούσε δύσκολο συνεργάτη. Ανίκανος να ανεχθεί την «ταπείνωση» της ανεργίας, δεν αποκάλυψε τίποτα στην οικογένειά του.

Για περισσότερο από ένα χρόνο, έφευγε κάθε πρωί ντυμένος με το κοστούμι του, κατευθυνόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό, και περνούσε τις ημέρες του διαβάζοντας εφημερίδες ή καθισμένος στο πάρκο. Εν τω μεταξύ, τα οικονομικά προβλήματα διογκώνονταν και πλέον είχε να συντηρήσει και τη μητέρα του Άλμα που είχε μετακομίσει στο σπίτι τους.

Η Έλεν, η σύζυγός του, είχε αρχίσει να υποφέρει από αλκοολισμό και νευρική κατάρρευση. Έπασχε από σύφιλη, ένα μυστικό που κουβαλούσε από τον πρώτο της γάμο και το οποίο, όταν το αποκάλυψε στον Τζον τον γέμισε αποστροφή. Ο ίδιος άρχισε να τη θεωρεί «ηθικά μολυσμένη».

Η κόρη, Πατρίσια ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, κάτι που ο πατέρας της θεωρούσε προσβολή απέναντι στον Θεό. Όπως δήλωσε αργότερα σε κατάθεσή του, «φοβόμουν πως τα παιδιά μου θα εγκατέλειπαν την πίστη και θα κατέληγαν στην κόλαση».

Η θρησκευτική του εμμονή και η ψυχολογική του απομόνωση άρχισαν να μετατρέπουν την απόγνωση σε μια στρεβλή «λογική σωτηρίας».

9 Νοεμβρίου 1971

Το πρωινό της Τρίτης 9 Νοεμβρίου 1971, το σπίτι στο Westfield, New Jersey, έμοιαζε ήσυχο.
Όμως στο μυαλό του Τζον Λιστ, το «σχέδιο σωτηρίας» είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί. Είχε περάσει εβδομάδες προετοιμάζοντας κάθε λεπτομέρεια.
Έκλεισε τραπεζικούς λογαριασμούς, έστειλε ειδοποιήσεις για τη διακοπή των συνδρομών, και φρόντισε ώστε κανείς να μην αναζητήσει την οικογένεια για αρκετές εβδομάδες.

Περίπου στις 9:00 το πρωί, αφού αποχαιρέτησε τα παιδιά που έφυγαν για το σχολείο, ανέβηκε στον επάνω όροφο όπου έμενε η μητέρα του, Άλμα.
Με ένα όπλο τύπου Steyr 9mm, της είπε ότι είχε «κάτι να της δείξει στο γραφείο», κι εκεί την πυροβόλησε εξ επαφής στον κρόταφο.
Αργότερα θα ισχυριστεί πως «ήταν η πρώτη που θα πήγαινε στον παράδεισο».

Έπειτα κατέβηκε στο ισόγειο.
Η σύζυγός του Έλεν, που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας πίνοντας τον πρωινό της καφέ, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Την πυροβόλησε από πίσω στο κεφάλι. Τύλιξε το σώμα της με ένα ύφασμα και το έκρυψε σε ένα δωμάτιο του σπιτιού.

Στη συνέχεια, περίμενε να επιστρέψουν τα παιδιά από το σχολείο.
Η 16χρονη Πατρίσια και ο 13χρονος Φρέντερικ ήταν τα επόμενα θύματα. Ο Τζον υποδέχθηκε τα παιδιά στην είσοδο και τα σκότωσε μεθοδικά, «πριν προλάβουν να φοβηθούν» όπως είπε αργότερα.
Το απόγευμα, πήγε στο σχολείο του 15χρονου Τζον τζούνιορ που είχε μείνει για προπόνηση ποδοσφαίρου, τον έφερε στο σπίτι και τον πυροβόλησε επίσης. Σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές αναφορές το παιδί αντιστάθηκε και χρειάστηκε πολλές σφαίρες.

Όλα τα σώματα, εκτός της μητέρας του, τοποθετήθηκαν προσεκτικά σε ένα δωμάτιο, καλυμμένα με κουβέρτες και δίπλα σε ένα πορτρέτο του Ιησού.

Στη συνέχεια καθάρισε το σπίτι, έβγαλε όλες τις οικογενειακές φωτογραφίες από τα κάδρα, και έκλεισε τη θέρμανση. Πριν φύγει άνοιξε όλα τα φώτα και έβαλε το ραδιόφωνο σε έναν χριστιανικό σταθμό. «Ώστε το σπίτι να δείχνει ζωντανό», θα πει.

Πίσω του άφησε μια πεντασέλιδη επιστολή με αποδέκτη τον πάστορα της λουθηρανικής εκκλησίας του, εξηγώντας ότι «ο Θεός του ζήτησε να σώσει τις ψυχές της οικογένειάς του από την αμαρτία».

Η ανακάλυψη του εγκλήματος και η 18ετής εξαφάνιση

Για σχεδόν ένα μήνα, το τεράστιο αρχοντικό της οικογένειας Λιστ στεκόταν σιωπηλό αλλά αρχικά δεν κίνησε υποψίες. Οι γείτονες υπέθεταν πως η οικογένεια είχε φύγει ξαφνικά για ταξίδι ενώ ο Τζον Λιστ είχε φροντίσει να ενημερώσει το σχολείο για την απουσία των παιδιών υποστηρίζοντας ότι θα λείπουν για μερικές εβδομάδες καθώς έπρεπε να επισκεφθούν την άρρωστη μητέρα της γυναίκας του στη Βόρεια Καρολίνα. Είχε επίσης ενημερώσει να μην του αφήνουν τις εφημερίδες, το γάλα και το ταχυδρομείο λόγω της απουσίας.

Καθώς ο καιρός περνούσε όμως κάποιος από τους γείτονες πείστηκε ότι συμβαίνει κάτι περίεργο. Οι λάμπες του σπιτιού ήταν αναμμένες όλη μέρα και όταν κάποιες από αυτές κάηκαν δεν αντικαταστάθηκαν. Αποφάσισε να ενημερώσει την αστυνομία.

Οι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι από ένα παράθυρο στο υπόγειο και βρέθηκαν μπροστά στο φρικτό θέαμα. Με το ραδιόφωνό να παίζει ανακάλυψαν τα πτώματα της Έλεν και τον τριών παιδιών. Στη συνέχεια βρήκαν και αυτό της Άλμα σε ένα μικρό σοφίτα-δωμάτιο, πάνω από το γκαράζ.

Στο γραφείο του Τζον Λιστ εντοπίστηκε η επιστολή προς τον πάστορά του.
Σε αυτήν εξηγούσε, με χειρουργική ψυχρότητα, πως σκότωσε την οικογένειά του για να τους «αποτρέψει από την ηθική καταστροφή» και πως πίστευε ότι «έτσι θα πήγαιναν όλοι μαζί στον παράδεισο».

Ο Τζον Λιστ είχε εξαφανιστεί και το FBI τον έβαλε στη λίστα των πλέον καταζητούμενων εγκληματιών. Για 18 χρόνια όμως θα έμενε ασύλληπτος.

Η νέα ζωή του Τζον Λιστ και η σύλληψή του το 1989

Αφού ξεκλήρισε την οικογένεια του ο Τζον Λιστ «σκότωσε» και τη δική του ταυτότητα. Αμέσως μετά τις δολοφονίες, οδήγησε το αυτοκίνητό του στο αεροδρόμιο JFK, το εγκατέλειψε εκεί για να δώσει την εντύπωση ότι είχε φύγει με πτήση,
και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε τρένο με κατεύθυνση το Ντένβερ του Κολοράντο.
Εκεί ξεκίνησε μια νέα ζωή με νέο όνομα: Ρόμπερτ Πίτερ Κλαρκ, ταυτότητα ενός πρώην συμφοιτητή του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Ο Μπομ Κλαρκ ήταν ένας ήσυχος, ευγενικός λογιστής.
Συνέχιζε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, συμμετείχε στις ενοριακές δραστηριότητες,
και κανείς από όσους τον γνώρισαν στο Ντένβερ δεν υποψιάστηκε τίποτα.
Το 1985 παντρεύτηκε τη Ντελόρες Μίλερ, μια διαζευγμένη γυναίκα με θρησκευτικό υπόβαθρο, και σύντομα μετακόμισαν στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, όπου ο Λιστ βρήκε δουλειά σε λογιστικό γραφείο.

Για περίπου δύο δεκαετίες ζούσε τη δεύτερη ζωή του χωρίς κανείς να έχει καταλάβει τίποτα.

Η ανατροπή ήρθε το 1989, όταν το πρόγραμμα "America’s Most Wanted" του FOX αποφάσισε να αναβιώσει την υπόθεση.

Με τη βοήθεια του γλύπτη Φρανκ Μπέντερ, δημιουργήθηκε μια προτομή (φωτό) του Λιστ, με βάση φωτογραφίες του 1971 και υπολογισμούς για το πώς θα έμοιαζε σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα. Η προτομή προβλήθηκε στην εκπομπή στις 21 Μαΐου 1989.

Μερικές ημέρες αργότερα, μια γυναίκα που ζούσε στο Ντένβερ αναγνώρισε τον παλιό της γείτονα Μπομπ Κλαρκ και τηλεφώνησε στις αρχές. Το FBI έδρασε άμεσα και, στις 1 Ιουνίου 1989,
ο Τζον Λιστ συνελήφθη στο σπίτι του στη Βιρτζίνια. Αρχικά αρνήθηκε τα πάντα, όμως τα δακτυλικά αποτυπώματα και οι παλιές φωτογραφίες επιβεβαίωσαν την ταυτότητά του.

Όταν τελικά ομολόγησε, το έκανε με τον ίδιο ψυχρό, λογιστικό τρόπο που είχε διαπράξει τα εγκλήματά του. Είπε στους ανακριτές πως «δεν μπορούσε να αντέξει τη ντροπή της οικονομικής αποτυχίας» και πως πίστευε ότι «έσωσε» την οικογένειά του από την «πνευματική καταστροφή».

Η δίκη και το τέλος

Η δίκη του Τζον Λιστ ξεκίνησε στις 12 Απριλίου 1990, σχεδόν δεκαεννέα χρόνια μετά τα εγκλήματα.

Η εισαγγελία παρουσίασε μια αλυσίδα ψυχρού σχεδιασμού:
το γεγονός ότι ο List είχε πληρώσει τα χρέη του, είχε σταματήσει την παράδοση του ταχυδρομείου,
είχε αποσύρει τα παιδιά του ένα προς ένα από το σχολείο, και είχε στείλει επιστολές που δικαιολογούσαν την απουσία τους.
Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, όλα αυτά έδειχναν προμελέτη και όχι κάποια ψυχολογική “θολούρα”.
Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο ήταν η ομολογία-επιστολή του Λιστ προς τον πάστορά του,
στην οποία εξηγούσε πως είχε σκοτώσει την οικογένειά του για να “διασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής τους”.

Η υπεράσπιση προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο ότι ο List έπασχε από παρανοϊκή διαταραχή προσωπικότητας
και ότι ήταν “πνευματικά άρρωστος”, πιστεύοντας ειλικρινά πως έκανε το σωστό. Όμως οι ένορκοι δεν πείστηκαν.

Στις 12 Μαΐου 1990 κρίθηκε ένοχος για πέντε φόνους πρώτου βαθμού
και καταδικάστηκε σε πέντε ισόβιες ποινές διαδοχικά.
Κατά την εκφώνηση της απόφασης, παρέμεινε ψύχραιμος — σχεδόν ανέκφραστος.
Η μόνη του δήλωση προς το δικαστήριο ήταν: «Ζητώ συγχώρεση από τον Θεό. Δεν πιστεύω ότι θα την βρω στους ανθρώπους».

Μεταφέρθηκε σε φυλακή στο Νιού Τζέρσεϊόπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 21 Μαρτίου 2008, σε ηλικία 82 ετών.
Το έγκλημά του έγινε αντικείμενο βιβλίων, ντοκιμαντέρ και ταινιών,
όπως το “The Stepfather” (1987), που εμπνεύστηκε από την υπόθεση.
H σειρά «The Watcher» του Netflix άντλησε επίσης έμπνευση από την υπόθεση.

Το σπίτι στο Westfield, όπου έγινε το μακελειό, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1972. Δύο χρόνια μετά στη θέση του χτίστηκε νέο.

Το 2002, σε μια συνέντευξη του, έδειξε για πρώτη φορά ίχνη μετάνοιας για τα εγκλήματα του. «Εύχομαι να είχα κάνει ποτέ όσα έκανα. Μετανιώνω για τις πράξεις μου και προσεύχομαι για συγχώρεση από τότε. Δεν αυτοκτόνησα γιατί πίστευα ότι έτσι δεν θα πήγαινα στον παράδεισο και δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά την οικογένεια μου» υποστήριξε.