«Δουλέψτε πιο σκληρά, οι τάφοι δεν έχουν γεμίσει ακόμα»


Η σύλληψη του Φελισιέν Καμπούγκα επαναφέρει στο προσκήνιο το «ραδιοφώνο του θανάτου» στη γενοκτονία της Ρουάντα και μια από τις πιο μαύρες στιγμες της σύγχρονης ιστορίας



«Εξαφανίστε τις κατσαρίδες, είναι μια βρομερή φυλή», «Δουλέψτε πιο σκληρά, οι τάφοι δεν έχουν γεμίσει ακόμα»: Η φωνή από το ραδιόφωνο Radio Television Libre des Mille Collines (RTLM) δεν σταμάτησε ποτέ κατά τη διάρκεια των 100 ημερών της γενοκτονίας στην Ρουάντα. Καλούσε τους Χούτου να βγουν στους δρόμους με ματσέτες και ό,τι όπλο είχαν και να σκοτώσουν τους Τούτσι, τις «κατσαρίδες που βρόμιζαν τη χώρα».

Η Ρουάντα δεν είχε τηλεόραση και οι περισσότεροι κάτοικοί της δεν ήξεραν να διαβάζουν, οπότε το ραδιόφωνο είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στους Χούτου που ήδη πριν ξεκινήσει η γενοκτονία άκουγαν από το RTLM το κάλεσμα μίσους κατά των Τούτσι. Θεωρείται ότι οι μεταδόσεις του RTLM αποτέλεσαν βασικό παράγοντα για το ξέσπασμα του εμφυλίου και την γενοκτονία περισσότερων από 800.000 Τούτσι και μετριοπαθών Χούτου σε αυτές τις 100 ημέρες του 1994. Μάλιστα, κάποιες μελέτες υπολογίζουν ότι στις περιοχές όπου το RTLM μετέδιδε κανονικά, οι θάνατοι ήταν πάνω από 50% περισσότεροι από ό,τι στις υπόλοιπες.

Πίσω από το ραδιόφωνο βρισκόταν ο Φελισιέν Καμπούγκα, ένας πλούσιος επιχειρηματίας της χώρας. Θεωρείται ως ένας από τους ανθρώπους που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ενορχήστρωση της γενοκτονίας και σήμερα στα 84 του με καθυστέρηση 26 ετών έφτασε η στιγμή να λογοδοτήσει για τα όσα έκανε τότε. Ο Καμπούγκα, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους στον κόσμο, τελικά συνελήφθη φέτος στις 16 Μαΐου στην Γαλλία.

Φωτογραφίες του Καμπούγκα από τις αφίσες αναζήτησής του
Ως ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στην Ρουάντα, ο Καμπούγκα θεωρείται ότι είναι ο βασικός – αν όχι ο βασικότερος- χρηματοδότης της γενοκτονίας και ένας από τους κύριους ενορχηστρωτές της. Ανέλαβε να εφοδιάσει τους Χούτου όχι μόνο με τα απαραίτητα όπλα, αλλά και με το απαραίτητο μίσος εναντίον των Τούτσι μέσα από το ραδιόφωνο RTLM κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως με το περιοδικό Kangura.

Ο Καμπούγκα ίδρυσε και χρηματοδοτούσε τον ραδιοφωνικό σταθμό RTLM το καλοκαίρι του 1993, εννέα μήνες πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος. Ο σταθμός από την πρώτη στιγμή καταφερόταν εναντίον των ειρηνευτικών συζητήσεων μεταξύ του Πατριωτικού Κόμματος των Τούτσι και του προέδρου Χαμπιαριμάνα, ενώ ο Καμπούγκα είχε πει ότι ο σκοπός του σταθμού είναι να υπερασπιστεί την Δύναμη των Χούτου (το εθνικιστικό κίνημα ανωτερότητας των Χούτου). Ο σταθμός έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλής, ιδίως μεταξύ των νεαρών Χούτου, και για τις μουσικές επιλογές που πρόσφερε αντίθετα με τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό. Όταν τελικά η γενοκτονία ξεκίνησε, ο σταθμός όλη μέρα καλούσε τους νεαρούς Χούτου να πάρουν τα όπλα και «να κόψουν τα ψηλά δέντρα» ή να «εξοντώσουν τις κατσαρίδες», αναφερόμενος φυσικά στους Τούτσι. Παράλληλα έδινε ονόματα, διευθύνσεις και μέρη όπου μπορεί να βρει κανείς έναν Τούτσι για να τον εξοντώσει.

Βασικό όπλο εξόντωσης που χρησιμοποιούσαν οι Χούτου ήταν οι ματσέτες, το παραδοσιακό αφρικάνικο μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται για να κόβει τη βλάστηση στη ζούγκλα. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Καμπούγκα βρισκόταν πίσω από την εισαγωγή 500.000 περίπου ματσετών στη χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1994, αμέσως πριν το ξέσπασμα της γενοκτονίας. Αυτό σήμαινε ότι ένας στους τρεις ενήλικες Χούτου είχε από μια ματσέτα για να «επιτέλεσει το έργο του» χάρη στον Καμπούγκα. Ο Καμπούγκα μαζί με άλλους επιχειρηματίες χρηματοδοτούσε το Εθνικό Κεφάλαιο Άμυνας, με χρήματα από το οποίο αγοράστηκαν εκτός από ματσέτες και στολές, χειροβομβίδες και όπλα.

Ο Καμπούγκα βρίσκεται επίσης πίσω και από το περιοδικό Kangura (σημαίνει «Ξύπνα»), το οποίο από το 1990 θεωρούσε προδότες όποιους συναναστρέφονται τους Τούτσι και από το 1991 κάλεσε για πρώτη φορά για την πλήρη εξόντωσή τους. Το περιοδικό κυκλοφορούσε σε λίγα αντίτυπα μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι της Ρουάντα δεν ήξεραν να διαβάζουν. Φρόντιζε ωστόσο να περιέχει μερικά πολύ χαρακτηριστικά σκίτσα με τους «διαβολικούς» Τούτσι. Το περιοδικό σταμάτησε την κυκλοφορία του αμέσως μετά την κατάρριψη του αεροσκάφους του προέδρου Χαμπιαριμάνα που σηματοδότησε την έναρξη της γενοκτονίας.

Ο Καμπούγκα ήδη από το 1997 είχε κριθεί  ένοχος σε επτά εγκληματικές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και η γενοκτονία από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα που είχε συστήσει ο ΟΗΕ. Επί 26 χρόνια είχε καταφέρει να κρύβεται σε διάφορα μέρη της Αφρικής και της Ευρώπης με επιτυχία, ώσπου τελικά φέτος συνελήφθη. Χάρη στα χρήματα και τις διασυνδέσεις του είχε καταφέρει να βρει καταφύγιο στην Ελβετία, το τότε Ζαΐρ  και την Κένυα, ενώ πλέον ζούσε στη Γαλλία με άλλο όνομα.

 Αν και η σύλληψή του σημαίνει πολλά για όσους έχουν επιζήσει της γενοκτονίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαγράψει όσα έχουν συμβεί. Αντιθέτως έρχεται να υπενθυμίσει την βαναυσότητα στην οποία μπορεί να οδηγηθεί ο άνθρωπος, πολλές φορές ακόμα και χωρίς να στην πραγματικότητα να αγγίξει κανέναν.

Τρεις επιζήσαντες των 100 εκείνων ημερών μίλησαν στο Al Jazeera σχετικά με τη σημασία της σύλληψης του Καμπούγκα, το ραδιόφωνο RTLM, αλλά και τις αναμνήσεις μιας γενοκτονίας που δεν πρόκειται να τους εγκαταλείψουν ποτέ.

Ονόρε Γκατέρα: Με μουσική για να μπορούν να χορεύουν καθώς σε σκότωναν

Ήμουν 13 ετών το 1994. Μόνο μερικές πολύ πλούσιες οικογένειες στο Κιγκάλι είχαν τότε τηλεόραση. Έτσι, αφού δημιουργήθηκε το RTLM το 1993 όλοι το άκουγαν. Είχα ένα μικρό, παλιό ραδιόφωνο, απ’ όπου το άκουγα. Οι διαδηλώσεις από τις νεανικές οργανώσεις των πολιτικών κομμάτων έγιναν χειρότερες από τότε που άρχισε να μεταδίδει. Το RTLM γινόταν γρήγορα όλο και πιο προπαγανδιστικό.

Διάσημοι σχολιαστές είχαν εκπομπές στο RTLM. Ο Βέλγος παρουσιαστής Ζορζ Ρουτζιού είχε μια εκπομπή στα γαλλικά. Μετά την γενοκτονία το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα τον καταδίκασε σε 12 χρόνια φυλακή για υποκίνηση γενοκτονίας (Ο Ρουτζιού – αν και Βέλγος- ήταν η βασική «φωνή» του RTLM που καλούσε τους Χούτου να σκοτώσουν τους Τούτσι κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας).

Πριν από τον Απρίλιο του 1994, το RTLM έστελνε μηνύματα στα οποία έλεγε πως οι Χούτου πρέπει να προστατέψουν τους εαυτούς του εναντίον των «φιδιών» και των «κατσαρίδων» εννοώντας τους Τούτσι. Συνέβαιναν ήδη κάποιες δολοφονίες. Άνθρωποι τους οποίους ήξερε η οικογένειά μου και έμεναν σε άλλη περιοχή της Ρουάντα είχαν δολοφονηθεί.

Ακούσαμε για τον θάνατο του Χαμπιαριμάνα στις ειδήσεις των 6πμ στο RTLM. Το ραδιόφωνο είπε αμέσως ότι οι «κατσαρίδες» κατέρριψαν το αεροπλάνο. Οι άνθρωποι ένιωσαν απόγνωση. Έλεγαν «τελείωσε».

Θυμάμαι τα ουρλιαχτά καθώς άνθρωποι εισέβαλαν σε σπίτια και τα έκαιγαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια, το ραδιόφωνο συνέχιζε να μεταδίδει μηνύματα όπως ‘ψάξτε για κατσαρίδες – σιγουρευτείτε ότι θα τις βρείτε’. Το ραδιόφωνο έπαιζε μουσική στον ρυθμό της οποίας οι στρατιώτες μπορούσαν να χορεύουν όσο σκότωναν.

Κλαβέρ Ιρακόζε: Προσευχόμασταν να πεθάνουμε ήρεμα

Η οικογένειά μου ζούσε στο Καμπγκάγι, μια πόλη 60 χλμ νότια από την πρωτεύουσα Κιγκάλι, που είναι γνωστή για τον καθεδρικό της, το σχολείο και το νοσοκομείο της. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής στο γυμνάσιο και η μητέρα μου δασκάλα στο δημοτικό σχολείο. Είχα δύο αδερφούς και δύο αδερφές.



Εγώ ήμουν 11 χρονών όταν ξεκίνησε η γενοκτονία τον Απρίλιο του 1994, αλλά θυμάμαι  ότι η οικογένειά μου και οι φίλοι μας στοχοποιούνταν από την κυβέρνηση ήδη από το 1990. Όταν το 1991 ξεκίνησε στην Ρουάντα το πολυκομματικό σύστημα,  νέα κόμματα άρχισαν να ψάχνουν για μέλη. Άνθρωποι από διάφορα κόμματα ήρθαν στο σπίτι μας και μας ρωτούσαν σε ποιο κόμμα ανήκουμε. Η επιθυμία να γνωρίζουν πού άνηκε ο καθένας ήταν πολύ μεγάλη. Αλλά οι γονείς μου δεν ήταν μέλη σε κανένα κόμμα.

Καθώς η πολιτική αναταραχή εξελισσόταν, αυτή η διαδικασία στρατολόγησης έγινε ένας έμμεσος τρόπος για να ανακαλύψουν τις πολιτικές σχέσεις των οικογενειών Τούτσι. Μια απάντηση «δεν ανήκω σε κανένα κόμμα» μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί ως στήριξη στο Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας (κόμμα των Τούτσι), το οποίο πολεμούσε την κυβέρνηση.

Μια από τις πρώτες μου εμπειρίες στο σχολείο ήταν όταν με ρώτησαν σε ποια φυλή ανήκω. Όταν κάποιοι από εμάς απαντούσαμε ότι δεν ξέρουμε, ο δάσκαλος μας έλεγε ότι την επόμενη μέρα πρέπει να επιστρέψουμε με μια απάντηση.

Είχαμε πολύ λίγους ραδιοφωνικούς σταθμούς πριν από αυτό. Υπήρχε το Ράδιο Ρουάντα, ο εθνικός σταθμός τον οποίο έλεγχε η κυβέρνηση και πολλοί λίγοι ακόμα σταθμοί που ακούγονταν μόνο τοπικά. Και στο Ράδιο Ρουάντα υπήρχαν κάποιοι δημοσιογράφοι με ακραία ιδεολογία, ωστόσο διατηρούσε μια μετριοπάθεια. Το RTLM από την άλλη ήταν ξεκάθαρα προπαγανδιστικό. Δημιουργήθηκε γιαυτόν τον σκοπό.

Ακούγαμε το RTLM. Μάθαμε να το ακούμε για να ξέρουμε τι διαμορφώνεται. Θυμάμαι το RTLM να  μεταδίδει τραγούδια που έκρυβαν μίσος και δαιμονοποιούσαν τους Τούτσι. Τα τραγούδια καλούσαν ανοιχτά για την εξόντωσή μας. Πολιτικά συνθήματα μετατρέπονταν σε τραγούδια και νέοι άνθρωποι κινητοποιούνταν για να ενταχθούν σε νεανικά κινήματα. Αυτά τα κινήματα των νεων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να εκτελεστεί η γενοκτονία.

Ως παιδί φοβόμουν. Φοβόμουν από αυτό που έβλεπα στους γονείς μου. Τους έλειπε η ελπίδα. Ήταν ανυπεράσπιστοι. Τώρα που έχω κι εγώ παιδιά αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο είναι να μην έχεις ελπίδα.

Η γενοκτονία δεν ήρθε γρήγορα. Η μετατροπή των Τούτσι σε υπανθρώπους ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν το 1994. Τα πάντα ήταν συνδεδεμένα με την ταυτότητά σου και την φυλή στην οποία άνηκες, από το να πάρεις μια δουλειά μέχρι να κινηθείς ελεύθερα.

Ως μικρό αγόρι, η ζωή μου κινούνταν γύρω από το σχολείο, μετά το σπίτι και τις Κυριακές την εκκλησία. Οι τελευταίες μου αναμνήσεις πριν από την γενοκτονία είναι όταν η οικογένειά μου ετοίμαζε το τραπέζι για το Πάσχα. Το Πάσχα εκείνη τη χρονιά ήταν στις 3 Απριλίου. Θυμάμαι το RTLM να μεταδίδει ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι σημαντικό και ότι ο Εθνικός Στρατός θα είναι σε επιφυλακή για να προστατέψει τη χώρα μας. Αλλά είχαμε συνηθίσει σε τέτοια μηνύματα.

Και μετά η γενοκτονία ξεκίνησε.

Στις 6 Απριλίου, το αεροπλάνο στο οποίο βρισκόταν ο πρόεδρος Γιουβενάλ Χαμπιαριμάνα καταρρίφθηκε και όλοι οσοι επέβαιναν σκοτώθηκαν. Το χάος ξέσπασε αμέσως. Ήταν σαν να υπήρχε σχέδιο. Τα οδοφράγματα στήθηκαν στη θέση τους μέσα σε λίγα λεπτά από την κατάρριψη του αεροσκάφους. Το επόμενο πρωι, οι πολίτες έπρεπε να σταματήσουν σε αυτά και ο στρατός αλλά και ένοπλοι άντρες έλεγχαν τις ταυτότητές τους.

Οι δημοσιογράφοι από το Ράδιο Ρουάντα έλεγαν στους ανθρώπους να μείνουν σπίτι τους αναμένοντας οδηγίες. Στις 7 Απριλίου άκουσα ανθρώπους να ουρλιάζουν από τους λόφους που βρίσκονταν γύρω από την περιοχή που μέναμε. Εκείνο το βράδυ είδα σπίτια να φλέγονται.

Παρατήρησα τον φόβο των γονιών μου. Γι’ αυτούς ήταν η δεύτερη φορά που ζούσαν σε τέτοιο χάος. Το 1973 είχαν φύγει στο γειτονικό Μπουρουντί, όταν ο πρόεδρος Χαμπιαριμάνα πήρε την εξουσία με πραξικόπημα και οι Τούτσι είχαν δεχθεί επίθεση από ομάδες Χούτου. Γι’ αυτούς ήταν μια υπενθύμιση εκείνης της εποχής. Αφού μάθαμε για τον θάνατο του προέδρου, η μαμά μου μας είπε: «Είμαστε νεκροί». Οι γονείς μου δεν μπορούσαν πλέον να συγκρατήσουν τον φόβο τους.

Λίγες μέρες μετά την συντριβή του αεροσκάφους, ένας Χούτου γείτονάς μας ήρθε να μας προειδοποιήσει: «Σας ξέρω τόσο καιρό και δεν θέλω να σας σκοτώσω», μας είπε. Ωστόσο, ήθελε να είναι ο πρώτος που θα λεηλατήσει το σπίτι μας. Μετά την γενοκτονία μάθαμε ότι ο γείτονάς μας όχι μόνο λεηλάτησε το σπίτι μας, αλλά το κατέστρεψε. Γείτονες επιτίθονταν εναντίον γειτόνων. Αυτό σημαίνει «γενοκτονία εκ του σύνεγγυς».

Φύγαμε αμέσως για το Κολέγιο Σαιντ Τζόζεφ, όπου δίδασκε ο πατέρας μου. Χιλιάδες άνθρωποι πήγαιναν στον καθεδρικό, που βρισκόταν δίπλα στο σχολείο.  Πηγαίναμε μαζί με το πλήθος, αλλά λίγο πριν από τον καθεδρικό, αλλάξαμε κατεύθυνση και πήγαμε στο σχολείο. Όταν φτάσαμε στην αρχή βρίσκονταν εκεί τέσσερις ή πέντε οικογένειες, όλες ανθρώπων που δούλευαν στο σχολείο. Μείναμε στους κοιτώνες του σχολείου, επειδή οι μαθητές δεν ήταν εκεί. Υπήρχαν ιερείς που ζούσαν στην μια πτέρυγα του σχολείου, οι οποίοι μας έκαναν να νιώθουμε προστατευμένοι.

Στις ημέρες που ακολούθησαν, πολλοί άνθρωποι πήγαιναν στον καθεδρικό γιατί πίστευαν κι εκείνοι ότι εκεί θα ήταν προστατευμένοι. Αλλά οι δολοφόνοι άφηναν τους ανθρώπους να πάνε εκεί επειδή θα τους ήταν πιο εύκολο μετά να τους σκοτώσουν. Σύντομα το σχολείο ήταν γεμάτο, κάθε τάξη, κοιτώνας, ακόμα και η παιδική χαρά. Υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι. Το Καμπγκάγι φιλοξένησε περίπου 50.000 πρόσφυγες Τούτσι.

Τις επόμενες μέρες, οι στρατιώτες της κυβέρνησης έμπαιναν από την πύλη του σχολείου με λίστες ονομάτων. Τους έπαιρναν μακριά πριν τους σκοτώσουν. Έρχονταν σχεδόν κάθε μέρα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προσευχόμαστε. Προσευχόμασταν να πεθάνουμε ήρεμα και να πάμε στον παράδεισο. Οι άνθρωποι συζητούσαν με ποιον τρόπο πίστευε ο καθένας ότι θα τους σκοτώσουν. Αυτό ήταν το σημείο που είχαν φτάσει.

Υπήρξε ξέσπασμα χολέρας και άλλων ασθενειών στο σχολείο. Μπορείς να φανταστείς την έλλειψη υγιεινής με τόσους ανθρώπους εκεί. Η πείνα επίσης σκότωσε πολλούς. Ο Ερυθρός Σταυρός ερχόταν κατά καιρούς και μας έφερνε μπισκότα – δύο ή τρια μπισκότα έπρεπε να σου φτάσουν για αρκετές ημέρες.

Μια μέρα, κάποιος έφερε στο σχολείο τον παππού μου, τον οποίο είχε βρει να κρύβεται στο σπίτι του. Ήταν πολύ βαριά τραυματισμένος από ματσέτες. Πέθανε μπροστά στην μητέρα μου, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει.

Μετά, στις 28 Απριλίου οι στρατιώτες πήραν τον πατέρα μου.

Απελευθερωθήκαμε από στρατιώτες του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα (RPF) στις 2 Ιουνίου. Ήταν σαν θαύμα. Οι περισσότεροι από όσους είχαμε επιβιώσει ήμασταν παιδιά, ηλικιωμένοι ή άρρωστοι. Τόσο καιρό κλειδωμένοι μέσα στο σχολείο, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής που συνέβαινε έξω.

Συνοδευόμενοι από στρατιώτες του RPF πήγαμε σε ένα μέρος στα νότια που ονομάζεται Ρουχάνγκο, το οποίο είδε ήδη πέσει στα χέρια του RPF. Βλέπαμε πτώματα σε κάθε δρόμο. Η μητέρα μου, η οποία ήταν πλέον πολύ άρρωστη, πέθανε δύο εβδομάδες μετά. Έτσι, όταν η γενοκτονία τελείωσε τον Ιούλιο, τα αδέρφια μου κι εγώ χαιρόμασταν για την επιβίωσή μας αλλά έπρεπε να αντικρίσουμε ένα μέλλον χωρίς τους γονείς μας. Λιμοκτονούσαμε. Δεν είχαμε σπίτι για να επιστρέψουμε. Αλλά προσπαθήσαμε να είμαστε δυνατοί. Η αγάπη που νιώθαμε ο ένας για τον άλλο, μας βοήθησε να επιβιώσουμε όταν δεν είχαμε τίποτα άλλο.

Εκτιμώ το γεγονός ότι συστάθηκε από τον ΟΗΕ το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα. Ήταν σημαντικό βήμα για να καταπολεμήσουμε την αδικία. Αλλά ολοκλήρωσε λιγότερες από 100 περιπτώσεις. Πώς μπορείς να πεις ότι το δικαστήριο αυτό έκανε αρκετά; Συγκεκριμένα, δεν νομίζω ότι έκανε αρκετά για να προσάγει ανθρώπους της εκκλησίας που πήραν μέρος στην γενοκτονία.

Έχουμε τεράστια ευθύνη  να κάνουμε γνωστά, όσα συνέβησαν. Το βιβλίο που έγραψα για παιδιά «That child is me», ήταν μια προσπάθεια να συνδεθώ με τα παιδιά μου και να τους πω τι μου συνέβη. Όχι μόνο τον πόνο και τις κακουχίες, αλλά και τα μαθήματα. Νιώθω υποχρεωμένος στην υπόλοιπη ζωή μου να διδάξω τις νεότερες γενιές για το παρελθόν και την αξία της ζωής.

Αυτά που υπομείναμε δεν θα μας αφήσουν ποτέ. Όταν έχεις ζήσει μια γενοκτονία αφήνει πάνω σου ένα σημάδι από ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Υπάρχει εκεί μαζί σου σε στιγμές χαράς και λύπης. Το κουβαλάς μαζί σου μέχρι να πεθάνεις.

Μπεατρίς Ουγιέρα: Στεκόμαστε ακόμα όρθιοι

Το 1994 ήμουν 24 χρονών. Ο πατέρας μου εργαζόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που εξέπεμψε το RTLM. Το ύφος του ήταν τρομακτικό. Κάθε μέρα προκαλούσε μίσος. Οι γονείς μου ήξεραν τι θα έρθει. Θυμούνταν τις δολοφονίες που είχαν γίνει τη δεκαετία του ’70. Επίσης είχαν ένα προαίσθημα ότι δεν πρόκειται να ξεφύγουν. Προτιμούσαν απλώς να ακούν και να κάθονται σιωπηλοί, επειδή δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική.

Η Μπεατρίς το 1994
Νωρίς το πρωί της 7ης Απριλίου, γύρω στις 5πμ, άκουγα το ραδιόφωνο και έμαθα ότι ο πρόεδρος είχε σκοτωθεί. Είπα στους γονείς μου τι συνέβη και για πρώτη φορά, ο πατέρας μου μού είπε: «Τελειώσαμε. Αυτό είναι το τέλος». Ήξερε ότι θα μας σκοτώσουν. Η γενοκτονία ξεκίνησε αμέσως. Ο στρατός και ένοπλοι άντρες πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο με λίστες. Λίστες όλων των Τούτσι. Είχαν μαζί τους ματσέτες, όπλα, τσάπες, όποιο εργαλείο μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο.

Είχα τέσσερα αδέρφια. Με την βοήθεια του Θεού τέσσερις από εμάς επιζήσαμε. Οι Χούτου γείτονές μας μάς προστάτευσαν. Μας μετέφεραν από το σπίτι μας στο δικό τους και μας έκρυψαν. Ύστερα, μας βοήθησαν να φτάσουμε στην εκκλησία του Αγίου Παύλου στο Κιγκάλι. Η πιο μεγάλη μου αδερφή, η οποία δεν ζούσε με εμάς δολοφονήθηκε μαζι με την οικογένειά της.

Φτάσαμε στην εκκλησία του Αγίου Παύλου στα τέλη Απριλίου. Εκεί υπήρχαν πάνω από 2.000 από εμάς. Ο ιερέας της εκκλησίας ήταν ο πατήρ Σελεστίν Χακιζιμάνα. Ήταν πολύ έξυπνος. Έδινε φαγητό και χρήματα στους στρατιώτες για να τους αποτρέψει να μας σκοτώσουν. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά μερικές φορές και πάλι έπαιρναν άντρες και αγόρια για να τους σκοτώσουν. Επειδή υπήρχαν τόσοι άνθρωποι στην εκκλησία δεν φοβόμουν τόσο μηπως με σκοτώσουν μαζί με μια μεγάλη ομάδα. Ο φόβος μου ήταν μην με σκοτώσουν μόνη μου. ‘Αύριο θα μας σκοτώσουν’, σκεφτόμασταν συνέχεια. Κάθε μέρα τους περιμέναμε να έρθουν.

Τελικά, στις 17 Ιουνίου το RPF μας έσωσε. Βρήκαμε το σπίτι μας να στέκεται ακόμα. Έλειπαν μόνο τα παράθυρα και η σκεπή. Αλλά το Κιγκάλι ήταν γεμάτο με την μυρωδιά νεκρών σωμάτων. Ήταν καταστροφικό. Πάνω από 200 άτομα στην δική μου οικογένεια δολοφονήθηκαν. Στην οικογένεια της μητέρας μου, υπήρχαν οχτώ αδέρφια. Μόνο ένα επέζησε. Έπρεπε να ξεκινήσουμε και πάλι από το μηδέν. Η χώρα ολόκληρη έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή.

Πάντα σκέφτομαι τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν. Έχω τέσσερα παιδιά. Προσπαθώ να τους εξηγήσω, αλλά μερικές φορές δεν μπορώ. Η Ρουάντα προσπάθησε να επανακάμψει από την γενοκτονία. Οι άνθρωποι ζουν ειρηνικά. Δεν είμαστε φοβισμένοι. Μπορείς να περπατήσεις, να βγεις έξω, μπορείς να ζήσεις όπου θες. Εργαζόμαστε μαζί.

Είμαστε ακόμα καλοί φίλοι με τους γείτονες Χούτου που μας προστάτευσαν. Επισκεπτόμαστε ο ένας τον άλλο. Βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Έχουμε μια πολύ δυνατή σχέση. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο ισχυρή είναι.

Ευχόμαστε ο Καμπούγκα να δικαζόταν στην Ρουάντα. Θα ήταν καλό να του δείξουμε ότι στεκόμαστε ακόμα όρθιοι. Αλλά είμαστε χαρούμενοι που τουλάχιστον συνελήφθη.