Η βία, η «ομερτά» κι οι αυτοκτονίες στην αστυνομία της Γαλλίας

 


Ένας δημοσιογράφος έγινε μυστικά αστυνομικός για έξι μήνες και έζησε από κοντά την βία, την παράνοια, αλλά και τις αυτοκτονίες που στοιχειώνουν την γαλλική αστυνομία


Η αστυνομία της Γαλλίας και ειδικότερα του Παρισιού έχει στιγματιστεί πάρα πολλές φορές από επεισόδια βίας και ρατσισμού. Η ταινία «Το Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς πριν από 25 χρόνια αποτύπωσε την εφιαλτική καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν εκατοντάδες Γάλλοι που θεωρούνται εκ των προτέρων «παρίες» της κοινωνίας. Σήμερα, ένας Γάλλος δημοσιογράφος αποτυπώνει την σημερινή πραγματικότητα από την άλλη πλευρά.

Ο Βαλεντίν Ζεντρό είναι ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο οποίος έχει κάνει συχνά ρεπορτάζ υπό κάλυψη. Αυτή τη φορά όμως επιχείρησε κάτι ακόμα πιο ριψοκίνδυνο. Παρεισέφρησε στην γαλλική αστυνομία και σε ένα αποκαλυπτικό βιβλίο τώρα αποκαλύπτει όσα έζησε από μέσα. Ο Ζεντρό επιβεβαίωσε αυτό που οι περισσότεροι ήδη γνώριζαν, ότι η βία και ο ρατσισμός κυριαρχεί στους κόλπους της αστυνομίας με τους ένστολους θύτες να έχουν πλήρη ασυλία για τα αδικήματα που διαπράττουν. Ωστόσο έφερε στο φως ακόμα μια πτυχή της πραγματικότητας: την πίεση που βιώνουν καθημερινά οι αστυνομικοί που οδηγεί συχνά ακόμα και σε αυτοκτονίες.

Ο Ζεντρό πέρασε περίπου έξι μήνες ως αστυνομικός σε ένα αστυνομικό τμήμα σε βόρειο προάστιο του Παρισιού, όπου η εγκληματικότητα είναι συχνή και οι σχέσεις των ντόπιων με τις αρχές δεν είναι οι καλύτερες. Όσα έζησε τα κατέγραψε στο βιβλίο του Flic (Μπάτσος), το οποίο εκδόθηκε τώρα υπό άκρα μυστικότητα. Μόνο τρια μέσα έλαβαν άδεια για να έχουν πρόσβαση στο βιβλίο, ο Guardian, η  Le Monde και το Mediapart, με τον πρώτο να παρουσιάζει μια συνέντευξη του δημοσιογράφου.

Η βία και ο ρατσισμός

Ο Βαλεντίν Ζεντρό υποστηρίζει ότι η βία ήταν τόσο συχνή ώστε να καταστεί σχεδόν τετριμμένη. «Με σόκαρε πραγματικά να ακούω αστυνομικούς, εκπροσώπους του κράτους, να αποκαλούν ‘μπάσταρδους’ τους μαύρους, τους Άραβες και τους μετανάστες. Όμως όλοι τους το έκαναν», τονίζει και ξεκαθαρίζει: «Μια μειονότητα των αστυνομικών όμως ήταν βίαιοι. Αλλά αυτοί ήταν πάντα βίαιοι».



Ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι έβλεπε σχεδόν σε καθημερινή βάση αστυνομικούς να επιτίθενται σε νεαρούς πολλοί από τους οποίους ήταν ανήλικοι. Ο Ζεντρό κάνει λόγο για ένα σύστημα «κλίκας» που έχει επικρατήσει και εξασφαλίζει ότι οι αστυνομικοί θα προστατεύουν ο ένας τον άλλο ό,τι κι αν γίνει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αισθάνονται ότι έχουν ασυλία ό,τι κι αν κάνουν.

«Δεν βλέπουν έναν νεαρό, αλλά ένα παραβατικό άτομο… από τη στιγμή που από-ανθρωποποιούν το άτομο πλέον είναι δικαιολογημένα στο μυαλό τους, ακόμη και ο ξυλοδαρμός ενός εφήβου ή ενός μετανάστη», γράφει, προσθέτοντας: «Αυτό που με εκπλήσσει είναι το γεγονός ότι αισθάνονται άτρωτοι, λες και δεν υπάρχει κανένας ανώτερός τους, κανένα είδος επιτήρησης από την ιεραρχία, λες και ένας αστυνομικός μπορεί να επιλέξει αυτοβούλως ή βάσει του πώς αισθάνεται εκείνη τη στιγμή, αν θα είναι βίαιος ή όχι».

«Στο τμήμα όπου εργαζόμουν υπήρχαν καθημερινά ρατσιστικά, ομοφοβικά και ‘μάτσο’ σχόλια. Αυτό συνέβαινε από συγκεκριμένους συναδέλφους, όμως οι υπόλοιποι τους ανέχονταν ή τους αγνοούσαν».

Μάλιστα, ο Ζεντρό περιγράφει ένα περιστατικό που συνάντησε σε μια από τις πρώτες του περιπολίες. Όπως αναφέρει ένας αστυνομικός ξυλοκόπησε έναν έφηβο μετανάστη στο πίσω μέρος ενός βαν της αστυνομίας. «Φορούσα τη στολή μόλις δύο εβδομάδες, και ήδη ήμουν συνένοχος για τον ξυλοδαρμό ενός νεαρού μετανάστη», γράφει. Το περιστατικό δεν καταγράφηκε ποτέ. «Ό,τι συμβαίνει στο βαν, μένει στο βαν», σημειώνει.

Σε άλλη περίπτωση ο Ζεντρό περιγράφει ένα περιστατικό που τον στιγμάτισε καθώς αναγκάστηκε να γίνει κι ο ίδιος μέλος αυτής της αστυνομικής «κλικαδόρικης» κουλτούρας. Ο ίδιος και η περίπολός του ανταποκρίθηκαν σε παράπονα πολιτών για νεαρούς που άκουγαν μουσική με ένα μεγάφωνο. Όταν έφτασαν στο σημείο, ένας συνάδελφός του μίλησε πολύ άσχημα σε έναν νεαρό και εκείνος αντεπιτέθηκε λεκτικά. Τότε, ο αστυνομικός τον ξυλοκόπησε, τον συνέλαβε και του επέρριψε ψευδείς κατηγορίες.

«Θα μπορούσαμε να κατασχέσουμε το μεγάφωνο και να φύγουμε. Ή να μην πούμε τίποτα και να φύγουμε. Αντ’ αυτού, το περιστατικό κλιμακώθηκε και ο νεαρός ξυλοκοπήθηκε», θυμάται ο Ζεντρό. 

Το χειρότερο είναι ότι όταν το αγόρι έκανε αναφορά στην αστυνομία για το περιστατικό, οι συνάδελφοι του Ζεντρό δημιούργησαν μια ψευδή ιστορία υποστηρίζοντας ότι το παιδί είχε πει ψέματα στους επιθεωρητές που διερευνούσαν την καταγγελία. Αυτό σήμαινε ότι ο νεαρός κατηγορούνταν πλέον για χάλκευση στοιχείων, ένα παράπτωμα που τιμωρείται με σκληρό πρόστιμο ή ακόμη και ποινή φυλάκισης. Ο Ζεντρό αναφέρει ότι πάλεψε με τη συνείδησή του πριν υπογράψει την ψευδή κατάθεση των αστυνομικών, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς καθώς αν αρνούνταν θα αποκαλυπτόταν ο πραγματικός του ρόλος.

«Οι αστυνομικοί δημιούργησαν μια ιστορία για να εξηγήσουν τα τραύματά του. Τότε το παιδί ανέφερε το περιστατικό. Ό,τι και αν είχε συμβεί, έπρεπε να καλύψουμε ο ένας τον άλλο», γράφει.

Η άλλη πλευρά

Ωστόσο, ο Ζεντρό μιλά και για τις άσχημες συνθήκες εργασίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι αστυνομικοί στη Γαλλία. Όπως λέει σοκαρίστηκε όταν ανακάλυψε πόσο ελλιπή εκπαίδευση λαμβάνουν και πόσο άσχημα πληρώνονται, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν συνεχή πίεση και καθημερινή εχθρικότητα και βία. Ως αποτέλεσμα πολλοί ένστολοι οδηγούνται συχνά στην κατάθλιψη και ακόμα και στην αυτοκτονία.

Όπως αποκαλύπτει στο βιβλίο του, στον ίδιο έδωσαν στολή και όπλο ύστερα από μόλις τρεις μήνες εκπαίδευσης στην Αστυνομική Ακαδημία του Σεντ Μαλό στην Βρετάνη. Ο ίδιος ολοκλήρωσε την εκπαίδευση στην 27η θέση από τους 54 υποψηφίους και τοποθετήθηκε σε αστυνομικό ψυχιατρικό τμήμα για 15 μήνες, πριν τελικά αποσπαστεί σε τμήμα του Παρισιού στο 19ο διαμέρισμα. Το συγκεκριμένο τμήμα καλύπτει μια από τις πλέον σκληρές γειτονιές του Παρισιού, με 190.000 κατοίκους και έντονο πρόβλημα εφηβικής παραβατικότητας, ναρκωτικών και πορνείας.

Ο Ζεντρό σημειώνει ότι αυτό που παρατήρησε ήταν οι αστυνομικοί πνίγονταν στη δουλειά με αμέτρητες υποθέσεις να στοιβάζονται και αναφορές που έπρεπε να γραφτούν, ενώ εργάζονταν σε χώρους που ήταν σε άθλια κατάσταση, οδηγούσαν διαλυμένα αυτοκίνητα και συχνά αναγκάζονταν να αγοράσουν απαραίτητο εξοπλισμό με δικά τους έξοδα.

Όλα αυτά, σύμφωνα με τον Ζεντρό, έχουν οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα κατάθλιψης στις τάξεις της αστυνομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2019 έδωσαν τέλος στη ζωή τους 59 αστυνομικοί, ένας αριθμός αυξημένος κατά 60% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2018. Μια ομάδα ψυχολογικής στήριξης για αστυνομικούς που δημιουργήθηκε στο Facebook απέκτησε χιλιάδες μέλη μέσα σε λίγες μόνο μέρες.

Το βιβλίο

Το βιβλίο του Ζεντρό «Flic» (Μπάτσος) κυκλοφόρησε την Τετάρτη από τις εκδόσεις Goutte dOr κάτω από άκρα μυστικότητα. Τυπώθηκε στη Σλοβενία, και τα γαλλικά βιβλιοπωλεία το παρήγγειλαν χωρίς να γνωρίζουν λεπτομέρειες για το περιεχόμενό του.

Ο Ζεντρό, ο οποίος είναι 32 ετών, έχει εργαστεί σε τοπικές εφημερίδες και στο ραδιόφωνο και έχει αναλάβει αρκετές μυστικές αποστολές πριν ασχοληθεί με τη διερεύνηση της αστυνομίας. Έχει δουλέψει σε μια γραμμή παραγωγής των εργοστασίων Toyota, αλλά και σε ένα σούπερ μάρκερ Lidl διερευνώντας τις συνθήκες εργασίας.

«Ήθελα να ενταχθώ μυστικά σε αστυνομικό τμήμα, ώστε να δω αυτά που δεν βλέπουμε ποτέ. Στη Γαλλία υπάρχουν δύο μεγάλα ταμπού: Η αστυνομική βία και η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της, αλλά και οι αυτοκτονίες αστυνομικών. Στη Γαλλία, οι άνθρωποι είτε είναι με το μέρος της αστυνομίας είτε τη σιχαίνονται. Πίστευα ότι έπρεπε να υπάρξει μια πιο προσεκτική ανάλυση», αναφέρει στον Guardian.

«Αυτό το βιβλίο δεν είναι εναντίον της αστυνομίας. Περιγράφει τα καθημερινά γεγονότα ενός αστυνομικού σε μια ‘δύσκολη’ γειτονιά του Παρισιού», υποστηρίζει.

Ο Ζεντρό προσελήφθη από την αστυνομία το 2018, χρησιμοποιώντας το πραγματικό του όνομα. Μια απλή αναζήτηση στο Google με το όνομά του δεν φέρνει πολλά αποτελέσματα, όμως όπως λέει, οι αστυνομικοί που τον στρατολόγησαν ούτως ή άλλως δεν ασχολήθηκαν πολύ με το παρελθόν του. Η μόνη αλλαγή που έκανε ωστόσο για να μπει στην αστυνομία ήταν στον σκελετό των γυαλιών του ώστε να φαίνεται, όπως λέει, λιγότερο «κουλτουριάρης».

Το βιβλίο έρχεται σε μια τεταμένη εποχή τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην Γαλλία, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις δέχονται συνεχώς κριτική για την ασυλλόγιστη και πολλές φορές αναίτια χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών, κάτι που παρατηρήθηκε συχνά στις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Στην Γαλλία, ο κόσμος έχει εξαγριωθεί και πάλι κατά της αστυνομίας ύστερα από την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ, η οποία ανέσυρε από τη συλλογική μνήμη την οργή για τον θάνατο του Αντάμα Τραορέ το 2016 ύστερα από τη σύλληψή του. Την ίδια στιγμή, τον Ιανουάριο, ο 42χρονος Σεντρίκ Σουβιά πέθανε από καρδιακή ανακοπή κατά τη διάρκεια της σύλληψής του, η οποία είχε πολλά κοινά με αυτήν του Φλόιντ.

«Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι τι συνέβαινε στο συγκεκριμένο αστυνομικό τμήμα ενώ εργαζόμουν εκεί. Δεν μπορώ να μιλήσω για άλλα τμήματα ή για την αστυνομία εν γένει. Αυτό το βιβλίο αφορά αποκλειστικά στα γεγονότα της περιόδου που εργάστηκα ως αστυνομικός», υπογραμμίζει ο Ζεντρό.

«Όλοι ξέρουν ότι υπάρχει πρόβλημα, ότι η δουλειά στην αστυνομία δεν είναι ευχάριστη, και είναι καιρός να γίνει κάτι για αυτό. Ίσως το βιβλίο αλλάξει μερικά πράγματα», αναφέρει στον Guardian και καταλήγει:

«Όπως λέει ο Μοντεσκιέ: Δώσε δύναμη σε έναν άντρα, και θα τη χρησιμοποιήσει. Η αστυνομία έχει δύναμη. Η στολή δίνει δύναμη. Κι εκείνοι τη χρησιμοποιούν».