La Haine: 25 ετών και πάντα επίκαιρο



Το αριστούργημα του Ματιέ Κασοβίτς έστειλε ένα μήνυμα που κανείς δεν άκουσε. Αν τα πράγματα είχαν αλλάξει κανείς δεν θα το θυμόταν σήμερα, δηλώνει ο σκηνοθέτης


Στις 27 Μαΐου 1995 στο φεστιβάλ των Καννών παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η ταινία La Haine (Tο Mίσος). Το ασπρόμαυρο δημιούργημα του Ματιέ Κασοβίτς αφηγούνταν την ιστορία τριών φίλων που ζούσαν κάτω από το ζυγό της κοινωνικής ανισότητας που κυριαρχούσε στη Γαλλία της εποχής. Το φιλμ ενθουσίασε και προβλημάτισε. Στα 25α γενέθλια του πλέον παραμένει επίκαιρο και σημείο αναφοράς. «Η ταινία συγκινεί ακόμα το κοινό όχι γιατί είναι τόσο καλή. Το συγκινεί γιατί οι πολιτικοί είναι γαμ... ηλίθιοι. Ακούστε, αν οι πολιτικοί ήταν καλοί κανείς δεν θα θυμόταν σήμερα το La Haine», λέει τώρα ο σκηνοθέτης του.

Το Μίσος αποδείχθηκε προφητικό αλλά το μήνυμα που έστειλε προσέκρουσε σε κλειστά αυτιά. O τίτλος του προέρχεται από μια ατάκα του Ουμπέρ, ενός από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες. «Το μίσος γεννά μίσος»,  λέει και η ζωή τον δικαιώνει.

Ο Κασοβίτς εμπνεύστηκε το φιλμ από δύο ξεχωριστές τραγωδίες. Τα μεσάνυχτα της 5ης Δεκεμβρίου 1986 ο φοιτητής Μαλίκ Ουσικινέ πέθανε μετά από ξυλοδαρμό από την αστυνομία. Η αστυνομία τον κυνήγησε και τον χτύπησε με μανία στην είσοδο του κτιρίου που έμενε.  Το... έγκλημα του ήταν ότι συμμετείχε σε φοιτητικές διαδηλώσεις κατά κυβερνητικών νομοσχεδίων.

Αρκετά χρόνια μετά, στις 6 Απριλίου 1993 αστυνομικοί έδεσαν σε ένα καλοριφέρ με χειροπέδες τον μετανάστη από το Ζαΐρ, Μακομέ Εμπογιολέ. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν ενώ ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Ο αστυνομικός Πασκάλ Κομπάν υποστήριξε πως τα όσα έλεγε ο Μακομέ τον εξόργισαν και σήκωσε το όπλο και τον απείλησε. Σύμφωνα με την εκδοχή του το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα βρήκε στο κεφάλι τον Μακομέ. Το δικαστήριο δέχθηκε όσα είπε ο Κομπάν και του επέβαλε φυλάκιση οκτώ ετών. Μετά τη δολοφονία ακολούθησαν ταραχές και συγκρούσεις με την αστυνομία που παρέλυσαν το κέντρο του Παρισιού για τρεις μέρες.  Ο Κασοβίτς άρχισε να γράφει το σενάριο για το «Μίσος» στις 6 Απριλίου 1993. Λίγες ώρες πριν είχε μάθει για τη δολοφονία του Μακομέ.

Το μεγαλύτερο κομμάτι των γυρισμάτων έγινε στο προάστιο του Παρισίου Chanteloup-les-Vignes, υποβαθμισμένη περιοχή που μένουν κυρίως μετανάστες. Ο Κασοβίτς χρησιμοποίησε επίσης υλικό από διαμαρτυρίες που έγιναν εκείνη την περίοδο. Λόγω του θέματος του φιλμ επτά από τα οκτώ τοπικά συμβούλια στα οποία απευθύνθηκε η παραγωγή αρνήθηκαν να δώσουν άδεια για κινηματογράφηση στην περιοχή τους. Μάλιστα ο Κασοβίτς αναγκάστηκε να μετονομάσει προσωρινά το φιλμ σε Droit de Cité (Πνευματική ιδιοκτησία) για να αμβλύνει τις αντιδράσεις. Πολλοί από τους συμμετέχοντες δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά άνθρωποι που ζούσαν πραγματικά στις «κακόφημες» γειτονιές, ενώ κάποιες από τις ιστορίες είναι βασισμένες σε πραγματικά περιστατικά. Τη μουσική ανέλαβε το γκρουπ Assassin του οποίου το κομμάτι «Nique La Police» (γαμ... την αστυνομία) έγινε παγκόσμια επιτυχία. Μέλος του συγκροτήματος ήταν Ματίας "Rockin' Squat" Κροσόν, αδελφός του πρωταγωνιστή Βενσέν Κασέλ.


Το «Μίσος» δέχθηκε αποθεωτικές κριτικές. «Ρίχνει μια μολότοφ στο ναρκωμένο παράθυρο του μοντέρνου γαλλικού σινεμά», έγραψε χαρακτηριστικά μια από αυτές. Ο θυμός, η ανθρωπιά και το χιούμορ συνυπήρχαν σε αυτό το επαναστατικό δημιούργημα. Ο 28χρονος τότε Κασοβίτς πήρε στις Κάννες το βραβείο σκηνοθεσίας αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία του φιλμ ήταν πως άνοιξε ξανά το διάλογο για την φτώχεια, την κοινωνική ανισότητα και την αστυνομική βία. Ο Κασοβίτς δηλώνει όμως πως η μεγαλύτερη απογοήτευση είναι πως η ταινία παραμένει στις μέρες τόσο επίκαιρη, βρίσκεται ακόμα στο κέντρο της γαλλικής κουλτούρας και ταυτότητας. Το «Μίσος» παρουσιάζει απλά έναν κύκλο βίας μέσα στο οποίο η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη.

Από την άλλη, οι αντιδράσεις της «καθεστηκυίας» τάξης ήταν όπως αναμενόταν: αρνητικές. Όταν οι συντελεστές της ταινίας πήγαν στις Κάννες, οι αστυνομικοί που βρίσκονταν εκεί για την φύλαξη του φεστιβάλ γύρισαν τις πλάτες τους στον Κασοβίτς και τους ηθοποιούς όταν πέρασαν από μπροστά τους. Ο αρχηγός του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Ζαν Μαρί Λε Πεν επιτέθηκε εναντίον τους λέγοντας ότι «αυτοί οι αλήτες πρέπει να μπουν φυλακή». Από την άλλη, ο πρωθυπουργός της χώρας Αλέν Ζουπέ λέγεται ότι οργάνωσε μια ιδιωτική προβολή της ταινίας αποδεικνύοντας ότι «Το Μίσος» αποτελούσε μια ακριβή καταγραφή όσων συνέβαιναν τότε στην κοινωνία και ο πρωθυπουργός της την παρακολούθησε «σαν ντοκιμαντέρ».

Η ταινία ακολουθεί τρεις φίλους από τους «banlieues» (η αργκό ονομασία για τους νέους  από αυτά τα προάστια), έναν Αφρικανικής καταγωγής, έναν Άραβα και έναν Εβραίο.  Η ταινία κινείται σε μια χρονική περίοδο 20 ωρών ξεκινώντας από τον άγριο ξυλοδαρμό ενός νεαρού «beur» (Αφρικανού δεύτερης γενιάς) από τους αστυνομικούς. Ο Βινζ, ο Εβραίος που υποδύεται ο Βενσάν Κασέλ, βρίσκει τυχαία ένα αστυνομικό όπλο και απειλεί να σκοτώσει αστυνομικούς, αν ο φίλος του πεθάνει στο νοσοκομείο. Κάθε ώρα που περνά, η ταινία μάς φέρνει πιο κοντά στην καταστροφή.

Ο Κασοβίτς εστιάζει στην τάξη, όχι την φυλή του κάθε ήρωα, αλλά οι διαφορές τους παραμένουν ούτως ή άλλως οφθαλμοφανείς. Όταν όλα πάνε στραβά ο πρώτος που συλλαμβάνεται από την αστυνομία είναι ο Αιγύπτιος Σαΐντ και αμέσως μετά ο Αφρικανός Ουμπέρτ παρόλο που ο λευκός Εβραίος Βινζ είναι ο μόνος που παίρνει ενεργά μέρος στις διαδηλώσεις.

Τα εφήμερα φθηνά χέρια

Με στόχο την γρήγορη οικονομική ανάπτυξη η Γαλλία, μετά τον Β' Παγκόσμιο, «εισήγαγε» φτηνά εργατικά χέρια από τις αποικίες της. Μέσα σε λίγα χρόνια ο πληθυσμός των μεταναστών διπλασιάστηκε και το 1975 έφτασε τα 3,5 εκατ. Οι γαλλικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν όλο αυτό τον κόσμο ως κάτι αναλώσιμο. Θεώρησαν πως θα επιστρέψουν στις εστίες τους όταν έχουν επιτελέσει το... έργο τους, την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας. Τους στέγασαν μαζικά σε μπλοκ πολυκατοικιών σε συγκεκριμένα προάστια και περίμεναν ότι θα φύγουν όταν πλέον δεν θα είχαν δουλειά. Για την πλειονότητα των «φτηνών εργατών» όμως τα γκέτο έγιναν το σπίτι τους και δεν επέστρεψαν στις παρτίδες τους. Συνήθισαν τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης, τη φτώχεια και τη βία.

Η Γαλλία προτίμησε αντί να πολεμήσει την ανισότητα να την κρύψει κάτω από το χαλί και από την κοινή θέα. Οι «banlieues» στοιβάχτηκαν στα κακόφημα προάστια κι έτσι για τους υπόλοιπους Γάλλους πολίτες υπήρχαν μόνο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Είναι ενδεικτικό στην ταινία ότι όταν δύο δημοσιογράφοι πάνε στα προάστια για να πάρουν συνέντευξη από τους διαδηλωτές «banlieues» δεν τολμούν να βγουν καν από το αυτοκίνητό τους. Η γυναίκα δημοσιογράφος βγαίνει από το παράθυρο με το μικρόφωνό της αλλά δεν τολμά ποτέ να πατήσει το έδαφος των προαστίων με τον Ουμπέρτ να της λέει «Δεν είμαστε το Thoiry», ένα διάσημο σαφάρι πάρκο της Γαλλίας.

Η Γαλλία είναι χτισμένη πάνω στις αξίες της «liberté, egalité, fraternité» (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα), ωστόσο οι περιοχές των προαστίων μοιάζουν να μην είναι γαλλικό έδαφος και οι κάτοικοί τους δεν μπορούν να απολαύσουν αυτές τις αξίες. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την ταινία, η κατάσταση μοιάζει να μην έχει αλλάξει, ίσως μάλιστα να έχει γίνει χειρότερη μετά τις επιθέσεις του ISIS και την άνοδο της ισλαμοφοβίας.


Η επανάληψη του Μίσους

Η Γάλλια μοιάζει να μην μπορεί να ξεφύγει από τον κύκλο του μίσους που έδειξε για πρώτη φορά ο Κασοβίτς με την ταινία του 1995. Οι άνθρωποι τον προαστίων αντιμετωπίζονται και σήμερα ως παρίες με τον φαύλο κύκλο της βίας να μην σταματά ποτέ. Όταν σε αυτόν προστέθηκε και η ισλαμοφοβία το «κοκτέιλ» έγινε θανατηφόρο.

Δέκα χρόνια μετά την ταινία, το 2005, η Γαλλία φλεγόταν ξανά. Οι «Άθλιοι του Παρισίου», κυρίως νέοι αφρικανικής καταγωγής των προαστίων που έβλεπαν μπροστά τους μόνο το φάσμα της ανεργίας, ξεσηκώθηκαν ύστερα από τον θάνατο δύο 17χρονων αφρικανικής καταγωγής. Οι νεαροί πιστεύοντας εσφαλμένα ότι καταδιώκονταν από την αστυνομία, βρήκαν τραγικό θάνατο από ηλεκτροπληξία σε υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας, στον οποίο είχαν κρυφτεί. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και τα επεισόδια άρχισαν να κλιμακώνονται. Εμπρησμοί αυτοκινήτων, νοσοκομείων, σχολείων και συγκρούσεις με την αστυνομία συνέθεταν το σκηνικό κάθε βράδυ επί δύο εβδομάδες στο Παρίσι και τις περισσότερες γαλλικές μεγαλουπόλεις, όπου επεκτάθηκαν τα επεισόδια. Ύστερα από 14 ημέρες επεισοδίων έμειναν πίσω περισσότερα από 6.000 καμένα αυτοκίνητα σε 300 πόλεις, 1.500 συλλήψεις και ένας νεκρός. Η εξέγερση τερματίστηκε μετά τη λήψη αυστηρών κατασταλτικών μέτρων και την ανάκληση ενός νόμου του 1955 για απαγόρευση κυκλοφορίας.

Λίγο πριν από την κυκλοφορία της ταινίας, τον Ιανουάριο του 1995, ο Ζακ Σιράκ ο οποίος θα εκλεγόταν πρωθυπουργός της χώρας τον Μάιο της ίδιας χρονιάς έλεγε: «Στα στερημένα προάστια, βασιλεύει ένα είδος ήπιας τρομοκρατίας. Όταν τόσοι πολλοί νέοι άνθρωποι δεν βλέπουν τίποτα μπροστά τους παρά μόνο την ανεργία μετά το σχολείο, καταλήγουν να εξεγείρονται. Για ένα διάστημα, το κράτος μπορεί να επιβάλλει την τάξη […] Πόσο όμως μπορεί να διαρκέσει αυτό;». Το 2005, ο Ζακ Σιράκ ήταν πρωθυπουργός αλλά φαίνεται ότι ακόμα δεν είχε μπορέσει να βρει την απάντηση στη δική του ερώτηση.

Το 2015, είκοσι χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, ο δημοσιογράφος του Guardian Άντριου Χάσεϊ βρέθηκε στις ίδιες γειτονιές όπου είχε γυριστεί η ταινία. Εκεί συνάντησε τον Αμπντέλ, έναν από τους μόνιμους «banlieues», ο οποίος είχε εμφανιστεί και στην ταινία, ενώ είχε λάβει μέρος στις διαδηλώσεις του 1995 που είχαν σαρώσει την Γαλλία εκείνη τη χρονιά. Ο Χάσεϊ τον ρώτησε πόσα έχουν αλλάξει από τότε. «Τίποτα ιδιαίτερα», απάντησε. Το 2014 είχαν προηγηθεί οι μεγάλες διαδηλώσεις που είχαν συνταράξει τη Γαλλία.

Στις 20 Ιουλίου 2014, μια ομάδα στήριξης Παλαιστινίων διαδήλωσε κατά της ισραηλινής εισβολής στη Γάζα με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν αντιδιαδηλώσεις στο προάστιο Σαρσέλ του Παρισιού, εκεί οπού μένουν κυρίως Αλγερινοί και Εβραίοι. Οι αντισημιτικές διαδηλώσεις κατέληξαν σε άγρια επεισόδια όταν διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Καταστήματα Εβραίων και μη καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν από νέους οπλισμένους με μεταλλικές μπάρες και ρόπαλα. Οι συγκρούσεις πολιτών με την αστυνομία ήταν άγριες και κράτησαν για μέρες.

Λίγο μετά ήρθε και το 2015, μια χρονιά που ήταν ίσως πιο σκοτεινή από το 1995, όταν βγήκε η ταινία. Οι συνεχείς επιθέσεις από το ISIS στην γαλλική πρωτεύουσα γιγάντωσαν τον αντι-ισλαμισμό στην χώρα. Μάλιστα, ο Ματιέ Κασοβίτς είχε πει τότε ότι ίσως ήταν η στιγμή να δημιουργήσει ένα «La Haine 2» παρόλο που ο ίδιος όπως είχε πει έβλεπε την ταινία «σαν κατάρα». Μια δεύτερη ταινία ωστόσο δεν θα έμοιαζε τόσο πολύ σαν μια συνέχεια όσων είδαμε το 1995, αλλά μια πιο σκοτεινή εκδοχή τους.

Ο Ζιλ Φαβιέρ, ο οποίος ήταν ο φωτογράφος της ταινίας, το 2015 δήλωνε στον Χάσεϊ ότι η κατάσταση είναι πλέον χειρότερη. «Το 1995 είχα τις αμφιβολίες μου αν ένας μαύρος νεαρός, ένας Άραβας και ένας Εβραίος θα μπορούσαν να είναι φίλοι. Τώρα πια όλα είναι πιο διχασμένα. Κι αυτό εξαιτίας της ανόδου του πολιτικοποιημένου Ισλάμ στα προάστια. Αυτό δημιούργησε περισσότερο διαχωρισμό, περισσότερη ένταση. Πλέον δεν είναι μόνο οι νέοι ενάντια στους αστυνομικούς και το κράτος, αλλά νέοι που θέλουν να σκοτώσουν Εβραίους και να πάνε στη Συρία. Το «Μίσος» ήταν για την φιλία και ίσως έκρυβε κάποια ελπίδα. Τώρα, νομίζω ότι θα μπορούσες να κάνεις μια ταινία μόνο για την απόγνωση», λέει ο ίδιος.

Ακόμα και αν οι νέοι των προαστίων στρέφονται ακόμα κι ο ένας ενάντια στον άλλον, η αστυνομική βία είναι πάντοτε παρούσα. Το 2017 ένας νεαρός από τα προάστια που έγινε γνωστός ως «Τεό» βιάστηκε από αστυνομικούς με ένα γκλομπ. Η ανακρίτρια χαρακτήρισε το περιστατικό ως «βιασμό», ωστόσο η γαλλική αστυνομία στο πόρισμα της είδε μόνο ένα...  ατύχημα. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία στο προάστιο Ολνέ σου Μπουά που διέμενε ο Τεό και οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν ήταν άγριες. Επί τρεις νύχτες οι συγκρούσεις, οι εμπρησμοί και τα επεισόδια μεταξύ της αστυνομίας και των νεαρών ήταν συνεχείς ώσπου ο Τεό σε δήλωσή του από το νοσοκομείο προς φίλους και συμπολίτες ζήτησε «να μην κάνουν πόλεμο, να παραμείνουν ενωμένοι και να εμπιστευτούν τη δικαιοσύνη».

Για τους αστυνομικούς, οι νέοι αφρικανικής καταγωγής είναι «Μπαμπούλα» ( Bamboula), μια λέξη ιδιαίτερα υβριστική για τους μαύρους πολίτες, η οποία είναι η πιο συνηθισμένη ύβρις στο στόμα των αστυνομικών. Προσκεκλημένος σε πολιτική εκπομπή στο «Κανάλι 5» το 2017, ο Λυκ Πουαγιάν εκπρόσωπος του αστυνομικού συνδικάτου SGP-FO δήλωσε χαρακτηριστικά : Το «Μπαμπούλα, ναι, ίσως δεν θα πρέπει να λέγεται… εξακολουθεί όμως να είναι σχετικά αποδεκτό». Οι δηλώσεις του προκάλεσαν οργή και ο ίδιος αναγκάστηκε να ανακαλέσει λίγο μετά.


Οι έλεγχοι ταυτοτήτων είναι συχνά η αφορμή σκληρών συγκρούσεων ανάμεσα στους νεαρούς των προαστίων με την αστυνομία, ιδιαίτερα όταν γίνονται «τυχαία» χωρίς να έχει προηγηθεί παράπτωμα.

«Οι νέοι, Άραβες ή μαύροι, έχουν 20 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να υποστούν ένα έλεγχο ταυτότητας», ανέφερε έκθεση της ανεξάρτητης συνταγματικής Αρχής «Defenseur des droits» ( Υπερασπιστής των δικαιωμάτων) μόλις το 2017.

«Περιφρόνηση, ταπείνωση και απόρριψη, είναι μια πραγματικότητα που ζούμε εδώ και χρόνια στις γειτονιές μας» ανέφερε το 2017 ο Μοαμέτ Μεσνάχ, επικεφαλής της οργάνωσης «ACELEFEU », η οποία γεννήθηκε την επομένη των επεισοδίων του 2005 και προορισμός της είναι να διευκολύνει το διάλογο ανάμεσα στους πολίτες των προαστίων με τα θεσμικά όργανα.

«Η απόρριψη και η έλλειψη σεβασμού, μας κάνει να νιώθουμε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας όχι μόνο σε σχέση με την αστυνομία αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς, στην παιδεία, στην υγεία, στον πολιτισμό, στην ανεργία. Είναι μια διαπίστωση, μια πραγματικότητα που ζούμε εδώ και 30 χρόνια και έχει φθάσει στο απροχώρητο», τονίζει ο Μεσνάχ.

Τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί για τα λαϊκά προάστια δεν ξεπερνούν το 1% του προϋπολογισμού που είναι πολύ χαμηλό ποσό σε σχέση με τις κραυγαλέες ελλείψεις», επισημαίνει η Μαρι-Ελέν Μπακέ, πολεοδόμος και κοινωνιολόγος. «Δεν έχουν γίνει οι κατάλληλες υποδομές, όλα είναι δεύτερης κατηγορίας, ακόμα και οι αστυνομικοί είναι οι λιγότερο εκπαιδευμένοι. Εδώ και μια εικοσαετία δεν έχουμε δείξει το ενδιαφέρον που θα έπρεπε για τα λαϊκά προάστια γιατί, πολύ απλά, είμαστε μια χώρα ανισοτήτων και είναι σημαντικό να το πούμε, ότι αυτή είναι η κατάσταση της γαλλικής κοινωνίας (…) και είναι ακόμα πιο σημαντικό, όταν διεκδικούμε ότι είμαστε η χώρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας. Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί η σημερινή νεολαία διαμαρτύρεται ζητώντας ελευθερία και ισότητα. Διαμαρτύρονται στο όνομα των Αρχών της Δημοκρατίας » υπογράμμισε.