Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη: Αποτυχημένο και όμως τόσο σημαντικό


Πώς μια σπασμωδική κίνηση μιας ομάδας στρατιωτικών επιτάχυνε την εκδίωξη του βασιλιά και την αλλαγή του Πολιτεύματος

 Η περίοδος του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα ταραγμένη. Στιγματίστηκε από τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του επονομαζόμενου "δεύτερου διχασμού". Στρατιωτικά κινήματα (εννέα συνολικά) σημάδεψαν τις εξελίξεις από το 1922 έως και το 1935, με φόντο την κοινωνική απογοήτευση λόγω της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού, τις μεγάλες δυσκολίες του προσφυγικού προβλήματος, την άνοδο του πρωτοεμφανιζόμενου κομμουνιστικού κόμματος, αλλά και τις γενικότερες ιδεολογικές αναζητήσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Η περίοδος αυτή εδραίωσε την αντίληψη ότι ο Στρατός αποτελεί έναν εναλλακτικό πυλώνα εξουσίας, γεγονός που είχε καθοριστική επίδραση στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες. Ο διχασμός και η αβεβαιότητα δημιουργούσε συνθήκες ώστε στρατιωτικοί να επεμβαίνουν ή ακόμα και να αποτελούν κομμάτι της πολιτικής ζωής της Ελλάδας.

Ένα από το λιγότερο γνωστά στρατιωτικά κινήματα ήταν αυτό των Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Παρότι ουσιαστικά απέτυχε εν τη γενέσει του έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις στην χώρα.

Το ιστορικό πλαίσιο

Τον Οκτώβριο του 1923 η Ελλάδα όδευε προς τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου, τις οποίες είχε προκηρύξει η βενιζελική Επαναστατική Επιτροπή υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία κυβερνούσε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρωθυπουργός ήταν το ηγετικό στέλεχος της Επανάστασης, Στυλιανός Γονατάς, ο οποίος κατηγορούνταν ότι πριμοδότησε τα βενιζελικά κόμματα με έναν ευνοϊκό εκλογικό νόμο.

Το Κίνημα οργανώθηκε από αξιωματικούς που είτε είχαν παραγκωνισθεί από την Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα, είτε ήταν βασιλόφρονες («Ομάδα Ταγματαρχών»), που φοβούνταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτη Δημοκρατία. Οι ηγέτες και γενικότερα οι πρωταγωνιστές του Κινήματος είχαν ετερόκλητη πολιτική προϊστορία και τοποθέτηση. Ο υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος ήταν βενιζελικός και είχε πάρει μέρος στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916. Ήταν όμως προσωπικά δυσαρεστημένος με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που τον είχε απομακρύνει από τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Από την άλλη, ο συνταγματάρχης Ζήρας, ο Μεταξάς και η «Οργάνωση των Ταγματαρχών» ήταν στοιχεία σαφώς αντιβενιζελικά. Από αντιβενιζελικά αισθήματα διαπνέονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί που ακολούθησαν το κίνημα, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Ένα κοινό στοιχείο που ένωνε τους ηγέτες του Κινήματος ήταν η φιλοδοξία τους να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

Στόχος του Κινήματος ήταν να αναγκάσουν την κυβέρνηση Γονατά σε παραίτηση, χωρίς να καταφύγουν σε ένοπλη βία. Την εξουσία θα αναλάμβανε μία μεταβατική κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε τίμιες, όπως τόνιζαν, εκλογές. Στο διάγγελμα, που δημοσιεύτηκε σε τρεις αντιβενιζελικές εφημερίδες («Νέα Ημέρα», «Καθημερινή» και «Πολιτεία»), σημείωνόταν πως: «Ο στρατός βεβαιοί ότι δεν θα επέμβη το παράπαν, ούτε εις τον καταρτισμόν της νέας κυβερνήσεως, ούτε εις το κατόπιν έργον αυτής. Θα περιορισθή εις την τήρησιν της τάξεως και εις τα καθαρώς στρατιωτικά αυτού καθήκοντα».

Το Κίνημα

Το κίνημα εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22η Οκτωβρίου. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην οργάνωση και την εκδήλωση του κινήματος μια ομάδα κατώτερων αντιβενιζελικών αξιωματικών, γνωστή ως «Οργάνωση Ταγματαρχών», οι οποίοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τον Ιωάννη Μεταξά, ενώ ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν την κίνησή τους ως υπερκομματική, προσέφεραν την αρχηγία στους υποστράτηγους Λεοναρδόπουλο και Γαργαλίδη (δεξιά και αριστερά στη φωτό) και στον συνταγματάρχη Γεώργιο Ζήρα.

Οι κινηματίες προσκαλούσαν την Επαναστατική Κυβέρνηση να διαλυθεί, ενώ είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν τις περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει ο Ζήρας, καθώς και όλες τις στρατιωτικές φρουρές της Πελοποννήσου, όπου οι αξιωματικοί τους ήταν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντιβενιζελικοί. Ακόμη, εκδηλώθηκαν υπέρ του κινήματος και μονάδες του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο. Αντίθετα το κίνημα δεν εκδηλώθηκε στην Αθήνα, όπως απαιτούσε ο μετέπειτα δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, ούτε στη Θεσσαλονίκη.

Οι φρουρές των δύο μεγαλύτερων πόλεων αλλά και αυτές της Λάρισας και των Ιωαννίνων παρέμειναν πιστές στην Επαναστατική Κυβέρνηση. Το ίδιο συνέβη και με το Ναυτικό καθώς ούτως ή άλλως, ο Γαργαλίδης είχε ταχθεί εναντίον της συμμετοχής του στο κίνημα.

Η αντίδραση

Η Επαναστατική Κυβέρνηση αντέδρασε πολύ γρήγορα και δυναμικά. Ο Νικόλαος Πλαστήρας σε διάγγελμά του τόνισε: «Η άτιμος και η προδοτική πράξις δύο στρατηγών και ενίων ανωτέρων αξιωματικών εις στιγμάς κατά τας οποίας η πατρίς επρόκειτο διά των εκλογών να εισέλθη εις ομαλήν κοινοβουλευτικήν περίοδον, σύμφωνα με εξαγγελθέν πρόγραμμα της Επανάστασεως, καταδικάζεται εις την συνείδησιν του ελληνικού έθνους ολοκλήρου».

Κήρυξε στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στη κυβέρνηση. Η επίκληση ενότητας και η επίκληση των εκλογών, που είχαν προκηρυχτεί για το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αλλά και η αποφασιστικότητα που έδειξε η κυβέρνηση, μετά την αρχική εφεκτική στάση του πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά, απομόνωσαν τους κινηματίες. Αυτοί, παρά την αριθμητική τους υπεροχή, έμειναν αδρανείς. Αυτό έδωσε το χρόνο στην Κυβέρνηση να αναδιοργανωθεί και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της.

Στη Θεσσαλονίκη το κίνημα δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί. Αξιωματικοί πιστοί στην κυβέρνηση, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο Στέφανος Σαράφης, ο Δημήτριος Ψαρρός και άλλοι, είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις ων συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στη συνέχεια, αντιμετώπισαν τις στρατιωτικές δυνάμεις στις Νάρες (Νέα Φιλαδέλφεια), που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Ζήρας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στις 25 Οκτωβρίου η Επανάσταση ήλεγχε και πάλι όλη τη Βόρειο Ελλάδα.

Στην Πελοπόννησο οι δυνάμεις των Γαργαλίδη και Λεοναρδόπουλου, που αριθμούσαν 4.500 άνδρες, συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο, με σκοπό να βαδίσουν στην Αθήνα.Πέρασαν τον Ισθμό και βάδισαν προς την πρωτεύουσα. Τελικά, όμως, κυκλώθηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάστηκαν να παραδοθούν στις 27 Οκτωβρίου, άνευ όρων.

Ο στόλος, που ήταν πιστός στην Επανάσταση, απείλησε με βομβαρδισμό την Κόρινθο, αναγκάζοντας τον φρούραρχο της πόλης Μανιαδάκη (μετέπειτα στέλεχος της «4ης Αυγούστου») να παραδώσει την πόλη χωρίς αντίσταση. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, κατόρθωσε να διαφύγει κρυφά στην Ιταλία.

Οι στρατηγοί Γαργαλίδης και Λεοναρδόπουλος μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1923 δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά αργότερα αμνηστεύθηκαν.

Το Κίνημα απέτυχε για μια σειρά λόγων. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι των αξιωματικών που συμμετείχαν δεν ήθελαν να καταφύγουν στα όπλα. Δεν χτύπησαν πρώτα στην Αθήνα και δεν υπολόγισαν τη σθεναρή αντίσταση του Πλαστήρα και των στρατιωτικών που τον στήριξαν (Πάγκαλος, Χατζηκυριάκος, Κονδύλης κτλ).

Οι συνέπειες

Από την πρώτη στιγμή η Κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί, στα διαγγέλματά της προς το λαό και το στρατό, ότι είχε πρόθεση να ανακινήσει και να λύσει το πολιτειακό προβάλλοντας το θέμα της εγκαθίδρυσης της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Οι σχέσεις των Κινηματιών με βασιλικούς κύκλους, και ιδιαίτερα με τον Μεταξά και τα Ανάκτορα, αποτελούσαν ενοχοποιητικά στοιχεία για τον βασιλιά Γεώργιο Β΄.

Η αντιβενιζελική παράταξη δέχτηκε σοβαρό πλήγμα ένα χρόνο μετά τη δίκη των Έξι, από το οποίο δεν μπόρεσε να συνέλθει παρά δέκα χρόνια αργότερα. Απομακρύνθηκαν από το στράτευμα περισσότεροι από 1.284 αντιβενιζελικοί αξιωματικοί με την κατηγορία πως συμμετείχαν ή ευνόησαν το Κίνημα ή απλά δεν έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ήταν μια εκκαθάριση στο στράτευμα, την οποία οι βενιζελικοί αξιωματικοί επιζητούσαν από το 1922 και την πέτυχαν μόνο μετά την αποτυχία του Κινήματος που είχε εκδηλωθεί εναντίον της Επανάστασης του 1922.

Το κίνημα και η καταστολή επέτειναν τις διασπαστικές τάσεις που διαγράφονταν στη βενιζελική παράταξη και όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο πτερύγων της, της συντηρητικής πλειοψηφίας και της προοδευτικής μειοψηφίας. Βασικό διαφοροποιό κριτήριο, και προοδευτικά διασπαστικό στοιχείο των δύο μερίδων, ήταν το ζήτημα του πολιτεύματος και η θέση τους στο ζήτημα αυτό.

Οι βουλευτικές εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης έγιναν μέσα σε κλίμα έντασης. Η αντιβενιζελική παράταξη απείχε και εκλέχτηκαν βουλευτές μόνο από τους βενιζελικούς. Τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1923, με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά, ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έφυγε προσωρινά από την Ελλάδα, ώσπου να αποφασιστεί η τύχη του πολιτεύματος, και ορίστηκε Αντιβασιλέας ο Παύλος Κουντουριώτης.

Σπασμωδικό κίνημα με μεγάλη σημασία

Όπως σημειώνει ο ιστορικός Θάνος Βερέμης «το σπασμωδικό κίνημα της 22ας Οκτωβρίου 1923 απέκτησε σημασία για την κατοπινή εξέλιξη των πραγμάτων δυσανάλογη προς τις περιορισμένες επιδιώξεις εκείνων που το απεργάστηκαν. Στους “δημοκρατικούς” αξιωματικούς που είχαν στις παραμονές του κινήματος χάσει έδαφος έναντι των “μετριοπαθών” - όσων ακολούθησαν σε γενικές γραμμές το Κόμμα των Φιλελευθέρων - το κίνημα πρόσφερε μία μοναδική ευκαιρία να ενισχύσουν τη θέση τους στο στράτευμα. Έτσι η κατακραυγή των “δημοκρατικών” και ο φόβος ταύτισης με τους κινηματίες ανάγκασε και τους λιγότερο πολιτικοποιημένους αξιωματικούς να λάβουν θέση στο πολιτειακό ζήτημα. Οι “δημοκρατικοί”, με ανανεωμένο γόητρο, υπέδειξαν τη συνενοχή του Γεωργίου στην ανταρσία των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη.

Η στρατιωτική πίεση που ανάγκασε τελικά τον Γεώργιο να αποχωρήσει από την Ελλάδα στις 18 Δεκεμβρίου δεν θα ήταν δυνατό να τελεσφορήσει χωρίς την προηγούμενη εκκαθάριση του στρατεύματος από 1.284 αξιωματικούς που κατηγορήθηκαν για σύμπραξη με τους κινηματίες.

Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς, είτε είχαν πραγματική ανάμειξη στο κίνημα είτε όχι, ήταν οπαδοί του θρόνου. Έτσι παγιώθηκε η υπεροχή των βενιζελικών μέσα στο στράτευμα αλλά και έξω από αυτό. Οι εν ενεργεία βασιλικοί παρέμειναν ως το 1932 σε ένα είδος χειμέριας νάρκης, ενώ οι αποταχθέντες έγιναν στόχος αστυνομικής παρακολούθησης.

Από την επομένη της καταστολής ο Πλαστήρας άρχισε να δέχεται καταιγισμό γραμμάτων από στρατιωτικούς που απαιτούσαν την έξωση του Γεωργίου και την ανακήρυξη αβασίλευτου πολιτεύματος. Έτσι στις 28 Οκτωβρίου 1923 ο Χατζηκυριάκος του έγραφε: Κατά την γνώμην μου ο κίνδυνος εκ της παραμονής της δυναστείας είναι σαφής και βέβαιος.

Ο αρχηγός του Βʼ Σώματος Στρατού Κ. Μανέτας, στις 30.10.23 ζητούσε να αποταχθούν χωρίς σύνταξη όσοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί είχαν πάρει μέρος στο κίνημα και πρόσθετε: Μη φαντασθής ποτέ ότι ο σημερινός βασιλεύς θα μας εγκολπωθή ποτέ.Θα εύρη ευκαιρίαν να μας εξοντώση.

Ο Οθωναίος έγραφε στις 31 Οκτωβρίου: Ίσως η μοίρα της Ελλάδος το έταξε (το κίνημα) δια να αποβή εθνοσωτήριον (...). Η βασιλική φωλιά της ατιμίας και διαφθοράς πρέπει να εκλείψη».

Στις 25 Μαρτίου 1924 ανακηρύχθηκε Αβασίλευτη Δημοκρατία με ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και η δυναστεία κηρύχθηκε έκπτωτη. Το ζήτημα τέθηκε στο Δημοψήφισμα της 13η Απριλίου 1924 και εγκρίθηκε με το 69% της λαϊκής ψήφου. Ο έκπτωτος πλέον Γεώργιος βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Μεγάλη Βρετανία. Μετά από μια σειρά εξελίξεων θα επέστρεφε στην Ελλάδα και τον θρόνο στις 25 Νοεμβρίου 1935.