Στις 17 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε σε όλον τον κόσμο ο πρώτος τόμος του βιβλίου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, «A Promised Land» (και στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Γη της Επαγγελίας» από τις εκδόσεις Athens Bookstore Publications). Στις 768 σελίδες του βιβλίου του, ο Ομπάμα κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στα χρόνια που παρέμεινε στον Λευκό Οίκο από το 2009 έως και το 2017.
«Αναπολώντας την προεδρία του, προσφέρει μια μοναδική και
στοχαστική εξερεύνηση τόσο της εκπληκτικής έκτασης όσο και των ορίων της
προεδρικής εξουσίας, καθώς και μια μοναδική ματιά στη δυναμική των εσωτερικών
μηχανισμών του κομματικού συστήματος των ΗΠΑ αλλά και της διεθνούς διπλωματίας.
Ο Ομπάμα μεταφέρει τον αναγνώστη στο Οβάλ Γραφείο και στην Αίθουσα Διαχείρισης
Κρίσεων του Λευκού Οίκου, καθώς και στη Μόσχα, στο Κάιρο, στο Πεκίνο αλλά και
πέρα από αυτές. Ανακαλύπτουμε τις ενδόμυχες σκέψεις που τον απασχολούν καθώς
συγκροτεί το υπουργικό του συμβούλιο, προσπαθεί να διαχειριστεί μια παγκόσμια
οικονομική κρίση, αξιολογεί τον Βλαντίμιρ Πούτιν, υπερνικά τα φαινομενικά
αξεπέραστα εμπόδια για να εξασφαλίσει την ψήφιση του Νόμου για την
Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη, αντιπαρατίθεται με στρατηγούς για την στρατηγική
των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, προωθεί τη μεταρρύθμιση της Wall Street, αντιμετωπίζει
το καταστροφικό ατύχημα της Deepwater Horizon, και εγκρίνει την Επιχείρηση
Τρίαινα του Ποσειδώνα, η οποία καταλήγει στο θάνατο του Οσάμα μπιν Λάντεν»,
διαβάζουμε στην παρουσίαση του βιβλίου.
Ωστόσο, το βιβλίο έχει και ελληνικό χρώμα καθώς ο 44ος
πρόεδρος των ΗΠΑ αφιερώνει το κεφάλαιο 22 του βιβλίου του στο ελληνικό ζήτημα
μιας και επί προεδρίας του ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την
υπόλοιπη Ευρώπη.
Μεταξύ όσων αναφέρει σχετικά με την ελληνική κρίση, ο Ομπάμα
υποστηρίζει ότι η Γερμανία ήθελε «να επιβάλλει στην Ελλάδα δικαιοσύνη Παλαιάς
Διαθήκης» ώστε να στείλει ένα μήνυμα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι οι αξιωματούχοι των
πιο ισχυρών Ευρωπαϊκών χωρών «μερικές φορές ξέφευγαν από τα όρια της
αποδοκιμασίας των πολιτικών της ελληνικής κυβέρνησης και εκτρεπόταν σε μία
καταδίκη του ελληνικού λαού συνολικά».
Ο Ομπάμα αποκαλύπτει τις δικές του συζητήσεις για το
ελληνικό πρόβλημα, όπως και του τότε Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Τιμ
Γκάιτνερ, με τη Γερμανίδα καγκελάριο
Ανγκελα Μέρκελ, τον τότε Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, αλλά και τον τότε Γερμανό
υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο
Ομπάμα καθιστά σαφές ότι, σε αντίθεση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, ο ίδιος
έβλεπε εξαρχής την κρίση χρέους της Ελλάδας ως γεωστρατηγικό πρόβλημα και όχι
απλώς ως οικονομικό.
Ο Ομπάμα θεωρεί ουσιαστικά ότι η αμερικανική παρέμβαση απενεργοποίησε
τελικά τη βόμβα της Ελλάδας, αφού πρώτα αυτή είχε συμβάλει στην κατακρήμνιση
του αμερικανικού Χρηματιστηρίου.
«…εκτός του ότι η
Ελλάδα κατέρρευσε»
Ο Ομπάμα περιγράφει πώς το καλοκαίρι του 2010 η οικονομία των
ΗΠΑ άρχισε επιτέλους να ανακάμπτει οικονομικά
φέρνοντας μεγάλη χαρά και ανακούφιση στον ίδιο και το επιτελείο του.
«Αρχίσαμε μάλιστα να σχεδιάζουμε μια περιοδεία σε όλη τη
χώρα στις αρχές του καλοκαιριού, κατά την οποία θα μπορούσα να αναδείξω
κοινότητες που ανέκαμπταν και εταιρείες που είχαν αρχίσει να προσλαμβάνουν
ξανά. «Το καλοκαίρι της ανάκαμψης» θα το λέγαμε», αναφέρει σε κάποιο σημείο.
«…Εκτός του ότι η Ελλάδα κατέρρευσε», αναφέρει στην συνέχεια
και προχωρά παρουσιάζοντας μια σχεδόν ημερήσια καταγραφή της εμπλοκής του στην
οικονομική κρίση, η οποία έφτασε στα όριά της την Ευρωπαϊκή Ένωση, την και την
σφοδρή του επιμονή να αποτρέψει μια κρίση χρέους που σίγουρα θα επηρέαζε αρνητικά
και τις ΗΠΑ.
«Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν την ξαφνική
κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, όπως εμείς, και το πιο γενναιόδωρο δίχτυ
ασφαλείας τους συνέβαλε στην άμβλυνση των επιπτώσεων της ύφεσης για τις
ευάλωτες μερίδες του πληθυσμού. Από την άλλη μεριά, ο συνδυασμός μεγαλύτερης
ζήτησης για δημόσιες υπηρεσίες, τα μειωμένα φορολογικά έσοδα και οι συνεχόμενες
διασώσεις τραπεζών είχαν πιέσει σοβαρά τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Και
αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες – που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν φτηνά τα διευρυνόμενα
ελλείμματά τους ακόμη και εν μέσω κρίσης, καθώς οι φοβισμένοι επενδυτές
έσπευδαν να αγοράσουν τα αμερικανικά ομόλογα – χώρες όπως η Ιρλανδία, η
Πορτογαλία, η Ελλάδα , η Ιταλία και η Ισπανία άρχισαν να δυσκολεύονται όλο και
περισσότερο να δανειστούν. Οι προσπάθειές τους να κατευνάσουν τις χρηματαγορές
μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες το μόνο που κατάφερναν ήταν να περιορίζουν
ακόμη περισσότερο την εξασθενημένη συνολική ζήτηση και να βαθαίνουν την ύφεση.
Αυτό, με τη σειρά του, οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, απαιτούσε
επιπρόσθετο δανεισμό με όλο και υψηλότερα επιτόκια και προκαλούσε ακόμη
μεγαλύτερη αναταραχή στις αγορές».
«Δεν είχαμε το περιθώριο να είμαστε παθητικοί παρατηρητές
αυτής της κατάστασης», αναφέρει σχετικά.
«Σχεδόν όλο το 2009, ο Τιμ (σημ. Γκάιτνερ, ο υπουργός
Οικονομικών της κυβέρνησής του) και εγώ προτρέπαμε τους Ευρωπαίους να δράσουν
πιο αποφασιστικά για την ανάταξη των οικονομιών τους. Τους συμβουλεύαμε να
ξεκαθαρίσουν τα ζητήματα των τραπεζών τους μια και καλή (τα «στρες τεστ» που
είχαν εφαρμόσει οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ στα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα
ήταν τόσο άρπα κόλλα που κάποιες ιρλανδικές τράπεζες χρειάστηκαν κρατική
διάσωση λίγους μόνο μήνες αφού τα είχαν περάσει με επιτυχία). Πιέζαμε τις χώρες
της ΕΕ που είχαν πιο υγιή δημοσιονομικά να εφαρμόσουν πολιτικές τόνωσης σαν τις
δικές μας, προκειμένου να δώσουν ώθηση στις επενδύσεις και να αυξήσουν την
καταναλωτική ζήτηση σε ολόκληρη την ήπειρο. Εμείς τα λέγαμε, εμείς τα ακούγαμε»,
τονίζει.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες
Ο Μπαράκ Ομπάμα μιλά με τα καλύτερα λόγια για την Άνγκελα
Μέρκελ, ωστόσο κατακρίνει εμμέσως την συντηρητική της αντίληψη περί λιτότητας. Από
την άλλη δεν επιφυλάσσει εξίσου καλά λόγια για τον Νικόλα Σαρκοζί, τον οποίο
τον θεωρεί μάλλον «λίγο» για την περίσταση.
«Αν και οι ευρωπαϊκές χώρες θεωρούνται προοδευτικές σύμφωνα
με τα αμερικανικά δεδομένα, οι μεγαλύτερες οικονομίες της ηπείρου είχαν όλες
σχεδόν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, εκλεγμένες με δεσμεύσεις να ισοσκελίσουν
προϋπολογισμούς και να κάνουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις μάλλον, παρά να
αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες. Η Γερμανία, ειδικά – ο πραγματικός οικονομικός
κινητήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χώρα-μέλος με τη μεγαλύτερη επιρροή –
εξακολουθούσε να θεωρεί τη δημοσιονομική ορθότητα ως την απάντηση σε κάθε
οικονομικό πρόβλημα. Όσο περισσότερο γνώριζα την Άνγκελα Μέρκελ, τόσο περισσότερο
τη συμπαθούσα· την έβρισκα στιβαρή, έντιμη, με οξεία αντίληψη και εκ φύσεως
ευγενική. Αλλά είχε επίσης συντηρητικό χαρακτήρα, και ήταν ταυτόχρονα έμπειρη
πολιτικός που ήξερε τους ψηφοφόρους της, και όποτε προέβαλλα τον ισχυρισμό ότι
η Γερμανία έπρεπε να δώσει το παράδειγμα αυξάνοντας τις δαπάνες για υποδομές ή
μειώνοντας φόρους, εκείνη τον απέρριπτε ευγενικά αλλά σταθερά. «Για κοίτα,
Μπαράκ, νομίζω ότι αυτή μάλλον δεν είναι η καλύτερη μέθοδος για εμάς» έλεγε,
κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα, σαν να της είχα προτείνει κάτι ελαφρώς απρεπές.
»Ο Σαρκοζί δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο. Κατ’
ιδίαν, εκφραζόταν ευνοϊκά για την ιδέα της οικονομικής τόνωσης, δεδομένου του
υψηλού ποσοστού ανεργίας της Γαλλίας («Μην ανησυχείς, Μπαράκ… θα την πείσω την
Άνγκελα, θα δεις»). Αλλά του ήταν δύσκολο να κάνει μεταβολή και να εγκαταλείψει
τις δημοσιονομικά συντηρητικές θέσεις που είχε υιοθετήσει στο παρελθόν, και από
όσο μπορούσα να δω, δεν ήταν αρκετά οργανωμένος ώστε να μπορέσει να εκπονήσει
ένα ξεκάθαρο σχέδιο για την ίδια του τη χώρα, πόσο μάλλον για την Ευρώπη.
Η ξεροκέφαλη… επιμονή
στην λιτότητα και η ελληνική κρίση
Ο Μπαράκ Ομπάμα χαρακτηρίζει «ξεροκέφαλη» την επιμονή των
ισχυρών Ευρωπαίων ηγετών στην λιτότητα παρόλο που όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι
θα έπρεπε να ακολουθήσουν διαφορετική πορεία.
«Ο πεισματικός ενστερνισμός της λιτότητας ως λύσης από τους
κυριότερους Ευρωπαίους ηγέτες, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου ενδείξεις, ήταν
τουλάχιστον αποκαρδιωτική», αναφέρει χρησιμοποιώντας στο πρωτότυπο την φράση «stubborn embrace» που μπορεί να μεταφραστεί
και ως «ξεροκέφαλη επιμονή».
«Αλλά με όλα αυτά που είχα στο κεφάλι μου, δεν μπορώ να πω
ότι έχανα τον ύπνο μου για την κατάσταση στην Ευρώπη. Αυτό άρχισε να αλλάζει
τον Φεβρουάριο του 2010, όμως, όταν μια κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα
άρχισε να απειλεί να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση – και έβαλε εμένα και το
οικονομικό μου επιτελείο να τρέχουμε για να αποτρέψουμε άλλον έναν γύρο παγκόσμιου
οικονομικού πανικού», σημειώνει.
«Τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας δεν ήταν τίποτε
καινούργιο. Επί δεκαετίες, η χώρα μαστιζόταν από χαμηλή παραγωγικότητα, έναν
διογκωμένο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, μαζική φοροδιαφυγή και μη
βιώσιμες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 2000, οι διεθνείς χρηματαγορές χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως τα
διαρκώς αυξανόμενα ελλείμματα της Ελλάδας, όπως ακριβώς πιο πριν
χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως τα βουνά από στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την κρίση της Γουόλ Στριτ, όμως, είχαν γίνει λιγότερο
γενναιόδωρες. Όταν μια νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το
έλλειμμα του προϋπολογισμού θα υπερέβαινε κατά πολύ τις προηγούμενες
εκτιμήσεις, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών έκαναν βουτιά και οι διεθνείς
πιστωτές σταμάτησαν να δανείζουν την Ελλάδα. Η χώρα βρέθηκε ξαφνικά στο χείλος
της χρεοκοπίας».
»Υπό κανονικές συνθήκες, το να μη μπορεί μια μικρή χώρα να
πληρώσει εγκαίρως τα χρέη της θα είχε περιορισμένες επιπτώσεις έξω από τα
σύνορά της. […] Αλλά το 2010, οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν κανονικές. Η
σύνδεση της Ελλάδας με την ήδη κλονισμένη Ευρώπη έκανε το πρόβλημα του δημόσιου
χρέους της αντίστοιχο με μια δεσμίδα δυναμίτη με το φυτίλι αναμμένο μέσα σε
αποθήκη πυρομαχικών. Επειδή ήταν μέλος της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, όπου εταιρείες και άτομα εργάζονται, ταξιδεύουν και εμπορεύονται σε ένα
κοινό πλαίσιο ρυθμίσεων που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, τα οικονομικά
προβλήματα της Ελλάδας μπορούσαν εύκολα να διαδοθούν παντού. Τράπεζες άλλων
χωρών της ΕΕ ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας. Η Ελλάδα ήταν
επίσης μία από τις δεκαέξι χώρες που είχαν υιοθετήσει το ευρώ, πράγμα που
σήμαινε ότι δεν είχε δικό της νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να υποτιμήσει, ούτε
μπορούσε να ακολουθήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Χωρίς ένα άμεσο,
ογκώδες πακέτο διάσωσης από τους εταίρους της στην ευρωζώνη, η Ελλάδα
ενδεχομένως δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα,
μια κίνηση άνευ προηγουμένου, με αβέβαιες οικονομικές συνέπειες. Ήδη, οι φόβοι
της αγοράς για την Ελλάδα είχαν προκαλέσει μεγάλες εκτινάξεις στα επιτόκια που
ζητούσαν οι τράπεζες από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την
Ισπανία για να καλύψουν το δημόσιο χρέος τους. Ο Τιμ φοβόταν ότι μία ελληνική
χρεοκοπία και/ ή έξοδος από την ευρωζώνη θα μπορούσε να κάνει τις ανήσυχες
χρηματαγορές ουσιαστικά να αποκλείσουν πλήρως από χρηματοδότηση τις άλλες,
μεγαλύτερες οικονομίες, προκαλώντας ένα σοκ στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξίσου
άσχημο ή και χειρότερο από εκείνο που είχαμε μόλις περάσει».
Η Ελλάδα στο
προσκήνιο
«Κι έτσι, στα καλά καθούμενα, η σταθεροποίηση της Ελλάδας
έγινε ξαφνικά μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής και της
εξωτερικής μας πολιτικής. Εκείνη την άνοιξη, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και σε
τηλεφωνικές συνομιλίες, ο Τιμ κι εγώ ασκήσαμε ασφυκτική πίεση για να
καταφέρουμε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ να διαμορφώσουν ένα
πακέτο διάσωσης αρκετά στιβαρό, ώστε να ηρεμήσει τις αγορές και να επιτρέψει
στην Ελλάδα να αποπληρώσει τα χρέη της, βοηθώντας παράλληλα την ελληνική
κυβέρνηση να καταρτίσει ένα ρεαλιστικό πλάνο για μείωση των διαρθρωτικών
ελλειμμάτων της χώρας και για αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης.
Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο διάδοσης της κρίσης στην υπόλοιπη
Ευρώπη, συστήσαμε επίσης στους Ευρωπαίους να ορθώσουν ένα αξιόπιστο «τείχος
προστασίας» – βασικά, ένα κοινό δανειακό ταμείο με αρκετή δύναμη πυρός, ώστε να
δώσει στις χρηματαγορές τη βεβαιότητα ότι σε μία έκτακτη ανάγκη η ευρωζώνη θα
στήριζε τα χρέη των μελών της.
»Και πάλι, οι Ευρωπαίοι ομόλογοί μας είχαν διαφορετικές ιδέες. Για τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και πολλά άλλα μέλη της ευρωζώνης, οι Έλληνες ήταν οι ίδιοι υπαίτιοι των προβλημάτων τους, με την ανικανότητα των κυβερνήσεών τους και με τις σπάταλες συνήθειές τους. Μολονότι η Μέρκελ με διαβεβαίωσε ότι «δεν θα έχουμε μια δεύτερη Lehman» αφήνοντας την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, τόσο η ίδια όσο και ο υπουργός της των Οικονομικών και οπαδός της λιτότητας, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έδειχναν αποφασισμένοι να θέσουν ως όρο για την παροχή της όποιας βοήθειας ένα επιτίμιο ανάλογο του παραπτώματος, παρά τις προειδοποιήσεις μας ότι το υπερβολικό ξεζούμισμα της ήδη στραπατσαρισμένης ελληνικής οικονομίας θα ήταν αντιπαραγωγικό. Η πρόθεση να εφαρμόσουν αυτή την άτεγκτη δικαιοσύνη (στα αγγλικά χρησιμοποιεί την φράση «to apply some of that Old Testament justice», το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί αυτολεξεί ως «να εφαρμόσουν την δικαιοσύνη της Παλαιάς Διαθήκης») και να αποθαρρύνουν τον ηθικό κίνδυνο εκφράστηκε στην αρχική προσφορά των Ευρωπαίων: ένα δάνειο το πολύ 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, που μετά βίας έφτανε για να καλυφθεί για κάνα δυο μήνες το ελληνικό χρέος, με όρους δραστικές μειώσεις συντάξεων, θεαματικές αυξήσεις φόρων και πάγωμα των μισθών του δημόσιου τομέα από την ελληνική κυβέρνηση. Μη θέλοντας να αυτοκτονήσει πολιτικά, η ελληνική κυβέρνηση είπε ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε, καθώς μάλιστα οι ψηφοφόροι της χώρας αντέδρασαν στην είδηση για την ευρωπαϊκή πρόταση με εκτεταμένες διαδηλώσεις και απεργίες.
»Τα αρχικά ευρωπαϊκά σχέδια για το δημοσιονομικό τείχος
προστασίας δεν ήταν πολύ καλύτερα. Το αρχικό ποσό που πρότειναν οι αρχές της
ευρωζώνης για την κεφαλαιοποίηση του ταμείου – 50 δισεκατομμύρια ευρώ – ήταν
επιεικώς ανεπαρκές. Σε μία τηλεδιάσκεψη με τους ομολόγους του, ο Τιμ χρειάστηκε
να τους εξηγήσει ότι για να είναι αποτελεσματικό, το ταμείο θα έπρεπε να έχει
τουλάχιστον δεκαπλάσιο μέγεθος. Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης επέμεναν επίσης
ότι για να έχει πρόσβαση στο ταμείο μια χώρα, οι ομολογιούχοι της θα έπρεπε να
υποστούν ένα υποχρεωτικό «κούρεμα» – δηλαδή, να δεχτούν ένα ποσοστό απώλειας
των χρημάτων που τους οφείλονταν. Αυτό ήταν απολύτως κατανοητό· άλλωστε, το
επιτόκιο που χρεώνουν οι πιστωτές σε ένα δάνειο υποτίθεται ότι καλύπτει τον
κίνδυνο αδυναμίας πληρωμών από πλευράς του δανειολήπτη. Αλλά πρακτικά,
οποιαδήποτε πρόβλεψη για κούρεμα θα έκανε το ιδιωτικό κεφάλαιο πολύ λιγότερο
πρόθυμο να δανείσει κι άλλα χρήματα σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιρλανδία και
η Ιταλία, ακυρώνοντας έτσι το νόημα του τείχους προστασίας».
Ο Ομπάμα αναφέρει πως κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι η κρίση
δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά και γεωστρατηγική, καθώς οι χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης θα έπρεπε να βρουν τρόπο να βοηθήσουν τις «αδύναμες» χώρες που ήταν όμως
εταίροι τους.
«Πόσο διατεθειμένοι ήταν οι πολίτες των πιο πλούσιων, των
πιο παραγωγικών χωρών της Ευρώπης να αναλάβουν τις υποχρεώσεις ενός γειτονικού
κράτους ή να δουν τα χρήματα από τους φόρους τους να αναδιανέμονται σε
ανθρώπους εκτός των συνόρων τους; Θα δέχονταν οι πολίτες των χωρών που
αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα τις θυσίες που τους επέβαλαν μακρινοί
αξιωματούχοι, τους οποίους αισθάνονταν ξένους και η εξουσία των οποίων ήταν εν
πολλοίς πέρα από τον έλεγχό τους; Όσο το ζήτημα της Ελλάδας φούντωνε, η δημόσια
συζήτηση σε κάποιες από τις παλιότερες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Γαλλία
και η Ολλανδία, πολλές φορές ξέφευγε από τα όρια της αποδοκιμασίας των
πολιτικών της ελληνικής κυβέρνησης και εκτρεπόταν σε μία καταδίκη του ελληνικού
λαού συνολικά – ότι είχαν μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στην εργασία ή ότι
ανέχονταν τη διαφθορά και θεωρούσαν βασικές υποχρεώσεις, όπως την πληρωμή των
φόρων τους, απλώς προαιρετικές. Ή, όπως άκουσα έναν απροσδιόριστης εθνικότητας
αξιωματούχο της ΕΕ να λέει σε κάποιον άλλον, ενώ έπλενα τα χέρια μου στην
τουαλέτα, σε μια σύνοδο των G8: «Αυτοί δεν σκέφτονται σαν εμάς».
«Δεν ανέφεραν ότι οι
γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της
Ελλάδας»
Ο Μπαράκ Ομπάμα υποστηρίζει ότι ποτέ δεν άκουσε τους Ευρωπαίους
ηγέτες να λένε ότι πίσω από τον δανεισμό της Ελλάδας ανέκαθεν ήταν οι
γερμανικές και γαλλικές τράπεζες και ότι τα περισσότερα χρήματα που είχαν
δανείσει στη χώρα μας είχαν ουσιαστικά επιστρέψει σε αυτούς μέσω των αγορών. Όπως
λέει κάτι τέτοιο ίσως είχε καθησυχάσει τον λαό των χωρών τους.
«Ηγέτες όπως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί είχαν επενδύσει πάρα
πολλά στην ευρωπαϊκή ενότητα για να μετέλθουν τέτοιων στερεοτύπων (σημ. περί
τεμπέληδων Ελλήνων), αλλά το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο δρούσαν υπαγόρευε να
βαδίζουν επιφυλακτικά προς μια συμφωνία για ένα σχέδιο διάσωσης. Παρατήρησα ότι
σπανίως ανέφεραν το γεγονός ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν από
τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας, ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου
χρέους των Ελλήνων είχε πάει για την αγορά γερμανικών και γαλλικών εξαγώγιμων
προϊόντων – γεγονότα που θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές στους ψηφοφόρους
τους το γιατί η διάσωση των Ελλήνων από τη χρεοκοπία ισοδυναμούσε με διάσωση
των δικών τους τραπεζών και βιομηχανιών. Ίσως φοβόντουσαν ότι αυτή η παραδοχή
θα έστρεφε την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών
κυβερνήσεων στις αποτυχίες των Γερμανών και Γάλλων αξιωματούχων που είχαν
επιφορτιστεί με την ευθύνη της εποπτείας των τραπεζών. Ή ίσως φοβόντουσαν πως
αν οι ψηφοφόροι τους αντιλαμβάνονταν πλήρως τις βαθύτερες συνέπειες της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – τον βαθμό στον οποίο το οικονομικό τους πεπρωμένο,
καλό ή κακό, είχε δεθεί με το πεπρωμένο εκείνων που δεν είναι «σαν εμάς» –
μπορεί και να μην την έβρισκαν τόσο ελκυστική προοπτική, τελικά.
»Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές Μαΐου πια, ο φόβος των
χρηματαγορών έφτασε στο επίπεδο που ανάγκασε τους Ευρωπαίους ηγέτες να δουν την
πραγματικότητα κατάματα. Συμφώνησαν σε ένα κοινό δανειακό πακέτο ΕΕ-ΔΝΤ, που θα
επέτρεπε στην Ελλάδα να αποπληρώνει το χρέος της για τα επόμενα τρία χρόνια.
Και αυτό το πακέτο περιείχε μέτρα λιτότητας, που όλοι ήξεραν ότι ήταν πολύ
σκληρά για να μπορέσει να τα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον
έδιναν στις άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ την πολιτική κάλυψη που χρειάζονταν για να
το εγκρίνουν. Αργότερα την ίδια χρονιά, οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν
εκούσες άκουσες σε ένα τείχος προστασίας του μεγέθους που είχε προτείνει ο Τιμ,
και χωρίς την πρόβλεψη για υποχρεωτικό «κούρεμα». Οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές
αγορές παρέμειναν σε κατάσταση παραζάλης για όλο το 2010, και η κατάσταση όχι
μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην
Ιταλία παρέμεινε επισφαλής. Χωρίς την πολιτική δύναμη να επιβάλουμε μία μόνιμη
λύση στα θεμελιώδη προβλήματα της Ευρώπης, ο Τιμ κι εγώ ήμασταν αναγκασμένοι να
αρκεστούμε στο ότι είχαμε συμβάλει να απενεργοποιηθεί προσωρινά άλλη μία βόμβα.
»Όσο για τις επιπτώσεις της κρίσης στην αμερικανική
οικονομία, η όποια φόρα είχε πάρει η ανάκαμψη στις αρχές του χρόνου τώρα κόπηκε
απότομα. Τα νέα από την Ελλάδα έσπρωξαν το αμερικανικό χρηματιστήριο σε μια
απότομη βουτιά. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, όπως έδειχναν οι μηνιαίες
μετρήσεις, έπεσε επίσης, καθώς οι νέες αβεβαιότητες έκαναν τις διοικήσεις των
εταιρειών να αναβάλουν προγραμματισμένες επενδύσεις. Η έκθεση για την αγορά
εργασίας του Ιουνίου επέστρεψε σε αρνητικό ισοζύγιο – και θα παρέμενε έτσι ως το
φθινόπωρο. Κι έτσι, το «καλοκαίρι της ανάκαμψης» πήγε περίπατο», καταλήγει.
*Το βιβλίο «A Promised Land» κυκλοφορεί στην Ελλάδα στα
αγγλικά και μεταφρασμένο στα ελληνικά ταυτόχρονα
με τις ΗΠΑ από τις εκδόσεις Athens Bookstore Publications. Μέχρι το τέλος του
2020 είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στα καταστήματα Public και public.gr. Από τον
Ιανουάριο του 2021, θα βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων όλης της
χώρας.
*Τα κομμάτια από το βιβλίο του Ομπάμα προέρχονται από
αναδημοσίευση της έντυπης έκδοσης της εφημερίδας «Τα Νέα».