Ο γιος του «Χασάπη της Πολωνίας» αφηγείται


Ο Χανς Φρανκ υπήρξε στενός συνεργάτης του Χίτλερ και κυβερνήτης της κατεκτημένης Πολωνίας. Εξασφάλιζε τη... σωστή λειτουργία των γκέτο και των στρατοπέδων εξόντωσης. Ο γιος του Νικλας μιλάει για την οικογένεια του και τα εγκλήματα τους

O Χανς Φρανκ υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος σχεδόν από τη γέννηση του. Δικηγόρος στο επάγγελμα γοητεύτηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ και σύντομα βρέθηκε να είναι ο επίσημος νομικός του σύμβουλος. Πήρε μέρος στο λεγόμενο Πραξικόπημα της Μπιραρίας το οποίο απέτυχε παταγωδώς και το 1933 μπήκε στο κλειστό κύκλο της ηγετικής ομάδας του κόμματος. Τον Δεκέμβριο του 1934 ο Χίτλερ τον διόρισε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του. Μετά την εισβολή στην Πολωνία ο Φρανκ έγινε ο Κυβερνήτης-Στρατηγός της κατεχόμενης πλέον χώρας. 

Φανατικός ναζιστής και... γερμανικά μεθοδικός ο Φρανκ επέβαλλε ένα καθεστώς τρόμου στη χώρα και ήταν υπεύθυνος για τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων. Επέβλεπε προσωπικά τη «σωστή» λειτουργία των γκέτο και τον στρατοπέδων εξόντωσης, ενώ θεωρείται ο ναζιστής κυβερνήτης που επέμεινε όσο κανείς άλλος την καταναγκαστική εργασία. Το «σύστημα Φρανκ» θα θεωρηθεί τόσο αποτελεσματικό που θα υιοθετηθεί και σε περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης που κατακτήθηκαν αργότερα. Ο ίδιος θα πάρει τον τίτλο του «Χασάπη της Πολωνίας». 

Μετά την κατάρρευση των ναζιστικών δυνάμεων ο Φρανκ κατέφυγε στη Γερμανία όπου και συνελήφθη τον Μάιο του 1945. Κάθισε στο εδώλιο της δίκης της Νυρεμβέργης και όπως η πλειονότητα των κατηγορουμένων υποστήριξε ότι δεν είχε γνώση της συστηματικής εξόντωσης των Εβραίων. Τα στοιχεία τον διέψευσαν και καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατά την αναμονή για την εκτέλεση της ποινής οι αναφορές τονίζουν ότι ο Φρανκ ήταν από τους ελάχιστους καταδικασθέντες που έδειξαν μεταμέλεια. Στις 16 Οκτωβρίου 1946 οδηγήθηκε στην αγχόνη. Ο δημοσιογράφος Τζόζεφ Κίνγκσμπουρι-Σμιθ έγραψε πως ήταν ο μόνος που χαμογελούσε όταν τον οδηγούσαν στον χώρο της εκτέλεσης. «Είμαι ευγνώμων για την καλή αντιμετώπιση που είχα κατά τη διάρκεια της φυλάκισης μου και ζητάω από τον Θεό να με δεχθεί με έλεος» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.

Ο γιος του Χανς Φρανκ, Νίκλας γεννήθηκε το 1939. Τον ακολούθησε στην Πολωνία και οι αναμνήσεις του από εκείνη την περίοδο συγκλονίζουν. Ο Νίκλας Φρανκ περιγράφει τη ζωή σε μια οικογένεια ανώτατου στελέχους του ναζιστικού κόμματος, θυμάται περιστατικά από την Πολωνία και αναφέρεται στην εκτέλεση του πατέρα του. Αναλυτικά η περιγραφή του:

«Θυμάμαι να επισκέπτομαι τον πατέρα μου στη φυλακή στη Νυρεμβέργη όταν ήμουν επτά ετών. Στην δίπλα πόρτα βρισκόταν ο Χέρμαν Γκέρινγκ ένα κορυφαίο μέλος του Ναζιστικού κόμματος που δικαζόταν επίσης στη Νυρεμβέργη (είχε καταδικαστεί σε θάνατο αλλά αυτοκτόνησε λίγες ώρες πριν εκτελεστεί). Μιλούσε με τη σύζυγο του Έμι και την κόρη τους Έντα.

Κάθισα στα πόδια της μητέρας μου Μπριγκίτε και ο πατέρας μου βρισκόταν στην άλλη πλευρά ενός μεγάλου παραθύρου που είχε μικρές τρύπες για να μπορούμε να ακούμε ο ένας τον άλλο. 'Σύντομα θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ευτυχισμένοι στο σπίτι μας', μού είπε αλλά ήξερα ότι λέει ψέματα. Το ψέμα του μου έσκισε την καρδιά. Αυτή ήταν η τελευταία επίσκεψη στον πατέρα μου.

Δεν υπήρχε ακόμα ετυμηγορία αλλά ο δικηγόρος του είχε επισκεφθεί τη μητέρα μου πολλές φορές το καλοκαίρι του 1946 και την είχε προετοιμάσει γι' αυτό που θα συνέβαινε. Ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο περιπέτειες για εμένα. Οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν φιλικοί και έτρεχα πίσω τους για να μαζέψω γόπες και να τις πάω στη μητέρα μου.

Τον προηγούμενο χρόνο, το Φθινόπωρο του 1945, είχα δει τις πρώτες φωτογραφίες στις εφημερίδες με τα στοιβαγμένα πτώματα. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και παιδιά της ηλικίας μου. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν κάποιος σημαντικός. Ζούσαμε σε κάστρο, είχαμε υπηρέτες και θεωρούσα την Πολωνία ιδιοκτησία μας. Μετά ξαφνικά έμαθα ότι ο πατέρας μου συνδεόταν με κάποιο τρόπο με αυτές τις φωτογραφίες.

Θυμάμαι τον μεγαλύτερο αδελφό μου Νόρμαν, που γεννήθηκε το 1928, να πηγαίνει στη μητέρα μου και να λέει: 'Αν αυτές οι φωτογραφίες είναι αληθινές ο πατέρας μας δεν έχει καμία ελπίδα να επιζήσει'.

Δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί αλλά το γεγονός ότι ο πατέρας μου συνδεόταν με αυτές τις φωτογραφίες με είχε ταράξει πάρα πολύ.

Γνώριζα ότι ήμασταν προνομιούχοι, ότι δεν ήμασταν "απλοί" άνθρωποι αλλά ο πόλεμος δεν ήταν κάτι αληθινό για εμένα. Θυμάμαι μια φορά, ήμουν τεσσάρων ή πέντε, καθόμουν στην μαύρη Μερσεντές του πατέρα μου και είδα ένα γερμανικό τανκ να καίγεται. Ο σοφέρ μας είπε: Αυτό είναι ένα τανκ Tiger. Ανατρίχιασα. Ποτέ όμως δεν βίωσα άσχημες καταστάσεις, καταστάσεις πολέμου. Μόνο μια φορά, προς το τέλος του πολέμου, καθόμασταν σε μια λίμνη και είδαμε ένα σμήνος αεροπλάνων να περνάει. Πήγαιναν να βομβαρδίσουν το Μόναχο.

Ο ξένος

Μια από τις πιο σημαντικές αναμνήσεις που έχω με τον πατέρα μου ήταν όταν ήμουν περίπου τριών ετών και βρισκόμασταν στο παλάτι Μπελβεντέρε. Μέναμε εκεί κάποιες φορές. Έτρεχα γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και προσπαθούσα να πέσω στην αγκαλιά του. Όλο όμως με απέφευγε και με κορόιδευε: Τι θες Νίκι; Δεν ανήκεις στην οικογένεια μας. Είσαι fremdi. Εννοούσε fremder, ένας ξένος. Ο υπαινιγμός ήταν ότι δεν ήμουν το παιδί του. Όταν σε απορρίπτει έτσι ο πατέρας σου έχεις δύο επιλογές. Να καταρρεύσεις ψυχολογικά ή να κρατήσεις απόσταση από αυτόν. Έκανα το δεύτερο.

Σύμφωνα με μια φήμη που υπήρχε στην οικογένεια μου ο βιολογικός μου πατέρας ήταν ο Καρλ Λατς, κυβερνήτης σε μια κατακτημένη περιοχή της Σοβιετικής Ένωσης και ένας από τους στενότερους φίλους του Χανς Φρανκ.

Ο Χάινρικ Χίμλε, που ήταν ο επικεφαλής των SS, δεν συμπαθούσε τον πατέρα μου και ήθελε να τον αντικαταστήσουν. Επειδή όμως δεν μπορούσε να πάρει την άδεια του Χίτλερ γι' αυτό προσπάθησε να βλάψει ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά στον πατέρα μου. Ο πατέρας του Λατς μετέφερε ένα φορτηγό με κλοπιμαία από τον Πολωνία στη Γερμανία και όταν ο Χίμλερ το ανακάλυψε συνέλαβε τον Καρλ Λατς γνωρίζοντας ότι είναι φίλος του πατέρα μου. Έβαλε να τον σκοτώσουν στη φυλακή Μπρεσλάου.

Όταν ο πατέρας μου το έμαθε είπε στη μητέρα μου: Τώρα ο πατέρας του Νίκι είναι νεκρός. Η μητέρα μου ήταν αναστατωμένη από αυτή την κατηγορία και ξεκαθάρισε στον πατέρα μου ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.

Η μητέρα μου είχε πολλές σχέσεις αλλά έκανε πάντα εκτρώσεις όταν έμενε έγκυος από άλλους άντρες. Μετά έμαθα ότι είχε κάνει δύο ή τρεις εκτρώσεις. Δεν θα άφηνε τίποτα να μπει στο δρόμο της ώστε να γίνει η "βασίλισσα της Πολωνίας".

Τα ψώνια στο γκέτο

Η μητέρα μου πήγαινε στο γκέτο της Κρακοβίας για να πάρει γούνες  και ακριβά υφάσματα τα οποία έδινε στη συνέχεια στον προσωπικό της ράφτη. Θυμάμαι μια φορά που καθόμουν στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου με την νταντά μου την Χίλντε. Η μητέρα μου είχε πάει στο γκέτο να πάρει πράγματα. Δίπλα στο αυτοκίνητο στεκόταν ένα αγόρι 8 έως 10 ετών και με κοιτούσε με τόσο λυπημένο βλέμμα. Του έβγαλα τη γλώσσα. Δεν απάντησε και απλά έφυγε. Ένιωσα ότι τον νίκησα αλλά η Χίλντε με τράβηξε και μου είπε να καθίσω καλά. Δεν καταλάβαινα πού βρισκόμασταν. Η μητέρα μου ήταν τόσο ψυχρή, όπως και πατέρας μου. Δεν την ενδιέφερε ο θάνατος και ο πόνος των άλλων. Απλά απολάμβανε τη ζωή της, τα δείπνα με τους καλεσμένους και τα ταξίδια για ψώνια.

Η μητέρα μου ήταν η δυνατή προσωπικότητα στην οικογένεια. Τη φοβόμασταν όλοι. Ο πατέρας μου εν συγκρίσει ήταν αδύναμος. Όταν μίλησα με τον καθολικό ιερέα που βάφτισε τον πατέρα μου κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του στη Νυρεμβέργη μου είπε: Νίκλας πρέπει να σου ένα πράγμα, ακόμα και στη φυλακή ο πατέρας σου φοβάται τη μητέρα σου.

Σε κάποιο σημείο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο πατέρας μου συνδέθηκε και πάλι με τον μεγάλο έρωτα της ζωής του και ήθελε να χωρίσει τη μητέρα μου. Ζήτησε την άδεια του Χίτλερ, όπως προβλεπόταν για όλα τα κορυφαία μέλη του κόμματος. Ο Χίτλερ του το απαγόρευσε μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Όταν το έμαθε η μητέρα μου έγραψε στον Χίτλερ. Του έστειλε μια φωτογραφία με αυτή και τα πέντε παιδιά της και τον ρωτούσε γιατί ο σύζυγος της ήθελε να αφήσει μια τόσο όμορφη οικογένεια.


«Ο πατέρας μου βίωσε τον φόβο του θανάτου που επέβαλε σε τόσους ανθρώπους»

Μετά τη σύλληψη του πατέρα  μου τον Μάιο του 1945 οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά για εμάς. Οι Αμερικάνοι μας έβαλαν σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων. Δεν είχαμε χρήματα και υπηρέτες. Ήταν μια κατακόρυφη πτώση. Αλλά για εμένα ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Είχα ελευθερία. Μπορούσα να ψαρέψω και να παίξω με τα όπλα που άφησαν υποχωρώντας οι στρατιώτες των SS. Η μητέρα μου προσπαθούσε σκληρά για να μας ταΐζει. Έκανε συμφωνίες συνέχεια και ανταλλαγές. Συνήθως κλεμμένα κοσμήματα για ψωμί. Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής της αλλά δεν τα παράτησε, παραπονιόταν μόνο στα γράμματα που έστελνε στον πατέρα μου στη φυλακή.

Για εμένα το να είμαι γιος ενός μαζικού δολοφόνου είχε πλεονεκτήματα. Φτωχό μου παιδί, έλεγε ο κόσμος. Τι συνέβη στον άμοιρο αθώο πατέρα σου. Τι θέλεις να φας, έχεις αρκετά χρήματα, με ρωτούσαν. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο πλεονεκτήματα στη Γερμανία αν ο πατέρας σου είχε εκτελεστεί ως κορυφαίος μέλος των Ναζί.

Είμαι κατά της θανατικής ποινής αλλά είμαι ευτυχισμένος που ο πατέρας μου βίωσε τον φόβο του θανάτου που επέβαλε σε τόσους αθώους ανθρώπους».