Μια ηφαιστειακή έκρηξη και μια μεγαλειώδης πλημμύρα αποκαλύπτουν νέα στοιχεία για τον μυστηριώδη πλανήτη Άρη και την πιθανότητα να φιλοξενούσε ζωή
Ωστόσο μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι τα εντυπωσιακά
ηφαίστεια του Άρη θα μπορούσαν να είναι «ζωντανά» μέχρι και πολύ πρόσφατα, ενώ
μια ακόμα έρευνα αναφέρει ότι εντόπισε βάσιμα στοιχεία για μια πλημμύρα στον
Κόκκινο Πλανήτη που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα μπορούμε να φανταστούμε!
Μια έκρηξη μια ανάσα
χρόνου μακριά
Σύμφωνα με τις μελέτες που είχαν γίνει ως τώρα τα στοιχεία
έδειχναν ότι οι πιο πρόσφατες ηφαιστειακές εκρήξεις που είχαν σημειωθεί στον Άρη
χρονολογούνταν πριν από 2,5 εκατ. χρόνια με τον πλανήτη πλέον να θεωρείται προ πολλού
ηφαιστειακά ανενεργός. Ωστόσο, Αμερικανοί επιστήμονες θεωρούν τώρα ότι βρήκαν
για πρώτη φορά ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι μια ηφαιστειακή έκρηξη έγινε ίσως
μόλις πριν 53.000 χρόνια, πολύ πρόσφατα με διαστημικούς και γεωλογικούς όρους.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν οι New York Times, οι επιστήμονες του
Πανεπιστημίου της Αριζόνα και του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν της Ουάσινγκτον μελετώντας
δορυφορικές εικόνες από την περιοχή Cerberus Fossae του Άρη εκτιμούν ότι βρήκαν
στοιχεία που δείχνουν ότι στο σημείο σημειώθηκε ηφαιστειακή έκρηξη πριν από
53.000 με 210.000 χρόνια.
Τα στοιχεία της μελέτης τους θα δημοσιευθούν στο
επιστημονικό περιοδικό «Icarus». Αν κάτι τέτοιο ισχύει θα πρόκειται για την πιο
πρόσφατη γνωστή ηφαιστειακή έκρηξη στον πλανήτη και ενισχύει τις απόψεις που
υποστηρίζουν πολλοί ότι κάτω από την επιφάνειά του υπάρχουν γιγάντια ηφαίστεια που
μένουν σιωπηλά, αλλά κατά καιρούς εκρήγνυνται.
«Αν αυτός ο σχηματισμός που εντοπίσαμε στην περιοχή είναι
ηφαιστειακής προέλευσης, τότε η περιοχή Cerberus Fossae μπορεί να μην έχει εξαφανιστεί
και ο Άρης μπορεί να είναι ηφαιστειακά ενεργός μέχρι και σήμερα», αναφέρουν οι
επιστήμονες στην προδημοσίευση της μελέτης τους.
Η περιοχή Cerberus Fossae που καταγράφηκε από έναν δορυφόρο
του Άρη βρίσκεται κοντά στο μεγάλο ανενεργό ηφαίστειο Elysium Mons, ενώ απέχει
περίπου 1.600 χιλιόμετρα από τη σημερινή θέση του στατικού ρομποτικού γεωλόγου
InSight της NASA που στάλθηκε στον πλανήτη το 2018.
Στις φωτογραφίες της Cerberus Fossae από τον δορυφόρο διακρίνεται ένας σχηματισμός σαν
«καπνισμένη κάνη», μια μεγάλη ρωγμή στο έδαφος από όπου έχουν βγει στην
επιφάνεια ηφαιστειακή τέφρα και σκόνη. Η εικόνα αυτή είναι χαρακτηριστική των
πυροκλαστικών ροών ηφαιστειακής προέλευσης που υπάρχουν στη Γη, τη Σελήνη και
τον Ερμή.
Προερχόμενη από μάγμα βαθιά στα έγκατα του πλανήτη, η έκρηξη θα πρέπει να είχε φτάσει σε ύψος αρκετών χιλιομέτρων, πριν τα ηφαιστειακά υλικά πέσουν στο έδαφος. Η ποσότητα αυτών των υλικών εκτιμάται 100 φορές μεγαλύτερη από εκείνη που εκτινάχθηκε κατά την έκρηξη του ηφαιστείου της Αγίας Ελένης στις ΗΠΑ το 1980, σύμφωνα με τον Στίβεν Άντερσον, έναν επιστήμονα γήινης φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Κολοράντο, ο οποίος δεν συμμετείχε στην μελέτη.
Η παρουσία πιο σκούρας ύλης στο σημείο σε συνδυασμό με τον
συμμετρικό σχηματισμό γύρω από την ρωγμή υποδεικνύουν μια έκρηξη. Γνωστό ως fault scarp (ρηξιγενές μέτωπο), αυτός
ο τύπος σχηματισμού είναι «πολύ συχνός στην Χαβάη» καθώς το μάγμα κοντά στα
ηφαίστεια οδηγεί το έδαφος να «σπάσει» και να ανοίξει, αναφέρει ο Ρόμπερτ
Κράντοκ από το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν, ο οποίος συμμετείχε στην μελέτη.
Μετρώντας τον αριθμό των κρατήρων που φαίνονται γύρω από τον
σχηματισμό, ο οποίος έχει έκταση περίπου δέκα χιλιομέτρων, οι επιστήμονες
εκτιμούν ότι η έκρηξη πρέπει να συνέβη πριν από 53.000 με 210.000 χρόνια.
Αν η ανακάλυψη επιβεβαιωθεί ύστερα και από την περαιτέρω
έρευνα που θα ακολουθήσει, τα ευρήματα θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στα όσα
ξέρουμε για τον Άρη. Με γεωλογικούς όρους τα 53.000 χρόνια ισοδυναμούν με έναν
βλεφαρισμό των ματιών και αφήνει ανοικτά τα ενδεχόμενα ο πλανήτης να είναι
ηφαιστειακά ενεργός μέχρι και σήμερα. Μια τέτοια επιβεβαίωση θα είχε τεράστιες
συνέπειες και για την αναζήτηση ζωής στον Άρη.
Τέτοια ηφαιστειακή δραστηριότητα θα μπορούσε να λιώσει τον
πάγο που βρίσκεται στο υπέδαφος παρέχοντας έτσι ένα πιθανό κατάλληλο περιβάλλον
για να επιβιώσουν ζωντανοί οργανισμοί.
«Για να έχεις ζωή, χρειάζεσαι ενέργεια, άνθρακα, νερό και
θρεπτικά στοιχεία και το ηφαιστειακό σύστημα μπορεί να στα παρέχει όλα αυτά»,
αναφέρει ο δρ Άντερσον.
Το InSight της NASA
διαθέτει σεισμογράφο και έχει καταγράψει εκατοντάδες σεισμούς στον Άρη, ωστόσο έχει
καταφέρει να εντοπίσει την τοποθεσία προέλευσης μόνο σε δύο από αυτούς. Και οι
δύο- ίσως όχι τυχαία- προέρχονταν από την περιοχή Cerberus Fossae. Αυτό
ενισχύει τις υποψίες ότι οι εν λόγω σεισμοί μπορεί να σχετίζονται με την εκεί
υπόγεια ηφαιστειακή δραστηριότητα.
«Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι η τεκτονική δραστηριότητα
συνδέεται με την ηφαιστειακή δραστηριότητα», αναφέρει η επικεφαλής της αποστολής
του InSight Σούζαν
Σμρέκαρ.
«Η μελέτη προκαλεί ενθουσιασμό. Η κατανόηση της σημερινής
δραστηριότητας στον Άρη είναι πράγματι ένα μυστήριο και το κλειδί για να
εξερευνήσουμε την εξέλιξη του και την πιθανότητα να φιλοξενήσει ζωή»,
συμπληρώνει η Σμρέκαρ.
Ωστόσο, τα ερωτήματα παραμένουν. Ο Λου Παν, ένας πλανητικός
επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία, δεν είναι τόσο
σίγουρος για την μέθοδο χρονολόγησης της έκρηξης που χρησιμοποίησε η ερευνητική
ομάδα.
«Αν θες να χρονολογήσεις ένα πολύ πρόσφατο αποτύπωμα στην
επιφάνεια, βασίζεσαι στο πλήθος των πολύ μικρών κρατήρων. Κι ακόμα χρειάζεται
να καταγράψουμε όλους αυτούς τους μικρούς κρατήρες», αναφέρει.
Ο επικεφαλής της μελέτης, ο Ντέιβιντ Χόρβαρθ του
Πανεπιστημίου της Αριζόνα, πάντως υποστηρίζει ότι ακόμα και με το πιο
συντηρητικό σενάριο η έκρηξη δεν θα μπορούσε να είναι πιο παλιά από ένα
εκατομμύριο χρόνια. Αυτό ήδη θα έδινε μια τελείως νέα οπτική στην κατανόηση του
Άρη.
«Σίγουρα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο βαθιά κάτω από την
επιφάνεια ο πλανήτης να παραμένει ενεργός μέχρι σήμερα», τονίζει.
Μια πλημμύρα που δεν
έχει προηγούμενο
Μια τελείως διαφορετική μελέτη σχετικά με τον Άρη έρχεται
την ίδια στιγμή από τους επιστήμονες των πανεπιστημίων Κορνέλ Νέας Υόρκης,
Τζάκσον και Χαβάης, καθώς και του Εργαστηρίου Αεριώθησης (JPL) της NASA. Η μελέτη
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Scientific Reports» και βασίστηκε σε στοιχεία
από το αμερικανικό ρομποτικό ρόβερ Curiosity.
Σύμφωνα με αυτή, υπάρχουν πολύ σημαντικές ενδείξεις ότι πριν
από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια στον μεγάλο κρατήρα Γκέιλ στον ισημερινό του
Άρη σημειώθηκε μια τεράστια πλημμύρα που σήκωσε πανύψηλα κύματα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πλημμύρα είχε ασύλληπτο μέγεθος
και πιθανώς προκλήθηκε από την πτώση κάποιου αστεροειδούς στην περιοχή που προκάλεσε
τήξη των πάγων και καταρρακτώδεις βροχές.
Η πρόσκρουση απελευθέρωσε διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο
από τους πάγους του πλανήτη. Η ατμοποίηση του νερού και η απελευθέρωση αερίων
οδήγησε σε μια σύντομη περίοδο αυξημένης θερμότητας και υγρασίας στον πλανήτη.
Η υγροποίηση σχημάτισε σύννεφα ατμού, τα οποία στη συνέχεια
προκάλεσαν μεγαλειώδεις νεροποντές πιθανότατα σε όλον τον πλανήτη. Το νερό
μπήκε στον κρατήρα Γκέιλ, συνδυάστηκε με το νερό που κατέβαινε από το βουνό
Σαρπ του κρατήρα και δημιούργησε γιγάντιες πλημμύρες προκαλώντας τους μεγάλους σχηματισμούς στις περιοχές Χαμόκι και
Στριάντιτ του πλανήτη.
Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι εξαιρετικά σημαντικά καθώς
για πρώτη φορά ανακαλύπτονται σαφείς γεωλογικές ενδείξεις για τεράστιες
πλημμύρες στον Άρη. Ως τώρα με την μελέτη δορυφορικών εικόνων από ψηλά ο
εντοπισμός αυτών των στοιχείων δεν ήταν δυνατός, αλλά η επιτόπια έρευνα του
ρόβερ έφερε στο φως περισσότερα δεδομένα.
«Ο πρώιμος Άρης ήταν ένας
πολύ ενεργός πλανήτης από γεωλογικής άποψης. Ο πλανήτης είχε τις συνθήκες που
χρειάζονται για να υποστηρίξει την παρουσία νερού σε υγρή μορφή στην επιφάνεια
και στην Γη όπου υπάρχει νερό, υπάρχει και ζωή», αναφέρει ένας από τους συγγραφείς
της μελέτης, ο Αλμπέρτο Φαϊρέν.
«Στην αρχή ο Άρης ήταν ένας πλανήτης που μπορούσε να
υποστηρίξει ζωή. Είχε όμως ζωή;», αναφέρει ο Φαϊρεν. «Αυτή είναι μια απάντηση
που η επόμενη αποστολή ρόβερ, του Perseverance, θα βοηθήσει να απαντηθεί», τονίζει.
Το νέο ρομποτικό ρόβερ Perseverance της NASA, το οποίο
εκτοξεύθηκε φέτος τον Ιούλιο, αναμένεται να φθάσει στον «κόκκινο» πλανήτη στις
18 Φεβρουαρίου 2021. Η αποστολή του είναι να βρει στοιχεία μικροβιακής ζωής
στην επιφάνεια του πλανήτη και να προετοιμάσει το έδαφος για την πρώτη αποστολή
ανθρώπων στον Κόκκινο Πλανήτη.