Πολεμιστές του Ριάτσε: Πώς ένα στραβό δάχτυλο ίσως έλυσε ένα μυστήριο μισού αιώνα

 


Δύο αγάλματα δυόμιση χιλιάδων ετών με ένα μυστήριο μισού αιώνα που ίσως τώρα έρχεται στο τέλος του


Ο χημικός Στέφανο Μαριοττίνι ήταν λάτρης της υποβρύχιας κατάδυσης. Στις 16 Αυγούστου 1972 βρισκόταν στις ιταλικές ακτές του Ριάτσε της Καλαβρίας και αποφάσισε να βάλει τη μάσκα του για να πέσει στα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Έχοντας φύγει 200 περίπου μέτρα από την ακτή καταδύθηκε και έφτασε σε βάθος οχτώ μέτρων όταν είδε ένα θέαμα που αρχικά του προκάλεσε τρόμο. Ένα ανθρώπινο χέρι προεξείχε μέσα από την άμμο του πυθμένα. Αρχικά πίστεψε ότι βρισκόταν πάνω από ένα πτώμα, αλλά όταν πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε ότι το χέρι δεν ήταν από σάρκα και οστά αλλά από κάτι σκληρό και άκαμπτο: ήταν μπρούτζινο.


Αυτό που αποκαλύφθηκε τελικά ήταν ότι το χέρι αυτό έκρυβε πίσω του ένα ολόκληρο σώμα, ένα άρτια σμιλεμένο αρχαιοελληνικό σώμα που περίμενε στον βυθό της θάλασσας να βρεθεί για περισσότερο από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και η αποκάλυψη δεν έμεινε εκεί. Πολύ κοντά του υπήρχε ένα ακόμα άγαλμα εξίσου εντυπωσιακό και καλά διατηρημένο. Το Ιόνιο είχε αποκαλύψει τα μυστικά του, ωστόσο ένα άλλο μυστήριο θα γεννιόταν και δεν επρόκειτο να λυθεί παρά 50 χρόνια μετά…

Οι γυμνοί πολεμιστές

Όταν τα αγάλματα ανακαλύφθηκαν αποτέλεσαν πηγή ενθουσιασμού για τους απανταχού αρχαιολόγους και λάτρεις της αρχαιότητας. Η πηγή αυτού του ενθουσιασμού προερχόταν κυρίως από το γεγονός ότι και τα δύο αγάλματα βρίσκονταν σε εξαιρετική κατάσταση, ενώ η κατασκευή τους ήταν εντυπωσιακή.

Τα δύο αγάλματα πήραν το όνομα «Πολεμιστές του Ριάτσε» από την περιοχή στην οποία βρέθηκαν. Οι αρχαιολόγοι χρονολόγησαν τα δύο αγάλματα γύρω στο 460-450π.Χ. ωστόσο τίποτα περισσότερο δεν μπορούσε να γίνει γνωστό γι’ αυτά. Από την πρώτη στιγμή παρέμεινε μυστήριο το ποιους αναπαριστούν τα δύο αυτά αγάλματα και έτσι το όνομά τους έμεινε απλώς «Ριάτσε A» (αριστερά) και «Ριάτσε B» (δεξιά).


Είναι φτιαγμένα από μπρούντζο και εντυπωσίασαν από την πρώτη στιγμή με την μοναδική εκφραστικότητα των προσώπων τους και την λεπτομερή αναπαράσταση των σωμάτων τους που μοιάζουν να είναι σε κίνηση. Και τα δύο έχουν ύψος 1,98μ., ενώ ζυγίζουν 160 κιλά και τα σώματά τους είναι γυμνά.

Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι το ένα άγαλμα είναι διαφορετικό από το άλλο με τελείως ξεχωριστά χαρακτηριστικά προσώπου. Είναι φανερό ότι έχουν κατασκευαστεί από το ίδιο καλούπι, ωστόσο παρουσιάζουν εξαιρετικές διαφορές τόσο στη στάση του σώματος όσο και στα χαρακτηριστικά των προσώπων τους και στα σγουρά μαλλιά και γένια τους που έχουν διαφορετικό κυματισμό και μήκος.

Ριάτσε Α

Ο Ριάτσε Β φορά κράνος, ενώ ο Ριάτσε Α έχει μαζεμένα τα πλούσια σγουρά του μαλλιά με κορδέλα, ώστε από πάνω πιθανότατα να έμπαινε κάποιο κράνος. Ο γλύπτης έχει χρησιμοποιήσει ασήμι για τις βλεφαρίδες και τα δόντια του Ριάτσε Α, χαλκό για να κάνει τα χείλια και τις ρώγες να φαίνονται πιο κόκκινες, ενώ δημιούργησε τα μάτια με φίλντισι, ασβεστίτη, γυαλί και κεχριμπάρι.

Ωστόσο και οι δύο θα πρέπει να ήταν οπλίτες. Σύμφωνα με την θέση των χεριών τους, τα αγάλματα θα πρέπει αρχικά να κρατούσαν κάποιο όπλο και ασπίδα. Τα αντικείμενα αυτά φυσικά δεν βρέθηκαν ποτέ.

Ριάτσε Β

Η ανακάλυψη τους ήταν σημαντική για ακόμα έναν λόγο. Παρόλο που γνωρίζουμε ότι στην αρχαιότητα η κατασκευή μπρούτζινων αγαλμάτων ήταν εξίσου συχνή με των μαρμάρινων μέχρι σήμερα δεν έχουμε βρει περισσότερα από 30 τέτοια αγάλματα της κλασικής ή ελληνιστικής αρχαιότητας που να είναι σε καλή κατάσταση.

Κι αυτό ενώ ο διάσημος περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας, έγραφε ότι όταν επισκέφτηκε το ιερό της Ολυμπίας είχε μετρήσει 69 μπρούτζινα αγάλματα αφιερωμένα στους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων, τα οποία χρονολογούνταν μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., την ίδια δηλαδή περίπου εποχή που κατασκευάστηκαν και οι «Πολεμιστές του Ριάτσε».

Από τα αγάλματα που είδε ο Παυσανίας δεν έχει διασωθεί ούτε ένα, αν και έχουν απομείνει οι βάσεις πάνω στις οποίες στέκονταν 13 από αυτά. Ο λόγος που τα περισσότερα μπρούτζινα αγάλματα έχουν χαθεί έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι ήταν μπρούτζινα. Με το πέρασμα του χρόνου, έλιωσαν  αυτά τα αγάλματα, για να χρησιμοποιήσουν κάπου αλλού το πολύτιμο μέταλλό τους. Ωστόσο, οι πολεμιστές του Ριάτσε προφυλαγμένοι από το βυθό του Ιονίου πελάγους περίμεναν εκεί για αιώνες μέχρι να αναδυθούν ξανά.

Ωστόσο ακόμα και αν πέρασαν 50 χρόνια από τη στιγμή που τα δύο αγάλματα ανακαλύφθηκαν ένα μυστήριο παραμένει: ποιοι είναι αυτοί οι δύο δυνατοί πολεμιστές που «θάφτηκαν» μαζί στο βυθό της θάλασσας. Τώρα, μισό αιώνα μετά την ανακάλυψή τους, ένας Γερμανός αρχαιολόγος υποστηρίζει ότι έχει βρει επιτέλους την απάντηση, η οποία κρυβόταν στο στραβό δάκτυλο του ενός αγάλματος.

Τα ονόματα πίσω από τα αγάλματα

Το μυστήριο της ταυτότητας των δύο αγαλμάτων βασάνιζε από την πρώτη στιγμή τους αρχαιολόγους. Πολλά έχουν γραφτεί όλα αυτά τα χρόνια για την ταυτότητα αυτών των δύο αντρών με κάποιους να υποστηρίζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, οι γιοί του Οιδίποδα και τα αδέρφια της Αντιγόνης, οι οποίοι αλληλοσκοτώθηκαν για την εξουσία της Θήβας. Ωστόσο, η εικασία αυτή δεν βασιζόταν σε κανένα απτό στοιχείο.

Θεωρητική αναπαράσταση των αγαλμάτων

Τώρα όμως οι δύο αυτοί πολεμιστές θα αποκτήσουν ίσως όνομα για πρώτη φορά. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Γερμανός καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, Βίντσεζ Μπρίκμαν που μαζί με την Ουλρίκε Κοχ και σε συνεργασία με το με Liebieghause Sculpture Collection Museum στην Φρανκφούρτη, εργάστηκαν για να λύσουν το μυστήριο.

Οι Γερμανοί μελετητές πραγματοποίησαν μια ενδελεχή έρευνα για να αποκαλύψουν την ταυτότητα των δύο παρατηρώντας λεπτομερώς τα αγάλματα και συγκρίνοντας τις μορφές τους με άλλα παραδείγματα πολεμιστών σε ελληνικούς αμφορείς αλλά και με περιγραφές στα αρχαία γραπτά.

«Κλειδί» για τη λύση του μυστηρίου ήταν η παρατήρηση του δείκτη στο ένα χέρι του ενός αγάλματος. Όπως εξήγησε ο Μπρίκμαν, εξετάζοντας πολύ προσεκτικά το άγαλμα του ενός πολεμιστή, του Ριάτσε B, παρατήρησε πως είχε έναν παράξενα στραβό δείκτη στο αριστερό του χέρι. Το γεγονός αυτό στην αρχαία ελληνική γλυπτική δεν μπορούσε να είναι τυχαίο.

«Ο λόγος πρέπει να είναι ότι κάποτε κρατούσε ένα τόξο σε αυτό το χέρι και ο δείκτης του έπιανε ένα εφεδρικό βέλος πίσω από την ασπίδα, μια τεχνική που μπορείτε να δείτε στην αρχαία Τέχνη» εξήγησε ο αρχαιολόγος σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου. Κάτι ανάλογο βλέπουμε στο άγαλμα του Πέρση ιππέα από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα.

Η αποκάλυψη αυτή όμως έθεσε ένα νέο ερωτηματικό. Οι Έλληνες πολεμιστές δεν χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά τόξα στη μάχη και σπάνια απεικονίζονταν με αυτά στα γλυπτά κι έτσι ο αρχαιολόγος οδηγήθηκε σε ένα άλλο συμπέρασμα. Το συγκεκριμένο άγαλμα αναπαριστά έναν Θρακιώτη, και όχι έναν Έλληνα όπως οι περισσότεροι υπέθεταν μέχρι σήμερα.

Ο Μπρίκμαν έχει συγκεντρώσει και άλλα στοιχεία που επίσης ενισχύουν τον ισχυρισμό του πως ο πολεμιστής Ριάτσε Β καταγόταν από την αρχαία Θράκη. Το άγαλμα φέρει σημάδια ότι κάποτε φορούσε κράνος θρακικής αλεπούς και κρατούσε ένα τσεκούρι στο δεξί του χέρι, χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων πολεμιστών.

Η θέση του χεριού του επίσης υποδηλώνει πως κουβαλούσε μια ελαφριά θρακιώτικη ασπίδα και τα μάτια του έχουν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα, το οποίο ήταν «χαρακτηριστικό ενός Θρακιώτη».

Έτσι, ο Μπρίκμαν και οι Γερμανοί και Ιταλοί αρχαιολόγοι με τους οποίους συνεργάστηκε κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το άγαλμα που ως τώρα ήταν γνωστό ως «Ριάτσε Β» δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Εύμολπο, βασιλιά της Θράκης και γιο του θεού Ποσειδώνα και της Χιόνης. 

Όπως γνωρίζουμε από την μυθολογία, η Χιόνη ήταν η εγγονή του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας από τη κόρη του Ωρειθυία και τον Βορέα. Η Χιόνη, όταν γέννησε τον Εύμολπο τον πέταξε στην θάλασσα φοβούμενη τον πατέρα της. Ο Ποσειδώνας όμως φρόντισε το παιδί και το έστειλε στην Αιθιοπία για να το μεγαλώσει η κόρη του, Βενθεσικύμη. Μεγάλος πια έγινε βασιλιάς της Θράκης, ενώ έζησε και αρκετό καιρό στην Ελευσίνα. Όταν η Αθήνα με βασιλιά τον Ερεχθέα επιτέθηκε στην Ελευσίνα, ο Εύμολπος κλήθηκε για βοήθεια της πόλης που κάποτε τον φιλοξένησε και πράγματι κατέφτασε στην περιοχή με πολύ στρατό. Ο Ερεχθέας έχοντας θυσιάσει μια κόρη του για να μπορέσει να νικήσει κατάφερε να επικρατήσει και σκότωσε τον δισέγγονό του, τον Εύμολπο.

Γνωρίζοντας αυτήν την ιστορία από την ελληνική μυθολογία, ο Μπρίκμαν κατέληξε ότι το άγαλμα Ριάτσε Α θα πρέπει να απεικονίζει τον βασιλιά Ερεχθέα.

Όπως υποστηρίζει ο αρχαιολόγος, οι εσοχές στο κεφάλι του αγάλματος μαρτυρούν πως φορούσε κορινθιακό κράνος. Το δε αξίωμα του ως βασιλιάς, το μαρτυρούν και τα ασημένια δόντια (σπάνια στοιχεία αγάλματος στην αρχαία ελληνική γλυπτική) που αποτελούν ένα σύμβολο που σχετίζεται με την δύναμη ενός βασιλιά. Κατά τον Μπρίκμαν λοιπόν, σίγουρα πρόκειται για Έλληνα και πιθανότατα για τον βασιλιά της Αθήνας.

«Ο Ευριπίδης έγραψε μια τραγωδία, που έχει χαθεί, για την μάχη των δύο. Αυτή ήταν κλειδί για την ελληνική μυθολογία. Και βρήκαμε μια αρχαία πηγή που περιγράφει ‘μεγάλες χάλκινες φιγούρες’ αυτών των δύο πολεμιστών στην Ακρόπολη», είπε ο Μπρίκμαν.

Εκτιμά μάλιστα, πως τα δύο αγάλματα κάποιοι στιγμή εκτίθεντο αντικριστά, ως μια ένδειξη πρόκλησης τους ενός προς τον άλλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι πράγματι πηγές αναφέρουν ότι στην Ακρόπολη των Αθηνών υπήρχε ένα σύμπλεγμα από δύο χάλκινα αγάλματα, τα οποία ήταν τοποθετημένα το ένα απέναντι στο άλλο. Ο Παυσανίας πάντως γράφει  (Α 27,4) ότι αν και οι περισσότερροι λένε ότι το ένα άγαλμα παριστάνει τον Ερεχθέα και το άλλο τον Εύμολπο, στην πραγματικοτητα το δεύτερο άγαλμα παριστάνει τον γιο του Ευμόλπου, Ιμμάραδο και οι δυο τους μοιάζουν να μονομαχούν. Ο Ιμμάραδος πήρε μέρος κι αυτός στην επίθεση κατά των Αθηνών, ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τον Ερεχθέα. Πάντως με την ίδια λογική και ο Ιμμάραδος ως γιος του Ευμόλπου θα απεικονιζόταν ως Θρακιώτης μαχητής.

Η παρουσίαση των ευρημάτων του Μπρίκμαν και της ομάδας του έγινε με αφορμή τα 50 χρόνια από την ανακάλυψη των αγαλμάτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Reggio Calabria και ήδη η κοινότητα των αρχαιολόγων δηλώνει ενθουσιασμένη με αυτή τη νέα προοπτική.

Η προέλευση τους και ο τρίτος χαμένος… αδερφός

Αυτό που παραμένει άγνωστο είναι η προέλευση των αγαλμάτων και πώς κατέληξαν κοντά στις ακτές της Καλαβρίας. Υπάρχει η πιθανότητα τα αγάλματα να εκτίθονταν στην Κάτω Ιταλία, την πολυπληθή ελληνική αποικία των αρχαίων χρόνων. Επίσης, θα μπορούσαν να είναι μέρος των λαφύρων που πήρε η Ρώμη μετά τον Πύρρειο Πόλεμο (280-275 π.Χ.) ή να μεταφέρθηκαν στην Ιταλία μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και την Μάχη της Κορίνθου (περί το 146 π.Χ.). Πάντως δεν υπήρχαν σημάδια κάποιου ναυαγίου στην περιοχή που βρέθηκαν τα αγάλματα, ωστόσο θα μπορούσαν να έχουν πεταχτεί από κάποιο πλοίο για να μειωθεί το βάρος κατά τη διάρκεια μιας πιθανής καταιγίδας. Άλλες θεωρίες λένε ότι τα αγάλματα μπορεί να ήταν μέρος κάποιων θησαυρών που προσπάθησε να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Αυτά που σίγουρα έχουν χαθεί είναι τα όπλα που κρατούσαν οι δύο πολεμιστές και τα κράνη τους. Υπήρχαν αρκετό καιρό φήμες ότι τα αντικείμενα αυτά είχαν επίσης διασωθεί όταν βρέθηκαν τα αγάλματα αλλά με κάποιο τρόπο κατέληξαν κρυφά στο μουσείο Γκέτι του Λος Άντζελες. Το Μάρτιο του 2007 το Μουσείο αναγκάστηκε να βγάλει μια ανακοίνωση με την οποία αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.

Ωστόσο τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα σχετικά με ένα τρίτο άγαλμα, το οποίο υποτίθεται ότι βρέθηκε κοντά στους δύο πολεμιστές. Αυτό υποστηρίζεται σθεναρά από τον Ιταλό ερευνητή Τζουζέπε Μπράτζο. Ο Μαριοττίνι στην κατάθεση που έδωσε το 1972 σχετικά με το εύρημα του, ανέφερε στους αστυνομικούς ότι είχε εντοπίσει αγάλματα που ήταν μέρος μια «ομάδας» τουλάχιστον τριών χάλκινων φιγούρων και «ένα από αυτά ήταν ξαπλωμένο στο πλάι με μια ασπίδα στο αριστερό του χέρι». Η περιγραφή αυτή δεν ταιριάζει με κανένα από τα δύο αγάλματα που βρέθηκαν. Ο Μαριοττίνι συμπλήρωσε ότι «τα δύο αγάλματα που προεξείχαν δεν είχαν καμία επίστρωση από στοιχεία της θάλασσας». Ωστόσο, στις φωτογραφίες από την ανάσυρση των αγαλμάτων φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα αγάλματα είναι καλυμμένα με διάφορα όστρακα.

Σύμφωνα με τον Μπράτζο, το τρίτο άγαλμα είτε κλάπηκε μαζί με τα όπλα, την ασπίδα και το κράνος του είτε βρίσκεται ακόμα στο βυθό της θάλασσας. Το πιο εντυπωσιακό πάντως είναι ότι από το 1972 δεν έχουν γίνει κάποιες πρόχειρες εξερευνήσεις στο σημείο παρόλο μάλιστα που το 2004 ένα αμερικανικό πλοίο χρησιμοποιώντας σόναρ βρήκε στοιχεία κάποιου μεταλλικού αντικειμένου στην περιοχή.

Φετος, πενήντα χρόνια μετά την ανεύρεση των αγαλμάτων, ο δήμαρχος του Ριάτσε, Αντόνιο Τριφόλι, ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει μια νέα εξερεύνηση του πυθμένα προσπαθώντας να εντοπίσουν είτε το τρίτο άγαλμα είτε αντικείμενα που παρέμειναν στον βυθό.