«Swatting»: Η φάρσα που σκότωσε έναν 28χρονο, ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία


Μια διαδικτυακή «φάρσα» που οδήγησε σε έναν απίστευτα άδικο θάνατο και δύο αυτοκτονίες, ενώ ο αστυνομικός δολοφόνος πήρε προαγωγή...

Λίγες ημέρες μετά τα Χριστούγεννα του 2017, στις 28 Δεκεμβρίου, ο Άντριου Φιντς (κεντρική ΦΩΤΟ) είχε μαζευτεί με την οικογένειά του για ένα εορταστικό γεύμα. Ο 28χρονος είχε μαγειρέψει στην μητέρα, την ανιψιά του-την οποία είχε μεγαλώσει ο ίδιος μετά το θάνατο των γονιών της σε τροχαίο- και μερικούς φίλους. Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι που ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας περικύκλωσαν το σπίτι. Μέσα σε λίγα λεπτά ο Άντριου Φιντς θα έπεφτε νεκρός. Αιτία ήταν ένα στοίχημα 1,50 δολαρίου και μια «φάρσα» με τα οποία ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση.

Το τηλεφώνημα στο 911

Η ομάδα των αστυνομικών από το τμήμα της Γουίτσιτα των ΗΠΑ περικύκλωσαν το σπίτι του Άντριου στον αριθμό 1033 της οδού Γουέστ ΜακΚόρμικ. Το σπίτι απέξω έμοιαζε όπως όλα τα άλλα της γειτονιάς, ωστόσο λίγο νωρίτερα είχαν λάβει μια κλήση από αυτό. Ένας νεαρός άντρας τους είπε ότι είχε μόλις σκοτώσει τον πατέρα του και κρατούσε ομήρους την υπόλοιπη οικογένεια. Ρωτούσε αν η αστυνομία θα πάει σπίτι του λέγοντας ότι ήδη έχει ρίξει παντού βενζίνη και απειλώντας να κάψει τα πάντα. Όπως μάλιστα τους είχε ενημερώσει ήταν οπλισμένος.

Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι, την πόρτα άνοιξε τελικά ο Άντριου Φιντς προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Μόλις δέκα δευτερόλεπτα μετά ένας από τους αστυνομικούς πυροβόλησε με μια ευθεία βολή από 60 μέτρα μακριά και έριξε τον Άντριου στο πάτωμα. Οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι περνώντας πάνω από τον ετοιμοθάνατο Άντριου που κειτόταν στην είσοδο και έβαλαν χειροπέδες στη μητέρα του, την ανιψιά του και τους δύο φίλους που ήταν στο σπίτι και τους κράτησαν έτσι για περίπου μια ώρα έξω παρά τη χαμηλή θερμοκρασία. Ο Άντριου επί 15 λεπτά αιμορραγούσε στο πάτωμα χωρίς κανείς να του δίνει σημασία μέχρι που οι αστυνομικοί επέτρεψαν στους νοσοκόμους – που βρίσκονταν από την πρώτη στιγμή εκεί- να τον φροντίσουν. Ήταν όμως ήδη αργά για τον Άντριου.

Όπως θα αποδεικνυόταν αμέσως μετά ο Άντριου δεν ήταν ο αλλόφρων γιος που έψαχναν και ούτε αυτός και η οικογένειά του εμπλέκονταν σε κάποια υπόθεση ομηρίας. Πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε καν υπόθεση ομηρίας.

Το swatting

Περίπου 2.200 χιλιόμετρα μακριά από τη Γουίτσιτα, στο Λος Άντζελες, ο Τάιλερ Μπάρις ήταν ένας 25χρονος νεαρός που μόλις είχε βγει από τη φυλακή και ήταν άστεγος. Είχε εκτίσει ποινή 16 μηνών για μια σειρά από ψεύτικές φάρσες για βόμβα ακόμα και σε σχολεία και σε έναν τηλεοπτικό σταθμό, ενώ για τον ίδιο λόγο ήταν καταζητούμενος και στη Φλόριντα. Στον κόσμο του διαδικτύου ήταν γνωστός ως «SWAuTistic». Το… ταλέντο του ήταν κυρίως τα online παιχνίδια και οι φάρσες swatting.

Το swatting είναι μια πραγματική μάστιγα ειδικά στις ΗΠΑ και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην κοινότητα των gamers. Εν είδει φάρσας κάποιος καλεί την αστυνομία, για να τη στείλει στο σπίτι κάποιου «αντιπάλου» ή φίλου του λέγοντας ότι υπάρχει κάποιο περιστατικό σε εξέλιξη. Μπορεί να είναι κάποια απειλή για βόμβα, δολοφονία, ομηρία ή ειδοποίηση ότι κάποιος απειλεί να αυτοκτονήσει ή να σκοτώσει κάποιον και ο δράστης μπορεί να οπλοφορεί ή και όχι. Η αστυνομία εισβάλει στα σπίτια για να διαπιστώσει τελικά ότι τίποτα δεν είναι αλήθεια. Συνήθως μάλιστα το θύμα, όταν είναι κάποιος gamer που μεταδίδει online το παιχνίδι του καταγράφει άθελά του την εισβολή.

Συνήθως η αιτία πίσω από το swatting είναι είτε απλώς η… πλάκα είτε κάποια αντιπαλότητα των παικτών στα online παιχνίδια τους. Αν κάποιος χάσει εξαιτίας κάποιου συμπαίκτη του είναι πιθανό να στείλει την αστυνομία σπίτι του. Σε άλλες περιπτώσεις, το  swatting έχουν υποστεί και άτομα στο πλαίσιο απειλών για να υποκύψουν να δώσουν κάποια χρήματα. Πάντως, θύματα αυτού του είδους της φάρσας έχουν πέσει και διάσημοι. Η αστυνομία έχει πάει στα σπίτια – μεταξύ άλλων- του Τομ Κρουζ, του Άστον Κάτσερ, της Μάιλι Σάιρους, του Κλιντ Ίστγουντ και του Τζάστιν Μπίμπερ μετά από ανάλογα τηλεφωνήματα.

Το όνομα «swatting» που έχει δοθεί στην φάρσα προέρχεται από το σώμα ειδικών δυνάμεων της αμερικανικής αστυνομίας «SWAT» (Special Weapons And Tactics), το οποίο ειδικεύεται στην αντιμετώπιση τέτοιων-πραγματικών- κρίσεων. Φυσικά, η «φάρσα» αυτή επισύρει αυστηρές ποινές για τους δράστες. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δύσκολο να εντοπιστούν καθώς οι πιο πολλοί είναι άριστοι γνώστες του διαδικτύου και ξέρουν να καλύπτουν πολύ καλά τα ηλεκτρονικά τους ίχνη αλλάζοντας την IP τους, τον μοναδικό αριθμό που λειτουργεί σαν ταυτότητα κάθε χρήστη στο διαδίκτυο.

Το στοίχημα του 1,50 δολαρίου

Στις 28 Δεκεμβρίου 2017 ο Κέισι Βάινερ, γνωστός με το ψευδώνυμο Baperizer, και ο Σέιν Γκασκιλ, γνωστός με το ψευδώνυμο Miruhcle, έπαιζαν online το αγαπημένο τους παιχνίδι Call of Duty: WWII. Ήταν στην ίδια ομάδα μέχρι που ο Γκάσκιλ σκότωσε κατά λάθος τον συμπαίκτη του, Βάινερ, και έτσι έχασαν και οι δύο τη μάχη και το 1,50 δολάριο που θα είχαν κέρδος στο στοίχημα αν νικούσαν. Οι δυο παίκτες άρχισαν να διαπληκτίζονται μέσω Twitter για την ήττα τους και ο Βάινερ απείλησε τον Γκάσκιλ ότι θα του στείλει την αστυνομία για swatting. Ο Γκάσκιλ θέλοντας να δείξει ότι δεν φοβάται έδωσε στον Βάινερ τη διεύθυνσή του και του είπε ότι «θα τον περιμένει». Στην πραγματικότητά όμως ο Γκάσκιλ και η οικογένειά του είχαν φύγει από αυτό το σπίτι ήδη έναν χρόνο πριν.

Σε αυτόν τον κόσμο του διαδικτύου, ο SWAuTistic, δηλαδή ο Τάιλερ Μπάρις, ήταν ήδη γνωστός ως το καλύτερο πρόσωπο για τις φάρσες swatting. Έτσι, ο Βάινερ επικοινώνησε μαζί του και ουσιαστικά τον προκάλεσε να «αποδείξει» ότι δεν θα δίσταζε να στείλει την αστυνομία σε αυτήν την άγνωστη διεύθυνση.

Ο Μπάρις δεν μπορούσε να πει όχι στην πρόκληση. Επισκέφτηκε την δημόσια βιβλιοθήκη στο νότιο Λος Άντζελες και κάλεσε μέσω ίντερνετ χρησιμοποιώντας το ελεύθερο Wi-Fi της βιβλιοθήκης, ενώ «μπέρδεψε» τις IP ώστε να φαίνεται ότι καλεί από το δημαρχείο της Γουίτσιτα. Έτσι, το τηλεφώνημα μεταφέρθηκε αυτόματα στην άμεση δράση της περιοχής παρόλο που αυτός ήταν 2.200 χιλιόμετρα μακριά. Ο Μπάρις συστήθηκε ως Μπράιαν και είπε ότι έμενε στο 1033 της οδού Γουέστ ΜακΚόρμικ, μόλις είχε σκοτώσει τον πατέρα του και κρατούσε την υπόλοιπη οικογένεια ομήρους, ενώ σκόπευε να πυρπολήσει το σπίτι. Η συνέχεια στην οδό Γουέστ ΜακΚόρμικ είναι ήδη γνωστή…

Όλοι καταδικάστηκαν, ο δολοφόνος πήρε προαγωγή

Αν μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον θάνατο του Άντιου Φιντς αυτή είναι «άδικος». Ο Φιντς δεν είχε καμία σχέση με το Call of Duty, ούτε με τους παίκτες του ή τον Μπάρις. Έτυχε απλώς να βρίσκεται στο λάθος σπίτι και έτυχε να έχει απέναντί του έναν αστυνομικό που πυροβόλησε χωρίς δεύτερη σκέψη παρόλο που ήταν 60 μέτρα μακριά του και θεωρητικά δεν κινδύνευε άμεσα ούτε αυτός ούτε οι άλλοι 11 αστυνομικοί που ήταν μαζί του και από τους οποίους κανείς δεν έκρινε ότι υπήρχε λόγος για να πυροβολήσουν.

Η μητέρα του Φιντς, η οποία ήταν μέσα στο σπίτι, είπε ότι ο γιος της είδε τα φώτα των περιπολικών και άνοιξε την πόρτα για να δει τι συμβαίνει. Η κ. Φιντς λέει ότι άκουσε ακατάληπτες φωνές και μετά έναν πυροβολισμό και είδε τον γιο της να πέφτει στο πάτωμα. Η αστυνομία στην επίσημη αναφορά της λέει ότι οι αστυνομικοί είπαν στον Φιντς να σηκώσει τα χέρια του ψηλά και αυτός άρχισε να το κάνει αλλά σταμάτησε. Ένας από τους αστυνομικούς που στεκόταν στην άλλη άκρη του δρόμου έριξε μια μόνο βολή, η οποία βρήκε τον 28χρονο στην καρδιά και τον δεξί του πνεύμονα. Όπως αναφερόταν η βολή «προκλήθηκε από τον Φιντς ο οποίος πήγε να βάλει τα χέρια του στη μέση του».

Τα όσα ακολούθησαν μετά τη δολοφονία είναι επίσης εξοργιστικά. Οι αστυνομικοί της Γουίτσιτα, οι οποίοι δεν ήταν μέλη της SWAT αλλά απλοί αστυνομικοί χωρίς ειδική εκπαίδευση σε περιπτώσεις ομηρίας, χωρίς να ξέρουν αν ο άνθρωπος που άνοιξε την πόρτα ήταν ο υποτιθέμενος δράστης ή κάποιος από τους ομήρους επέλεξαν να τον αφήσουν στο έδαφος να αιμορραγεί ακατάσχετα για τουλάχιστον 15 λεπτά πριν τελικά του προσφέρουν κάποια βοήθεια.

Επίσης, πέρασαν χειροπέδες σε όλους όσοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι – παρόλο που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι οι όμηροι- και τους ανάγκασαν να περάσουν πάνω από τον αιμόφυρτο Φιντς που συνέχιζε να κείτεται αβοήθητος στην είσοδο του σπιτιού για να βγουν έξω. Χωρίς να ακούν τις συνεχείς τους εκκλήσεις τους οι αστυνομικοί τούς άφησαν μέσα στο κρύο του Δεκεμβρίου για τουλάχιστον μια ώρα, όπως καταγγέλλουν.

Σύντομα η αστυνομία άρχισε να καταλαβαίνει ότι τόσο οι ίδιοι όσο και η οικογένεια του Φιντς ήταν θύματα της φάρσας swatting. Μάλιστα πολύ σύντομα οι αστυνομικοί έφτασαν στα ίχνη του Τάιλερ Μπάρις. Συνελήφθη στις 29 Δεκεμβρίου και στις 12 Ιανουαρίου 2018 εκδόθηκε στην πολιτεία του Κάνσας, όπου βρίσκεται η Γουίτσιτα, και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αντίστοιχα συνελήφθησαν και οι Βάινερ και Γκάσκιλ, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για παρεμπόδιση δικαιοσύνης, απάτη, και συνωμοσία για ψευδείς αναφορές.


Ο Μπάρις (ΦΩΤΟ) τελικά καταδικάστηκε το 2019 σε 90 μήνες φυλακή για κατηγορίες που αντιμετώπιζε ήδη από το 2015 στην Καλιφόρνια και σε 150 μήνες για τις κατηγορίες στο Κάνσας, οι οποίες θα εκτιθούν διαδοχικά (συνολικά 20 χρόνια). Αυτό σημαίνει ότι θα μπορεί να βγει από την φυλακή τον Ιανουάριο του 2035.

Ο Βάινερ, αφού δήλωσε ένοχος για συνωμοσία και παρεμπόδιση δικαιοσύνης, καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλακή και 2 χρόνια επιτήρηση κατά τη διάρκεια των οποίων του απαγορευόταν να παίξει βίντεο γκέιμς. Ο Γκάσκιλ τον Σεπτέμβριο του 2019 μετά από συμφωνία πέτυχε να πάρει μια «παράταση» 18 μηνών κατά τους οποίους οι αρχές δεν θα μπορούν να τον διώξουν δικαστικά. Μετά την πάροδο αυτών των μηνών οι κατηγορίες εναντίον του μπορούσαν να αποσυρθούν. Η περίοδος αυτή παρατάθηκε για έναν ακόμα χρόνο ώστε να πάρει το πτυχίο που θα του επιτρέψει να εισαχθεί σε κάποιο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, ο Γκάσκιλ παραβίασε κάποια σημεία της συμφωνίας του και τον φετινό Μάιο κατηγορήθηκε και δήλωσε ένοχος για διαδικτυακή απάτη. Σε λίγο καιρό αναμένεται να δικαστεί και αντιμετωπίζει ποινή έως 20 χρόνια.

Δεν συνέβη ωστόσο το ίδιο για τον φυσικό αυτουργό της δολοφονίας του Φιντς. Η αστυνομία της Γουίτσιτα έχει ως τακτική της να μην δημοσιοποιεί τα ονόματα αστυνομικών που εμπλέκονται σε τυχόν παρατυπίες. Ωστόσο, χάρη στη δημοσιογραφική έρευνα, η αστυνομία αναγκάστηκε να επιβεβαιώσει ότι ο αστυνομικός που τράβηξε την σκανδάλη ήταν ο Τζάστιν Ραπ, ένας βετεράνος του αμερικανικού στρατού που είχε ενταχθεί στην αστυνομία το 2010. Μάλιστα, είχε συμμετάσχει αρκετές φορές στη σειρά ντοκιμαντέρ Cops του Fox-TV που ακολουθεί αστυνομικούς εν ώρα δράσης, ενώ εναντίον του είχαν γίνει και στο παρελθόν καταγγελίες για υπέρμετρη χρήση βίας.

Ο Ραπ αρχικά ανέφερε στους ντεντέκτιβ πως νόμιζε ότι είδε ένα όπλο στο χέρι του Φιντς και αυτό τον έκανε να τραβήξει τη σκανδάλη. Ωστόσο, τον Μάιο του 2018 κατέθεσε επίσημα στο δικαστήριο ότι ήταν πολύ μακριά για να μπορέσει να δει αν κρατούσε ή όχι κάτι ο Φιντς και αποφάσισε να πυροβολήσει κρίνοντας μόνο από τις κινήσεις των χεριών του. Ο ίδιος είπε ότι φτάνοντας στο σημείο δεν είχαν καμία πληροφόρηση σχετικά με την κατάσταση ούτε αν ο υποτιθέμενος δράστης μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο με την άμεση δράση.

Ο εισαγγελέας της περιοχής αρνήθηκε να απαγγείλει κατηγορίες στον Ραπ κρίνοντας ότι ο αστυνομικός ενήργησε λογικά δεδομένων των στοιχείων που είχε στη διάθεσή του. Οι αρχές της πόλης ανέφεραν ότι η αστυνομία είχε ακολουθήσει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες εκείνο το βράδυ και ότι ο Ραπ είχε αναγκαστεί να πάρει μια πολύ γρήγορη απόφαση μετά το ψεύτικο τηλεφώνημα που τους έκανε να πιστέψουν ότι ο Φιντς ήταν ο δράστης.

Η απόφαση προκάλεσε τόσο την οργή της οικογένειας όσο και όλης της τοπικής κοινωνίας. Οι αρχές της πόλης όμως αρκέστηκαν να υποσχεθούν ότι θα εκπαιδεύουν καλύτερα τους αστυνομικούς τους, ενώ ο Ραπ συνέχισε να εργάζεται κανονικά στην αστυνομία.

Στις 25 Ιουνίου 2022, η αστυνομία της πόλης έκανε γνωστό ότι ο Τζάστιν Ραπ έλαβε προαγωγή και πλέον είναι ντεντέκτιβ.

Την Τετάρτη 6 Ιουλίου, το Εφετείο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι η οικογένεια του Φιντς μπορεί να καταθέσει αστική μήνυση εναντίον του Ραπ αλλά όχι εναντίον της πόλης της Γουίτσιτα. Η οικογένεια του Φιντς έχει καταθέσει μήνυση εναντίον της πόλης ζητώντας αποζημίωση 25 εκατομμυρίων, ωστόσο τώρα αναμένεται να καταφύγει απευθείας εναντίον του Ραπ καθώς πριν δεν μπορούσε. Το δικαστήριο απέρριψε την ύπαρξη «ασυλίας» του Ραπ, την οποία επιζητούσαν οι συνήγοροί του.

Τραγωδία χωρίς τέλος

Η τραγωδία της οικογένειας Φιντς πάντως δεν σταμάτησε με τον θάνατο του Άντριου. Η ανιψιά του, Αντελίνα, η οποία ήταν 17 ετών όταν δολοφονήθηκε ο θείος της, ήταν μπροστά σε όλο το περιστατικό και αναγκάστηκε να περάσει φορώντας χειροπέδες πάνω από το πτώμα του. Ο Άντριου είχε μεγαλώσει την Αντελίνα καθώς η μητέρα της και αδερφή του Άντριου είχε σκοτωθεί σε τροχαίο και η κοπέλα αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα μετά την δολοφονία του θείου της καθώς δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα όσα έζησε. Στις 11 Ιανουαρίου 2019, σχεδόν δύο χρόνια μετά την δολοφονία του Άντριου έβαλε τέλος στη ζωή της με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το άψυχο σώμα της βρήκε ο σύντροφός της, Τζέρεμι Άρνολντ, ο οποίος μην αντέχοντας την απώλεια έβαλε τέλος και στη δική του ζωή. (Στη φωτογραφία η Αντελίνα και ο Τζέρεμι).